Χόλης Γιάννης: Δίχως αύριο

Εκείνη τη βραδιά η πτώση είχε βαρεθεί να περιμένει άλλο.
Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα
Εκείνη τη βραδιά η πτώση είχε βαρεθεί να περιμένει άλλο.
Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα
Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου -είχα ορκιστεί στην ουσία- πως δεν θα την άκουγα. Ο κόσμος να χαλούσε, τα πάνω να έρχονταν κάτω, εγώ δεν θα συντονιζόμουν στη συχνότητά της, δεν θα γινόμουν κοινωνός της πρώτης αυτής ραδιοφωνικής εκπομπής. Κατά επίφαση μονάχα πρώτη. Γιατί στην ουσία επρόκειτο για τη χιλιοστή δέκατη έβδομη εκπομπή που λάμβανε χώρα όλα τα βράδια των καθημερινών από τις δέκα έως τις δώδεκα στο “Ράδιο Ανατολικό” στους 107.7 μεγακύκλους.
Θυμάμαι πολύ καλά τη μέρα που είχα σκαρφιστεί τον τίτλο της συγκεκριμένης εκπομπής. Έπινα ουζάκι δίπλα στη θάλασσα μαζί με έναν όχι και τόσο στενό μου φίλο, τον Παντελή – άραγε τυχαία είχαμε συναντηθεί; - και ξαφνικά είχα ξεστομίσει, σαν να ήταν επιφοίτηση – και εκ των υστέρων νομίζω πως ήταν – τον τίτλο της εκπομπής, που δεν ήξερα ακόμα αν τελικά θα αναλάβω ή όχι.
“Και η τύχη έχει αυτιά”, του είχα πει του Παντελή άξαφνα, μπουκωμένος με ένα τηγανιτό καλαμαράκι.
“Ορίστε;” είχε αποκριθεί εκείνος σαστισμένος.
Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα
Ήταν καλός άνθρωπος. Είχαν να το λένε στη γειτονιά. Και σπουδαίος στη δουλειά του. Κάθε που βράδιαζε, κατέβαζε τα ρολά του φούρνου, απογοητευμένος για άλλη μια φορά. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως η τύχη τού χρωστούσε και μόνο ένας τρόπος υπήρχε να ξεπληρώσει το χρέος της. Τα πέντε νούμερα και τον πρώτο αριθμό του Τζόκερ. Και όλα αυτά με τη συμπλήρωση μίας και μοναδικής στήλης. Είχε πιστέψει πως από ένα λάθος της μοίρας είχε καταλήξει να φτιάχνει ψωμί, κουλούρια, κέικ και βουτήματα, ακολουθώντας κάπως θολωμένος τα βήματα του Ηπειρώτη πατέρα του. Είχε χαραγμένο στην ψυχή του εκείνο το βασανιστικό ερώτημα: Είναι άραγε αυτός ο προορισμός μου; Για να ακολουθήσει ένα ακόμη: Μέχρι εδώ είμαι ικανός να φτάσω; Η μια σκέψη έφερνε την άλλη, σαν την χάντρα στο κομπολόι, μέχρι να φτάσει στην τελευταία χάντρα, μέχρι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τύχη ήταν εκείνη που θα είχε τον τελευταίο λόγο. Εκείνη θα ήταν ο τελικός διακανονιστής, εκείνη θα του έδινε το κλειδί για διαφορετική ζωή.
Ξυπνούσε αχάραγα, έτοιμος να παλέψει με τα ζυμάρια και τον αιώνιο εχθρό των φουρναραίων. Τα ποντίκια: εκείνα τα έξυπνα, άτιμα, μοχθηρά πλάσματα της φύσης είχαν βρει τον τρόπο τους να παρεισφρέουν σαν εκπαιδευμένοι κομάντος στην αποθήκη με τα αλεύρια και να κάνουν πάρτι, που θύμιζαν λουκούλλεια γεύματα.
Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα
Άνοιξε το μοναδικό του μάτι στις έξι παρά.
Δεν κοιμόταν, τον εαυτό του κορόιδευε. Δέκα μέρες τώρα, από τότε που έγινε το κακό, κοιμάται τόσο όσο ο οργανισμός ενστικτωδώς του επιβάλλει. Σηκώθηκε, και έσυρε, χωρίς να το καταλάβει, το άσπρο σεντόνι πίσω του διαγράφοντας την πορεία προς το μπάνιο, σαν νύφη που σέρνει το νυφικό, ξεδοντιάρα και αναμαλλιασμένη. Έφτασε με δυσκολία στον νιπτήρα και στήριξε το παλιακό του σώμα στο βρωμερό μάρμαρο. Κοίταξε με αηδία τον καθρέφτη.
Που θα πάει, ζωή είναι, θα περάσει.
Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα
Και γιατί να γινόταν η μοιρασιά στα τρία; Ο Τζίμης και ο Μιχάλης ήταν δύο καθάρματα που δε θα έλειπαν σε κανέναν. Δύο αποβράσματα λιγότερα.
Εξάλλου ήταν δική του η ιδέα.
Αυτοί ποτέ δε θα μπορούσαν ούτε να σχεδιάσουν ούτε να εκτελέσουν τη ληστεία χωρίς εκείνον.