Μπούρος Λευτέρης: "Μικέλε"
Μιχάλη τον λέγανε κανονικά, αλλά κάτι απογεύματα στύλωνε τα πόδια και επέμενε να τον φωνάζουμε Μικέλε. Δεν το ’κανε ακριβώς από καπρίτσιο· είχε ακούσει στο ραδιόφωνο για εκείνη τη ληστεία με τους νεκρούς αστυνομικούς στην Αθήνα, και έτσι του κόλλησε: «Μικέλε», έλεγε. «Ο φονιάς των μπάτσων».
Είχε σκοτεινιάσει, στα χαμόσπιτα μούγκριζαν οι μηχανές αρμαθιάσματος, η μάνα της Αλέκας στο κουζινάκι τηγάνιζε αυγά, οι άντρες της οικογενείας στην αποθήκη· ένας έφτιαχνε τα καπνόφυλλα ματσάκια, ένας βελόνιαζε τις αρμάθες.
Εμείς βολοδέρναμε.
Παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους εμείς· παριστάναμε τους ζόρικους, σε πολιτείες φανταστικές: Το γεφυράκι στην άκρη του χωριού ήτανε γιάφκα κακοποιών, μπροστά στο σπίτι της Αλέκας είχαμε το λημέρι του χωροφύλακα, παραπέρα, στην γκρεμίλα με τα μπάζα κοντά στις κούνιες, στήναμε τράπεζες, καφενεία όπου θα γινόταν μακελειό, ή κοσμηματοπωλεία που ο δεκάχρονος Μικέλε θα κατέκλεβε.