Σέργιος Γκάκας: Πλοπ πλοπ
Ο οδηγός με παρέλαβε γωνία Κηφισίας και Αλεξάνδρας. Σε μισή ώρα, το μαύρο Άουντι είχε καταβροχθίσει την απόσταση μέχρι την Εκάλη και στάθηκε έξω από την έπαυλη. Ο οδηγός έβγαλε ένα τηλεχειριστήριο από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, πάτησε ένα κουμπί και η σιδερένια πύλη άνοιξε. Διασχίσαμε το ένα στρέμμα του κήπου και φτάσαμε στην πόρτα του πέτρινου μεγαθήριου. Σκοτάδι πίσσα. Κατέβηκε, μου άνοιξε την πόρτα και περιεργάστηκε τα μπούτια μου. «Πάρε το δρομάκι δεξιά, σε περιμένουν στην είσοδο υπηρεσίας. Με την ησυχία σου, θα είμαι εδώ όταν τελειώσεις» γρύλισε και μού ’κλεισε το μάτι. «Κάβλωσες αρχιδάκι;» του ψιθύρισα δείχνοντάς του την Μπερέτα. Πλοπ. Ούτε κιχ δεν έβγαλε. Η χρησιμότητα της σωστής εκπαίδευσης. Χάιδεψα τον σιγαστήρα, έσβησα τη μηχανή, φόρεσα την βενετσιάνικη μάσκα και προχώρησα.
Ένας γιγαντόσωμος μπράβος με στενό γκρι κοστούμι με υποδέχτηκε στην πόρτα υπηρεσίας χαμογελώντας πονηρά. Κι αυτός κάρφωσε το βλέμμα του στα πόδια μου. Φίλησε το γάντι στο αριστερό μου χέρι κι ούτε κατάλαβε ότι το δεξί πάτησε τη σκανδάλη. Το ξυρισμένο του κεφάλι διαλύθηκε.
Μπήκα στο παλάτι. Ο υπουργός με περίμενε στο κέντρο της κουζίνας. Ωραίος άντρας, καλύτερος απ’ ό,τι στις φωτογραφίες. Γυμναστήριο, καλή διατροφή, κρέμες προσώπου, τέλεια οδοντοστοιχία, ακαταμάχητο χαμόγελο. Πρόσεχε τη ζωή του. Μέχρι σήμερα. Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στο αριστερό μάτι. Η επόμενη στο δεξί. Πλοπ. Πλοπ. Σιγουριά. Χρειάζεται σιγουριά και σταθερό χέρι για να εισπράξεις τα εκατό χιλιάρικα από την εταιρεία που τα τελευταία χρόνια ήταν κομμένη από τους στημένους διαγωνισμούς του υπουργείου. Κι ένας υπουργός εξαρτημένος από τις πόρνες. Έβγαλα από την τσάντα μου την προκήρυξη που άρχιζε με την περισπούδαστη φράση: Ο καπιταλισμός θα εξοντωθεί από τις σφαίρες μας και την άφησα πάνω στο πτώμα. Πήγα στο Άουντι, έβαλα μπροστά και σε λίγο ήμουν χαμένη στη βουερή αγκαλιά της Κηφισίας χωρίς να με νοιάζει αν αυτό που είχα κάνει θα επηρέαζε το μέλλον της πατρίδας μου. Γιατί αυτή η πατρίδα πια είναι πολύ μαύρη, ακόμα και για τα γούστα μιας πουτάνας.
* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εποχή» στις 29 Δεκεμβρίου 2019.
Ετικέτες: Σέργιος Γκάκας