Έλενα Χουσνή: Μετοχές… Άχρηστο πράγμα…
«Οι μετοχές είναι άχρηστο πράγμα. Αυτός που ξέρει να γράφει ποτέ δεν χρησιμοποιεί τις μετοχές αράδα, τη μία μετά την άλλη, λες και βαριέται να ψάξει να βρει τους χρόνους και τα ρήματα».
Τον παρακολουθώ εδώ και ώρα να μου μιλά για τεχνικές. Να λέει όσα ισχυρίζεται ότι ξέρει, να υποδεικνύει όσα θα έπρεπε εγώ να ξέρω, να αραδιάζει κανόνες, μεθόδους, έρευνες, διεθνείς πρακτικές, ολίγον από βιβλιογραφία και πέντε έξι ονόματα ανθρώπων άγνωστων σε όλους, εκτός ίσως από εκείνον, τους οποίους διατείνεται ότι θα έπρεπε να γνωρίζουμε, και πρώτος από όλους εγώ.
«Μα δεν βλέπεις πόσο μαγκώνει το κείμενο;» με ρωτά. «Δεν ρέει, δεν έχει μουσική μέσα του, σκαλώνει συνέχεια». Εννοεί όταν έχει μετοχές και επίθετα. Όχι το δικό του φυσικά.
Το φρύδι του ανασηκώνεται με την απαξία του ειδήμονα και τον εκνευρισμό του παντογνώστη. Αλλά και με την ηλιθιότητα του ατάλαντου που ισχυρίζεται ότι μπορεί να διδάξει το ταλέντο.
Το μόνο με το οποίο συμφωνώ είναι ότι τα κείμενα, τα όμορφα κείμενα, έχουν μουσική. Τη δική τους μουσική! Έναν εσωτερικό ρυθμό που σε κάνει να θες να κουνάς το πόδι σου και άλλοτε σε τραβά στα βάθη του γλωσσικού πενταγράμμου του.
Αλλά όλα τα άλλα είναι απλές μπαρούφες με τις οποίες αυτός και οι όμοιοί του κρατιούνται εντός μόδας και χρηματιστηρίου γραφής. Τι πάει να πει ότι δεν έχουν νόημα οι μετοχές; Και τι πάει να πει ότι δεν μπορείς να βάζεις πάνω από δύο επίθετα στη σειρά;
«Δεν μπορείς να μιλάς για πανώρια, θεσπέσια, υπέροχη θέα», λέει κοροϊδευτικά. «Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι δύο τα επίθετα» συμπληρώνει. Το ύφος του ειδικού επανέρχεται πανηγυρικά και κάνει πάρτυ για έναν!
Δεν είναι ο αριθμός των επιθέτων που κάνει τη ζημιά ρε μαλάκα. Είναι τα λάθος επίθετα που χρησιμοποιείς ανόητε, βραδύνου, ατάλαντε καραγκιόζη. Είδες; Τρία επίθετα στη σειρά. Προσεκτικά διαλεγμένα και τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο για σένα και μόνο. Και όλα αυτά επειδή τολμάς να μιλάς για συνταγές, εσύ που αγνοείς και τα πιο απλά υλικά. Που φτύνεις τις λέξεις σαν να είναι μολυσματικά απόβλητα, χωρίζεις τις παραγράφους σαν δίδυμα ορφανά που στέλνονται σε διαφορετικές οικογένειες. Εσύ που δεν ένιωσες ποτέ τον σπαραγμό του να μην βρίσκεις τη μουσική στα κείμενά σου.
Παρ` όλα αυτά έχεις το θράσος να μιλάς, να δίνεις οδηγίες για τα πως, τα πότε, τα πόσο πρέπει να κάνεις από το ένα ή το άλλο. Κείμενο με μουσική από σένα δεν έχω δει ποτέ. Εκτός από τα «ευαγγέλιά» σου που βέβαια αφορούν τους άλλους κι όχι εσένα. Γεωπόνος που δεν έχει ποτέ του καλλιεργήσει. Γιατρός που δεν έχει συναντήσει ασθενή.
Δεν του τα λέω όλα αυτά αλλά καθώς τα αραδιάζω στο μυαλό μου, νιώθω το μυρμήγκιασμα στα δάχτυλα. Κάλεσμα επιτακτικό να επιχειρήσω εκτόνωση.
Καθηγητής δημιουργικής γραφής! Χα! Δημιουργικής! Όχι σκέτο γραφής. Πώς να γίνετε συγγραφικά αλφαβητισμένοι. Αυτό διδάσκει. Τον συγγραφικό αλφαβητισμό. Όπου το άλφα είναι να μην χρησιμοποιείς μετοχές και το ωμέγα να μην βάζεις δύο επίθετα στη σειρά. Και τα ρήματα; Απο-ρήματα! Απορίες και σκουπίδια μαζί σε έναν ήχο. Λέξεις που εσύ θα ανατίναζες με το κόκκινο στυλό σου, διορθώνοντας το ταλέντο όπου το βρεις. Σκοτώνοντάς το πριν μεγαλώσει και θεριέψει και γεμίσει τον κόσμο σου. Γιατί θα σου θυμίζει ότι εσύ δεν μπορείς!
Δεν θα μπορέσεις ποτέ να γράψεις όπως αυτοί που κουβαλούν το σαράκι μέσα τους. Που ξυπνούν με τον πόνο στο στομάχι να τους οδηγεί στο χαρτί και να ξερνούν τις λέξεις σαν μετά από άγριο ξενύχτι. Που κοιμούνται με τον πόνο στα γεννητικά τους όργανα γιατί έζησαν τον οργασμό που φέρνει το να δίνεις και να δίνεσαι, σε ίσες ποσότητες. Ανέραστε, ατάλαντε παλιομαλάκα αυτά δεν θα τα ζήσεις ποτέ… ευτυχώς. Δεν θα ζήσεις ποτέ… Δεν θα ζήσεις…
Τον κοιτώ και καταλαβαίνω πως οι δικές του «μετοχές» αυξάνουν όσο κόβονται των άλλων. Πως τα δικά του επίθετα είναι δημευμένα στο συγγραφικό περιουσιολόγιο των άλλων. Δεν έχει αυτός καμιά ελπίδα στο κτηματολόγιο της γραφής. Δεν θα «εγγράψει» ποτέ εκεί κανένα δέντρο, κανένα χωράφι, καμιά πεζούλα με καρποφόρα αμπέλια. Γι` αυτό γίνεται επιθετικός με τα επίθετα. Θέλει να τους κλέψει το μέρισμα της ζωής που ο ίδιος δεν έχει.
Πόσοι τέτοιοι δεν έχουν ξεφυτρώσει. Σεμινάρια, μαθήματα, διήμερα, τριήμερα, εξάμηνα. Δίδακτρα σε σχολές που σου λένε πως ΠΡΕΠΕΙ να γράφεις. Που σου μαθαίνουν από την αρχή – λένε – τη μάχη της γραφής. Και στις περισσότερες περιπτώσεις οι «μαχητές» που σε διδάσκουν δεν έχουν ποτέ τους κερδίσει ούτε μια μάχη. Καθηγητής δημιουργικής γραφής. Τον κοιτάζω. Μου ανταποδίδει το βλέμμα.
«Πόσοι παρακολουθούν τα μαθήματά σου;» τον ρωτάω
Αναδιπλώνεται στην καρέκλα. Το σταυροπόδι του γίνεται τρικλοποδιά στην αλαζονεία του και τον μπερδεύει.
«Αρκετοί. Κάθε χρόνο και περισσότεροι. Βλέπεις υπάρχουν πολλά ψώνια που νομίζουν ότι θα γράψουν το επόμενο αριστούργημα». Χαμογελά αυτάρεσκα. «Αυτά τα ψώνια σε πληρώνουν όμως» θέλω να του πω. Αλλά είναι πολύτιμο το σάλιο μου και ήδη έχω ξοδέψει πολύ.
«Δεν το εκδίδω» του λέω χαμογελώντας. Του δίνω πίσω το χειρόγραφό του. Δεν το παίρνει. Το αφήνω να πέσει στο πάτωμα. Στο ενάμισι τετραγωνικό καφέ μοκέτας που χωρίζει τα πόδια μας. Το παρακολουθεί να πέφτει και κρατά την ανάσα του. Έπειτα μένει να το κοιτά.
Παίρνω το press papier. Την στιγμή ακριβώς που τα ακροδάκτυλά του αγγίζουν το βιβλιοδετημένο άτεχνα ανοσιούργημα που μου παρουσίασε ως «βιβλίο» του, τον χτυπάω στο κεφάλι. Πέφτει μπροστά και το κεφάλι του καρφώνεται στη μοκέτα. Το δεξί του χέρι τινάζεται προς τα δεξιά ενώ το αριστερό λυγίζει και στηρίζεται στον αγκώνα του. Κάνει να πιάσει το κεφάλι του. Τον ξαναχτυπάω. Τρεις φορές.. Νομίζω. Έπρεπε να μετρήσω. Έχουν σημασία αυτά! Πέφτει στο πλάι. Το χειρόγραφο πλαγιάζει δίπλα του. Σαν να αγαπιούνται οι δυό τους. Ίσως μόνο αυτή τη στιγμή να βρήκε τη μουσική του, τον εσωτερικό ρυθμό του, το βιβλίο του. Τα βλέφαρα τρεμοπαίζουν. Το ένα μάτι του είναι ήδη κλειστό ενώ το άλλο παραμένει μισάνοιχτο, να κλέψει την τελευταία εικόνα. Ή το όχι που του είπα νωρίτερα. Κάθομαι στην καρέκλα μου και χρονομετρώ. Σε λίγα λεπτά μ` έχει αποχαιρετίσει η τελευταία ανάσα του.
Χτυπώντας, σκοτώνοντας, θάβοντας τύπους σαν και σένα (μετοχές, τι ωραίες!) ξέρω ότι δεν θα υπάρχουν πια τόσοι ανόητοι, υπερφίαλοι, ξιπασμένοι, επηρμένοι, φαντασμένοι, νάρκισσοι, αλαζόνες, ματαιόδοξοι ηλίθιοι. Είδες πόσα επίθετα; Και δεν αποδυναμώθηκε καθόλου…
Ετικέτες: Έλενα Χουσνή