Μαργαρίτη Μαίρη: Ο τσιγγάνος με τη γαμψή μύτη
Όταν επέστρεψα στο Τμήμα -και επέστρεψα όσο πιο γρήγορα γινόταν καθότι η υποτιθέμενη διάρρηξη που μ΄ έβγαλε έξω νυχτιάτικα και μ΄ έσυρε ως την άλλη άκρη της πόλης, αποδείχτηκε πέρα για πέρα φάρσα- αντίκρισα ένα θέαμα άνευ προηγουμένου. Ο συνάδελφος αστυνόμος Κελάφης ήταν πεσμένος μπρούμυτα, πάνω στο γραφείο του, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Άλλη μια λίμνη αίματος είχε σχηματιστεί στο πάτωμα και πιτσιλιές στους τοίχους. Δυο άτομα είχα δει να περιμένουν στο Τμήμα πριν φύγω, ήταν ένας γεράκος που είχε έρθει να καταγγείλει μια κλοπή και μια γυναίκα που φαινόταν να τα έχει χαμένα, είχε πει πως έχασε το δρόμο για το σπίτι της. Τους βρήκα ακόμα εκεί να περιμένουν. Έντρομοι είχαν κολλήσει στον απέναντι τοίχο του γραφείου.
Με απόλυτη ψυχραιμία έσπευσα στο τηλέφωνο για να ενημερώσω τα Κεντρικά για το συμβάν, τη μεταφορά του πτώματος και τα συναφή. Έπειτα καθίσαμε και οι τρεις στην άλλη μεριά του γραφείου και περιμέναμε. Το ήξερα πως ο θάνατος του αστυνόμου Κελάφη θα αναστάτωνε τους πάντες. Εδώ, στην επαρχιακή πόλη του ακριτικού νησιού που ζούσαμε, δεν ήταν συνηθισμένοι σε δολοφονίες και μάλιστα αστυνομικών.