Μπαξεβάνη Αναστασία: "Good Morning, Judge!"
Τέλος Ιουλίου. Καταμεσήμερο με καύσωνα. Ο ιδρώτας τον έλουζε και μούσκευε το ξεβαμμένο πουκάμισό του. Χοντρές αλμυρές στάλες γλιστρούσαν από τα παχιά φρύδια του και τον εμπόδιζαν να δει καθαρά. Τις σκούπιζε με τις υγρές παλάμες του και περίμενε στη σκιά.
«Γιάννη, δεν αντέχω άλλο! Θα πάρω τα παιδιά και θα πάω στους δικούς μου».
Ένα γαλάζιο αυτοκίνητο φάνηκε από μακριά. Έστριψε δεξιά προς την αλάνα πίσω από το δημαρχείο και σταμάτησε κάτω από το τρύπιο κιόσκι, δίπλα στα υπόλοιπα οχήματα του Δήμου. Ο oδηγός βγήκε αποχαυνωμένος από τη ζέστη και σκούπισε με ένα μαντήλι το πρόσωπό του. Πήρε τoν χαρτοφύλακα, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και απομακρύνθηκε, όσο γρήγορα του επέτρεπε η αποπνιχτική ατμόσφαιρα των 42 βαθμών Κελσίου.
Σκούπισε για άλλη μια φορά τα μάτια του, φόρεσε τζόκεϊ, σκούρα γυαλιά και έριξε μια τελευταία ματιά γύρω του. Πλησίασε, άνοιξε την πόρτα του παλιού Fiat tipo και μπήκε μέσα. Τα χέρια του έτρεμαν. Τα κλειδιά ήταν στη μηχανή. Πάγια τακτική των δημοτικών υπαλλήλων όταν τους παρείχαν όχημα. Άναψε τον κινητήρα και κατευθύνθηκε προς τις παρυφές της πόλης. Στα φανάρια φοβόταν να κοιτάξει τους οδηγούς γύρω του. Με το βλέμμα καρφωμένο ίσια σκεφτόταν τις επόμενες κινήσεις. Στη διαδρομή, θα σταματούσε σε ένα ερειπωμένο εργοστάσιο για να αλλάξει τις πινακίδες και να καλύψει τα ξεφτισμένα διακριτικά του Δήμου στις πόρτες. Το αμάξι θα έμενε εκεί. Δεν περνούσε ούτε σκύλος από την περιοχή. Η σκληρή, γεμάτη πέτρες ράχη του απότομου λόφου είχε καταπιεί σχεδόν τον δρόμο και ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, μια στενή λωρίδα από σάπια άσφαλτο και γαρμπίλι χανόταν στο πουθενά. Έπρεπε να προσέχει. Δεξιά υπήρχε μόνο ο γκρεμός. Με οδηγό τις παιδικές του αναμνήσεις πλησίαζε με ασφάλεια. Η απελπισία των προηγούμενων ημερών άρχισε να υποχωρεί κάπως μέσα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άναψε το ράδιο. To Good Morning Judge των 10cc τον ταξίδεψε στo 1977… Ήταν ο αγαπημένος δίσκος του μεγάλου του αδελφού. Θυμήθηκε το καταπληκτικό video clip στην αίθουσα του δικαστηρίου όπου οι ένορκοι τραγουδούσαν εν χορώ «He didn’t do it, he wasn’t there, he didn’t want it, he would’nt dare…»…και άρχισε να σιγοτραγουδά μαζί με τον κατηγορούμενο: «Ι found a car, but I couldn’t pay, Ι fell in love, and I drove it away…»
Γύρω στις έξι είχε τελειώσει. Άρχισε να κατηφορίζει με τα πόδια. Το φως του ήλιου έκανε τις λαμαρίνες από τα αυθαίρετα της επάνω γειτονιάς να λαμπυρίζουν πάνω στη γυμνή πλαγιά. Αντικατοπτρισμός μιας όμορφης συνοικίας που δεν υπήρξε ποτέ.
Νωρίς το επόμενο πρωί πέρασε την πύλη του νεκροταφείου και γύρισε με το αυτοκίνητο περιμετρικά τον αχανή χώρο. Το κοιμητήριο, έκτασης πολλών στρεμμάτων, βρισκόταν δέκα χιλιόμετρα μακριά από τη μεγαλούπολη της επαρχίας, είχε υποτυπώδη φύλαξη και το επισκέπτονταν συχνά οι τυμβωρύχοι μετάλλου. Πάρκαρε στην ανηφορική βορεινή πλευρά, πίσω από τα μεγάλα κυπαρίσσια. Προχώρησε νευρικός πάνω στα στενά δρομάκια. Στα 20 μέτρα είδε ένα καλοντυμένο ζευγάρι να στέκεται μπροστά σε έναν φρέσκο τάφο με στεφάνια ριγμένα φύρδην μίγδην επάνω. Τους πλησίασε και έκανε την πρόταση: «Είμαι έμπειρος μαρμαράς και άνεργος εδώ και πολύ καιρό. Φτιάχνω μνήματα μόνος μου στη μισή τιμή της αγοράς. Με μια μικρή προκαταβολή σήμερα, το μνήμα θα είναι έτοιμο αύριο το πρωί. Εμπιστευθείτε με!». Τον έβρισαν και απείλησαν να τον καταγγείλουν. Απομακρύνθηκε ταραγμένος.
«Γιάννη, δεν αντέχω άλλο! Θα πάρω τα παιδιά και θα πάω στους δικούς μου».
Μετά από άκαρπη περιπλάνηση μιας ώρας άκουσε τον θρήνο μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Είχε χάσει πριν από δυο ημέρες τον γιο της από ναρκωτικά. Φαινόταν φτωχή και αξιοπρεπής. Της πρότεινε να φτιάξει το μνήμα σε πολύ χαμηλή τιμή. «Δεν έχω τίποτα πια να χάσω. Ο Θεός κι η ψυχή σου, άνθρωπέ μου», του είπε δακρυσμένη και του έδωσε τα λίγα χρήματα που είχε μαζί της. Έφυγε χαρούμενος για τα μαρμαράδικα. Τον γνώριζαν καλά και του έδωσαν ό,τι ζήτησε. Η κρίση είχε καταστρέψει οικονομικά πολλούς μάστορες σαν τον Γιάννη. Σε λίγες ημέρες θα τους εξοφλούσε. Φόρτωσε το Fiat, αγόρασε νερά, σάντουϊτς και επέστρεψε πριν τις επτά στο νεκροταφείο. Σταμάτησε κάπου απόμερα και έγειρε στο κάθισμα. Στο σπίτι είπε πως θα πήγαινε για δουλειά. Δεν τον ρώτησαν που. Χωρίς να το καταλάβει, αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε απότομα και κοίταξε τρομαγμένος γύρω του. Είχε ήδη νυχτώσει. Το φεγγάρι γέμιζε και η ορατότητα ήταν σχετικά καλή. Βγήκε από το αμάξι και έριξε νερό στο πρόσωπό του. Ένα ελαφρύ αεράκι ερχόταν από το βουνό. Γαβγίσματα σκύλων ακούγονταν από μακριά και όλος ο χώρος αχνοφέγγιζε από το φως των καντηλιών. Ανατρίχιασε. Μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο, πλησίασε τον τάφο και άρχισε να ξεφορτώνει τα μάρμαρα. Θα χρειαζόταν αρκετές ώρες μέχρι να τα μοντάρει. Η νύχτα ήταν μακρά και ήσυχη. Το πρωί η ηλικιωμένη γυναίκα του έδωσε συγκινημένη το υπόλοιπο ποσό. Ο Γιάννης επέστρεψε εξουθενωμένος στο σπίτι, άφησε τα χρήματα στο τραπέζι και έπεσε να κοιμηθεί ευχαριστημένος. Το Fiat ήταν κρυμμένο στο παλιό εργοστάσιο.
Μέσα σε δέκα ημέρες είχε καταφέρει να φτιάξει τρία μνήματα. Ένοιωθε ευχαριστημένος, όμως φοβόταν. Το προηγούμενο βράδυ τον είχαν απειλήσει οι τυμβωρύχοι. Και ήταν ζήτημα χρόνου να τον ανακαλύψουν οι υπάλληλοι. Το νεκροταφείο ήταν μεγάλη μπίζνα, κι αυτός μόνος.
Εκείνο το βράδυ είχε Πανσέληνο και ένας μανιασμένος αέρας στροβίλιζε τα στεφάνια και σκορπούσε λουλούδια και γλάστρες στο έδαφος. Οι φλόγες στα καντήλια χόρευαν και το βουητό του ανέμου από τα κλαδιά των δέντρων ήταν τρομακτικό. Αλλά όχι για εκείνον! Είχε αρχίσει πλέον να νοιώθει οικεία με τους νεκρούς. Τους ήταν ίσως και ευγνώμων. Γιατί η Μαρία ήταν ακόμη στο σπίτι με τα παιδιά.
Άκουσε από μακριά τις σειρήνες των περιπολικών. Πανικοβλήθηκε και μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο. Έκλεισε τα τζάμια και ξέσπασε σε λυγμούς. Όλα είχαν τελειώσει. Κοίταξε πάλι γύρω του. Η βεβαιότητα του προσωρινού. «Να παραδοθώ ή να πατήσω το γκάζι και να πέσω με φόρα πάνω στη μάντρα;» σκέφτηκε απελπισμένος.
Σήκωσε το βλέμμα ψηλά και κοίταξε το λαμπρό αυγουστιάτικο φεγγάρι. Εκείνο του έδωσε την απάντηση.
Gedankenland, Aύγουστος 2017
Ετικέτες: Αναστασία Μπαξεβάνη