Γιάννης Ράγκος: Psilocybe cubensis (Έχω δυο τάφους να με περιμένουν)
Στη μνήμη των απόντων
Ο γιος μου ήταν ατίθασος. Πού ν’ ακούσει ότι θα υπηρετήσει τον τούρκικο στρατό; Ήταν οι Νεότουρκοι τότε στα πράγματα και είχαν κάμει τη στράτευση υποχρεωτική. Κι εμείς ήμασταν φτωχοί άνθρωποι, δεν είχαμε λίρες να εξαγοράσουμε τη θητεία. Και όταν τα πράγματα στριμώχτηκαν, το πήρε απόφαση. Θα γινόταν φυγόστρατος, κατσάκης όπως τους λέγανε τότε. Τα μίλησε και με τον αδελφικό του φίλο, τον Αναστάση, που ήταν από μικροί μαζί, και τ’ αποφάσισαν.
Μάζεψαν όσες προμήθειες μπορούσαν για φαγητό, πήραν μαζί τους και δύο λάζους απ’ το σπίτι και έφυγαν για το βουνό. Να βρουν άλλους συντρόφους, να αναπνεύσουν λίγο.
Με τον καιρό, συνάχθηκαν με άλλους ομοίους τους και έφτιαξαν ολόκληρη αντάρτικη ομάδα. Μπαίναν στα χωριά, αρπάζαν λεφτά, πρόβατα, άλογα και εξαφανίζονταν. Μια φορά, θυμάμαι, κατέβηκαν μέρα-μεσημέρι στα Βουρλά κι αφήσαν μπροστά στην αστυνομία το κομμένο κεφάλι ενός αγά. Κάπου-κάπου, ο γιος μου ερχόταν στα μουλωχτά στο σπίτι μας, μάς έφερνε καν’α πεσκέσι από αυτά που έκλεβαν από τους Τούρκους, καθόταν μια-δυο ώρες και μετά με χίλιες δυο προφυλάξεις έφευγε να τον καταπιεί το σκοτάδι.
Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τους κάμουν ζάφτι. Για αντίποινα περικύκλωναν τα χωριά μας και φυλάκιζαν ή σκότωναν όσους πίστευαν ότι εφοδιάζουν τους αντάρτες.
Πέρασαν τα χρόνια, ο γιος μου έγινε άντρας σωστός. Και, τότε, συνέβη το κακό…
Κάποτε, με τον Αναστάση είχαν μείνει φρουροί στη σπηλιά που είχε για λημέρι η ομάδα τους. Οι άλλοι είχαν κατέβει αποβραδίς στην Σκάλα να κάμουν λαθρεμπόριο με τους ναυτικούς, από αυτά που είχαν κλέψει από τους Τούρκους. Ήταν να γυρίσουν γρήγορα, όμως οι αρχές τους έκαμαν τσακωτούς πάνω στη συναλλαγή. Μόνο ένας μικρός, που πήγαινε πολεμοφόδια στο βουνό, κατάφερε να ξεγλιστρήσει.
Περάσαν δυο-τρεις μέρες και ο γιος μου με τον Αναστάση ξέμειναν από τρόφιμα. Δεν ήξευραν τί είχε συμβεί στους άλλους, ούτε μπορούσαν να αφήσουν την σπηλιά και να κατέβουν σε κάν’α χωριό. Είχαν απελπιστεί. Ο γιος μου έκανε μια βόλτα στο δάσος, μήπως βρει κάτι φαγώσιμο. Ανακάλυψε κάποια μανιτάρια, δεν κρατήθηκε κι έφαγε κάνα-δυο ωμά, να γλυκάνει την πείνα του. Έκοψε κι άλλα, να τα πάει στην σπηλιά να τα μαγειρέψουν. Μόλις τα είδε ο Αναστάσης, κατάλαβε πως ήταν δηλητηριασμένα και τα πέταξε. Αλλά ο γιος μου είχε αρχίσει κιόλας να έχει παραισθήσεις. Τα μάτια του είχαν πυρώσει, έκαμε εμετούς, είχε ρίγη, έβλεπε απειλητικά φαντάσματα να τον περικύκλωναν.
Ο Αναστάσης δεν ήξευρε τι να κάμει. Του ’δωσε λίγο νερό, του ’βρεξε το πρόσωπο. Στο μεταξύ, είχε φτάσει και ο μικρός. Μόλις είχε προλάβει να αλλάξει δυο κουβέντες με τον Αναστάση, όταν ο γιος μου, μέσα σ’ αφιόνι, έβγαλε το μαχαίρι και χύμηξε στον φίλο του, ουρλιάζοντας «Φύγε, σατανά!» Προτού ο άλλος αντιδράσει του έχωσε το μαχαίρι στο στήθος ξανά και ξανά, ώσπου ο Αναστάσης έπεσε πεθαμένος. Μετά ο γιος μου όρμησε στον μικρό, αλλά αυτός πρόλαβε να χαθεί μες στο ρουμάνι.
Όταν το βράδυ ο μικρός επέστρεψε στην σπηλιά, ο γιος μου ήταν άφαντος. Βρήκε μόνο το πτώμα του Αναστάση. Στα ρούχα του υπήρχε αυτή τη φωτογραφία. Είναι του γιου μου. Ο Αναστάσης την είχε πάντα μαζί του. Ο μικρός πήγε τη φωτογραφία στη μάνα του, χήρα γυναίκα. Της την έδωσε και της είπε όσα είχαν συμβεί. Αυτή ήρθε στο σπίτι μας, κτυπιόταν και μας καταριόταν. Είχαμε μάθει τα νέα και ο πόνος μας για τον Αναστάση ήταν αβάσταχτος.
Ο γιος μου, όμως, δεν είχε δώσει ακόμα σημάδια ζωής. Με μερικούς συγχωριανούς και τον μικρό ανεβήκαμε στο βουνό να τον ψάξουμε. Τον βρήκαμε την άλλη μέρα. Είχε κρεμαστεί μονάχος από τύψεις.
Τον φέραμε στο χωριό και τον θάψαμε δίπλα στον Αναστάση. Η μάνα του τα είχε καταλάβει όλα και είχε συγχωρέσει τον φονιά του παιδιού της. Ήρθε κοντά σε μένα και τη γυναίκα μου και κλάψαμε μαζί, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ύστερα μας έδωσε τη φωτογραφία του γιου μας. «Για να τον θυμάστε λεβέντη, όπως ήταν» είπε.
Είχε κόψει τη μία γωνιά. Εξήγησε: «Εκεί είχε στάξει το αίμα του Αναστάση μου».
Νιώσαμε όλοι και σωπάσαμε, όπως κάνουν αυτοί που μένουν πίσω να θυμούνται.
Τώρα, πηγαίνω στον γιο μου και τη γυναίκα μου. Την έχασα κι αυτή έναν χρόνο μετά, απ’ τον καημό της.
Στην Ελλάδα δεν είμαι παρά ένας ίσκιος. Τουλάχιστον στη Μικρασία, έχω δυο τάφους να με περιμένουν.
* Πρώτη δημοσίευση: (Συλλογικό) "Κι όμως θυμάμαι... 100 χρόνια από τον ξεριζωμό",
Δήμος Καισαριανής 2022.
Στη φωτογραφία απεικονίζεται ο Βουρλιώτης Χαμηλοθώρης.
Δωρεά Κυριακής Διαμαντοπούλου στο αρχείο του Δήμου Καισαριανής.
Ετικέτες: Γιάννης Ράγκος