Γαλανόπουλος Νεοκλής: "Η εξαφάνιση του Γιάννη Αυλακιώτη"
«Σε παρακαλώ, ηρέμησε!» είπε ο σαρανταπεντάχρονος αρχιφύλακας της αστυνομίας Βασίλης Τσιρακίδης στην αλλόφρονα θεία του, Αργυρούλα Κοκώνη – θεία του μεν, αλλά δέκα χρόνια νεότερή του -, η οποία εκείνο το μοιραίο απόγευμα, στα μέσα Ιουλίου του 2009, είχε έρθει τρέχοντας να τον βρει στο καφενείο του «Σμυρνιού» και είχε διακόψει βίαια τον χαλαρωτικό ρεμβασμό του μπροστά στ’ αφρισμένα κύματα του Αιγαίου, φωνάζοντας εις επήκοον ολόκληρης σχεδόν της Σκαλίτσας, του μοναδικού οικισμού του νησιού, ότι ο άντρας της, ο Γιάννης Αυλακιώτης, «κάτι κακό είχε πάθει και δεν είχε γυρίσει σπίτι».
Όταν κατάφερε να την καλμάρει κάπως, έμαθε και τις λεπτομέρειες:
Το ειδικά διαμορφωμένο μηχανοκίνητο καΐκι, με το οποίο τους καλοκαιρινούς μήνες ο Αυλακιώτης, ψαράς στο επάγγελμα, μετέφερε τους τουρίστες που βαριόντουσαν να περπατήσουν, στις λιγοστές παραλίες του νησιού, είχε αποπλεύσει από τη Σκαλίτσα κανονικά, γύρω στη μιάμιση το μεσημέρι, αλλά δεν είχε επιστρέψει, όπως θα έπρεπε, στις εξίμιση· κι η ώρα είχε φτάσει οχτώ! Η γυναίκα του τον είχε πάρει στο κινητό του – το καΐκι δεν διέθετε ασύρματο -, αλλά το είχε κλειστό. Είχε τηλεφωνήσει στην ταβέρνα Αμμοβολή, που βρισκόταν στην ομώνυμη παραλία, την πιο μακρινή και πιο ξακουστή του νησιού, εκεί όπου ο Αυλακιώτης έτρωγε και χαζολογούσε τα μεσημέρια πριν ξεκινήσει πάλι για τη Σκαλίτσα, κι ο γερο-Κανατάκης, ο ταβερνιάρης, της είχε πει ότι ο “ξανθός” – μ’ αυτό το παρανόμι ήταν γνωστός ο άντρας της στο νησί - είχε φύγει από ’κει στις έξι παρά τέταρτο.
Ο Τσιρακίδης κοίταξε τη θάλασσα, που εδώ και λίγη ώρα είχε αρχίσει ν’ αγριεύει, με το φοβισμένο βλέμμα του στεριανού. Ο ίδιος ήταν γέννημα θρέμμα Αθηναίος και το νησί της μακαρίτισσας της μητέρας του το επισκεπτόταν μόνο στις θερινές του διακοπές.
Γύρισε στον πιο αρμόδιο περί ανέμων και υδάτων καφετζή-μπακαλομανάβη, τον «Σμυρνιό», και τον ρώτησε:
«Θα ’χει φουρτούνα απόψε;»
«Ουου! Τραμουντάνα. Δεν βλέπεις που ’χουν δέσει όλοι; Σε καμιά ώρα δεν θα μπορείς να σταθείς απ’ τον αέρα».
Η Κοκώνη πάγωσε – κι όχι λόγω του ανέμου.
«Θα του χάλασε η μηχανή», συνέχισε ο επαΐων, που είχε παρακολουθήσει όλη την κουβέντα. «Αλλά το κύμα πρέπει να τον έχει βγάλει έξω».
«Και τότε πού είναι; Γιατί δεν έρχεται με τα πόδια;» τσίριξε η γυναίκα.
«Μη μας πιάνει πανικός!» έκανε ο ανιψιός της. «Και στη θάλασσα να ’ναι, δεν έχει φόβο. Με το κουτάλι την έχει φάει τόσα χρόνια!»
«Κι αν είναι στη στεριά κι έχει χτυπήσει;»
«Πού να χτυπήσει, βρε Αργυρούλα, στα σκίνα, ή τράκαρε με τ’ αμάξι;» ειρωνεύτηκε ο Τσιρακίδης, μιας και σε ολόκληρο το νησί δεν υπήρχαν άλλα οχήματα, εκτός από το τζιπ του Λευτέρη Ξένου, του κοινοτάρχη. Αυτό θυμήθηκε στη συνέχεια και είπε:
«Πάω στον πρόεδρο, να ψάξουμε τώρα που ’χει ακόμα φως. Θα τηλεφωνήσω και στο Λιμεναρχείο απέναντι».
Απέναντι, στο βάθος του ορίζοντα, βρισκόταν το μεγάλο νησί, με το μεγάλο λιμάνι και όλα τα καλά του πολιτισμού.
«Θα ’ρθώ κι εγώ μαζί!»
«Εσύ τράβα σπίτι, μήπως γυρίσει», είπε κοφτά ο αστυνομικός, σαν γνήσιος, μολονότι αδειούχος, εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας. «Γράψε το κινητό μου να μας ειδοποιήσεις».
Ο Βασίλης Τσιρακίδης κι ο Λευτέρης Ξένος άφησαν το τζιπ στην κοντινότερη παραλία, την Ουκρανίδα. Εκεί τέλειωνε ο σχετικά ομαλός χωματόδρομος κι άρχιζε το κακοτράχαλο μονοπάτι που ένωνε όλες τις παραλίες.
Δυστυχώς, οι έρευνές τους απέβησαν άκαρπες. Στη θάλασσα δεν υπήρχε ούτε ένα πλεούμενο και στη στεριά δεν συνάντησαν παρά μόνον ημεδαπούς και αλλοδαπούς λάτρεις του ελεύθερου κάμπινγκ.
Όταν έφτασαν στην Αμμοβολή, είχε πια σκοτεινιάσει.
Ο γερο-Κανατάκης παραξενεύτηκε που τους είδε τέτοια ώρα εκεί. Του εξήγησαν το γιατί, κι εκείνος τους επανέλαβε όσα είχε ήδη πει στη γυναίκα του Αυλακιώτη.
«Τράβηξε κατά τη Σκαλίτσα;» τον ρώτησε ο Τσιρακίδης.
Ο άλλος τον κοίταξε έκπληκτος.
«Ε βέβαια, πού αλλού θα πήγαινε;»
«Εσύ τον είδες;»
«Τον είδα, στραβός είμαι;»
«Είχε μαζί του κανέναν άλλο;»
«Ναι, είχε έναν τουρίστα! Μαζί τον φορτώσαμε στο καΐκι».
«Γιατί;»
«Γιατί ήτανε τύφλα, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του! Πώς πίνουν έτσι αυτοί οι Εγγλέζοι!»
«Εγγλέζος ήτανε;»
«Κάτι τέτοιο! Σάματις τον ρώτησα; Όλο μπηρ και μπηρ έλεγε!»
«Κάνας άλλος στο καΐκι ήτανε;»
«Μονάχα ο “ξανθός” κι ο τουρίστας. Δεν έχει πλακώσει ακόμα ο πολύς κόσμος!»
Η επιστροφή στη Σκαλίτσα μέσα στο πηχτό σκοτάδι αποδείχτηκε πολύ πιο εύκολη υπόθεση από τον κατευνασμό της ξετρελαμένης απ’ την αγωνία Κοκώνη, η οποία έτοιμη ήταν ν’ αφήσει μόνο του το μικρό κοριτσάκι της και να βγει έξω, νυχτιάτικα, να ψάξει για τον άντρα της.
Οι χερσαίες έρευνες συνεχίστηκαν μόλις ξημέρωσε, με τη συμμετοχή πολλών κατοίκων του νησιού, κινητοποιημένων από τον άξιο κοινοτάρχη· οι θαλάσσιες ήταν αδύνατες, εξαιτίας των θυελλωδών βορείων ανέμων. Τα απαγορευτικά για τη ναυσιπλοΐα μποφόρ χρησιμοποίησαν και από το αστυνομικό τμήμα της Χώρας, της πρωτεύουσας του απέναντι νησιού, σαν δικαιολογία για να μην ικανοποιήσουν το αίτημα του Τσιρακίδη να στείλουν μερικούς αστυνομικούς να συνδράμουν στην έρευνα, συν την έλλειψη προσωπικού, τον φόρτο εργασίας κατά την τουριστική περίοδο κλπ, κλπ.
Η αλήθεια είναι ότι οι ξενομερίτες αστυνομικοί δεν θα προσέφεραν τίποτα παραπάνω στις έρευνες: οι εθελοντές «χτένισαν» κάθε σπιθαμή του νησιού, ακόμα και το κατάξερο και παντέρημο εσωτερικό του, καθώς και τη δυσπρόσιτη νότια πλευρά με τους γκρεμούς. Έψαξαν σ’ όλες τις παραθαλάσσιες σπηλιές, σε κάθε ορμίσκο και ραχούλα – αποτέλεσμα μηδέν.
Ο Τσιρακίδης έλεγξε τη μοναδική πανσιόν και τα ευάριθμα ενοικιαζόμενα δωμάτια του νησιού, προκειμένου να εντοπίσει τον επιβάτη του Αυλακιώτη, χωρίς να το καταφέρει. Μολονότι ήταν άγνωστο πότε είχε έρθει ο συγκεκριμένος τουρίστας στο νησί, καθώς και με τι μέσο, ο αστυνομικός είπε να δοκιμάσει την τύχη του κι επικοινώνησε με τον καπετάνιο του Σκιαθίτη, του μοναδικού πλοίου που εξυπηρετούσε τα γύρω νησάκια, αλλά η κατά Κανατάκη περιγραφή του τουρίστα δεν θύμιζε κάτι σε κανέναν απ’ το πλήρωμά του, ή μάλλον θύμιζε σε όλους υπερβολικά πολλά. Ίδια τύχη είχαν και οι προσπάθειες των διασκορπισμένων σε ολόκληρο το νησί εθελοντών: δεν υπήρχε πουθενά καμία παρατημένη σκηνή, ούτε κάποιος από τους σκηνίτες ήταν ο «άνθρωπός τους», ούτε έλειπε κανείς από κάποια παρέα. Ο Τσιρακίδης δεν ήταν σίγουρος για την ειλικρίνεια ή τη διαύγεια αυτών των φυσιολατρών, αλλά, απ’ την άλλη, δεν μπορούσε να σκεφτεί έναν τρόπο για να διασταυρώσει τα λεγόμενά τους. Το μόνο που είχε εξακριβώσει με βεβαιότητα, χάρη στη μαρτυρία ενός αξιόπιστου ντόπιου ζευγαριού, ήταν ότι το καΐκι δεν είχε περάσει το απόγευμα από καμία άλλη παραλία του νησιού.
Είχε ξανοιχτεί στο πέλαγος; Γιατί όμως; Είχε κάποια σχέση ο μεθυσμένος τουρίστας; Είχε συμβεί κάτι πάνω στο καΐκι; Με αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα σπαζοκεφάλιαζε από το πρωί ο Τσιρακίδης.
Έτσι όπως περπατούσε λοιπόν προς το σπίτι του, απορροφημένος στις σκέψεις του – κόντευε πια να συμπληρωθεί εικοσιτετράωρο απ’ τη στιγμή της εξαφάνισης -, παραλίγο να συγκρουστεί με μια γυναίκα.
«Σόρι», είπε, αντιλαμβανόμενος ότι επρόκειτο για ξένη, κι έκανε να συνεχίσει τον δρόμο του, όταν την άκουσε να λέει, με ελαφρότατα ξενική προφορά:
«Σας έψαχνα, θέλω να σας μιλήσω».
Την κοίταξε με περιέργεια. Ήταν μια μελαχρινή σαραντάρα με ενδιαφέρουσες αναλογίες και λαμπερό βλέμμα (μήπως δεν φορούσε τα γυαλιά της; αναρωτήθηκε σιωπηρά).
«Ο ανεψιός του κ. Αυλακιώτη δεν είστε; Ο αστυνομικός;»
«Μάλιστα. Βασίλης Τσιρακίδης. Κι εσείς είστε...;»
«Ρεζίν Μπαλντά».
«Γαλλίδα;»
«Καναδέζα. “Μπαλντάς” ήταν το επώνυμο του μακαρίτη του άντρα μου, ήταν Έλληνας».
«Α! Έχετε κάποια πληροφορία για τον Αυλακιώτη;»
«Για τον τουρίστα που εξαφανίστηκε μαζί του ήθελα να σας πω».
«Είχατε έρθει μαζί στο νησί;»
«Όχι… εγώ είμαι μόνιμη κάτοικος εδώ... από Μάιο μέχρι Οκτώβρη».
«Α ναι; Είναι πολύ ωραίο μέρος...» Το έμπειρο μάτι του αστυνομικού έπιασε τη γυναίκα να στρίβει νευρικά ένα δαχτυλίδι με μωβ πέτρα, στον αριστερό της παράμεσο. «Πείτε μου, σας ακούω! Ξέρετε τ’ όνομά του;»
«Όχι. Πρώτη φορά τον είδα χτες το πρωί, στο “καραβάκι”. Αλλά μου κίνησε την περιέργεια, γιατί καθόταν χωριστά απ’ τους άλλους επιβάτες και... μου φάνηκε ότι κοίταζε κάπως παράξενα».
«Δηλαδή;»
«Σαν να κρυφοκοίταζε τον κ. Αυλακιώτη. Σαν να τον παρακολουθούσε!»
Ο Τσιρακίδης τέντωσε τ’ αυτιά του.
«Σίγουρα μιλάμε για το ίδιο άτομο;»
«Ναι, μου τον περιγράψανε. Ψηλός, χοντρός, με κοκκινωπό δέρμα, ξανθά μαλλιά, στενόμακρα γυαλιά μυωπίας, γύρω στα τριάντα, φόραγε ένα μακρυμάνικο πουκάμισο με κόκκινα καρό και στην πλάτη είχε ένα μαύρο σακίδιο».
Ο αστυνομικός θαύμασε την παρατηρητικότητά της, η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνη του γερο-ταβερνιάρη.
«Αυτά έγιναν στο πρωινό δρομολόγιο, είπατε;» τη ρώτησε.
«Μάλιστα, κατά τις εννιά και».
«Και λέτε πως κοίταζε ύποπτα τον Αυλακιώτη; Μήπως γνωρίζονταν;»
«Όχι, τον ρώτησα».
«Ποιον ρωτήσατε;»
«Τον κ. Αυλακιώτη, βέβαια! Όταν ο τουρίστας κατέβηκε στην Τούρλα, μείναμε μόνοι μας και τον ρώτησα. Τρία χρόνια που έρχομαι εδώ, έχουμε γνωριστεί, καταλαβαίνετε...»
Ξανάστριψε το δαχτυλίδι της. Ο Τσιρακίδης παρατήρησε προσεκτικά τα μάτια της και είδε πως η γυναίκα με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυά της. Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να μπει στο νόημα. “Καρδιοκαταχτητής ο μπάρμπας!” σκέφτηκε, όχι χωρίς ζήλια.
«Σας ευχαριστώ για την πληροφορία», της είπε.
«Βρήκατε τίποτα;» ρώτησε εκείνη, με πλημμελώς καλυμμένη αγωνία.
«Μέχρι στιγμής όχι. Αλλά είμαι αισιόδοξος», συμπλήρωσε εν πάση ανειλικρινεία και την αποχαιρέτησε βιαστικά. Από γυναικεία δάκρυα είχε χορτάσει. Ευχήθηκε, μόνο, η «παράνομη» βαρυπενθούσα να κατάφερνε να συγκρατηθεί μέχρι να φτάσει σπίτι της, γιατί αν την έπαιρνε κανένα μάτι και το μάθαινε η θειά του, θα είχαν άλλα δράματα!
Εξακολούθησε τον δρόμο του μ’ ένα σωρό καινούργια ερωτήματα στο κεφάλι του: Μήπως, παρά τα λεγόμενά του, ο Αυλακιώτης γνώριζε τον τουρίστα; Δεν θα το ’χε αναφέρει όμως κάποιος – και πρώτος απ’ όλους ο Ξένος, που ήξερε τα πάντα για τους πάντες στην κοινότητά του; Μήπως ο τουρίστας ήξερε τον Αυλακιώτη από παλιά, αλλά εκείνος δεν τον θυμόταν; Μην είχαν τίποτα προηγούμενα, κρυφά απ’ όλους; Ή μήπως η Καναδέζα είχε παρεξηγήσει;
Το μυστήριο πύκνωσε ακόμα περισσότερο το επόμενο πρωί, όταν τον ενημέρωσαν από τη Χώρα ότι το καΐκι του Αυλακιώτη, η Αργυρούλα, βρισκόταν δεμένη κανονικά στο λιμάνι. Ούτε ίχνος, όμως, από τον ιδιοκτήτη της και τον μυστηριώδη τουρίστα! Το καΐκι βρισκόταν σε καλή κατάσταση και όλα τα χαρτιά του ήταν στη θέση τους. Το μόνο παράξενο εύρημα ήταν ένα αντρικό βαμβακερό παντελόνι, χρώματος λευκού, νούμερο 52, πεταμένο πάνω σ’ ένα κάθισμα, απ’ αυτά που κάθονταν οι επιβάτες.
Ο Τσιρακίδης, αφού πρώτα μίλησε με τον Ξένο στο τηλέφωνο και κανόνισαν να συναντηθούν στο σπίτι της Κοκώνη, έτρεξε να της πει τα νέα.
Η αντίδρασή της ήταν δυναμική:
«Πρέπει να πάω απέναντι, να τον βρω!» φώναξε, προτού ο ανιψιός της προλάβει καλά καλά ν’ αποτελειώσει τη φράση του.
«Μα δεν περνάει τίποτα απέναντι, Αργυρούλα», της είπε με τη φωνή της κοινής λογικής ο κοινοτάρχης.
«Να ’ρθει τότε το λιμενικό να μας πάρει!»
«Σιγά μην έρθει και φρεγάτα», έκανε ο Τσιρακίδης. «Τι θα κάνεις εκεί δηλαδή; Γι’ αυτό είν’ η αστυνομία, θα ψάξει και θα τον βρει».
«Μα δεν μπορώ να κάθομαι άπραγη…» είπε η γυναίκα και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
«Έλα, ησύχασε», ανέλαβε για άλλη μια φορά τον ρόλο του παρηγορητή ο ανιψιός της. «Το θέμα είναι ότι έφτασε απέναντι. Στη στεριά δεν κινδυνεύει».
«Και πού το ξέρω ’γώ ότι έφτασε;»
«Αλλά ποιος το πήγε το καΐκι, ο Άγγλος τουρίστας;»
Η Κοκώνη φάνηκε επιτέλους να πείθεται. Πολύ σύντομα, όμως, το συλλογισμένο ύφος του Ξένου τής γέννησε νέες αμφιβολίες.
Τον ρώτησε τι σκεφτόταν.
«Τίποτα, για το παντελόνι», απάντησε εκείνος.
«Ποιο παντελόνι;»
Της εξήγησαν.
«Δεν είχε τέτοιο παντελόνι ο Γιάννης, άσπρο! Είναι το νούμερό του, αλλά… Σίγουρα είναι αντρικό;» έκανε καχύποπτα.
«Ναι, ναι», δήλωσε κατηγορηματικά ο Ξένος. «Μπορεί να ’ναι του τουρίστα».
«Και γιατί το ’βγαλε;»
«Θα δούμε τίνος είναι το παντελόνι», παρενέβη ο Τσιρακίδης. «Υπάρχουν μάρτυρες που είδαν τον τουρίστα».
«Ο γερο-Κανατάκης κι η γυναίκα του;» ρώτησε ο Ξένος.
«Ναι, και μια Καναδέζα, που μένει εδώ…;»
«Καναδέζα; ...Α, εκείνη…»
Ο κοινοτάρχης δεν ήταν αρκετά καλός ηθοποιός ώστε να ξεγελάσει τον αστυνομικό, ο οποίος κατάλαβε ότι η Καναδέζα δεν του ήταν τόσο άγνωστη, όσο ήθελε να δείξει μπροστά στην Κοκώνη.
Κι αυτή, όμως, κάτι πρέπει να ήξερε σχετικά, γιατί πετάχτηκε αμέσως:
«Η “χήρα” ήταν στην Αμμοβολή;»
Ο Τσιρακίδης συνειδητοποίησε ότι κακώς την είχε αναφέρει.
«Όχι, στο καΐκι», είπε και πέρασε πάραυτα στη δράση για να προλάβει τα χειρότερα. «Έχεις το τηλέφωνό της;» ρώτησε τον Ξένο.
«Όχι πάνω μου, αλλά μπορώ να σ’το βρω».
Αμ’ έπος, αμ’ έργον. Η Μπαλντά πληροφόρησε τον Τσιρακίδη ότι ο τουρίστας φορούσε ένα μακρύ χακί παντελόνι με πολλές τσέπες. Όταν ο συνομιλητής της της ζήτησε να υπολογίσει, αν μπορούσε, το μέγεθος του παντελονιού, εκείνη, μετά το αρχικό ξάφνιασμά της, απάντησε ότι θα πρέπει να ήταν γύρω στο 60.
Ο γερο-Κανατάκης, τον οποίο ο Τσιρακίδης πήρε αμέσως μετά, ήταν σίγουρος ότι ο τουρίστας δεν φορούσε άσπρο παντελόνι κι ότι είχε αρκετά εξογκωμένο μπυροκοίλι.
Μόλις ο αστυνομικός έκλεισε το τηλέφωνο κι επανέλαβε τα καινούργια στοιχεία, που, αντί να φωτίσουν, είχαν συσκοτίσει περισσότερο την υπόθεση, συνέστησε στη θεία του υπομονή, της υποσχέθηκε να την ενημερώνει διαρκώς κι έσπευσε ν’ αποχωρήσει μαζί με τον Ξένο, με την πρόφαση ότι έπρεπε να «σημάνουν λήξη συναγερμού» στο νησί.
Οι δυο τους πέρασαν όλο το μεσημέρι στο καφενείο του «Σμυρνιού», παιδεύοντας το μυαλό τους με τον γρίφο του αδέσποτου παντελονιού.
Στο δεύτερο καραφάκι ούζο, κατάφεραν να βρουν μια λογικοφανή εξήγηση: Ο Αυλακιώτης είχε βρει στη θάλασσα έναν ναυαγό (με παντελόνι), τον είχε ανεβάσει στο καΐκι και, βλέποντας ότι η κατάστασή του ήταν σοβαρή κι ότι ο καιρός επιδεινωνόταν ραγδαία, είχε αποφασίσει να βάλει πλώρη, δίχως καθυστέρηση, για το Κέντρο Υγείας της Χώρας. Στην πορεία τον είχε ξεντύσει, επειδή το παντελόνι του ήταν μούσκεμα. Από ’κει και πέρα, όμως, τι είχε συμβεί;
Κατά τη διάρκεια της κουβέντας τους ο Ξένος του εκμυστηρεύτηκε ότι προηγουμένως του είχε τηλεφωνήσει ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος της Χώρας και του είχε ζητήσει πληροφορίες για τον Αυλακιώτη. Οι ερωτήσεις του έδειχναν ότι η αστυνομία εξέταζε το ενδεχόμενο ο Αυλακιώτης να ήταν ανακατεμένος σε ύποπτες δραστηριότητες, και γι’ αυτό να είχε εξαφανιστεί ή να «τον είχαν εξαφανίσει». Ο κοινοτάρχης, βέβαια, του το ’χε ξεκόψει.
«Ο “ξανθός” είναι ο πιο τίμιος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ μου!» δήλωσε στον Τσιρακίδη, φανερά συγκινημένος.
Ο Τσιρακίδης δεν εξεπλάγη με το τηλεφώνημα. Κι ο ίδιος, αν δεν γνώριζε τον εξαφανισμένο, τα χειρότερα θα σκεφτόταν. Πόσο καλά, όμως, τον ήξερε στην πραγματικότητα; αναρωτήθηκε, όταν έμεινε μόνος του.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε νωρίς νωρίς από δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Άνοιξε αλαφιασμένος την πόρτα κι είδε μπροστά του την Κοκώνη, που αντί για «καλημέρα» του είπε ότι ο Σκιαθίτης βρισκόταν στο λιμάνι. Ο Τσιρακίδης αμφισβήτησε μεγαλόφωνα τη διανοητική επάρκεια του καπετάνιου και του απέναντι λιμενάρχη, μιας κι ο άνεμος ελάχιστα είχε κοπάσει. Η Κοκώνη, όμως, δεν άκουγε τίποτα. Ήταν αποφασισμένη να πάει στη Χώρα. Ο Τσιρακίδης δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη. Ντύθηκε άρον άρον και μπήκε τρέχοντας μαζί της στο κλυδωνιζόμενο, ακόμα και μέσα στο λιμάνι, μικρό οχηματαγωγό, τη στιγμή ακριβώς που έλυναν τους κάβους.
Από το ύψος του εξωτερικού καταστρώματος είδε μια μικρή ομάδα ατόμων συγκεντρωμένη στον μόλο. Ανάμεσά τους διέκρινε τον Ξένο και την Καναδέζα. Κούνησε το χέρι του στον κοινοτάρχη κι έπειτα κοίταξε δίπλα του, τη θεία του, και τρόμαξε απ’ το δολοφονικό της βλέμμα. Δεν το σχολίασε, ωστόσο. Δεν είχε χρόνο, άλλωστε, γιατί έπρεπε να βρει επειγόντως την τουαλέτα.
Το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού εκεί το πέρασε.
Όταν κατέβηκαν επιτέλους στη Χώρα, η Κοκώνη, παρά τις διαμαρτυρίες του, άρχισε να περπατάει με ταχύτητα αθλήτριας του «βάδην» ανάμεσα στους πολυπληθείς τουρίστες, με αποτέλεσμα ο Τσιρακίδης να κοντέψει να χαθεί μέσα στην άγνωστή του πόλη.
Μόλις όμως έφτασαν στο αστυνομικό τμήμα, ανέλαβε εκείνος τα ηνία. Αφού της ξεκαθάρισε ότι εκεί μέσα έπρεπε να κάθεται σαν άγαλμα, βρήκε έναν ένστολο ομόβαθμό του και του εξιστόρησε με δυο λόγια την υπόθεση.
Εκείνος, αφού συμβουλεύτηκε έναν συνάδελφό του, καλύτερα πληροφορημένο για τις τελευταίες εξελίξεις, τους οδήγησε στο γραφείο του διοικητή. Μπήκε πρώτα ο ίδιος και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ξανάνοιξε την πόρτα και τους έβαλε μέσα.
Ο διοικητής, ένας πενηντάρης αστυνόμος ονόματι Μόκκας, σύμφωνα με την ταμπελίτσα πάνω στο γραφείο του, καθόταν βλοσυρός στην πολυθρόνα του και κάπνιζε. Μπροστά από το γραφείο στέκονταν δύο νεαροί: Ένας κάθιδρος αστυφύλακας κι ένας ρυπαρός τουρίστας.
Το πουκάμισο και τα γυαλιά του τελευταίου τράβηξαν αμέσως την προσοχή του Τσιρακίδη. Με μια γρήγορη ματιά, διαπίστωσε πως ολόκληρο το παρουσιαστικό του ταίριαζε στην περιγραφή του άφαντου τουρίστα.
«Σε μεγάλους μπελάδες μας έχει βάλει το σόι σου...» του είπε ο αστυνόμος Μόκκας.
«Αρχιφύλαξ Τσιρακίδης Βασίλειος, κύριε αστυνόμε», τον χαιρέτησε σε στάση προσοχής εκείνος· δεν έκρινε πρέπον να προσθέσει ότι ο Αυλακιώτης δεν ήταν ακριβώς σόι του.
Ο άλλος του ’κανε νόημα ν’ αφήσει τις προσοχές. «Ο Αυλακιώτης έκλεψε από τούτον εδώ τον τουρίστα το διαβατήριό του!»
Ο τουρίστας είπε: «Γιά, πάσπορτ».
«Τι ιστορία είν’ αυτή, Τσιρακίδη; Σε τι δουλειές είναι μπλεγμένος ο θειός σου;»
«Δεν είναι κλέφτης ο άντρας μου, κυρ-αστυνόμε», πετάχτηκε η Κοκώνη.
«Α μπα; Θεία σου είναι η κυρία;»
«Μάλιστα», απάντησε ο Τσιρακίδης.
«Ψέματα λέει ο βρωμιάρης! Τι τον έκανες τον άντρα μου, ε; Ε;» ξέσπασε η γυναίκα.
«Για ησυχία! Τι το πέρασες εδώ;» της έβαλε τις φωνές ο αστυνόμος. Εκείνη λούφαξε αμέσως.
«Έχει τρελαθεί η κακομοίρα, κύριε αστυνόμε...» πήγε να τη δικαιολογήσει ο ανιψιός της.
Ο Μόκκας, με ύφος ανθρώπου βασανισμένου από τη μοίρα, γύρισε στον Τσιρακίδη και είπε: «Λοιπόν, για να τελειώνουμε! Ο ...κύριος από ’δω ήρθε προ ολίγου στο τμήμα και κατήγγειλε την κλοπή του διαβατηρίου του. Ισχυρίζεται ότι του το έκλεψε ο καϊξής που τον έφερε στη Χώρα».
«Πότε του το ’κλεψε;»
«Ήταν, λέει, μεθυσμένος κι αποκοιμήθηκε μέσα στο καΐκι. Ξύπνησε το άλλο πρωί, δηλαδή... προχτές το πρωί. Το καΐκι ήταν αραγμένο εδώ κι ο θείος σου πουθενά! Μαζί με τον θειό σου όμως είχε κάνει φτερά και το μπουφάν τουτουνού. Έψαξε να το βρει μες στο καΐκι, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν ένα παντελόνι. Αυτός το πέταξε εκεί που το βρήκαν οι λιμενικοί. Τέλος πάντων, δεν έδωσε, λέει, σημασία. Πήγε και βρήκε κάτι φίλους που ’χε αφήσει εδώ και ξέχασε το μπουφάν. Σήμερα όμως κατάλαβε ότι του ’λειπε και το διαβατήριό του. Πρέπει, λέει, να το ’χε βάλει σε μια τσέπη του μπουφάν· ούτε που θυμάται!»
Κι ο αστυνόμος συνόδεψε τα τελευταία λόγια του με μια χειρονομία έντονης αποδοκιμασίας.
Ο τουρίστας ξαναπήρε τον λόγο: «Μάι πάσπορτ! Μάινε παπίγε!»
«Γερμανός είν’ ο φίλος μας;» ρώτησε τον αστυνόμο ο Τσιρακίδης, που του ήρθε ξαφνικά στον νου μια ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
«Ναι. Έχει και διάσημο όνομα, Μίχαελ Σουμάχερ».
«Και γιατί τον πιστεύετε;» πετάχτηκε πάλι η Κοκώνη, με φωνή αλλοιωμένη σε σημείο επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία. «Πες μου τι έκανες τον άντρα μου! Πού είν’ ο άντρας μου;» φώναξε κι έκανε να του ορμήσει.
Ο τουρίστας οπισθοχώρησε τρομαγμένος.
Ο Τσιρακίδης άρπαξε τη μαινόμενη θεία του απ’ το μπράτσο.
Ο αστυνόμος χτύπησε με δύναμη την παλάμη του στο γραφείο.
«Σκασμός!» βρυχήθηκε. «Θα την κλείσω μέσα, σ’το λέω!» προειδοποίησε τον ανιψιό της. «Έχουμε στείλει σήμα να ελέγξουμε τα στοιχεία του, κυρία μου!» συνέχισε, μόλις επιβλήθηκε η τάξη. «Κι έχει και μάρτυρες. Τι ’ναι, ρε Αρναούτη;» ρώτησε τον αρχιφύλακα που τους είχε οδηγήσει σ’ εκείνο το γραφείο και τώρα σήκωνε δειλά το χέρι του, σαν μαθητής.
«Κύριε διοικητά, Μίχαελ Σουμάχερ λέγανε κι έναν τουρίστα που έπεσε θύμα τροχαίου και τον στείλανε με το ελικόπτερο στην Αθήνα!»
«Τι λες τώρα; Πότε έγινε αυτό;»
«Αντιπροχτές το βράδυ! Το θυμάμαι τ’ όνομα, απ’ τον πιλότο της φόρμουλας!» είπε ο αρχιφύλακας Αρναούτης.
Ο Τσιρακίδης κοίταξε καλά καλά τον τουρίστα, εστιάζοντας αυτή τη φορά στο πρόσωπό του.
Χρειάστηκε πολλή ώρα, κάμποσα τηλεφωνήματα και λίγα φαξ μέχρι να βρεθεί τελικά η άκρη.
Στη συνέχεια ο Τσιρακίδης και η Κοκώνη ξανακατέβηκαν στο λιμάνι κι έβγαλαν δυο εισιτήρια για Πειραιά με το νυχτερινό βαπόρι, αναγκαστικά, λόγω του απαγορευτικού.
Στον Πειραιά έφτασαν τα χαράματα της επόμενης μέρας. Από ’κει πήραν ταξί και πήγαν κατευθείαν στο αθηναϊκό νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν το θύμα του προαναφερθέντος τροχαίου.
Λίγη ώρα αργότερα οι δυο τους έσκυβαν πάνω από τον διασωληνωμένο πολυτραυματία Γιάννη Αυλακιώτη, ο οποίος βρισκόταν σε βύθιση. Βλέποντάς τον, ο Τσιρακίδης παραδέχτηκε σιωπηρά ότι κι αυτός, αν δεν τον ήξερε, θα μπορούσε να τον έχει μπερδέψει με τον τουρίστα και να έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπο του τραυματία, ενός ξανθού, χωρίς γυαλιά, κι επιπλέον αξύριστου, ματωμένου και μωλωπισμένου τραυματία, τον καλοξυρισμένο διοπτροφόρο Γερμανό της φωτογραφίας του διαβατηρίου.
Ο θεράπων ιατρός τούς διαβεβαίωσε ότι ο Αυλακιώτης είχε διαφύγει τον κίνδυνο και δεν θ’ αργούσε να ανανήψει.
Ο Τσιρακίδης άφησε την Κοκώνη, σαφώς πιο ήρεμη τώρα, στο νοσοκομείο, όπου ερχόταν ήδη να τη βρει η μεγάλη της αδερφή, ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον αστυνόμο Μόκκα για την ταυτοποίηση, όπως του είχε υποσχεθεί, και γύρισε σπίτι του ν’ αναπληρώσει επιτέλους τον χαμένο του ύπνο.
Τα ευχάριστα νέα ήρθαν την άλλη μέρα, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο.
Η Κοκκώνη τον περίμενε στον ίδιο διάδρομο. Πάνω στην ώρα εμφανίστηκε κι ο γιατρός.
«Όλα καλά», είπε αυτός στον Τσιρακίδη, «συνήλθε ο τραυματίας μας»!
«Δεν μ’ αφήνουν να του μιλήσω!» έκανε τα παράπονά της στην αστυνομία η Κοκώνη.
«Αποκλείεται!» διέταξε η ανώτερη εξουσία. «Φτάνει όσο τον είδατε. Ο οργανισμός του είναι πολύ εξασθενημένος, δεν αντέχει τις συγκινήσεις».
«Έλα, Αργυρούλα, κάνε λίγη υπομονή!» την καλόπιασε ο ανιψιός της. «Δεν πάτε να πιείτε κάναν καφέ;» πρότεινε στην άλλη θεία του, που στεκόταν παραδίπλα.
Η Κοκώνη νούμερο 2 έγνεψε καταφατικά. Με τα πολλά, κατάφερε να ξεκολλήσει την αδερφή της από ’κει.
Μόλις έφυγαν οι δυο γυναίκες, ο Τσιρακίδης ρώτησε:
«Έχει επαφή με το περιβάλλον, γιατρέ;»
«Ναι, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Μόνο που είναι λίγο μπερδεμένος. Φυσικό είναι. Νόμιζε πως τον φέρανε στο νοσοκομείο, επειδή έχει τη γρίπη των χοίρων…»
Ο αστυνομικός έμεινε άναυδος.
«Ναι», συνέχισε ο γιατρός, «λέει ότι κάποιος άγγλος τουρίστας τον κόλλησε. Δεν θυμάται τίποτα για το τροχαίο. Αλλά θα επανέλθει η μνήμη του, μην ανησυχείτε, φταίει το τραύμα στο κεφάλι…» είπε, του χαμογέλασε καθησυχαστικά κι έφυγε.
Ο φιλοπερίεργος Τσιρακίδης δεν έχασε στιγμή. Άνοιξε την πόρτα του θαλάμου και μπήκε μέσα. Μια νοσοκόμα πετάχτηκε όρθια.
«Τι θέλετε;» τον ρώτησε απότομα.
«Ασφάλεια», της απάντησε εκείνος ακόμα πιο απότομα, δείχνοντας συγχρόνως την ταυτότητά του. «Πρέπει να κάνω μια ερώτηση στον ασθενή».
«Ο γιατρός έχει δώσει…»
«Περάστε έξω, σας παρακαλώ!»
Η νοσοκόμα υπάκουσε.
Ο Τσιρακίδης πλησίασε το κρεβάτι του Αυλακιώτη.
«Βασίλη!» έκανε εκείνος, με φωνή πιο δυνατή απ’ ό,τι περίμενε ο επισκέπτης του. «Εσύ είσαι;»
«Ναι».
«Είναι κι η Αργυρούλα εδώ; Σαν να την είδα…»
«Εδώ είναι, περιμένει απ’ έξω. Μαζί ήρθαμε απ’ το νησί».
«Σ’ ευχαριστώ, Βασίλη. Ωχ, ωχ!»
«Πονάς;»
«Μπα, δεν είναι τίποτα αυτό, αφού δεν έχω γρίπη…»
«Γι’ αυτό πήρες το μπουφάν του τουρίστα;»
Ο Αυλακιώτης τον κοίταξε με απορία.
«Κοίταξα, δεν είχε τίποτα στις τσέπες!» δικαιολογήθηκε κατόπιν στον αστυνομικό.
Εκείνος έκρινε πως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για να του πει ότι δεν είχε ψάξει καλά.
«Κρύωνα», κλαψούρισε ο τραυματίας. «Και φυσούσε ένας αέρας…»
«Ξέρω, τραμουντάνα! Αλλά ούτε αυτός ήταν άρρωστος!»
«Καθόταν παράμερα… το πρωί. Και τ’ απόγεμα έκαιγε ολόκληρος!»
«Μια χαρά είναι, σου λέω».
«Ευτυχώς!» έκανε ο Αυλακιώτης ανακουφισμένος. «Αλλά το διακινδυνεύεις; Μ’ είχανε πιάσει ρίγη! Φτηνά τη γλύτωσα!»
Η υποχονδρία: να ένα κίνητρο για κλοπή, που ο Τσιρακίδης δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ στην καριέρα του!
«Ανησύχησε η Αργυρούλα, ε;» συνέχισε ο άλλος. «Το κινητό μου… όταν αποφάσισα να στρίψω κατά τη Χώρα, είδα πως είχε πέσει η μπαταρία, αλλά δεν προλάβαινα να γυρίσω στην Αμμοβολή… Κι ύστερα, στη Χώρα… δεν θυμάμαι τίποτα. Μου ’παν ότι με χτύπησε αυτοκίνητο! Για φαντάσου! Μια φορά, έφτασα εκεί που ήθελα! Ωχ, ωχ!»
«Εντάξει, μην κουράζεσαι!» είπε ο Τσιρακίδης, με ικανοποιημένη πλέον την περιέργειά του. «Θα τα ξαναπούμε».
Έκανε να φύγει, όταν ξαφνικά θυμήθηκε το περισσευούμενο παντελόνι.
«Είχες ένα παντελόνι άσπρο, καλό, στο καΐκι;» ρώτησε.
Και με το που είπε τη λέξη «καλό», φωτίστηκε ο νους του.
Ο Αυλακιώτης έμεινε να τον κοιτάζει εμβρόντητος.
«Δεν θυμάμαι», ψιθύρισε τελικά και μισόκλεισε τα μάτια του.
Ο αστυνομικός δεν απόρησε καθόλου με την απότομη κατάπτωση του τραυματία.
«Έτσι να πεις και στην Αργυρούλα», του πέταξε φεύγοντας, μ’ ένα συνωμοτικό χαμόγελο στα χείλη. “Και να δούμε αν θα σε πιστέψει”, συμπλήρωσε από μέσα του και κοίταξε με νοσταλγία το καλό ρολόι που φορούσε:
Το δώρο μιας δικής του ερωμένης.
* Γραμμένο για την εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι» στον 902 αριστερά στα FM (2008-2010),
σε σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια της Αντέλας Μέρμηγκα και αφήγηση του Δημήτρη Πουλικάκου.
Ετικέτες: Νεοκλής Γαλανόπουλος