• Αρχική
  • Η Λέσχη
    • Καλωσόρισμα στην Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • 10 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΣΑΛ 2010-2020
    • Τα μέλη μας
    • Γιατί γράφω "αστυνομικά"
    • Τα βιβλία της Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • Έγραψαν για τη Λέσχη
    • Καταστατικό
    • Προϋποθέσεις εγγραφής νέων μελών
  • Νέα
    • Τα νέα μας
    • Άλλες δραστηριότητες των μελών
  • Αναγνωστήριο
    • 100 Λέξεις
    • Ιστορίες Εγκλεισμού
    • Διηγήματα
  • Βιβλιογραφία
    • 2020 - 2029
    • 2010 - 2019
    • 2000 - 2009
    • 1990 - 1999
    • 1980 - 1989
    • 1970 - 1979
    • 1960 - 1969
    • 1950 - 1959
    • 1940 - 1949
    • 1930 - 1939
    • 1920 - 1929
  • ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ
    • Ξένη αστυνομική λογοτεχνία
    • Ελληνική αστυνομική λογοτεχνία
    • Ειδικά θέματα
    • Φάκελος: Γιάννης Μαρής
    • Μικρές Ιστορίες για Συγγραφείς και Βιβλία
    • Από το Χαρτί στην Οθόνη
  • Φωτογραφίες
  • Επικοινωνία
  • Ελληνικά (Ελλάδα)
  • English (UK)
   

_14_20140602_1390659221
2_11_20140602_1432683594
_2_20140602_1328089459
_2_20140602_1676444802
2_22_20140602_1516921840
polis_art_cafe_2_20151005_1365200180
1_6_20140602_1204698458
artgallery_3_20140602_1817864829
__13_20140602_1261475462
floral_1_20140602_1656712337
2_4_20140602_1905793593
1_3_20140602_1219192186
____3_20151005_2015169976
5___floral_2015__8_20151005_1637183868
_4_20140602_1165060267
2_20_20140602_1149335696
_8_20140602_1502403807
_1_20140602_1626638007
_3_20140602_1639285752
_5_20140602_1735551557
2_15_20140602_1393887756
artgallery_2_20140602_1028500455
_2_20140602_1135332314
polis_art_cafe_3_20151005_1886179311
__12_20140602_1116612298
_11_20140602_1728508009
_2_20140602_1075598716
_1_20140602_1443038714
5_____1_20151005_2032667415
floral_3_20140602_1784458771
1_7_20140602_1545779988
_3_20140602_1548350811
2_17_20140602_1651070418
_3_20140602_1423087805
1_8_20140602_1932789229
____7_20151005_1010550733
1_1_20140602_1034169098
__6_20140602_1351763024
____5_20151005_1306678501
5___floral_2015__11_20151005_2067349259
2_14_20140602_1610958476
5_____4_20151005_1066907542
public_1_20140602_1707896569
_3_20140602_1587032100
__11_20140602_1091381057
floral_4_20140602_1326000294
__10_20140602_1264702166
_1_20140602_1245751584
__1_20140602_2095030161
2_13_20140602_1157493131
__3_20140602_1634134473
__9_20140602_1526631292
5_____3_20151005_1823376744
_2_20140602_1623145017
1_9_20140602_2050144091
polis_art_cafe_1_20151005_2098882572
__4_20140602_1587015771
_13_20140602_1466680089
_12_20140602_1830560292
__2_20140602_1153158435
5___floral_2015__9_20151005_1241267936
_1_20140602_1379646725
_2_20140602_1024879335
5___floral_2015__10_20151005_1585006138
_10_20140602_1457188011
__1_20140602_1470806817
____6_20151005_1897433254
__3_20140602_1230100467
_4_20140602_1298525803
__7_20140602_2000370772
_3_20140602_1388540158
2_16_20140602_1786925233
_3_20140602_1454427727
__2_20140602_1093484416
_1_20140602_1063575340
1_5_20140602_2030721773
__5_20140602_1365998856
2_19_20140602_1124956155
____2_20151005_1786206865
2_1_20140602_1156460154
floral_5_20140602_1032320141
__2_20140602_1001305159
__1_20140602_1469983142
_4_20140602_2065471199
2_21_20140602_1631876208
5_____5_20151005_1227808993
_9_20140602_1356767036
_4_20140602_1608005964
artgallery_1_20140602_2097238027
polis_art_cafe_7_20151005_1273866662
polis_art_cafe_5_20151005_1565509152
1_2_20140602_1847082110
5_____2_20151005_1754418797
2_2_20140602_1372190455
1_4_20140602_2035984016
2_3_20140602_1612740712
_1_20140602_2074821193
__8_20140602_2013442574
__1_20140602_1292381825
floral_2_20140602_1120412859
2_9_20140602_1095229169
_4_20140602_1439359747
2_12_20140602_1509706106
5_____6_20151005_1016641525
_5_20140602_1046251858
____4_20151005_1250992024
2_18_20140602_1443405433
polis_art_cafe_6_20151005_1077810457
____1_20151005_1011421837
_5_20140602_1411507168
2_10_20140602_1335940389
polis_art_cafe_4_20151005_1483902689

La Sirene du Mississippi

Συντάχθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2022. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Ο Louis Mahe, ένας πλούσιος καπνέμπορος από την Reunion, γνωρίζει τη μέλλουσα σύζυγό του με συνοικέσιο, δια αλληλογραφίας και την περιμένει για να παντρευτούν. Η γυναίκα που έρχεται στο νησί με το καράβι “Mississippi” είναι πολύ πιο όμορφη και μυστηριώδης από την Julie Roussel, με την οποία επικοινωνούσε για καιρό. Αφού ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, το ζευγάρι θα βυθιστεί σε μια δίνη ψεύδους, πάθους και παράνοιας.

Ο σκηνοθέτης Francois Truffaut, έχοντας αναγνωριστεί παγκοσμίως με τις ταινίες “Les 400 Coups”, “Tirez Sur le Pianiste” και “Fahrenheit 451”, διασκευάζει to 1969 το έργο του Cornell Woolrich “Waltz Into Darkness”. Η δράση στο πρωτότυπο βιβλίο του 1947 εξελίσσεται στην Νέα Ορλεάνη των τελών του 19 αιώνα. Αντίθετα, στην ταινία του Truffaut το μυστήριο ξεκινάει στην αποικία της Reunion και η παράνοια μεταφέρεται (και μεγεθύνεται) στην Γαλλία, από τις Κάννες μέχρι την Lyon.

Ουσιαστικά πρόκειται για ψυχολογικό θρίλερ σε χιτσκοκικά πρότυπα, όπου ένας άνδρας που έχει – φαινομενικά – τα πάντα παρασύρεται σε παράλογες αποφάσεις, μαγεμένος από τη γοητεία μιας επικίνδυνης γυναίκας με σκοτεινό παρελθόν. Παρότι η μοίρα φαντάζει προδιαγεγραμμένη και παρότι έχει χειροπιαστές αποδείξεις για το ποιόν της συζύγου του, ο Mahe είναι αποφασισμένος να χορέψει πάνω στην κόψη της λεπίδας, μέχρι να ματώσει το τελευταίο χιλιοστό της σάρκας του. Βεβαίως, το μακάβριο και καταστροφικό βαλς χορεύεται από δύο και η ανήθικη και αδίστακτη σύζυγος φαίνεται να υποφέρει και να καταστρέφεται όπως ο μαγεμένος Mahe.

Η ταινία είναι υπέροχη οπτικά, με τις ονειρικές εικόνες της Reunion να εναλλάσσονται με την πιο βαριά ατμόσφαιρα του διαμερίσματος στην Lyon, με θέα στο ποτάμι. Βεβαίως, όλα περιστρέφονται γύρω από το ζευγάρι Belmondo – Deneuve και την κάθοδό τους προς την κόλαση. Ο πρώτος είχε ήδη αναδειχτεί σε super star, με πρωταγωνιστικές ερμηνείες εντυπωσιακού εύρους και γκάμας (από Noir του Melville και κωμωδίες, μέχρι τα Arthouse πειράματα του Godard). H Deneuve είχε λάμψει τη δεκαετία του ’60 σε ταινίες των Polanski και Bunuel και με την ερμηνεία της στη “Σειρήνα” επιβεβαίωσε ότι το όμορφο περιτύλιγμα (αδιανόητα όμορφο και sexy στην ταινία του Truffaut) έκρυβε ταλέντο και ουσία.

Αν υπάρχει κάτι άξιο κριτικής στο “La Sirene du Mississippi” είναι το σενάριο, που συχνά φαντάζει χαλαρό και απλώς δίνει χώρο στο ζευγάρι να αναπτύξει τη χημεία του και να αναδείξει της ψυχολογικές τους μεταπτώσεις, σε μια αδιέξοδη σχέση. Οι επιλογές των πρωταγωνιστών φαντάζουν παράταιρες και απίστευτες μέσα από ένα συμβατικό, καθημερινό πρίσμα. Με την παραδοχή ότι αυτοί οι φαινομενικά τέλειοι άνθρωποι έχουν μεγάλα τραύματα και συναισθηματικά κενά, όλα δένουν και ο θεατής μπορεί να τους απολαύσει να βασανίζονται ψυχικά και σωματικά, καθώς ζουν την περιπετειώδη καθημερινότητά τους κι επίσης, σε μερικές από τις τολμηρές σεξουαλικές σκηνές για mainstream cinema της εποχής.

Το βιβλίο του Woolrich μεταφέρθηκε για δεύτερη φορά στον κινηματογράφο, το 2001 στο “Original Sin”, όπου οι Antonio Banderas και Angelina Jolie υποδύονται το καταστροφικό ζευγάρι. Αν και η νεότερη ταινία είναι πιο πιστή στο βιβλίο σε ότι αφορά την εποχή που εξελίσσονται τα γεγονότα, είναι μάλλον άδεια από ατμόσφαιρα και δραματικό βάρος.   

Εκτύπωση Email

Cruising

Συντάχθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2022. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Τo 1980 o William Friedkin, που είχε δοξαστεί καλλιτεχνικά και εμπορικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, προσπαθούσε να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των studio μετά την αποτυχία του (αριστουργηματικού) Sorcerer και του The Brink’s Job. Στα χέρια του έφτασε το βιβλίο Cruising του Gerald Walker, για έναν αστυνομικό που κυνηγάει έναν ομοφυλόφιλο serial killer, υποδυόμενος ο ίδιος τον ομοφυλόφιλο και σταδιακά αρχίζει να χάνει την ταυτότητά του και το σεξουαλικό του προσανατολισμό.

Ο Friedkin αρχικά αδιαφόρησε για το βιβλίο, το οποίο φημολογείται πως έπεσε στα χέρια του Steven Spielberg που έδειξε ενδιαφέρον για να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. Όμως τότε ξεκίνησε μια απροσδόκητη αλυσίδα γεγονότων: O Randy Jurgensen ήταν ένας αστυνομικός που ερευνούσε φόνους ομοφυλοφίλων στα BDSM club της Νέας Υόρκης, υποδυόμενος τον θαμώνα που ψάχνει για παρέα. Ο Jurgensen γνωριζόταν με τον Friedkin, από την εποχή που είχε εργαστεί σαν τεχνικός σύμβουλος στο The French Connection. O Paul Bateson, ένας βοηθός γιατρού που είχε εμφανιστεί στον Εξορκιστή του Friedkin, διωκόταν για φόνο και το όνομά του ενεπλάκη στις δολοφονίες που ερευνούσε ο Jurgensen. Ταυτόχρονα, ο Friedkin διατηρούσε φιλικές σχέσεις με μέλη της Μαφίας στην Νέα Υόρκη, στους οποίους ανήκαν τα gay bar, που σύχναζαν τα θύματα του διαβόητου serial killer. Παρότι το βιβλίο δεν φαινόταν ενδιαφέρον, όλα έδειχναν στον σκηνοθέτη ότι έπρεπε να ασχοληθεί με το θέμα. Η ιστορία της ταινίας βασίστηκε τελικά στην αρθρογραφία του δημοσιογράφου της εφημερίδας Village Voice, ονόματι Arthur Bell.

Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο επιλέχτηκε ο Al Pacino και μετά από γυρίσματα που θύμιζαν θέατρο στον Πόλεμο του Vietnam το Crusing έφτασε στις οθόνες. Το σενάριο δεν είχε να κάνει απλώς με φόνους ομοφυλοφίλων, αλλά με αποτρόπαια εγκλήματα στα BDSM / Leather Bars της Νέας Υόρκης, αποτυπώνοντας μια πολύ “εξωτική” και άγρια υποκουλτούρα στο πανί. Ο Friedkin ήταν σίγουρος ότι το περιεχόμενο θα λογοκρινόταν άγρια, οπότε φρόντισε η αρχική έκδοση να έχει επιπλέον 40 λεπτά, άγριου σαδομαζοχιστικού sex, το οποίο θα θυσιαζόταν για να επιζήσουν οι σκηνές που πραγματικά επιθυμούσε. Το story είχε διαρρεύσει αρκετά πριν την κυκλοφορία της ταινίας και τα μέλη της gay κοινότητας διαδήλωναν κατά χιλιάδες, έτσι ώστε να αποτρέψουν την υλοποίησή της. Όταν τελικά το Cruising (που σωστά αποδόθηκε στα ελληνικά ως “To Ψωνιστήρι”) πήγε στα σινεμά, οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των αιθουσών φρόντισαν να ξεκαθαρίσουν – με σχετική ανακοίνωση πριν την αυλαία – ότι δε θέλουν να έχουν καμία σχέση με την ταινία και τα νοήματά της, αλλά είναι υποχρεωμένοι απέναντι στο studio να την δείξουν. Το δίδυμο Friedkin – Al Pacino πέρασε από σαράντα κύματα κι ακόμα και σήμερα μιλούν με τα χειρότερα λόγια για τη συνεργασία τους.

Το Cruising έμεινε στην ιστορία ως μια από τις πιο αμφιλεγόμενες κινηματογραφικές δημιουργίες. Στην εποχή του σφαγιάστηκε από κοινό και κριτικούς, που το χαρακτήρισαν ως ομοφοβικό, αναίτια βίαιο και ασυνάρτητο. Μετά από 40 χρόνια έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι και η προσπάθεια του Friedkin μπορεί να αποτιμηθεί ψύχραιμα.

Το 1980, τα αμερικανικά studios ενέταξαν το sex δυναμικά στη θεματολογία των αστυνομικών ταινιών. Όχι σκηνές συνουσίας, αλλά το sex και τις σεξουαλικές διαστροφές σαν κινητήριο μοχλό του σεναρίου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν το Fear City του Abel Ferrara, το Tightrope με τον Clint Eastwood και το (σκουπίδι) 10 to Midnight με τον Charles Bronson. Η σεξουαλική διαστροφή, συνδυασμένη με την τρέλα των slasher movies (ταινίες με κατά συρροή δολοφόνους, όπου η κάμερα παρακολουθεί τα γυναικεία θύματα να σφαγιάζονται από λεπίδες και τσεκούρια) δημιούργησε άπειρα exploitations, εφήμερου εντυπωσιασμού και ελάχιστης καλλιτεχνικής αξίας.

Το Cruising δεν είναι αψεγάδιαστο: Το πρώτο μισάωρο είναι ένα ανεπανάληπτο όργιο βίας και σαδισμού, που κάνει τον Mario Bava να φαντάζει Πέππα το Γουρουνάκι, με σκηνές που θα έκαναν περήφανο τον James Ellroy. Το σενάριο έχει τρύπες και προχειρότητες, με σκηνές και γεγονότα που φαντάζουν ασύνδετα, ή ανούσια. Ακόμα και μ’ αυτά, το Cruising αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρον δείγμα σινεμά, από ένα δημιουργό που ρισκάρει και πειραματίζεται. Η βία είναι έντονη, αλλά εντάσσεται οργανικά μέσα στο έργο. Σε κανένα σημείο δε νιώθεις ότι ο Friedkin θέλει να κάνει το θεατή να αηδιάσει και να φύγει από την αίθουσα, αντίθετα θέλει να τον υποβάλει και να τον καταπιεί στον κόσμο του (ο οποίος βεβαίως διαφέρει από του Friends, ή του Orange County Teens). Παρά τις διαφωνίες που μπορεί να είχε με τον σκηνοθέτη, ο Al Pacino παραδίδει μια πρωτότυπη και πειστική ερμηνεία, καθώς βυθίζεται μέσα στο ρόλο του ομοφυλόφιλου που αναζητεί ευκαιριακούς συντρόφους και πείθει ότι χάνει το χαρακτήρα και τα λογικά του. Οι βραδινές λήψεις στα πάρκα και στα τούνελ είναι ατμοσφαιρικές και η αναμέτρηση με το τέρας, άκρως εντυπωσιακή.

Η κριτική των διάσημων Gene Siskel και Roger Ebert είναι χαρακτηριστική σχετικά με το πως έγινε αντιληπτό στην εποχή του Cruising: “Αηδιαστικό και εξαιρετικά δυσάρεστο. Μας απροσανατολίζει και δεν μας διαβεβαιώνει για το ποιος είναι ο δολοφόνος. Σε μια αστυνομική ταινία, πάντα πρέπει να αποκαλύπτεται ο δολοφόνος”. Με άλλα λόγια, το crime fiction πρέπει απαραίτητα να είναι whodunit και παιχνίδι λογικής, άποψη που πολλοί ενστερνίζονται μέχρι σήμερα. Ο William Friedkin λοιπόν το 1980 έδειξε με νύχια και με δόντια (και με δερμάτινα και χειροπέδες) ότι το crime fiction μπορεί να απλωθεί σε πολύ μεγαλύτερο εύρος και σκότος και δεν είναι απλώς μια άσκηση ανακατέματος υπόπτων, που κάποιος τελικά αποδεικνύεται ένοχος. Το πείραμα του δεν υπήρξε απολύτως επιτυχημένο, όμως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και κρύβει κινηματογραφικό πλούτο. Επίσης, διαφοροποιείται από τα film που αναφέραμε πριν, γιατί δεν είναι exploitation και δεν έχει σαν αυτοσκοπό να σοκάρει, αλλά να δημιουργήσει τη δική του πραγματικότητα.

Η ταινία είναι έντονη και ανακατεμένη. Αν οι Dario Argento και John Carpenter σας φαίνονται αιματηροί και αποτρόπαιοι, μείνετε μακριά για να περάσετε ευχάριστες Χριστουγεννιάτικες Γιορτές. Αν όμως θέλετε να δείτε τα πειράματα ενός πραγματικά ικανού σκηνοθέτη με την ανθρώπινη διαστροφή και τρέλα, η θέαση του Cruising δεν είναι καθόλου χαμένος χρόνος. Μετά, θα φαντάζεστε τον Άγιο Βασίλη να σας σιγοτραγουδάει “Whoooo’s here… I’m here!”

ΥΓ: Να μνημονεύσουμε τον σκηνοθέτη Mike Malloy, ο οποίος έκανε πρόσφατα ένα αφιέρωμα στις αστυνομικές ταινίες των ‘80s, που είναι αφιερωμένες στο sex. Μπορείτε να δείτε το πολύ ενδιαφέρον video στο κανάλι του, στο youtube.

Εκτύπωση Email

Predator II

Συντάχθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2022. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Βρισκόμαστε στο 1997 και το Los Angeles έχει τη μορφή μιας τσιμεντένιας ζούγκλας. Ο καύσωνας βασανίζει τη μεγαλούπολη, ενώ μαίνεται ανεξέλεγκτος πόλεμος συμμοριών. Κι ενώ το body count δεν έχει τελειωμό και οι δολοφονίες εμπόρων ναρκωτικών διαδέχονται η μια την άλλη, ο αστυνόμος Mike Harrigan προσπαθεί να καταλάβει τι βρίσκεται πίσω από τον κύκλο αίματος. Πρόκειται για μακελειό μεταξύ ανεγκέφαλων πολέμαρχων της πόλης, με τα ρουθούνια ερεθισμένα από την κοκαΐνη, ή μήπως η υπόθεση ξεπερνάει τα όρια του οργανωμένου εγκλήματος;

Το Predator του 1987 έσκασε σε βόμβα, απογειώνοντας τις καριέρες των συντελεστών του, δημιουργώντας franchise που συνεχίζει μέχρι σήμερα, κόβοντας πακτωλούς χρημάτων και γεννώντας merchandise, αλλά και καλλιτεχνική έμπνευση. Τον Ιούνιο του 1989, η Dark Horse κυκλοφόρησε το πρώτο comic με τις ιστορίες του Εξωγήινου Κυνηγού και των ανθρώπινων στόχων του, όμως το πεδίο δράσης δεν ήταν οι ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής (όπως στην ταινία με τον Arnold), αλλά η Νέα Υόρκη. Ο detective Schaefer (ο μεγάλος αδερφός του Dutch από την ταινία) κι ο συνεργάτης του ερευνούν μια σειρά εξαιρετικά βίαιων φόνων, για να ανακαλύψουν έναν κίνδυνο πολύ μεγαλύτερο από ότι φανταζόντουσαν.

Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας Mark Verheiden βασίστηκε σε μια ταινία τρόμου και φαντασίας και δημιούργησε ένα comic με πλοκή σχεδόν police procedural. Όλα τα στοιχεία του είδους παρελαύνουν στο Predator: Concrete Jungle. Έχουμε το δίδυμο των αστυνομικών που ερευνά τους φόνους, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με εντελώς ανατρεπτικές εξελίξεις, λουτρά αίματος και βίας και ανελέητο ξυλοφόρτωμα.

Το comic της Dark Horse αποτέλεσε με τη σειρά του τη βασική έμπνευση για την κινηματογραφική συνέχεια του Κυνηγού (1990 του Steven Hopkins), που κατάληξε ένα υπέροχο συνονθύλευμα ειδών, ιδεών και προθέσεων. Η δράση μεταφέρεται στο Los Angeles μέσα στον καύσωνα και επικεντρώνεται στον σκληρό μπάτσο Mike Harrigan (Danny Glover) που μαζί με την ομάδα του ερευνούν τις δολοφονίες, για να έρθουν τελικά αντιμέτωποι με πανίσχυρους εξωγήινους και αδίστακτους παραστρατιωτικούς. Προφανώς δεν έχουμε να κάνουμε με crime movie στα πρότυπα του “Murder on the Orient Express”, ή του “Los Angeles Confidential” και βεβαίως ξέρουμε εξ αρχής ποιος ευθύνεται για τις δολοφονίες. Όμως ο Mike Harrigan αντιμετωπίζει τα όσα απόκοσμα συμβαίνουν ως “μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά”, όπου αντί να κυνηγάει καθάρματα, καταδιώκει σε ταράτσες και σοκάκια  εξωγήινους κεφαλοκυνηγούς.

Η ταινία είναι καλογυρισμένη, με υπέροχα πλάνα, όμως δε διαθέτει το βάθος και την ποιότητα του προκατόχου της. Το Predator του 1987 ξεκινάει με μια απλούστατη ιδέα που θα μπορούσε να καταλήξει εύκολα σε μια κινηματογραφική χοντροκοπιά. Όμως η μαεστρία του John McTiernan πίσω από την κάμερα, η μουσική του Alan Silvestri και η παρουσία όλων των ηρώων (και ιδίως του Arnie και του εξωγήινου) παραδίδουν σεμινάριο ατμόσφαιρας, αγωνίας και (πειστικού) τρόμου. Αντίθετα, στην ταινία του Stephen Hopkins η φτήνια και η ευκολία είναι εμφανείς. Όχι φτήνια σε επίπεδο παραγωγής, αφού το Predator II είναι και ακριβό και φροντισμένο. Όμως οι ερμηνείες είναι υπερβολικές, οι ήρωες καρικατούρες και οι καταστάσεις συχνά ανόητες και ασύνδετες μεταξύ τους.

Αν λοιπόν ο θεατής αποδεχτεί ότι πρόκειται για ένα ιλουστρασιόν, pulp υβρίδιο crime – horror και sci – fi, θα βρει πολλά θετικά για να συνεχίσει μέχρι την αυλαία. Το σενάριο είναι ρηχό και τα ευρήματα που οδηγούν την εξέλιξη απολύτως βασικά, όμως η κεντρική ιδέα της τοποθέτηση ενός εξωγήινου στην καρδιά της μεγαλούπολης να τρομοκρατεί παράνομους, παρακρατικούς και αστυνομικούς – σα να ήταν μανιακός serial killer – είναι πρωτότυπη και δουλεύει εξαιρετικά. Η εικόνα του Κυνηγού να κραδαίνει τρόπαια πάνω σε ουρανοξύστες με τη βροχή να τον κοπανάει είναι άκρως εντυπωσιακή, τρομακτική και καρτουνίστικη. Επίσης, το τέρας δε θα χαριστεί σε κανένα στραβοστόμη που θα βρεθεί στο διάβα του, δε θα πειράξει ανυπεράσπιστους και θα νικηθεί όχι με μπράτσα και δύναμη πυρός, αλλά με πονηριά.

Η ταινία σφάχτηκε στην εποχή της, λόγω της (αναπόφευκτης) σύγκρισης με την πρώτη, λόγω των αντικειμενικών αδυναμιών της και επειδή ο Arnold απουσίαζε από τον πρωταγωνιστικό ρόλο (εκείνη την εποχή γύριζε το Terminator II με τον James Cameron, για να εκτοξεύσει την καριέρα του, τη δημοφιλία και τον τραπεζικό του λογαριασμό στην στρατόσφαιρα). Σήμερα το Predator II ανακαλύπτεται από ολοένα και περισσότερους ταγμένους που το εκτιμούν για τις αντικειμενικές αρετές του, αλλά και για τις χαριτωμένες αδυναμίες του.

Εκτύπωση Email

Les Fantomes du Chapelier

Συντάχθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2022. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Ο Leon Labbe είναι ένας ευκατάστατος, συντηρητικός καπελάς, που ζει σε μια επαρχιακή γαλλική πόλη, μαζί με την κατάκοιτη σύζυγό του και την υπηρέτριά τους. Στο απέναντι σπίτι κατοικεί ο ράφτης Kachoudas, με πολυμελή οικογένεια και καταγωγή από την Αρμενία. Ο Kachoudas φαίνεται να θαυμάζει τον Labbe κι ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια περίεργη σχέση. Όλα αυτά, μέχρι μια σειρά φόνων μεσήλικων γυναικών να ταράξει την ησυχία της πόλης και να μονοπωλήσει τις κουβέντες. Ποιος είναι άραγε ο ψυχοπαθής που σπέρνει το θάνατο;

Το κλασικό βιβλίο του George Simenon “Οι Δαίμονες του Πιλοποιού” (χωρίς τον Jules Maigret για πρωταγωνιστή) μεταφέρεται από το Γάλλο maître Claude Chabrol (το 1982), με εξαιρετικά αποτελέσματα. Ο Michel Serrault υποδύεται τον ιδιόρρυθμο καπελά και κουβαλάει στις πλάτες του ολόκληρη την ταινία. Ο Chabrol κινηματογραφεί την καθημερινότητα του ήρωά του στην αγαπημένη του, Γαλλική Επαρχία, παρακολουθώντας τον στο κατάστημά του, στη λέσχη που παίζει χαρτιά με τους αστούς της πόλης, καθώς και στην περίεργη συναναστροφή του με τον Αρμένη μετανάστη.

Αναμενόμενα για ταινία του Chabrol, η δράση και η οπτική βία είναι σχεδόν ανύπαρκτες και το βάρος δίνεται στην ψυχολογική κατάσταση των ηρώων, στις μεταξύ τους σχέσεις και στην αντίδρασή τους υπό πίεση. Η εύρεση του ενόχου δεν έχει την παραμικρή σημασία, αντίθετα οι παρατήρηση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων και το πως οδηγούνται στις επιλογές τους αποτελούν αφηγηματικά διαμάντια.

Στο φεστιβάλ "Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου" του 2022, η ταινία προβλήθηκε αμέσως μετά από το κλασικό “O Μαιγκρέ Στήνει Παγίδα” με τον Jean Gabin, με το οποίο μοιάζει μονάχα στο θέμα της ψυχικής ανισορροπίας των δολοφόνων. Οι φίλοι των σύγχρονων Γαλλικών Αστυνομικών, στα πρότυπα των Grange / Kassovitz θα γυρίσουν την πλάτη τους. Αντίθετα, οι υπομονετικοί οπαδοί του Simenon και οι φίλοι της μουντής, υπαινικτικής ατμόσφαιρας θα ενθουσιαστούν.

Εκτύπωση Email

Drive

Συντάχθηκε στις 09 Απριλίου 2022. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Ο ανώνυμος οδηγός δουλεύει σε ένα από τα χιλιάδες συνεργεία αυτοκινήτων του Los Angeles και ευκαιριακά εκτελεί επικίνδυνα stunts σε κινηματογραφικές παραγωγές. Μετά τη δύση του ήλιου, χρησιμοποιεί τις εντυπωσιακές ικανότητές του πίσω από τιμόνι για να βοηθήσει ληστές να διαφύγουν από την αστυνομία.  Μοναδικό του ενδιαφέρον πέρα από τα αυτοκίνητα και την οδήγηση, είναι μια αθώα γειτόνισσά του κι ο ανήλικος γιος της. Οι τρεις κάνουν παρέα και βολτάρουν στην ηλιόλουστη California, μέχρι που ο σύζυγος της κοπέλας και πατέρας του μικρού αποφυλακίζεται. Ο άντρας χρωστάει χρήματα σε αδίστακτους εγκληματίες και ο οδηγός – παρασυρμένος από τα αισθήματά του για τη μητέρα και το παιδί της – αποφασίζει τον βοηθήσει να ξεχρεώσει.

Ο Nicolas Winding Refn είναι ένα αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης, που του αρέσει να προκαλεί με μεγαλόστομες δηλώσεις, χωρίς να στερείται φαντασίας και ικανοτήτων πίσω από την κάμερα. Μετά την πολύ ενδιαφέρουσα τριλογία Pusher, όπου με ελάχιστα χρήματα και μεγάλο θράσος, απεικόνισε τη μικροεγκληματικότητα και το κουκουλωμένο περιθώριο στην καθωσπρέπει Δανία, πήγε στην Αμερική και αφοσιώθηκε σε αυτό που ξεχωρίζει: Να δημιουργεί σινεμά με μεγάλες δόσεις βίας, υποβλητική ατμόσφαιρα και καταστάσεις άγριες και ταυτόχρονα ανθρώπινες.

Το κινηματογραφικό Drive βασίστηκε στο ομώνυμο (και σχετικά επιτυχημένο) βιβλίο του James Sallis, με πρωταγωνιστή έναν ανώνυμο οδηγό που μεταφέρει ληστές με το αυτοκίνητο στην Arizona και την California. Η ταινία έσκασε σα βόμβα το 2011, σαρώνοντας στο Φεστιβάλ των Κανών και φιγουράροντας στα πρωτοσέλιδα των κινηματογραφικών περιοδικών. Οι εισπράξεις ξεπέρασαν τα 80 εκατομμύρια δολάρια από έναν προϋπολογισμό 15 εκατομμυρίων και ο Refn αναδείχτηκε σαν το κινηματογραφικό Next Big Thing. Στη συνέχεια, το Drive αποδομήθηκε από κριτικούς που έγραψαν ότι πρόκειται για αποθέωση του στυλ σε βάρος της ουσίας, ότι όλοι οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες κι ότι τελικά ο θεατής παρακολουθεί για εκατό λεπτά παρέλαση τεράτων, υπερβολική βία και λουτρά φώτων NEON.

Όπως και το πρωτότυπο βιβλίο, έτσι και η ταινία του Refn βασίζεται στην ατμόσφαιρα, με πολλά πράγματα να μην εξηγούνται και τους χαρακτήρες να φαντάζουν μονοδιάστατοι. Παρόλα αυτά, η κινηματογράφηση είναι πραγματικά υπέροχη και οι εικόνες δένουν με τη μουσική με τρόπο ανεπανάληπτο. Ο σκηνοθέτης δεν ανακαλύπτει τον τροχό, ούτε τετραγωνίζει τον κύκλο. Πατάει στην παράδοση του νέο-νουάρ (ή ΝΕΟΝ-νουάρ) των ‘70s και ‘80s – ειδικά στην ταινία του Walter Hill, The Driver – και τη μεταφέρει αποτελεσματικά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Στους δεύτερους ρόλους συναντάμε έμπειρους βετεράνους όπως ο Ron Perlman και ο Bryan Cranston (o Walter White του Breaking Bad) και σύγχρονους επαγγελματίες, όπως ο Oscar Isaac, η Christina Hendricks (του Madmen) και η Carrey Mulligan. Αυτός όμως που κλέβει την παράσταση, με την εσωτερική και υπόγεια ερμηνεία του είναι ο οδηγός, Ryan Gosling. Για πολλούς παίζει ανέκφραστα και σα ρομπότ, η προσέγγιση όμως του μονοκόμματου, αυτιστικού και αποφασισμένου ήρωα είναι άκρως αποτελεσματική. Η εικόνα ενός αμίλητου, στεγνού άντρα, που κρατάει ένα σφυρί και το βλέφαρό του δεν παίζει καθόλου είναι άκρως τρομακτική και ταιριαστή σε crime μυθοπλασία.

Είναι αλήθεια ότι ο Refn ποντάρει πολλά στο στυλ και ζητάει από το θεατή του να μπει στη βάρκα και να αφεθεί μέσα στο ήρεμο κανάλι της ταινίας, που εξελίσσεται σε χείμαρρο την τελευταία μισή ώρα. Όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με Cinema du Look στα πρότυπα των Besson και Carax, αντίθετα παρακολουθούμε με ενδιαφέρον το ταξίδι των ηρώων (που είναι στην πλειοψηφία τους ελαττωματικοί και προβληματικοί), τις αποφάσεις τους και τις δράσεις τους μέσα σε ένα μακελειό φωτισμού και ήχων.

Δυστυχώς, ο Δανός δημιουργός φαίνεται να εγκλωβίστηκε στο στυλ στις επόμενες δουλειές του, βάζοντας σε δεύτερη, ή τρίτη μοίρα το σενάριο και την πλοκή. Το Drive είναι η τελευταία του δουλειά που ο θεατής παρακολουθεί με την καρδιά και το μυαλό του. Πρόκειται για μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες crime fiction ταινίες από το 2000 και μετά και μια ιδανική εισαγωγή στο σύμπαν του αμφιλεγόμενου, Δανού auther. Τέλος, δουλειές του James Sallis έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και θα ικανοποιήσουν τους φίλους των σκληρών, ατμοσφαιρικών αστυνομικών ιστοριών, με σκοτεινούς κι αμφιλεγόμενους ήρωες.

Εκτύπωση Email

Περισσότερα Άρθρα...

  • Nero Wolfe - The Golden Spiders
  • Heaven’s Prisoners
  • Point Blank
  • Que la Bete Meure
  • Αρχική
  • Η Λέσχη
    • Καλωσόρισμα στην Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • 10 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΣΑΛ 2010-2020
    • Τα μέλη μας
    • Γιατί γράφω "αστυνομικά"
    • Τα βιβλία της Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • Έγραψαν για τη Λέσχη
    • Καταστατικό
    • Προϋποθέσεις εγγραφής νέων μελών
  • Νέα
    • Τα νέα μας
    • Άλλες δραστηριότητες των μελών
  • Αναγνωστήριο
    • 100 Λέξεις
    • Ιστορίες Εγκλεισμού
    • Διηγήματα
  • Βιβλιογραφία
    • 2020 - 2029
    • 2010 - 2019
    • 2000 - 2009
    • 1990 - 1999
    • 1980 - 1989
    • 1970 - 1979
    • 1960 - 1969
    • 1950 - 1959
    • 1940 - 1949
    • 1930 - 1939
    • 1920 - 1929
  • ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ
    • Ξένη αστυνομική λογοτεχνία
    • Ελληνική αστυνομική λογοτεχνία
    • Ειδικά θέματα
    • Φάκελος: Γιάννης Μαρής
    • Μικρές Ιστορίες για Συγγραφείς και Βιβλία
    • Από το Χαρτί στην Οθόνη
  • Φωτογραφίες
  • Επικοινωνία