Παυλιώτης Αργύρης: Εφιάλτης
Ήταν Παρασκευή βράδυ, 21 του Απρίλη του τρέχοντος έτους, πέντε μέρες μετά το Πάσχα, ένα μήνα πριν από τις εκλογές και πενηνταέξη χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών.
Στο πολυτελές ξενοδοχείο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΠΑΛΛΑΣ, που βρίσκεται στην παραλία της Θεσσαλονίκης, κοντά στον Λευκό Πύργο, υπήρχε έντονη κινητικότητα. Ο υποψήφιος βουλευτής Αρίστος Αρβανίτης, πενηντάρης, διακεκριμένος δικηγόρος και φανατικός οικολόγος, δεξιωνόταν φίλους και ψηφοφόρους του. Η αίθουσα των δεξιώσεων ήταν σχεδόν γεμάτη. Οι παρόντες σε μικρές παρέες, με ένα ποτό στο χέρι, συζητούσαν για τις επικείμενες εκλογές, ενώ ο υποψήφιος βουλευτής, συνοδευόμενος από τη Νάντια, την τριαντάχρονη πανέμορφη γυναίκα του, περπατούσε στην αίθουσα, χαιρετούσε και συνομιλούσε με τους καλεσμένους του.
Κάποτε ο Αρβανίτης ανέβηκε στο βάθρο. Ευχήθηκε Χριστός Ανέστη και τα λοιπά και παρακάλεσε για ενός λεπτού σιγή για τα θύματα των Τεμπών. Μετά άρχισε να μιλά για το όραμά του να αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις για ένα καλύτερο περιβάλλον, αν οι συμπατριώτες του τον εκλέξουν βουλευτή. Δίπλα του, αλλά κάτω από το βάθρο, στεκόταν καμαρωτή και περιχαρής η γυναίκα του.
Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό της. Άγνωστο νούμερο. Το αγνόησε, αλλά αυτό ξαναχτύπησε. Με το κινητό στο χέρι γλίστρησε ανάμεσα στον κόσμο και πήγε στη διπλανή αίθουσα.
«Παρακαλώ;»
Καθώς άκουγε τον συνομιλητή της, το πρόσωπό της όλο και σκοτείνιαζε, μέχρι που στο τέλος έπεσαν το τηλέφωνο στο δάπεδο και εκείνη στο πλησιέστερο κάθισμα.
***
Η Νάντια Μαρινάκη γεννήθηκε σε ένα χωριό της Βοιωτίας από γονείς γεωργούς. Τελείωσε το γυμνάσιο στο χωριό της και το λύκειο στη Λειβαδιά. Σπούδασε δασκάλα στη Λαμία και πολύ σύντομα προσλήφθηκε ως αναπληρώτρια στο ένα από τα δυο Δημοτικά μιας κωμόπολής της Φθιώτιδας. Νοίκιασε για να μένει τον όροφο ενός μικρού σπιτιού από την κυρία Βασιλική, χήρα εξήντα ετών χωρίς παιδιά, που έμενε στο ισόγειο.
Το σπίτι ήταν παραμελημένο και κουράστηκε για να το συνεφέρει. Την βοήθησε όσο μπορούσε η σπιτονοικοκυρά της. Όταν χρειάστηκε ηλεκτρολόγο, η κυρία Βασιλική της πρότεινε τον ανιψιό της, τον Χαρίλαο Μπεθάνη.
Ήταν ένας εμφανίσιμος τριαντάρης, ψηλός και ευθυτενής με υπεροπτικό ύφος, που από την πρώτη μέρα άρχισε να τη φλερτάρει ξεδιάντροπα. Τη δεύτερη έκανε το ίδιο και την τρίτη που τελείωσε τη δουλειά, για πληρωμή της ζήτησε πιεστικά ένα φιλί. Η άπειρη χωριατοπούλα, που μέχρι τότε είχε κάποια ελαφριά φλερτ, αρνήθηκε, αλλά όχι με αποφασιστικότητα. Τη φίλησε και την ξαναφίλησε παθιασμένα. Αλλά όπως λέει και το σατυρικό τραγούδι, με τα χέρια του προχώρησε προς τα κάτω, και άλλο πάρα κάτω, μέχρι που έφτασε στο τέρμα. Η εξέλιξη: Αυτός διέλυσε τον αρραβώνα του και έγινε ζευγάρι με την όμορφη δασκάλα.
Από την αρχή δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά. Σε κάθε διαφωνία τους, της θύμιζε με αγριοφωνάρες πως αυτός είναι ο άντρας, αυτός θα διατάζει και αυτή θα υπακούει και για να τα εμπεδώσει τις έριχνε και σφαλιάρες. Αποφάσιζε αυτός πότε θα κάνουν έρωτα, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη δική της διάθεση και επιθυμία. Αλλά και εκεί ήταν βίαιος και ακραίος. Η Νάντια παραπονιόταν καθημερινά στη θεία του κυρία Βασιλική για τη συμπεριφορά του, αλλά εκείνη της σύσταινε υπομονή, θα στρώσει γιατί «κατά βάθος είναι καλό παιδί».
Κουτσά στραβά η Νάντια έβγαλε τη σχολική χρονιά και διορίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Του ανακοίνωσε πως αυτή φεύγει και επομένως χωρίζουν και εκείνος σε έξαλλη κατάσταση, αφού την έβρισε σκαιά, απαίτησε να αρνηθεί τον διορισμό και όταν εκείνη του είπε πως αυτό αποκλείεται, την πλάκωσε στο ξύλο, βρίζοντάς τη χυδαία. Η κυρία Βασιλική που τα άκουγε όλα, φοβήθηκε μην τη σκοτώσει και τηλεφώνησε στην αστυνομία. Αυτός αντιστάθηκε σθεναρά στους δύο αστυνομικούς που πήγαν να τον συλλάβουν. Τον έναν μάλιστα τον χτύπησε με γροθιά στο πρόσωπο. Τελικά οι αστυνομικοί τον μπαγλάρωσαν, ενώ ασθενοφόρο μετέφερε τη Νάντια στο νοσοκομείο.
Εκεί την επισκέφτηκε η κυρία Βασιλική, που της ζήτησε ταπεινά συγνώμη, γιατί γνώριζε τον χαρακτήρα του ανιψιού της. Δεν ήταν η πρώτη γυναίκα που κακοποίησε, αλλά όταν αυτή πρωτοείδε τη Νάντια, εντυπωσιάστηκε και σκέφτηκε να μια ευκαιρία για να συμμαζευτεί ο ανιψιός της. Της αποκάλυψε μετά πως οι γονείς του μάλωναν συνέχεια. Ο πατέρας του έβριζε και έδερνε τη μάνα του. Όταν αυτός ήταν εννιά ετών, μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό, η μάνα άρπαξε ένα σκεπάρνι, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον άφησε ανάπηρο.
«Και τότε γιατί τον συστήσατε σε μένα; Έπρεπε να τον στείλετε σε ψυχίατρο».
«Τον είδε και ψυχίατρος, αλλά δεν κατάφερε τίποτα».
«Τότε έπρεπε να πάει σε τρελάδικο».
«Έφταιξα και σου ζητώ συγνώμη».
«Τι να την κάνω τη συγνώμη σας; Το ξύλο που έφαγα, τον σωματικό εξευτελισμό και τα ψυχικά τραύματα που μου προκάλεσε, δεν συγχωρούνται με μία συγνώμη. Θα με ακολουθούν μια ζωή».
***
Ο σκληρός άντρας δικάστηκε και φυλακίστηκε με βαριά ποινή. Τον έκαψαν η μαρτυρία της Νάντιας και κυρίως η ιατροδικαστική έκθεση και η μαρτυρία των αστυνομικών, στους οποίους επιτέθηκε άγρια όταν πήγαν να τον συλλάβουν.
***
Η Νάντια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και υπηρετούσε σε Δημοτικό σχολείο του Κέντρου. Επιβλήθηκε με τη δουλειά της, την ευγένειά της και την ταπεινοφροσύνη της. Αυτά τη μέρα, γιατί τις νύχτες ορμούσαν οι εικόνες από το παρελθόν και την άφηναν ξάγρυπνη.
Μια μέρα επισκέφτηκε το σχολείο ο διακεκριμένος δικηγόρος Αρβανίτης. Ρώτησε τη δασκάλα πώς τα πάει η επτάχρονη κόρη του Φωτεινή. Εκείνη του είπε πως είναι πολύ καλή μαθήτρια, γλυκιά και ευγενέστατη, αλλά αποξενωμένη κάπως από τους συμμαθητές της και με τάσεις μελαγχολίας. Εκείνος την πληροφόρησε πως η κόρη του έχασε τη μητέρα της πριν από τρία χρόνια, πως τη δασκάλα της τη συμπαθεί ιδιαίτερα και ζήτησε από τη Νάντια να πηγαίνει δυο φορές τη βδομάδα στο σπίτι του για να ασχολείται με τη μονάκριβη κόρη του είτε διαβάζοντας, είτε κουβεντιάζοντας και θα πληρώνεται καλά. Η Νάντια δέχτηκε. Μία ενίσχυση του μισθού της ήταν σχεδόν απαραίτητη.
Όμως η Νάντια εκτός από τη συμπάθεια της μικρής Φωτεινής, κίνησε και το ενδιαφέρον του πατέρα της. Άρχισαν τα γεύματα για τρεις στη στοά Μοδιάνο και στα Λαδάδικα, συνεχίστηκαν με εκδρομές των τριών στο εξοχικό του Αρβανίτη στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής και μετά άρχισαν να βγαίνουν οι δυο τους. Σε κάποια από τις εξόδους τους, ο Αρβανίτης εξομολογήθηκε τα αισθήματά του στη Νάντια και της πρότεινε να δημιουργήσουν σοβαρές σχέσεις. Η Νάντια του ζήτησε να το σκεφτεί και θα του απαντήσει.
Και του απάντησε θετικά, αφού πρώτα του εξιστόρησε την οδυνηρή περιπέτεια που είχε με τον ηλεκτρολόγο. Σε λίγους μήνες παντρεύτηκαν και ζούσαν μια αμέριμνη και ευτυχισμένη ζωή, με τη μικρή Φωτεινή να λατρεύει τη νέα της «μανούλα».
***
Απέναντι από το Γενί Τζαμί που βρίσκεται στην οδό Αρχαιολογικού Μουσείου, έχουν κατασκευαστεί, από τον Δήμο υποθέτω και από τις δυο πλευρές του δρόμου, τσιμεντένια παγκάκια. Σε ένα από αυτά τις τελευταίες μέρες κάθονταν με τις ώρες δύο άνδρες, απεριποίητοι, βρώμικοι, με μακριά γένια και ναρκομανείς. Όταν ήταν φτιαγμένοι, ακουμπούσαν ο ένας στον άλλον με τις πλάτες για να μην ξαπλώσουν, μέχρι να συνέλθουν.
Είχαν γνωριστεί πρόσφατα στα συσσίτια της εκκλησίας της Αγίας Τριάδος. Έπαιρναν το φαγητό και πήγαιναν να το φάνε σε ένα από τα τσιμεντένια παγκάκια. Την τρίτη μέρα της γνωριμίας τους, ο Γεράσιμος ρώτησε:
«Από πού μας ήρθες Χαρίλαε;»
«Από την Παλιά Ελλάδα».
«Και τι ήρθες να κάνεις εδώ;»
« Ήρθα να σφάξω μια γυναίκα που με κατάστρεψε. Κοίτα, έχω φέρει και το μαχαίρι μαζί μου».
Του έδειξε μέσα στο δισάκι του ένα χασαπομάχαιρο με μεταλλική λαβή.
«Τι σου έκανε και θέλεις να τη σφάξεις;»
«Με έστειλε για πολύ καιρό στη φυλακή. Ταλαιπωρήθηκα άγρια και έπεσα και στα ναρκωτικά.
«Και ποια είναι αυτή η γυναίκα;»
«Έμαθα πως έχει παντρευτεί έναν δικηγόρο. Αρβανίτη τον λένε».
Ολοκλήρωσαν το φαγητό τους. Ο Γεράσιμος έβγαλε άσπρη σκόνη, τη ρούφηξαν και οι δύο, χωρίς να τους απασχολεί ο κόσμος που περνούσε και τους κοίταζε. Το απόλαυσαν και μετά ρώτησε τον Χαρίλαο πού μένει.
«Όπου βρω».
«Έχω μεγάλο σπίτι. Θέλεις να μείνουμε μαζί;»
«Και το ρωτάς;»
Έτσι έγιναν συγκάτοικοι σε ένα εγκαταλειμμένο παλιό διώροφο σπίτι σε στενό παράδρομο της Πραξιτέλους, που του είχε κάνει κατάληψη ο Γεράσιμος.
***
Την άλλη μέρα το πρωί, καθώς καθισμένοι στο τσιμεντένιο παγκάκι τσιμπολογούσαν, ο Γεράσιμος ρώτησε τον Χαρίλαο:
«Και πώς θα βρεις τη γυναίκα που θες να σφάξεις;»
«Έχω το τηλέφωνό της».
«Και τι άλλο;»
«Κάμποσες γυμνές φωτογραφίες της».
Μετά από μικρή σιωπή, ο Γεράσιμος του είπε.
«Έχω μια καλύτερη ιδέα. Η δικιά σου έχει παντρευτεί έναν πολύ πλούσιο άντρα. Τον ξέρω από τότε που εργαζόμουν ως δικαστικός επιμελητής».
Και του ανάλυσε την ιδέα του. Είναι αδύνατον να την πλησιάσει και να τη σφάξει. Αλλά και αν το πετύχει, θα πεθάνει στη φυλακή. Είναι προτιμότερο να την εκβιάζουν και να τα κονομάνε.
«Το φαντάζεσαι τι “πράμα” θα αγοράζουμε; Ηρωίνη και κοκαΐνη άριστης ποιότητας. Όχι τη νοθευμένη άσπρη σκόνη και το σίσα, που θα μας στείλει νωρίς στον τάφο. Έπειτα βαρέθηκα τη ζητιανιά».
«Και πώς θα γίνει αυτό;»
Του εξήγησε.
***
Και ερχόμαστε στη βραδιά της δεξίωσης. Η Νάντια σήκωσε το ακουστικό και ρώτησε ποιος την ζητά.
«Είμαι ο Χαρίλαος. Φαντάζομαι με θυμάσαι. Ήρθα αποφασισμένος να σε εκδικηθώ. Έχω μαζί μου τις γυμνές φωτογραφίες που σου έβγαζα τότε. Θα τις δώσω σε ανταγωνιστή του άντρα σου και θα σας καταστρέψω. Εκτός αν μου δώσεις τρεις χιλιάδες ευρώ, οπότε και θα σου τις δώσω. Θα σου τηλεφωνήσω αύριο την ίδια ώρα για να μου πεις ναι ή όχι».
Μετά τη δεξίωση ο Αρβανίτης πήγε στο πολιτικό του γραφείο. Είχε σύσκεψη με τους συνεργάτες του. Άλλωστε, από τότε που ορίστηκε η ημερομηνία των εκλογών, το σπίτι του τον έβλεπε ελάχιστα. Η γυναίκα του, απελπισμένη και βαλαντωμένη, προσπαθούσε να ηρεμήσει και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν να μιλήσει στον άντρα της. Αλλά αυτός είχε ριχτεί με τα μούτρα στον εκλογικό αγώνα και θα ήταν κρίμα να τον αναστατώσει. Αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα μόνη της.
Την επόμενη μέρα, στις οχτώ το βράδυ, χτύπησε το τηλέφωνό της.
«Τι αποφάσισες;»
«Πώς μπορώ να ξέρω πως θα τηρήσεις τη συμφωνία;»
«Σου δίνω τον λόγο μου».
«Θα σου δώσω τα χρήματα και θα μου δώσεις τις φωτογραφίες».
«Εντάξει. Να είσαι μόνη».
Της είπε πως θα την περιμένει την επόμενη μέρα στις εννιά ακριβώς το βράδυ στην εξώπορτα του «σπιτιού» τους.
***
Πήγε την άλλη μέρα στον τόπο της συνάντησης ταραγμένη και φοβισμένη και δεν επισήμανε πως την ακολουθούσε από κοντά ένας άντρας. Την περίμενε στην πόρτα μέσα στο μισοσκόταδο. Είχε τα χάλια του. Γένια που έκρυβαν το πρόσωπό του, μακριά μαλλιά, κακοντυμένος και βρωμιάρης και με αλλαγμένη τελείως τη φωνή του. Σοκαρίστηκε. Μπήκαν στο σπίτι που είχε ελάχιστο φωτισμό. Αυτός έσπρωξε την πόρτα και την πλησίασε.
«Πού είναι τα λεφτά;»
«Πού είναι οι φωτογραφίες;»
«Πρώτα τα λεφτά».
Του τα έδωσε. Του ζήτησε τις φωτογραφίες. Τις έβγαλε και τις κρατούσε στο χέρι του. Άπλωσε να τις πάρει.
«Πρώτα θα μου πάρεις εσύ μια π...»
«Δεν συμφωνήσαμε για κάτι τέτοιο».
«Θα το συμφωνήσουμε τώρα».
Καθώς αυτή διαμαρτυρόταν, άνοιξε απαλά η εξώπορτα και μια αντρική σκιά με κουκούλα στο κεφάλι εμφανίστηκε. Η Νάντια είδε, όχι όμως και ο συνομιλητής της. Η σκιά τον πλησίασε από πίσω, του πέρασε και του έσφιξε ένα σχοινί στο λαιμό του και έκανε νόημα στη Νάντια να φύγει. Εκείνη υπάκουσε.
***
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, επιστρέφοντας από τη δουλειά της, την περίμενε ο άντρας της. Παραξενεύτηκε.
«Δεν έφυγες για το γραφείο;»
«Όχι γιατί ήθελα να σου δώσω κάτι».
Άπλωσε και της έδωσε δύο δεματάκια. Ήταν τα χρήματα που είχε δώσει στον εκβιαστή της και οι γυμνές φωτογραφίες της. Ο κόσμος σκοτείνιασε γύρω της.
«Πώς...»
«Είναι πολύ απλό. Όταν αποφάσισα να πολιτευτώ, ζήτησα από μια ειδική εταιρεία να παρακολουθεί και να καταγράφει τα τηλεφωνήματα που δέχονταν κάποια πρόσωπα, ανάμεσα σε αυτά το δικό σου. Ενημερώθηκα για τα τηλεφωνήματα που σου έγιναν και ανέθεσα σε ένα από τα παιδιά που με προστατεύουν να καθαρίσει. Όπως και έκανε. Τέλος. Δεν θέλω να το ξανασκεφτείς».
***
Πέντε μέρες αργότερα, από την αστυνομική διεύθυνση Θεσσαλονίκης εκδόθηκε το ακόλουθο δελτίο τύπου:
«Σε εγκαταλειμμένη οικοδομή στην περιοχή της Αγία Τριάδος, βρέθηκαν σε διαφορετικούς χώρους δύο πτώματα. Το ένα που ήταν άγρια δολοφονημένο με ένα χασαπομάχαιρο μπηγμένο στην καρδιά του, ανήκε στον Χαρίλαο Μπ. και το άλλο που ήταν απαγχονισμένο, ανήκε στον Γεράσιμο Κ. Και οι δύο ήταν ναρκομανείς. Στη λαβή του μαχαιριού του πρώτου, βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του δεύτερου. Προφανώς ο δεύτερος μαχαίρωσε τον πρώτο και μετά κρεμάστηκε».
Ετικέτες: Αργύρης Παυλιώτης