Predator II
Βρισκόμαστε στο 1997 και το Los Angeles έχει τη μορφή μιας τσιμεντένιας ζούγκλας. Ο καύσωνας βασανίζει τη μεγαλούπολη, ενώ μαίνεται ανεξέλεγκτος πόλεμος συμμοριών. Κι ενώ το body count δεν έχει τελειωμό και οι δολοφονίες εμπόρων ναρκωτικών διαδέχονται η μια την άλλη, ο αστυνόμος Mike Harrigan προσπαθεί να καταλάβει τι βρίσκεται πίσω από τον κύκλο αίματος. Πρόκειται για μακελειό μεταξύ ανεγκέφαλων πολέμαρχων της πόλης, με τα ρουθούνια ερεθισμένα από την κοκαΐνη, ή μήπως η υπόθεση ξεπερνάει τα όρια του οργανωμένου εγκλήματος;
Το Predator του 1987 έσκασε σε βόμβα, απογειώνοντας τις καριέρες των συντελεστών του, δημιουργώντας franchise που συνεχίζει μέχρι σήμερα, κόβοντας πακτωλούς χρημάτων και γεννώντας merchandise, αλλά και καλλιτεχνική έμπνευση. Τον Ιούνιο του 1989, η Dark Horse κυκλοφόρησε το πρώτο comic με τις ιστορίες του Εξωγήινου Κυνηγού και των ανθρώπινων στόχων του, όμως το πεδίο δράσης δεν ήταν οι ζούγκλες της Λατινικής Αμερικής (όπως στην ταινία με τον Arnold), αλλά η Νέα Υόρκη. Ο detective Schaefer (ο μεγάλος αδερφός του Dutch από την ταινία) κι ο συνεργάτης του ερευνούν μια σειρά εξαιρετικά βίαιων φόνων, για να ανακαλύψουν έναν κίνδυνο πολύ μεγαλύτερο από ότι φανταζόντουσαν.
Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας Mark Verheiden βασίστηκε σε μια ταινία τρόμου και φαντασίας και δημιούργησε ένα comic με πλοκή σχεδόν police procedural. Όλα τα στοιχεία του είδους παρελαύνουν στο Predator: Concrete Jungle. Έχουμε το δίδυμο των αστυνομικών που ερευνά τους φόνους, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με εντελώς ανατρεπτικές εξελίξεις, λουτρά αίματος και βίας και ανελέητο ξυλοφόρτωμα.
Το comic της Dark Horse αποτέλεσε με τη σειρά του τη βασική έμπνευση για την κινηματογραφική συνέχεια του Κυνηγού (1990 του Steven Hopkins), που κατάληξε ένα υπέροχο συνονθύλευμα ειδών, ιδεών και προθέσεων. Η δράση μεταφέρεται στο Los Angeles μέσα στον καύσωνα και επικεντρώνεται στον σκληρό μπάτσο Mike Harrigan (Danny Glover) που μαζί με την ομάδα του ερευνούν τις δολοφονίες, για να έρθουν τελικά αντιμέτωποι με πανίσχυρους εξωγήινους και αδίστακτους παραστρατιωτικούς. Προφανώς δεν έχουμε να κάνουμε με crime movie στα πρότυπα του “Murder on the Orient Express”, ή του “Los Angeles Confidential” και βεβαίως ξέρουμε εξ αρχής ποιος ευθύνεται για τις δολοφονίες. Όμως ο Mike Harrigan αντιμετωπίζει τα όσα απόκοσμα συμβαίνουν ως “μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά”, όπου αντί να κυνηγάει καθάρματα, καταδιώκει σε ταράτσες και σοκάκια εξωγήινους κεφαλοκυνηγούς.
Η ταινία είναι καλογυρισμένη, με υπέροχα πλάνα, όμως δε διαθέτει το βάθος και την ποιότητα του προκατόχου της. Το Predator του 1987 ξεκινάει με μια απλούστατη ιδέα που θα μπορούσε να καταλήξει εύκολα σε μια κινηματογραφική χοντροκοπιά. Όμως η μαεστρία του John McTiernan πίσω από την κάμερα, η μουσική του Alan Silvestri και η παρουσία όλων των ηρώων (και ιδίως του Arnie και του εξωγήινου) παραδίδουν σεμινάριο ατμόσφαιρας, αγωνίας και (πειστικού) τρόμου. Αντίθετα, στην ταινία του Stephen Hopkins η φτήνια και η ευκολία είναι εμφανείς. Όχι φτήνια σε επίπεδο παραγωγής, αφού το Predator II είναι και ακριβό και φροντισμένο. Όμως οι ερμηνείες είναι υπερβολικές, οι ήρωες καρικατούρες και οι καταστάσεις συχνά ανόητες και ασύνδετες μεταξύ τους.
Αν λοιπόν ο θεατής αποδεχτεί ότι πρόκειται για ένα ιλουστρασιόν, pulp υβρίδιο crime – horror και sci – fi, θα βρει πολλά θετικά για να συνεχίσει μέχρι την αυλαία. Το σενάριο είναι ρηχό και τα ευρήματα που οδηγούν την εξέλιξη απολύτως βασικά, όμως η κεντρική ιδέα της τοποθέτηση ενός εξωγήινου στην καρδιά της μεγαλούπολης να τρομοκρατεί παράνομους, παρακρατικούς και αστυνομικούς – σα να ήταν μανιακός serial killer – είναι πρωτότυπη και δουλεύει εξαιρετικά. Η εικόνα του Κυνηγού να κραδαίνει τρόπαια πάνω σε ουρανοξύστες με τη βροχή να τον κοπανάει είναι άκρως εντυπωσιακή, τρομακτική και καρτουνίστικη. Επίσης, το τέρας δε θα χαριστεί σε κανένα στραβοστόμη που θα βρεθεί στο διάβα του, δε θα πειράξει ανυπεράσπιστους και θα νικηθεί όχι με μπράτσα και δύναμη πυρός, αλλά με πονηριά.
Η ταινία σφάχτηκε στην εποχή της, λόγω της (αναπόφευκτης) σύγκρισης με την πρώτη, λόγω των αντικειμενικών αδυναμιών της και επειδή ο Arnold απουσίαζε από τον πρωταγωνιστικό ρόλο (εκείνη την εποχή γύριζε το Terminator II με τον James Cameron, για να εκτοξεύσει την καριέρα του, τη δημοφιλία και τον τραπεζικό του λογαριασμό στην στρατόσφαιρα). Σήμερα το Predator II ανακαλύπτεται από ολοένα και περισσότερους ταγμένους που το εκτιμούν για τις αντικειμενικές αρετές του, αλλά και για τις χαριτωμένες αδυναμίες του.