Φιλίππου Φίλιππος: "Έγκλημα στη Διεθνή Έκθεση"
Αφού περιηγήθηκαν τους περισσότερους χώρους της Έκθεσης, οι δύο δημοσιογράφοι ξέφυγαν από το πλήθος των επισκεπτών και στάθηκαν μπροστά στο γαλλικό περίπτερο, παρατηρώντας τα εκθέματα: οικιακές συσκευές, ρούχα, αρώματα, κούκλες, ξύλινα ομοιώματα του Πύργου του Άιφελ, κουκλάκια με τη μορφή του Ναπολέοντα. Όλα εκεί ήταν τοποθετημένα με γούστο, φινέτσα και μεράκι. Δίπλα τους συνωστίζονταν ένα σωρό άνδρες κάθε ηλικίας.
Ο Τηλέμαχος Λεοντάρης παραξενεύτηκε που η πλειονότητα των επισκεπτών του περιπτέρου ανήκε στο λεγόμενο ισχυρό φύλο κι αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που τραβούσε το ενδιαφέρον του κόσμου: τα εκθέματα ή κάτι άλλο; Δεν ξεχνούσε βεβαίως τους παραδοσιακούς δεσμούς φιλίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Οπότε, στράφηκε προς τον Βασίλη Τσιρίγκο.
«Ελλάς-Γαλλία, Συμμαχία;» τον ρώτησε.
«Ζήτω η Κατρίν Ντενέβ!» είπε εκείνος, μπαίνοντας στο νόημα.
Μέσα στο περίπτερο υποδεχόταν τον κόσμο ένα εξαίσιο θηλυκό που κρατούσε ένα πεκινουά στην αγκαλιά. Είχε κόκκινα μαλλιά, πράσινα μάτια, ροζ βαμμένα χείλη, γοητευτικό χαμόγελο και μια χαριτωμένη μυτούλα σε στυλ Κατρίν Ντενέβ. Τα δόντια της ήταν κάτασπρα, σαν να τα είχε γυαλίσει με λευκαντικό, και πρόβαλαν προκλητικά μέσα από το σαρκώδες στόμα, που θύμιζε εκείνο της Μπριζίτ Μπαρντό την εποχή της ταινίας «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», προτού δηλαδή αρχίσει ν' ασχολείται με τα ζώα, την καταπολέμηση του εμπορίου της γούνας και άλλα τέτοια οικολογικά. Ο Λεοντάρης έκλεισε το μάτι στον Τσιρίγκο και προχώρησε μόνος του προς το μέρος της κοπέλας, σπρώχνοντας ελαφρά τους άνδρες που την έτρωγαν με τα μάτια, αλλά και κάτι γυναίκες που της έριχναν φαρμακερές ματιές. Ζήλια, σκέφτηκε. Καθώς περπατούσε, παρ' ολίγον να πέσει πάνω σ' έναν κοντό άνδρα με χλωμό πρόσωπο, φακίδες και σχιστά μάτια που θύμιζε Κινέζο. Ο άνδρας φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο τόσο ανοιχτό που επέτρεπε να φαίνονται οι τρίχες τού στήθους του, ενώ από τον λαιμό του κρεμόταν ένας χρυσός σταυρός με χοντρή αλυσίδα. «Θαυμάσιο είναι το περίπτερό σας», είπε ο Λεοντάρης στην κοπέλα, στα γαλλικά.
«Είστε πολύ ευγενικός», είπε εκείνη στην ίδια γλώσσα, επιχειρώντας να τακτοποιήσει με το χέρι το ντεκολτέ της. Η προφορά της είχε επαρχιώτικη χροιά, πράγμα που παραξένεψε τον Λεοντάρη. «Κι εσείς είστε όμορφη», πρόσθεσε. «Σας ευχαριστώ». «Κατρίν ή Μπριζίτ;» «Με λένε Μαλάμω», του είπε η κοπέλα σε άπταιστα ελληνικά με αθώο βλέμμα. Το λάμδα ακούστηκε γλυκό και ζαχαρωμένο. Ο Λεοντάρης, λίγο αμήχανος για την γκάφα του, έξυσε το τριχωτό της κεφαλής του και προσπάθησε να τα μπαλώσει. «Από 'δώ;» τη ρώτησε. «Από την Καλαμαριά». Το καινούργιο λάμδα ακούστηκε πιο μελωμένο. «Είστε ένα ερωτικό πλάσμα, όπως ερωτική είναι ολόκληρη η Θεσσαλονίκη». «Υπερβάλλετε», του είπε μειδιώντας. Μείνανε για λίγο αμίλητοι από αμηχανία. Ξαφνικά, το χαμόγελο της κοπέλας πάγωσε. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Το χέρι της σηκώθηκε, κι έμεινε μετέωρο, δείχνοντας κάτι πίσω του. «Βοήθεια!», φώναξε τελικά. Ταραγμένος, ο Λεοντάρης έστρεψε το κεφάλι του κι αυτό που είδε, τον έκανε να χλωμιάσει: ο Τσιρίγκος, ο φίλος και συνεργάτης του, ήταν πεσμένος στο έδαφος μ' ένα μαχαίρι στην καρδιά. Μια γριά ούρλιαξε, ένα κοριτσάκι τσίριξε από τον φόβο. Ακόμα και το πεκινουά γάβγισε, χώνοντας τη μουσούδα του στο ντεκολτέ της Μαλάμως. Αμέσως, ένας κύκλος από περίεργους σχηματίστηκε γύρω από τον νεκρό. Ο Λεοντάρης άνοιξε δρόμο με τα χέρια, για να φθάσει κοντά του. «Είπε τίποτα προτού ξεψυχήσει;» ρώτησε έναν ηλικιωμένο περίεργο, ο οποίος παρατηρούσε το θύμα σκυθρωπός. «Κάτι σαν γαρδένια», απάντησε εκείνος. * Στα γραφεία της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ο δημοσιογράφος Τηλέμαχος Λεοντάρης, συντάκτης γνωστής αθηναϊκής εφημερίδας, συζητούσε με τον διοικητή. Του ανέφερε τους λόγους της επίσκεψής του στην πόλη, που δεν ήταν μόνο η Έκθεση και η παρακολούθηση της καθιερωμένης συνέντευξης του πρωθυπουργού. Βασικός σκοπός του ταξιδιού του ήταν η συνάντησή του με τον Βασίλη Τσιρίγκο, τον ανταποκριτή της εφημερίδας. Είχαν να συζητήσουν ένα σοβαρό θέμα, το οποίο είχε ήδη γίνει σε αυτήν ρεπορτάζ και μάλιστα πρωτοσέλιδο. Ο Τσιρίγκος είχε αποκαλύψει ένα κύκλωμα κακοποιών που δρούσε στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη που ερχόταν δεύτερη σε εγκληματικότητα μετά την Αθήνα. Στο ρεπορτάζ του ανέφερε συγκεκριμένα στοιχεία και ονόματα, ως αποτέλεσμα της εξονυχιστικής του έρευνας. Σε μια άλλη περίπτωση, το ζήτημα θα σταματούσε εκεί. Ως γνωστόν τα ρεπορτάζ γίνονται για να δημοσιεύονται και όχι για να βοηθήσουν τις αρχές στην διαλεύκανση παρόμοιων υποθέσεων και πολύ περισσότερο για να συνδράμουν στην απόδοση δικαιοσύνης. Στο σχετικό δημοσίευμα όμως αναφερόταν και κάποιος Κινέζος, αγνώστου επωνύμου, και κάποιος Κροάτης. Κι οι δύο ήταν βέβαια Έλληνες. Ο πρώτος, ο Κινέζος, είχε απλώς σκιστά μάτια, ενώ ο Κροάτης ονομαζόταν Χρήστος Δαράτος και ήταν γεννημένος στο Μπραχάμι. Ο Δαράτος εβαρύνετο με κατηγορίες για φόνους, εκβιασμούς, νταβατζιλίκια, αλλά και λαθρεμπόριο όπλων στο Ζάγκρεμπ στη διάρκεια του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου. Ο διοικητής ήταν κατηγορηματικός:
«Η παρουσία του Κροάτη στη Θεσσαλονίκη δεν έχει εξακριβωθεί», είπε στον Λεοντάρη, ορθώνοντας το ανάστημά του.
«Μα ήταν καλός ρεπόρτερ. Από τους καλύτερους δημοσιογράφους της εφημερίδας μας».
«Ο Τσιρίγκος φαίνεται δεν διασταύρωσε τις πληροφορίες του». «Τότε γιατί τον σκότωσαν, κύριε διοικητά;»
Ο Λεοντάρης είχε απορίες που δεν λύνονταν με αφελείς δικαιολογίες. Στεκόταν καχύποπτος, περιμένοντας κάτι συγκεκριμένο. Ο διοικητής έστριψε το παχύ μουστάκι του που μαζί με τη στολή του προσέδιδε κύρος: «Ξέρω 'γώ; Μπορεί να χρωστούσε στα χαρτιά. Ή στο μπαρμπούτι». Η απάντηση ήταν αψυχολόγητη, υποτιμούσε τις ικανότητες του νεκρού ανταποκριτή και ταυτόχρονα πρόσβαλε τη μνήμη του. Ο Λεοντάρης έβραζε από το κακό του. Ο διοικητής τον δούλευε, λες και ήταν μωρό παιδί. Ήθελε να του τα ψάλλει μια και καλή, όμως το ανέβαλε για ευθετότερο χρόνο, η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη. Ναι, ο διοικητής έπρεπε να τιμωρηθεί για το ύφος του, μα και για τον υπαινιγμό που είχε εκτοξεύσει εναντίον ενός ανθρώπου που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Άκου χρωστούσε στο μπαρμπούτι! Σκεφτόταν μάλιστα να ζητήσει από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης, που ήταν φίλος του από την εποχή των φοιτητικών τους χρόνων, να τον θέσει υπό δυσμένεια. Η πιο καλή τιμωρία θα ήταν να τον στείλει στα σύνορα, κατά προτίμηση στην Κακαβιά, ή εκεί κοντά, για να αστυνομεύει την περιοχή από τους Αλβανούς λαθρομετανάστες.
«Δεν έπαιζε χαρτιά. Ούτε μπαρμπούτι, κύριε διοικητά».
«Τρόπος του λέγειν, κύριε Λεοντάρη». Βγαίνοντας από το γραφείο, ο Λεοντάρης προσπάθησε να φανεί ευγενικός. «Ωραία η Θεσσαλονίκη», σχολίασε. «Και ήσυχη», παρατήρησε ο διοικητής. «Πολύ ήσυχη. Σε σκοτώνουν χωρίς θόρυβο, σεβόμενοι τις αστυνομικές διατάξεις».
«Πώς είπατε;» ρώτησε εκείνος, με ύφος δαρμένου σκυλιού.
«Α, τίποτα. Κάτι είπα για τον καιρό. Μπορεί να βρέξει, σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία», μουρμούρισε ο Λεοντάρης και χάθηκε στο διάδρομο, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. * Πριν φύγει από το ξενοδοχείο «Παλλάς», της οδού Τσιμισκή, όπου έμενε, ο Λεοντάρης απευθύνθηκε στον υπάλληλο της υποδοχής.
« Τι σας θυμίζει η λέξη “γαρδένια”;», τον ρώτησε.
«Γαρδένια;» απόρησε εκείνος. «Λουλούδι δεν είναι; Αυτά που πετάνε στα σκυλάδικα;»
«Ναι, λουλούδι είναι. Αλλά εδώ στη Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι και όνομα μαγαζιού».
Ο υπάλληλος προσπάθησε να θυμηθεί. Έξυσε το σβέρκο του για να βοηθήσει την μάλλον ασθενή μνήμη του και είπε:
«Μ' αυτό το όνομα υπάρχουν ένα ανθοπωλείο στη Ροτόντα, ένα καφενείο στην Τούμπα και ένα καθαριστήριο στου Χαριλάου».
«Μόνο;» έκανε ο Λεοντάρης.
Αναρωτιόταν αν επρόκειτο για μαγαζί ή για κάτι άλλο. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι εννοούσε ο Τσιρίγκος με τη λέξη που ξεστόμισε, προτού αφήσει την τελευταία του πνοή υπό το τρομαγμένο βλέμμα της Μαλάμως. Ύστερα από επίμονες πιέσεις επί του υπαλλήλου, συν ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ που γλίστρησε με τρόπο προς το μέρος του, ώστε να φρεσκάρει τη μνήμη του, έβγαλε λαβράκι:
«Νομίζω πως στον Βαρδάρη, όχι μακριά από τα Λαδάδικα βρίσκεται το καμπαρέ “Κόκκινη Γαρδένια”.
«Μπράβο! Είσαι τσίφτης!» του είπε ο Λεοντάρης και βιάστηκε να βγει από το ξενοδοχείο.
Περπατούσε στο δρόμο, σιγοψιθυρίζοντας ένα τραγούδι του Τσιτσάνη. Ήταν ευχαριστημένος από την αποκάλυψη και έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του για την ερώτηση στον υπάλληλο του ξενοδοχείου. Από δω και πέρα όμως, έπρεπε να είναι προσεκτικός στις κινήσεις του, αν ήθελε να τη βγάλει καθαρή. * Προτού ξεκινήσει για την έρευνά του, ανέβηκε στην Άνω Πόλη με τα πόδια για να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Ήπιε καφέ σ' ένα καφενεδάκι της οδού Ακροπόλεως, χάζεψε τα τείχη του Γεντί Κουλέ, που κάποτε ήταν περιώνυμη φυλακή κι όπου στα πέτρινα χρόνια είχαν εκτελεστεί ένα σωρό αριστεροί, και περιπλανήθηκε στα στενά και στις ανηφόρες. Πριν από τα μεσάνυχτα πήρε ταξί.
«Στην “Κόκκινη Γαρδένια”», στον οδηγό.
Μέσα σε λίγα λεπτά, κι αφού το αμάξι πέρασε από σκοτεινιές γειτονιές, βρέθηκε στον προορισμό του. Πλήρωσε τον ταξιτζή, έλεγξε την είσοδο του μαγαζιού και μπήκε. Ένα σωρό άντρες με κουστούμια ή χωρίς, με φαλάκρες και διπλοσάγονα, όλοι πάνω από τα σαράντα, είχαν πιάσει τα τραπεζάκια κοντά στην πίστα. Στα υπόλοιπα τραπέζια κάθονταν νεότεροι πελάτες, λιγότερο περιποιημένοι. Έπιασε ένα μοναχικό τραπέζι παράμερα και περίμενε.
«Ένα ουίσκι με σόδα και παγάκια», είπε στο σερβιτόρο, έναν κρεμανταλά με κρεατοελιά στη μύτη.
«Μάλιστα».
«Και που ’σαι. Μην μου βάλεις μπόμπα, ε;»
«Εμείς δεν πουλάμε μπόμπες, κύριε», του είπε εκείνος, παριστάνοντας τον θιγμένο. Το ουίσκι ήρθε, ήπιε μια γουλιά, το ποτό δεν μύριζε ούτε είχε γεύση πατάτας, ίσως η νόθευσή του γινόταν με μέτρο. Όταν τα φώτα χαμήλωσαν, ένας προβολέας σχημάτισε κόκκινο φωτεινό κύκλο στην πίστα. Σε λίγο βγήκε από το σκοτάδι και μπήκε στον κύκλο μια γυναίκα, η τραγουδίστρια. Ήταν ντυμένη μ’ ένα κόκκινο ολόσωμο φόρεμα που είχε σκισίματα στο πλάι και κουνιόταν προκλητικά. Με φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από τα έγκατα της γης, άρχισε με το “Strangers in the night”, που το 'κανε αγνώριστο με τα ελληνοπρεπή αγγλικά της. Φαινόταν όμορφη, μα τα χαρακτηριστικά της ήταν τσακισμένα και τα έκρυβε κάτω από ένα παχύ στρώμα μεϊκάπ.
Είπε μερικά παρόμοια τραγουδάκια ακόμα, ρίχνοντας ματιές προς τους πελάτες, σε ορισμένους χαμογελούσε αμυδρά (φαινόταν να τους ήξερε). Όταν τελείωσε, τη θέση της πήρε ένα χορευτικό ζευγάρι μεσηλίκων που χόρεψαν υπό τους ήχους της μουσικής του Ρωμαίου και Ιουλιέτας του Τσαϊκόφσκι. Προφανώς ήταν Ρώσοι ή Ουκρανοί, σκάλες ανώτεροι στις φιγούρες τους από το επίπεδο του μαγαζιού.
Ο Λεοντάρης παρακολούθησε την τραγουδίστρια να αποσύρεται στα παρασκήνια. Μόλις η γυναίκα χάθηκε από τα μάτια του, έκανε νεύμα με το χέρι στο σερβιτόρο. Εκείνος κατέφθασε επιφυλακτικός, έτοιμος για καβγά:
«Συμβαίνει κάτι, κύριε;»
«Μπορώ να δω την τραγουδίστρια;» τον ρώτησε γλυκά, βάζοντάς του ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ στο χέρι.
Ο σερβιτόρος έχωσε το χρήμα στην τσέπη του παντελονιού του και έκανε μεταβολή. Πράγματι, ύστερα από λίγο, εκείνη δεν άργησε να φανεί. Είχε αλλάξει ντύσιμο, τώρα φορούσε ένα απλό άσπρο φουστάνι με ανάλογη μπλούζα. Ήταν πρόσχαρη, χαμογελούσε και ενδόμυχα αναρωτιόταν τι ακριβώς ήθελε ο πελάτης. Κάθισε στην άδεια καρέκλα δίπλα του και σταύρωσε τα υπέροχα πόδια της.
«Πώς σε λένε;»
«Ζανέτ».
«Εμένα Τηλέμαχο. Είμαι δημοσιογράφος. Θεσσαλονικιά;»
«Κρητικιά».
«Ήμουν φαντάρος στο Ηράκλειο».
«Εγώ είμαι από τα Χανιά».
Έβγαλε τα τσιγάρα του, της πρόσφερε το πακέτο του, εκείνη άπλωσε το χέρι της, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του, και άναψε πρώτα το δικό της.
«Ποτό; Τι πίνεις;» τη ρώτησε.
«Ό,τι πίνεις κι εσύ».
«Θαυμάσια».
Κάλεσε πάλι το σερβιτόρο.
«Ένα ουίσκι!» παράγγειλε.
«Τραγουδάς καλά», της είπε.
Η γυναίκα κολακεύτηκε.
«Ευχαριστώ».
«Έχεις κάνεις σπουδές σε ωδείο;»
«Όχι, δεν πήγα σε ωδείο».
Ήταν αυτοδίδακτη. Κάποτε ήθελε να σπουδάσει φιλολογία, μα αντί για το Πανεπιστήμιο, γράφτηκε σε μια σχολή κομμωτικής και βρήκε δουλειά σε συνοικιακό κουρείο. Επειδή δεν ανεχόταν τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του κουρέα, έφυγε, έψαξε αλλού, έκανε διάφορες δουλειές, πωλήτρια και τέτοια. Τελικά εξόκειλε σ' αυτό το “κωλοχανείο”, όπως αποκάλεσε την “Κόκκινη Γαρδένια”. Έμενε στο Ασβεστοχώρι, είχε δουλέψει σε διάφορα μαγαζιά από το Διδυμότειχο έως τον Πλαταμώνα και τ’ όνειρό της ήταν να κατεβεί στην Αθήνα για να ηχογραφήσει κανένα δίσκο.
«Όλα τα καλά σε τούτη τη χώρα στην Αθήνα γίνονται», είπε με παράπονο.
Τότε ο Λεοντάρης της εκμυστηρεύτηκε πως σχεδίαζε ν' ανοίξει ένα μαγαζί κεφιού και κουλτούρας.
«Τι εννοείς; Τι πάει να πει μαγαζί κεφιού και κουλτούρας;»
Εκείνος της χαμογέλασε.
«Θα είναι σκυλάδικο για διανοούμενους», είπε.
«Μπράβο. Ωραία ιδέα».
«Έχω βρει και τ’ όνομα, θα το πω “Ρεπορτάζ”».
«Μ’ αρέσει. Πολύ ταιριαστό με το επάγγελμά σου».
Ο Λεοντάρης κατέβασε μια γουλιά ποτό.
«Σκέφτομαι να τα παρατήσω. Δεν είναι δουλειά αυτή. Ξέρεις τι μας φωνάζουν κάτι τσογλάνια που αυτοαποκαλούνται αναρχικοί; Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».
«Υπερβολές. Έχω γνωρίσει και καλούς δημοσιογράφους».
Ο Λεοντάρης σκεφτόταν. Έπειτα είπε:
«Τι θα ’λεγες να ερχόσουν στην Αθήνα για να δουλέψεις μαζί μου;».
Κολακευμένη εκείνη, του χαμογέλασε.
«Είναι μια καλή ιδέα».
Εδώ που τα λέμε, οποιαδήποτε στη θέση της το ίδιο θα έλεγε. Η πρόταση ήταν ό,τι έπρεπε για την καλλιτεχνική καριέρα της. Με χαρά που δεν μπορούσε να κρύψει, έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τη διεύθυνση και το τηλέφωνό της και του το έδωσε. Η φιλική κουβεντούλα συνεχίστηκε με ανέκδοτα εκ μέρους του Λεοντάρη και αυθόρμητα γέλια εκ μέρους της τραγουδίστριας. Στην πίστα χόρευαν ακόμα οι Ρώσοι ή οι Ουκρανοί χορευτές. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη στιγμή που της απηύθυνε την κρίσιμη ερώτηση:
«Γνωρίζεις τον Βασίλη Τσιρίγκο, τον δημοσιογράφο;»
Η γυναίκα αιφνιδιάστηκε, κόπηκε, χλώμιασε και ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό απάντησε:
«Όχι, δεν τον γνωρίζω».
«Γνωρίζεις κάποιον Χρήστο Δαράτο ή Κροάτη; Είναι γνωστός μου από την Αθήνα, τον έχω χάσει».
Η γυναίκα χλώμιασε περισσότερο και μετά μουγγάθηκε. Ήταν φανερό πως οι δύο ερωτήσεις της είχαν χαλάσει τη διάθεση.
«Συγγνώμη», του είπε και κατευθύνθηκε προς το καμαρίνι της.
Ο Λεοντάρης που κατά κάποιο τρόπο περίμενε την αντίδρασή της δεν επιχείρησε να τη σταματήσει. Εξάλλου, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Πρόσεξε πως το γκαρσόνι με την κρεατοελιά στη μύτη τον παρατηρούσε εχθρικά. * Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας πήγε στο Ασβεστοχώρι, στη διεύθυνση που του είχε δώσει η Ζανέτ. Δεν της τηλεφώνησε πρώτα, πίστευε πως τέτοια ώρα θα κοιμόταν ακόμα, όπως κάνουν οι καθώς πρέπει τραγουδίστριες. Αφού έδιωξε τον ταξιτζή, πιστεύοντας ότι θα ξόδευε αρκετό χρόνο στη συζήτησή τους, προχώρησε προς το μοναχικό σπίτι στην έξοδο της κωμόπολης. Ήταν ένα ειδυλλιακό τοπίο. Πουλάκια κελαηδούσαν στα δέντρα, ένας σκύλος γάβγισε, ένα αρνάκι βέλαξε, η ατμόσφαιρα ήταν βουκολική. Χτύπησε το κουδούνι και αφουγκράστηκε. Από μακριά ερχόταν λαϊκή μουσική από ραδιόφωνο. Περίμενε κάμποσα λεπτά, έπιασε το πόμολο, το έστριψε και βρέθηκε στον κήπο του σπιτιού. Ξαφνικά, ένας άντρας που φορούσε το μαύρο κασκέτο του ΠΑΟΚ εμφανίστηκε μπροστά του:
«Τι θέλεις, κύριος;»
«Τη Ζανέτ. Εδώ δεν μένει;»
Τότε έφαγε μια γροθιά στο σαγόνι και είδε τον ουρανό σφοντύλι. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε, ο άντρας με το κασκέτο του έριξε άλλη μια γροθιά, αυτή τη φορά στο στομάχι. Διπλώθηκε στα δύο, μα δεν έπεσε, άντεξε, κατορθώνοντας να πνίξει μια κραυγή πόνου. «Να κάτσεις στ' αυγά σου, φιλαράκο! Μην ξαναπεράσεις από 'δω κι από το μαγαζί, γιατί θα σε κλάψουν οι ρέγγες! Γκέγκε;» έκανε ο παλικαράς. Παρά τον πόνο στο σαγόνι και στο στομάχι, ο Λεοντάρης, έμεινε ψύχραιμος και συγκράτησε τα χαρακτηριστικά τού άντρα. Ήταν εύσωμος, θύμιζε αθλητή του κατς. Ύστερα βγήκε από τον κήπο κι έφυγε από την περιοχή με σκυμμένο κεφάλι, σαν βρεγμένη κότα.
*
Την επόμενη μέρα, ο δημοσιογράφος κι ο φίλος του αστυνόμος Μπέκας κάθονταν στο σαλόνι του ξενοδοχείου “Παλλάς” και πίνανε καφέ. Ο αστυνόμος είχε ανεβεί στη Θεσσαλονίκη, κατά παράκληση του Λεοντάρη, για να κάνει κάτι για το ζήτημα, να φροντίσει δηλαδή να επιταχυνθούν οι έρευνες για το ξεκαθάρισμα της υπόθεσης και τη σύλληψη του δολοφόνου τού Τσιρίγκου. Ο δημοσιογράφος κυκλοφορούσε μ' ένα τσιρότο στο σαγόνι, στο σημείο όπου είχε φάει τη γροθιά. Ντρεπόταν για τα χάλια του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. «Τι τρέχει;» τον ρώτησε ο αστυνόμος.
«Μα σου είπα στο τηλέφωνο, δεν βλέπεις;»
«Για χάρη σου, άφησα στη μέση ένα σωρό υποθέσεις ληστειών, ανθρωποκτονιών και απαγωγών επιχειρηματιών».
«Τα πράγματα εδώ είναι σοβαρά, το ίδιο σοβαρά, όπως στην Αθήνα».
«Ε, όχι και τόσο. Στην Αθήνα αλωνίζουν οι μαφίες».
«Κι εδώ πάνω βαράνε άμα λάχει», είπε ο Λεοντάρης, τραβώντας μια γουλιά από το φλιτζάνι του. «Δεν βαράνε όποιον κάθεται φρόνιμα».
«Τι θέλεις να πεις;»
«Κάνεις και τον ντετέκτιβ τώρα;» τον ειρωνεύτηκε ο Μπέκας. «Δεν κάνω τίποτα. Μόνο τη δουλειά μου. Και να ξέρεις: ο διοικητής της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης είναι αδιάφορος και ζαμανφουτίστας. Καθόλου δεν νοιάζεται για το καημένο το παιδί που το φάγανε τσάμπα». «Δεν πρέπει να χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές της Αστυνομίας», είπε αυστηρά ο Μπέκας. «Ξέρεις τι μου είπε; Πως η Θεσσαλονίκη είναι ήσυχη πόλη». «Και βέβαια είναι». «Μη με δουλεύεις, γαμώτο μου!». * Το βράδυ πήγαν οι δυό τους στην “Κόκκινη Γαρδένια”. Αν και είχαν στηθεί όλο το βράδυ σ' ένα γωνιακό τραπέζι, ώστε να ελέγχουν το χώρο, καθώς και τις εισόδους και εξόδους, η Ζανέτ δεν εμφανίστηκε. Στη θέση της τραγούδησε μια άλλη γυναίκα, πιο άσχημη, πιο σιτεμένη, αλλά με καλύτερη φωνή. Ούτε ο κρεμανταλάς σερβιτόρος με την κρεατοελιά στη μύτη ήταν εκεί. Αυτές οι δύο απουσίες ήταν ύποπτες, αλλά δεν το σχολίασαν εκείνη τη στιγμή. Ο Λεοντάρης ήπιε ουίσκι και ο Μπέκας βότκα με πορτοκαλάδα. Κατά τη γνώμη του Λεοντάρη, μολονότι η κοπέλα ήξερε πολλά, φοβόταν να μιλήσει. Σκεφτόταν πως την απειλούσε ο Δαράτος. Ή μήπως ο τύπος με το κασκέτο του ΠΑΟΚ που του είχε ρίξει το μπουκέτο τις γροθιές; Ήταν ξημερώματα όταν αποφάσισαν να φύγουν. Δεν είχαν πιει άλλα ποτά για να μη φυράνει το μυαλό τους που έπρεπε να είναι καθαρό. Κανένας ύποπτος δεν είχε φανεί, καμιά περίεργη κίνηση δεν παρατήρησαν. Πρώτος σηκώθηκε ο Μπέκας. Ο Λεοντάρης πήγε στην τουαλέτα και θα τον ακολουθούσε ύστερα από πέντε λεπτά. Θα συναντιόνταν στο μπαρ “Ντε Φάκτο”, προς τη μεριά του Λευκού Πύργου, όπου μαζεύονταν όλοι κουλτουριάρηδες της πόλης.
Οι δρόμοι στον Βαρδάρη ήταν ήσυχοι, οι ξενύχτες είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Ο Λεοντάρης βγήκε από το μαγαζί με γρήγορο βήμα για να προλάβει τον φίλο του. Καθώς βάδιζε αμέριμνος στην οδό Φράγκων, είδε καθυστερημένα το αυτοκίνητο που ερχόταν καταπάνω του με τα φώτα σβηστά. Το αυτοκίνητο αύξησε την ταχύτητά του, στρίγγλισε και... Ξαφνικά, ένα χέρι βγήκε από το σκοτάδι και τον τράβηξε με δύναμη. Ο Λεοντάρης κλονίστηκε, μα δεν έπεσε. Το αυτοκίνητο, που μόλις τον άγγιξε με το φτερό του, χάθηκε στο βάθος του δρόμου επιταχύνοντας. «Σ' έχουν βάλει στο μάτι», είπε ο Μπέκας· αυτός του είχε σώσει τη ζωή.
«Έτσι φαίνεται». «Πρώτα ο Τσιρίγκος, τώρα εσύ». «Εδώ πέρα σκοτώνουν με τροχοφόρα», είπε ο Λεοντάρης, που συνήλθε γρήγορα από το σοκ. «Με τρίκυκλο είχαν σκοτώσει τον Γρηγόρη Λαμπράκη». * Την άλλη μέρα, ο Λεοντάρης πήρε πάλι ταξί και κίνησε για το σπίτι της Ζανέτ στο Ασβεστοχώρι. Πήγε πάλι χωρίς τηλεφώνημα, για να μην του την κοπανίσει, μαθαίνοντας την επικείμενη επίσκεψή του. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Αν έβγαινε πάλι ο τύπος με το κασκέτο του ΠΑΟΚ τι άλλο μπορούσε να του κάνει, παρά να του ρίξει άλλη μια γροθιά; Ο βρεγμένος, σκέφτηκε, δεν φοβάται τη βροχή. Παραδόξως, αυτή τη φορά η τραγουδίστρια τον δέχτηκε πρόθυμα, τόσο πρόθυμα που ο Λεοντάρης σκέφτηκε μήπως επρόκειτο για παγίδα. Κι αν ο τύπος που έριχνε τόσο ξεγυρισμένες γροθιές ήταν κρυμμένος στην ντουλάπα, θέλοντας να επαναλάβει το κατόρθωμά του; Για παν ενδεχόμενο, ο Μπέκας περίμενε στη γωνία, μέσα σ' ένα αμάξι της Ασφάλειας με συμβατικούς αριθμούς. «Ποιος μου έριξε τη γροθιά στο σαγόνι και μου έκανε καρούμπαλο»; ρώτησε ο Λεοντάρης τη Ζανέτ.
Κάθονταν σ’ έναν καναπέ της συμφοράς, μακριά ο ένας από τον άλλον, και τρώγανε γλυκό του κουταλιού, πίνοντας νερό της βρύσης. «Ο Κογκολέζος», του απάντησε. Η τραγουδίστρια φορούσε μιαν αραχνοΰφαντη ρομπ ντε σαμπρ και φαινόταν ότι μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Χωρίς το μεϊκάπ, το πρόσωπό της φανέρωνε τα χρονάκια της, ωστόσο, όλα πάνω της απέπνεαν έντονη θηλυκότητα. «Ο φίλος μου ο Μπέκας θα τον τσακίσει», είπε ο Λεοντάρης. Στο άκουσμα του διάσημου ονόματος η γυναίκα ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Τα μάτια της γούρλωσαν και τα χείλη της μισάνοιξαν από την έκπληξη. «Έχω διαβάσει τις περιπέτειες του αστυνόμου Μπέκα», είπε. «Το Έγκλημα στο Κολωνάκι, το Έγκλημα στα παρασκήνια. Κάποιος Μαρής δεν τις έγραψε; Του Μπέκα δεν του έχει ξεφύγει κανένας δολοφόνος». «Αυτός που διάβασες στα βιβλία ήταν θείος του φίλου μου. Έχει πεθάνει εδώ και χρόνια». Η έκπληξη στα χείλη της τραγουδίστριας μεγάλωσε και μετεξελίχθηκε σε λύπη.
«Α, τον καημένο», είπε. Ξαφνικά, η Ζανέτ ξεκούμπωσε τη ρομπ ντε σαμπρ· από μέσα δεν φορούσε τίποτα· του έδειξε το αριστερό της στήθος. Ήταν άσπρο σαν να 'χε χρόνια να το δει ο ήλιος. Σ’ ένα σημείο υπήρχε ένα σημάδι από κάψιμο τσιγάρου. «Ποιος σου το έκανε;», ρώτησε ο Λεοντάρης. «Ο Κινέζος, αυτός που σκότωσε τον Τσιρίγκο». «Γιατί τον σκότωσε;». «Ζήλευε», απάντησε αυτάρεσκα η γυναίκα. «Γιατί ζήλευε;». «Γιατί εγώ κι ο Βασίλης...».
Χωρίς ν' αποτελειώσει τη φράση της, η Ζανέτ πήγε στο στερεοφωνικό κι έβαλε ένα δίσκο της Έλα Φιτζέραλντ. Έπειτα επέστρεψε στον καναπέ και κάθισε κοντά του, πολύ κοντά του. Το άρωμά της ήταν μεθυστικό. Άκουσαν την αρχή του πρώτου τραγουδιού κι ο Λεοντάρης σηκώθηκε, προτού συμβεί τίποτα περίεργο και μοιραίο.
«Με περιμένει ταξί έξω», της είπε ψέματα.
«Μη φεύγεις!»
«Θα τα πούμε αύριο. Γεια».
* Ο Λεοντάρης δεν είπε τίποτα στον Μπέκα για τη σχέση του συνεργάτη του με τη Ζανέτ, ούτε για ό,τι παρ’ ολίγο να συμβεί την ώρα που εκείνος φύλαγε τσίλιες. Τον ακολούθησε πάντως στην επιχείρηση σύλληψης του Αθηναίου κακοποιού και της συμμορίας του. Καθόταν μαζί του μέσα σε ένα περιπολικό, παρακολουθώντας τους αστυνομικούς που είχαν περικυκλώσει την “Κόκκινη Γαρδένια”. Ο Μπέκας κρατούσε στο χέρι ένα πιστόλι και βρισκόταν σε ετοιμότητα. Όταν ο διοικητής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης έδωσε το σύνθημα για το ντου, δεκάδες αστυνομικοί με στολή και πολιτικά βγήκαν από το σκοτάδι και όρμησαν στο κέντρο με τα πιστόλια στα χέρια. Έπειτα από λίγο, τρεις άνδρες βγήκαν από εκεί με τα χέρια ψηλά, σπρωχνόμενοι από τους αστυνομικούς για να μπουν στα περιπολικά. Ο Λεοντάρης τούς αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο αθλητής του κατς, ή Κογκολέζος, εκείνος με το κασκέτο του ΠΑΟΚ, ελαφρώς φαλακρός στην πραγματικότητα, ο σχιστομάτης, ή Κινέζος, που είχε σκοτώσει τον Βασίλη Τσιρίγκο και ο Δαράτος, ή Κροάτης, μια γνώριμη φάτσα από φωτογραφίες στις εφημερίδες. «Αυτός ο σχιστομάτης σκότωσε τον φίλο μου κι έσβησε το τσιγάρο του στο στήθος της Ζανέτ», είπε ο Λεοντάρης στον Μπέκα. «Για να βάλει μυαλό, χρειάζεται να του χώσεις το πιστόλι στον κώ...». Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, δύο από τους συλληφθέντες επιχείρησαν να διαφύγουν. Ένας αστυνομικός ξάπλωσε τον Κινέζο κάτω με τρικλοποδιά, ενώ η σφαίρα απ' το πιστόλι του Μπέκα τίναξε μακριά το μαύρο κασκέτο του Κογκολέζου, ο οποίος για να προφυλαχτεί έκανε πλονζόν στο οδόστρωμα. * Το μπαρ “Ντε Φάκτο” στην οδό Παύλου Μελά ήταν γεμάτο κόσμο. Οι θαμώνες του, κυρίως νέοι με μαύρα ή φανταχτερά ρούχα, αγόρια και κορίτσια, έπιναν, αστειεύονταν και κάνανε καμάκι μεταξύ τους. Πολλοί πελάτες είχαν βγει έξω στο δρόμο με τα ποτήρια στο χέρι. Ο Τηλέμαχος Λεοντάρης και ο Γιάννης Μπέκας έπιναν χυμούς και συζητούσαν σε ένα γωνιακό τραπέζι για την περιπέτειά τους στη Θεσσαλονίκη. Μαζί τους καθόταν και η Ζανέτ. Έκανε πως ήταν προσηλωμένη στην κουβέντα και πασπάτευε δεξιοτεχνικά το γόνατο του Λεοντάρη κάτω από το τραπέζι.
Συμφώνησαν πως η σύλληψη των κακοποιών ήταν επιτυχία για τον διοικητή της Ασφάλειας, οπότε δεν ήταν φρόνιμο να πάρει δυσμενή μετάθεση για τα σύνορα.
«Ευτυχώς που σου τηλεφώνησα», είπε ο Λεοντάρης. «Διαφορετικά θα...». «Διαφορετικά θα είχες την τύχη του Τσιρίγκου», είπε ο Μπέκας.
Ο δημοσιογράφος επιχείρησε ν’ αλλάξει θέμα, δεν ήθελε να μιλάει για αίματα και θανάτους. Υπήρχαν πιο ενδιαφέροντα πράγματα στη ζωή. «Λοιπόν, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ερωτική είναι αυτή η πόλη», δήλωσε στον φίλο του. «Το φαντάζομαι», είπε ο αστυνόμος περιπαιχτικά. «Μπρίκια κολλάω;». Ο Λεοντάρης ετοιμάστηκε κάτι να πει, αλλά επενέβη η Ζανέτ.
«Δεν πάμε στην αγορά Μοδιάνο για πατσά;» έκανε. «Τα υπόλοιπα τα συζητάμε στην Αθήνα». «Τι;» ξαφνιάστηκε ο Μπέκας. «Θα 'ρθεις κάτω;». «Ναι, ο φίλος σου ανοίγει μαγαζί, αστυνόμε. Θα το ονομάσει “Ρεπορτάζ” και θα με βάλει στο πρόγραμμα». «Έτσι, ε; Μπαγασάκο!», έκανε ο Μπέκας. «Και δεν θα μείνεις για την ομιλία του πρωθυπουργού;» Ο Λεοντάρης τού έκλεισε το μάτι με σημασία.
« Με τον πρωθυπουργό θ’ ασχολούμαστε τώρα;»
* Γραμμένο για την εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι» στον 902 αριστερά στα FM (2008-2010),
σε σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια της Αντέλας Μέρμηγκα και αφήγηση του Δημήτρη Πουλικάκου.
Ετικέτες: Φίλιππος Φιλίππου