Ράγκος Γιάννης: "Ακόμα κι οι φίλοι σκοτώνουν..."
Έριξε μια ματιά στο στενό. Βράδυ, αργά. Ψυχή δεν υπήρχε, μόνο πυκνό σκοτάδι και ψιλή βροχή. Στη βρεγμένη άσφαλτο, άστραφτε η διαφημιστική γιγαντοαφίσα μιας καινούργιας οδοντόπαστας, με το λαμπερό χαμόγελο της γοητευτικής γυναίκας, που έμοιαζε να τον κοιτάζει λοξά και με νόημα.
Προχώρησε με προσοχή και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Στο πάνω μέρος της, υπήρχε μία παλιομοδίτικη ταμπέλα: ΛΑΧΕΙΑ-ΠΡΟΠΟ. Μια ριπή ψυχρού αέρα τον κτύπησε. Μαζεύτηκε μέσα στο παλιό, στρατιωτικό παλτό, που είχε αγοράσει πριν από είκοσι χρόνια στο Μοναστηράκι σε τιμή ευκαιρίας κι έκτοτε το χρησιμοποιούσε σ’ όλες τις «δουλειές» του. Σώμα και παλτό είχαν γίνει ένα, πια…
Μπροστά στην τζαμένια πόρτα έβγαλε από τη μαύρη, παλιοκαιρισμένη τσάντα του ένα ζευγάρι γάντια και τον κόφτη.