Σέργιος Γκάκας: Πλοπ πλοπ
Ο οδηγός με παρέλαβε γωνία Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Σε μισή ώρα, το μαύρο Άουντι είχε καταβροχθίσει την απόσταση μέχρι την Εκάλη και στάθηκε έξω από την έπαυλη. Ο οδηγός έβγαλε ένα τηλεχειριστήριο από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, πάτησε ένα κουμπί και η σιδερένια πύλη άνοιξε. Διασχίσαμε το ένα στρέμμα του κήπου και φτάσαμε στην πόρτα του πέτρινου μεγαθήριου. Σκοτάδι πίσσα. Κατέβηκε, μου άνοιξε την πόρτα και περιεργάστηκε τα μπούτια μου. «Πάρε το δρομάκι δεξιά, σε περιμένουν στην είσοδο υπηρεσίας. Με την ησυχία σου, θα είμαι εδώ όταν τελειώσεις» γρύλισε και μού ’κλεισε το μάτι. «Κάβλωσες αρχιδάκι;» του ψιθύρισα δείχνοντάς του την Μπερέτα. Πλοπ. Ούτε κιχ δεν έβγαλε. Η χρησιμότητα της σωστής εκπαίδευσης. Χάιδεψα τον σιγαστήρα, έσβησα τη μηχανή, φόρεσα την βενετσιάνικη μάσκα και προχώρησα.