Έλενα Χουσνή: Καμπύλες και γωνίες
Έργο του εικαστικού Χρίστου Κουτσουρά
Αυτή η ανυπόφορη ζέστη! Κομμάτια λιωμένα ο κόσμος, παλεύει να ξαναβρεί το σημείο συναρμολόγησης. Να ξαναγίνει το ατελές σύνολο που υπήρξε και όχι αυτό το ιδρωμένο πάζλ από σώματα, αισθήσεις και διαθέσεις, πετσοκομμένες κι αυτές από το λιοπύρι της αδράνειας. Όλα μισά και λαβωμένα...
Τα πόδια του τον σέρνουν σε έναν περίπατο χωρίς σκοπό. Τη χειρότερη ώρα. Τη στιγμή που ακόμη και η φωτεινότητα των χρωμάτων, το λευκό του κυκλαδίτικου τοπίου, το ανοιχτό γκρι της πέτρας που τεμαχίζει κατά διαστήματα τον ασβέστη και τα άνθη της πικροδάφνης, πληγώνουν τα μάτια. Θα πάρει ώρες μέχρι τη στιγμή που θα ανακτήσουν κάτι από την καλοκαιρινή ευχάριστη ραστώνη των χρωμάτων τους.
Προς το παρόν το φως εγκληματεί. Ακόμη και τις σκιές τις σκοτώνει με την κάθετη επέλασή του. Θέλει τους ανθρώπους χωρίς απόδειξη ύπαρξης. Το φως δεν είναι πάντα λυτρωτής, σκέφτεται, καθώς μετρά τις πέτρες στο σοκάκι. Όχι όλες. Μόνο αυτές που σχηματίζουν τουλάχιστον ένα τρίγωνο στο σχήμα τους. Μέχρι στιγμής έχει μετρήσει δεκαοκτώ. Οι πιο πολλές είναι πελεκημένες σε σχήματα με καμπύλες. Αυτός αγαπά τις γωνίες. Του αρέσει το κοφτό της γωνίας. Η καμπύλη έχει κάτι το αναποφάσιστο. Σαν να μην ξέρει τι ακριβώς είναι, σαν να τα αφήνει όλα μετέωρα και ασαφή. Ενώ οι γωνίες.. Έχουν κάτι κοφτερό, αποφασιστικό, δεν κομπιάζουν. Ναι, αυτό είναι.
Τα βήματά του σχηματίζουν μια ιδιότυπη τεθλασμένη γραμμή μεθυσμένων αποτυπωμάτων. Πεζοπόρος που διασχίζει τα έρημα σοκάκια μιας πεθαμένης πολιτείας. Χαμογελά στη σκέψη της λέξης πεθαμένης. Πεθαμένης. Νεκρής. Τελειωμένης. Χωρίς σκιά.
Έτσι είναι οι νεκροί. Χάνουν ανάσα και σκιά. Χάνουν και το σχήμα τους. Όχι, όχι αυτό δεν το χάνουν. Όμως χάνουν τις γωνίες τους. Γίνονται καμπύλα σώματα, αφημένα στον πάγο του θανάτου, στην ακινησία της παράδοσής τους στα σκουλήκια.
Έτσι την άφησε κι εκείνη. Η τελευταία της εικόνα που κουβαλά μαζί του είναι ένα καμπυλωτό σώμα, αφημένο στην οσονούπω αδηφαγία των σκουληκιών. Φαντάζεται τα σκουλήκια να κατακτούν το γεμάτο λίπος σώμα της, τα τεράστια κωλομέρια της, το πεσμένο στήθος που βύζαξε άπειρους εραστές, τα ξεχειλωμένα από την απραξία και τη λαιμαργία μπούτια της.
Την σκέφτεται όπως ήταν λίγες ώρες πριν. Καθισμένη στο πάτωμα της κουζίνας. Θυμάται τις μικρές σταγόνες που λαμπύριζαν στο μουστάκι που είχε σταματήσει από χρόνια να βγάζει, τα πυκνά φρύδια σε ένα τόξο ειρωνικής αντεπίθεσης, την κρεατοελιά στο αριστερό της μπράτσο, τα πρησμένα πόδια της, τα πέλματα γυμνά να δροσίζονται στο πάτωμα της κουζίνας, την αιωνίως γκρι ρόμπα με τα κουμπιά μπροστά και το κόκκινο - πάντα κόκκινο- μαντήλι στα κατάμαυρα ακόμη μαλλιά της.
Την γούσταραν. Πολλοί άντρες την γούσταραν, ακόμη και τώρα που είχε γίνει μια δυσκίνητη αγελάδα. Ήξερε να τους ικανοποιεί. Η τέχνη δεν ξεχνιέται.
Κι αυτός την γούσταρε. Από τότε που πήγαιναν μαζί σχολείο. Εκείνη ούτε ματιά δεν γυρνούσε να ρίξει στο μισιακό που του έλειπε μπόι και θράσος. Μετά, στο γυμνάσιο, όσο εκείνη αποκτούσε καμπύλες, τόσο αυτός κρυβόταν στις γωνίες του. Στο πηγούνι όπου τριγωνιζόταν ένα αραιό μούσι, στο μουστάκι πάνω από τα μυτερά χείλη, στην αιχμηρή μύτη που έφτιαχνε τις δικές της γωνίες και στα φρύδια που στόχευαν, θαρρείς, το άπειρο έτσι όπως έδειχναν προς τα πάνω. Όσο εκείνη μόστραρε τις καμπύλες της, τόσο αυτός κρυβόταν έντρομος στο γωνιώδες πρόσωπο, το αποστεωμένο σώμα και τον λαιμό του που στέγνωνε από δειλία και παραίτηση.
Στο Λύκειο τα ίδια. Σαν το πιστό κουτάβι πίσω της κάθε πρωί μέχρι το σχολείο και κάθε μεσημέρι πίσω. Τα βράδια την ακολουθούσε στα κρυφά, στα ραντεβού που έκλεινε πίσω από το ρημαγμένο μπαρ Όασις. Πρώην κωλάδικο, ιδανικό για να πηδιέται σχεδόν κάθε βράδυ και με άλλον. Το καλοκαίρι ήταν η χρυσή εποχή της. Αφού έκανε πρακτική πάνω στα πεινασμένα σώματα των ντόπιων, αφού έμαθε κάθε τρόπο να τους ικανοποιεί, αφού έπαιξε μαζί τους και πειραματίστηκε με κάθε ψυχολογική τεχνική υποταγής τους, έμαθε να κερδίζει από το σώμα και το μυαλό της.
Πλέον κυνηγούσε άλλα θύματα. Τους πλούσιους που έρχονταν για μερικές μέρες πληρωμένης ξεγνοιασιάς, ή απόσβεσης της φρενήρους ζωής τους στην πόλη. Μαυρισμένοι ήδη από τα σολάριουμ, έκρυβαν με ταλέντο τα προγούλια τους, και φανέρωναν με ακόμη μεγαλύτερο ταλέντο τα λεφτά τους. Αυτοί ήταν οι αγαπημένοι της. Δεν χρειάζονταν παρά ένα βλέμμα της, ένα δήθεν τυχαίο άγγιγμα και ένα ελαφρύ σκύψιμο για να δέσει τα σχεδόν πάντα λυμένα κορδόνια στο πέδιλό της, και εκείνοι είχαν ήδη υποταγεί στην ανεξέλεγκτη ερωτική ορμή που κραύγαζε το σώμα της.
Την ακολουθούσε και τότε. Στύλωνε το βλέμμα του στο μαυρισμένο χοντρό χέρι που αγκάλιαζε την γυμνή μέση της, στα δάχτυλα που πίεζαν το κορμί της αφήνοντας δερματικά ίχνη, κόκκινες χαρακιές ανυπομονησίας. Τους ακολουθούσε με το αμάξι μέχρι το εκάστοτε σπίτι. Κρυφοκοιτούσε από τις ανοιχτές πόρτες, από τις διαθέσιμες χαραμάδες, από τα σκοτεινά παράθυρα. Έβλεπε τα ανυπόμονα μάτια τους όσο γδυνόταν τελετουργικά, τις παλάμες τους να χουφτώνουν στα στήθη της, τα λευκασμένα δόντια να δαγκώνουν τις ρόγες της. Κι έπειτα τα σώματά τους να της επιτίθενται. Να τη λεκιάζουν. Να την παίρνουν βάναυσα. Κάποιοι ήταν διατεθειμένοι να της δώσουν τα πάντα προκειμένου να την δουν να ταπεινώνεται. Εκείνη δεν δυσανασχετούσε. Αφήνιαζε θαρρείς και τους προκαλούσε να της φέρονται βάναυσα. Τους προκαλούσε να της προσφέρουν πόνο. Πόνο και ηδονή.
Όταν τελείωνε, την περίμενε απ` έξω. Του χαμογελούσε πονηρά, κρεμούσε ένα τσιγάρο στα χείλη και περίμενε να της το ανάψει. Καμιά φορά έβγαινε από το σπίτι, με τα εσώρουχα μόνο ή και τελείως γυμνή. Με το τσιγάρο να κρέμεται στα χείλη ντυνόταν αργά μπροστά του, γυρνώντας από εδώ και από εκεί για να την δει από κάθε οπτική γωνία. Αλλά χωρίς να την αγγίξει. Έπειτα ξεκινούσαν αμίλητοι για το σπίτι. Άλλοτε με το αυτοκίνητό του, κι άλλοτε, αν ήταν κοντά, με τα πόδια.
Μόνο μια φορά τον άφησε να την αγγίξει. Είχε φτάσει πια τα τριάντα και είχε αρχίσει να κουράζεται. Το έβλεπε στις μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια της, το δέρμα που είχε αρχίσει να χαλαρώνει, το στήθος που παρέμενε σφριγηλό μα είχε χάσει την φρεσκάδα του. Ήταν σημάδια αυτά. Για πόσο ακόμη; Την έβλεπε να αλλάζει και χαιρόταν. Ίσως κατάφερνε να την τραβήξει από αυτό το βούρκο. Να την φέρει στο δικό του κρεβάτι. Να την αφήσει να ξεκουραστεί. Όχι, αυτός δεν ήθελε να της κάνει ό,τι οι άλλοι. Μόνο να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Και την κοιλιά. Του άρεσε η επίπεδη κοιλιά της. Λαχταρούσε να αφήσει την παλάμη του να αναπαυτεί πάνω της. Και έπειτα να διατρέξει το κορμί της και να το γιατρέψει σπιθαμή -σπιθαμή.
Το βράδυ εκείνο, μπαίνοντας στο δωμάτιό της, είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα. Έμεινε στο κατώφλι να την κοιτά ενώ γδυνόταν και χτένιζε τα μαλλιά της. Έπειτα όρθια, ολόγυμνη, του έκανε νόημα να πλησιάσει. Πήγε σχεδόν τρεκλίζοντας, με τα μάτια του στυλωμένα στην κοιλιά της. Όταν έφτασε κοντά της, πήρε το χέρι του. Έγλειψε τα δάχτυλα ένα προς ένα. Ένιωσε έναν αφόρητο πόνο. Λαχτάρα, ηδονή και πόνο μαζί. Κι έπειτα έβαλε την παλάμη του στο αριστερό της στήθος και την άφησε εκεί. Για λίγο έμεινε ακίνητος. Μόνο για λίγο. Μετά χούφτιασε άγρια το στήθος της κι έμεινε να μαλάζει τις ρόγες της για ώρα. Δεν ξέρει πόσο κράτησε αλλά του φάνηκε αιώνας. Μέχρι που τον σταμάτησε. Κατέβασε απότομα τα χέρια του και του έφτυσε στα μούτρα: «Φτάνει μισιακό. Και πολύ σου είναι». Κι έπειτα τον έσπρωξε και κλείδωσε την πόρτα.
Δεν έπρεπε να τον αφήσει να την αγγίξει. Αν δεν το είχε κάνει, ίσως να μην ένιωθε αυτή την λαχτάρα να σκαλώνει στο μυαλό του κάθε βράδυ από εκείνη την νύχτα και μετά.
Άρχισε να παχαίνει. Όλο και πιο πολύ. Οι καλοκαιρινοί εραστές προτιμούν τις νεότερες. Οι χειμωνιάτικοι δεν της αρέσουν Αλλά δεν είναι διατεθειμένη να χάσει την επιρροή της. Κι έτσι έμαθε να τους ευχαριστεί με άλλους τρόπους. Δεν τους έχασε ποτέ.
Το πρωί ένας από αυτούς στεκόταν όρθιος ακουμπώντας στον πάγκο της κουζίνας. Έβλεπε την αποχαυνωμένη φάτσα του και άκουγε τα βογκητά του. Όταν τελείωσε, την έσπρωξε με δύναμη κι εκείνη έπεσε κάτω και κάθισε ανακούρκουδα στο πάτωμα. Του χαμογέλασε ειρωνικά.
****
Σε μια στιγμή, θαρρείς κι όλες οι γωνίες του μυαλού του εξαφανίστηκαν. Άρχισαν να καμπυλώνουν, φτιάχνοντας έναν κύκλο που όλο και έκλεινε, όλο και μίκραινε και στο τέλος δεν ήταν παρά μια κουκκίδα. Κατέβασε με δύναμη το τούβλο που είχε βρει στην αυλή, στο κεφάλι της. Δεν πρόλαβε να τον δει να πλησιάζει. Ήταν ακόμη καθισμένη ανακούρκουδα στο πάτωμα. Την χτύπησε αμέτρητες φορές. Έπειτα έπλυνε το τούβλο με προσοχή και το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν του.
Το φοράει ακόμη το μπουφάν και ας έχει λιοπύρι. Αγγίζει με τα δάχτυλά τις γωνίες του. Όταν φτάνει έξω από το άλλοτε κωλόμπαρο, την Όαση, το πετά μέσα στα χαλάσματα. Κι έπειτα γυρνά σπίτι και κοιμάται. Όταν ξυπνά, βλέπει στον καθρέφτη το πρόσωπό του. Έχει αποκτήσει κάτι από τις δικές της καμπύλες...
Ετικέτες: Έλενα Χουσνή