Παυλιώτης Αργύρης: "Ένα τρεχαντηράκι"
Στην κηδεία της Μαρίκας μαζευτήκαμε τελικά αρκετοί, παρόλο τον άσχημο καιρό και τη δύσκολη ώρα. Το ημερολόγιο έγραφε Κυριακή, 13 του Μάρτη, το ρολόι έδειχνε 3 μμ και το θερμόμετρο είχε κατέβη στους πέντε βαθμούς Κελσίου και η βροχή συνεχιζόταν για τρίτη συνεχόμενη μέρα.
«Δε θα ‘μαστε καμιά διακοσαριά;»
Έξω από τα νεκροστάσια, στα Δημοτικά κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης, μια ομάδα πέντε φίλων, θαυμαστές της συχωρεμένης, τα λέγαμε μέχρι να μεταφέρουν τη σωρό στην παρακείμενη εκκλησία και στη συνέχεια στην τελευταία της κατοικία.
«Τόσο νέα και τόσο ζωντανή….»
«Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από πρώην νέους και ζωντανούς».
«Μα λίγο πριν πεθάνει, τραγουδούσε με κέφι και μπρίο στο κέντρο της».
Είχαμε διατυπώσει τις αμπελοφιλοσοφίες μας, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, για το μέγα μυστήριο του θανάτου και τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Ο ένας μάλιστα από τους παρευρισκόμενους ευχήθηκε μέχρι που να έρθει η ώρα του, να έχει πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του ο νέος Δήμαρχος και να έχει κατασκευάσει το αποτεφρωτήριο νεκρών «για να απαλλάξω την οικογένειά μου από όλη αυτή την εκμετάλλευση και την ταλαιπωρία».
Παρακολουθούσα κάτι περίεργο. Ενώ όλοι φορούσαμε χοντρά ρούχα για να αντιμετωπίσουμε το κρύο και κρατούσαμε ομπρέλες για τη βροχή, υπήρχε κάποιος που φορούσε μόνο το μαύρο κουστούμι του με λευκό πουκάμισο. Πήγαινε πέρα-δώθε και όταν περνούσε από κοντά μας, μας κοίταζε επίμονα. Και το ακόμα πιο περίεργο, για κάποιον προσεκτικό δεν ήταν δύσκολο να διαπιστώσει πως ο τύπος οπλοφορούσε.
«Τις ο… Σπαρτιάτης;» αναρωτήθηκε με χιούμορ κάποιος από την παρέα μας δείχνοντάς τον. Αλλά κανείς δεν ήταν σε θέση να μας διαφωτίσει. Πάντως το Σπαρτιάτης του έμεινε, τουλάχιστον σε μένα.
Μετά από λίγο κάποιος άλλος με ρώτησε:
«Πώς τη γνώρισες τη συχωρεμένη, Ανδρέα;»
«Από μένα» απάντησε ο φίλος και συνάδελφος στη δικηγορία Δημήτρης Ακριβός. «Ένα πρωί, πριν από τρία περίπου χρόνια, τον πήρα στο τηλέφωνο και του είπα να αναλάβει μια υπόθεσή μου, που θα εκδικαζόταν λίγες ώρες αργότερα, και στην οποία δεν μπορούσα να παρευρεθώ και είχαμε εξαντλήσει τα περιθώρια αναβολών. Επρόκειτο για μια υπόθεση με κατηγορούμενη την Μαρίκα. Την ανέλαβε και χωρίς προετοιμασία και μάρτυρα, την κέρδισε. Και από κει και πέρα αυτός και η Μαρίκα είχαν γίνει κολλητοί και αλληλοθαυμάζονταν».
«Για την ακρίβεια, την κέρδισε μόνη της» παρατήρησα. «Με το “Ένα Τρεχαντηράκι” της».
Ζήτησαν λεπτομέρειες. Και τους τις έδωσα, ενώ δεν έχανα από τα μάτια μου τον…. Σπαρτιάτη. Το ίδιο όμως έκανε και αυτός για μένα.
Η Μαρίκα, αοιδός στο επάγγελμα, μια βραδιά στο κέντρο διασκέδασης που εργαζόταν, την ώρα που τραγουδούσε, έβρισε –τον είπε Φλώρο- έναν πελάτη και του πέταξε ένα ποτήρι, που δεν τον πέτυχε. Ο τύπος που ανήκε στην κατηγορία αυτών που χαρακτηρίζουμε «επώνυμους», προσβλήθηκε στην παρέα του και την μήνυσε. Και όχι μόνον αυτό, μα επέμενε να εκδικαστεί η υπόθεση, παρόλο που είχε περάσει τόσος καιρός και η δράστης του είχε ζητήσει και συγνώμη.
Τη συνάντησα πρώτη φορά στην είσοδο των δικαστηρίων λίγες ώρες πριν τη δίκη. Με είχε εντυπωσιάσει. Πενηντάρα τότε, μεγαλόσωμη και μεγαλόπρεπη, με ένα κεφάλι που θύμιζε Αθηνά. Πρόσωπο στο χρώμα του σιταριού, φωτεινό και δροσερό. Τα μήλα πεταχτά, τα μαλλιά καστανόξανθα, που κατέβαιναν στους ώμους της, λεπτά φρύδια και φωτεινά, γκριζοπράσινα μάτια. Το χαμόγελό της ήταν μόνιμο, τρυφερό και μελαγχολικό, με τα δυο της λακκάκια μόνιμα στολίδια.
Δίπλα της καθόταν ένας άντρας περί τα εξήντα, μικρόσωμος, αδύνατος, χολερικός, με σκοτεινό, ανέκφραστο πρόσωπο, με ένα σφαιρικό στο μέγεθος μπάλας του πινγκ πονγκ, εξόγκωμα στο μέτωπο, στην αριστερή του μεριά. Κουνιόταν συνέχεια και έδειχνε νευρικότητα.
Χαιρέτησα την κυρία, μου σύστησε τον κύριο Γιάγκο και μου εξήγησε πως ήταν ο συνεταίρος της στο κέντρο και ο μάρτυρας στη δίκη. Πολύ σύντομα διαπίστωσα πως δεν είχα να περιμένω πολλά από κείνον.
«Άλλον μάρτυρα έχουμε;»
«Όχι, να σας χαρώ. Μόνον ο Γιάγκος μας έμεινε».
Της ζήτησα να μου πει τα γεγονότα. Μου επανέλαβε ότι μου είχε πει ο Ακριβός. Ρώτησα και έμαθα πού τραγουδά. Έδειξε πως την πείραξε η άγνοιά μου.
«Στο Σοκάκι της Μαρίκας. Λυπάμαι που δεν το ξέρετε. Βρίσκεται στα Λαδάδικα».
«Και ποιο είναι το ρεπερτόριό σας;»
«Αποκλειστικά τραγούδια από τις χαμένες πατρίδες».
Ανέβηκε στην εκτίμησή μου και φωτίστηκε το μέσα μου.
«Το Ένα τρεχαντηράκι το τραγουδάτε;»
«Είναι το σουξέ μου».
«Τότε το πράμα αλλάζει».
Τους έδωσα μερικές συμβουλές για την συμπεριφορά τους στη διάρκεια της δίκης και ανεβήκαμε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Εκεί είδαμε και τους αντιδίκους μας. Τρεις νέοι, δύο άντρες και μια γυναίκα, τριαντάρηδες, ντυμένοι σαν να πήγαν σε χιονοδρομικό κέντρο, που τους συνόδευε η δικηγόρος τους, κυρία Ντ., με τεράστιο πλούτο που κληρονόμησε από τον αποθανόντα συμβολαιογράφο άντρα της, γνωστή για την εκκεντρικότητά της, αλλά και για τη νομική της ανεπάρκεια, την οποία επέδειξε και στη διάρκεια της δίκης.
Εγώ υποστήριξα πως το Φλώρος δεν είναι βρισιά, πως το ποτήρι της έφυγε εξαιτίας της ταραχής από το χέρι, και πως όλα συνέβησαν γιατί την ιερή για την Μαρίκα στιγμή που τραγουδούσε το Ένα Τρεχαντηράκι, τραγούδι που της μάθαινε ο παππούς της, πρόσφυγας από τη Σμύρνη, έχοντάς την στα γόνατά του, οι νεαροί έκαναν φασαρία.
Ο πρόεδρος, ένας απίθανος τύπος, έκανε κάτι μοναδικό στα δικαστικά χρονικά Την ρώτησε αν μπορεί να το τραγουδήσει, αλλά χαμηλόφωνα. Βγήκε από το στόμα της σαν προσευχή.
Ένα τρεχαντηράκι, ένα τρεχαντηράκι,
Ένα τρεχαντηράκι βοριάς το ‘μπόδισε
Και μια μελαχρινούλα τζόγια μου αμάν
Το κληρονόμησε.
…………………………………………………………………….
Και όταν η Μαρίκα τελείωσε, εκείνος, αφού αντάλλαξε σύντομους ψιθύρους με τον εισαγγελέα, αναφώνησε συγκινημένος “Αθώα”.
Το τέλος της διήγησης συνέπεσε με την αρχή της διαδικασίας της μεταφοράς της σωρού στην εκκλησία.
Όταν όλα ολοκληρώθηκαν, πήγαμε στη δεξίωση για τον καφέ της παρηγοριάς. Στο τραπέζι των «τεθλιμμένων συγγενών» κάθονταν ο Γιάγκος, οι δύο μουσικοί του κέντρου-έλειπε η Αντιγόνη που έπαιζε βιολί-, η ζουμερή Γεωργιανή Σόνια, «σύντροφος» του Γιάγκου, και μια άλλη κυρία, άγνωστη, εξόχως εντυπωσιακή. Κάπου ανάμεσα στους πολλούς και ο Σπαρτιάτης.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε η εντυπωσιακή κυρία, ήρθε κοντά μου και μου συστήθηκε:
«Ονομάζομαι Λιλή Λαζάρου και είμαι πρώτη ξαδέρφη της Μαρίκας».
Λίγο πριν τα πενήντα, καλοντυμένη, περιποιημένη και μαυροφορεμένη.
Μου είπε πως θα ήθελε να με δει, και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε στις οχτώ στο γραφείο μου. Ο Σπαρτιάτης παρακολουθούσε με ενδιαφέρον.
Ήρθε ακριβώς στην ώρα της. Αλλά ήταν ντυμένη σα να πήγαινε σε σπουδαία δεξίωση και όχι σε δικηγορικό γραφείο. Ψηλή και λεπτή, με ξανθά κουρεμένα σε αντρικό στιλ μαλλιά, πεντακάθαρο πρόσωπο, γαλαζοπράσινα μάτια, λεπτή μύτη, συγκρατημένο χαμόγελο. Όταν έβγαλε το μαύρο παλτό της, εμφανίστηκε ένα εντυπωσιακό σώμα, που το κάλυπτε ένα μακρύ μαύρο φόρεμα που στηριζόταν σε δυο τιράντες και άφηνε ακάλυπτη μεγάλη περιοχή από το μπούστο της.
Μου είπε λοιπόν με ωραίο λόγο και τέλεια άρθρωση πως ήταν πρώτη ξαδέρφη της Μαρίκας, οι μανάδες τους ήταν αδερφές, ζει στην Αθήνα και εργάζεται στην τηλεόραση ως παραγωγός και σεναριογράφος. Είχε συχνή επικοινωνία με την πεθαμένη. Ο θάνατος της ξαδέρφης ήταν απρόσμενος, γιατί δεν είχε προβλήματα υγείας. Λίγη υπέρταση, που την αντιμετώπιζε με φαρμακευτική αγωγή. Την ειδοποίησε το πρωί του Σαββάτου, λίγες ώρες μετά το κακό, ο Γιάγκος, και ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πήγαν με τον Γιάγκο στο σπίτι της πεθαμένης για να τακτοποιήσουν κάποια πρακτικά για την κηδεία, και εκεί διαπίστωσε πως έλειπε η πολύτιμη εικόνα.
«Για ποια πολύτιμη εικόνα μιλάτε;»
Έδειξε έκπληξη.
«Μα μου είχε πει πως είσαστε φίλοι, τα λέγατε. Δεν σας είχε μιλήσει για την εικόνα;»
«Όχι».
«Ούτε για την Ιφιγένεια;»
«Για ποια Ιφιγένεια;»
Η έκπληξή της μεγάλωνε.
«Φοβάμαι πως πρέπει να αρχίσω από παλιά».
Μου είπε λοιπόν πως οι παππούδες τους, ο Ιωάννης και η Βασιλική, ήρθαν από τη Σμύρνη το 22, σε ηλικίες 24 και 22 ετών αντίστοιχα. Ο παππούς Ιωάννης ήταν σπουδαίος μουσικός, βιολί και τραγούδι. Αυτός ήταν ο δάσκαλος της Μαρίκας.
Η Μαρίκα βγήκε στο επάγγελμα σε ηλικία είκοσι χρονών, στον Πειραιά, αλλά δύο χρόνια αργότερα γνώρισε τον άντρα της, Βαγγέλης Νάκος το όνομά του, καλά πιασμένος με τα ναυτιλιακά, και παράτησε το πάλκο, γιατί είχε να μεγαλώσει την κόρη της. Δέκα χρόνια αργότερα, τον άντρα της Μαρίκας τον μαχαίρωσαν δυο μαχαιροβγάλτες στην Τρούμπα. Και σα να μην έφτανε αυτό, η μικρή είχε αρχίζει να έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Μελαγχολία, κατάθλιψη και μετά σχιζοφρένεια.
«Βασανίστηκε πολλά χρόνια, κυρίως οικονομικά, μέχρι που συνάντησε τον Γιάγκο, γνωστό της οικογένειας. Εκείνος της πρότεινε, και αυτή το δέχτηκε, να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, να βάλει την κόρη της σε ψυχιατρική κλινική, και αυτή να εργαστεί ως τραγουδίστρια στο μαγαζί του. Η κόρη είναι σε κλινική της Περαίας, και η Μαρίκα είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην Ανατολική Θεσσαλονίκη, για να μπορεί να την επισκέπτεται εύκολα και συχνά».
«Για την πολύτιμη εικόνα δεν μου είπατε κάτι».
«Οι παππούδες μας έφεραν από τη χαμένη πατρίδα τους μια σπάνια εικόνα, που αναπαριστά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, άγνωστου ζωγράφου του 16ου αιώνα. Αυτή την έπαιρνε, πάππου προς πάππου, η πρώτη κόρη της οικογένειας. Έτσι από τη γιαγιά Βασιλική πήγε στη θεία Ιουλία, μητέρα της Μαρίκας, και από εκείνη στη μακαρίτισσα. Η εικόνα φυλασσόταν μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί, που στερεωνόταν γερά στον τοίχο και είχε κλειδαριά ασφαλείας, που το κλειδί της το είχε η Μαρίκα σε μια ασημένια καδένα που κρεμούσε πάντα στο λαιμό της. Κάθε παραμονή του Ευαγγελισμού μαζευόμαστε όλοι και «ξενυχτάμε» την εικόνα. Αυτό λοιπόν το ιερό κειμήλιο λείπει, όπως και η καδένα από το λείψανο. Η κλοπή της εικόνας πρέπει να συνδέεται με το θάνατο της Μαρίκας».
«Και λοιπόν;»
«Μετά το θάνατό της και την ανημποριά της Ιφιγένειας, η εικόνα μου ανήκει. Έχει μεγάλη σημασία για την οικογένεια να διατηρήσουμε την παράδοση. Θα αναλάβετε να διαλευκάνετε την υπόθεση και να βρείτε την εικόνα;»
Είπα το ναι. Η κυρία σηκώθηκε να φύγει. Με ρώτησε πού θα μπορούσε να πάει για φαγητό, τη ρώτησα για τις προτιμήσεις αυτής και της παρέας της, μου είπε πως δεν έχει παρέα, και της πρότεινα να της κάνω εγώ το τραπέζι, το δέχτηκε ευχαρίστως, με την προϋπόθεση να της δώσω την ευκαιρία να μου το ανταποδώσει.
Για φαγητό πήγαμε στην Καποδιστρίου 9, όπου φάγαμε καλά και ήπιαμε καλύτερα, στη μνήμη της Μαρίκας φυσικά. Την συνόδεψα μέχρι το ξενοδοχείο της, το ΗΛΕΚΤΡΑ ΠΑΛΑΣ, όπου μου πρότεινε να μου προσφέρει αυτή ένα τελευταίο ποτό. Ανεβήκαμε στην ταράτσα, από όπου η Πλατεία Αριστοτέλους φαντάζει εξαιρετικό αριστούργημα. Μετά τον ανυπόκριτο θαυμασμό της για ότι έβλεπε, μου ζήτησε να της μιλήσω για την πλατεία. Το έκανα ευχαρίστως.
«Μου ήρθε μια έμπνευση» μου είπε όταν τελείωσα. «Θα γράψω για τούτη την περιπέτεια ένα σενάριο για μια μίνι σειρά. Βέβαια θα περιμένω και τα αποτελέσματα των ερευνών σου».
«Θα έχει ενδιαφέρον».
«Κρίμα που δεν παρακολουθείς τηλεόραση. Θα είχες δει και θα είχες εκτιμήσει τη δουλειά μου».
«Ποτέ δεν είναι αργά».
Στη συνέχεια με πληροφόρησε πως τραγουδάει και εκείνη και θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο τραγούδι. Της ζήτησα ένα μικρό δείγμα, και μου πρότεινε να πάμε στο δωμάτιό της γιατί εκεί που βρισκόμαστε, με τη φασαρία που γινόταν, δεν θα μπορούσε να αποδώσει. Συμφώνησα και κατεβήκαμε. Έφτιαξε ατμόσφαιρα και τραγούδησε:
Ένα τρεχαντηράκι……………………..
Έλα να σε φιλήσω έλα να σε φιλήσω
Έλα να σε φιλήσω και φίλα με και συ.
Κι άμα το μαρτυρήσω τζόγια μου αμάν
Μαρτύρα το κι εσύ
ίχα κλείσει τα μάτια μου και είχα επιτρέψει στον εαυτό μου την ψευδαίσθηση πως ακούω την Μαρίκα. Τόσο υπέροχα τραγουδούσε. Και εκείνη βρήκε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει για πάρτι της την επιθυμία του άγνωστου λαϊκού στιχουργού….
Την άλλη μέρα, Δευτέρα, 14 του Μάρτη, νωρίς το πρωί, είχα τηλεφώνημα από τον Γιάγκο. Με πληροφόρησε απαρηγόρητος πως η Αντιγόνη, μουσικός στο κέντρο, βρέθηκε σπίτι της νεκρή, με μια σύριγγα δίπλα της.
«Μα εσύ έλεγες πως παίρνει ελαφριά ναρκωτικά».
«Αυτά πριν από πολύ καιρό. Τώρα τελευταία το είχε παρακάνει».
Η Αντιγόνη, που καταγόταν από το Δίστομο, έπαιζε βιολί στο κέντρο. Ατάλαντη, υποστήριζε η Μαρίκα. Την είχε προσβάλει πολλές φορές για τα φάλτσα της. Επέμενε να την αντικαταστήσουν, αλλά ο Γιάγκος δεν δεχόταν κουβέντα. Πάει κι αυτή.
Τηλεφώνησα στη γιατρό της μακαρίτισσας, που τη γνώριζα καλά. Είχαμε μάλιστα συναντηθεί και συνομιλήσει και την προηγούμενη μέρα στην κηδεία.
Μετά τα τυπικά, τα αντικυβερνητικά της δηλαδή για τη βίαιη διάλυση του πάρτι στο χώρο της υγείας, και επομένως την απότομη ελάττωση των αποδοχών της, με ρώτησε τι θέλω.
«Χτες μου είπες πως έμεινες κατάπληκτη όταν πληροφορήθηκες το θάνατο της Μαρίκας. Γιατί;»
«Γιατί ήταν μια χαρά».
«Πότε την είδες για τελευταία φορά;»
«Πριν από μια βδομάδα. Ήρθε μαζί με τον Γιάγκο. Της μέτρησα την πίεση και της έδωσα τα φάρμακά της».
«Τι της έδωσες;»
«Τα δύο της αντιυπερτασικά. Σε χάπια. Ένα για το πρωί και ένα για το βράδυ».
«Στον Γιάγκο τι έδωσες;»
«Τα συνήθη. Για τον σακχαρώδη διαβήτη. Α, ναι, μου ζήτησε και ένα φάρμακο σε σταγόνες που ανεβάζει την πίεση».
Κάτι σκίρτησε μέσα μου.
«Αυτό το φάρμακο το έπαιρνε συχνά;»
«Όχι. Πρώτη φορά».
«Τον ρώτησες τι το θέλει;»
«Τον ρώτησα. Μου είπε πως το θέλει για την αλλοδαπή που έχει στη λάντζα».
«Κάνω μία υπόθεση. Αν, κατά λάθος, έπαιρνε αυτό το φάρμακο η Μαρίκα; Τι θα μπορούσε να πάθει;»
«Εξαρτάται από τη δόση και την κατάστασή της. Αν για παράδειγμα ήταν συγχυσμένη και έπαιρνε καμιά τριανταριά σταγόνες, θα…..»
Έμεινε για λίγο σιωπηλή, και μετά μου είπε με απορία:
«Δε μου λες, γιατί τα ρωτάς όλα αυτά; Μήπως……».
«Τι θα μπορούσε να πάθει;»
«Εγκεφαλικό. Τουλάχιστον εγκεφαλικό. Αλλά πού το πας;»
«Ακόμα δεν μπορώ να σου πω τίποτα. Αν έχω κάτι θα σε ενημερώσω».
Κίνησα μετά για το Σοκάκι της Μαρίκας. Ο Σπαρτιάτης, που με περίμενε στην είσοδο της οικοδομής, με πήρε από πίσω. Περνώντας από τα Λαδάδικα ένιωσα αφόρητη θλίψη. Έρημοι οι δρόμοι και τα καταστήματα με λουκέτο, περισσότερα από κάθε άλλη φορά.
Στο μαγαζί πένθος. Βρήκα τη Σόνια να κάθεται σε ένα τραπεζάκι και να κλαίει.
«Τι έπαθες πάλι;»
Με τα ιδιόρρυθμα ελληνικά της μου εξήγησε πως αυτή τη φορά έκλαιγε για την Αντιγόνη. Τι καλό κορίτσι και τέτοια.
Την ρώτησα για τον Γιάγκο. Είναι με τους γονείς της νεκρής, που ήρθαν να την πάρουν. Άλλο ξέσπασμα, άλλο κλάμα.
«Μην στενοχωριέσαι πολύ, έχεις και την καρδιά σου».
Παραξενεύτηκε. Δεν έχει καμιά καρδιά, μου είπε. «Μόνο γκοφός πονάει».
«Και τις σταγόνες που σου δίνει ο Γιάγκος;»
Δεν της δίνει σταγόνες ο Γιάγκος, με διαβεβαίωσε. Τότε γιατί τις ζήτησε από τη γιατρό; Να ένα καίριο ερώτημα.
Η Σόνια πήγε να μου ετοιμάσει καφέ. Κάθισα, έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα την Μαρίκα στο πάλκο, λουσμένη στο φως του προβολέα να τραγουδά με τη θεσπέσια φωνή της:
Ένα τρεχαντηράκι……….
Θάλασσα μη θυμώνεις, θάλασσα μη θυμώνεις
Θάλασσα μη θυμώνεις μην κάνεις κύματα
Στην π’ αγαπώ τα στέλνω τζόγια μου αμάν
Τα χαιρετίσματα.
……………………………………………………………………….
Κάπου εκεί ήρθε ο καφές, ήρθαν και οι δυο άλλοι μουσικοί, ο Νίκος που έπαιζε ούτι και ο Βασίλης με το κανονάκι. Κατά τη συχωρεμένη, ήταν ταλαντούχοι μουσικοί, εργατικοί και ταπεινοί. Έδειχναν βαλαντωμένοι. Και για το χαμό της «μεγάλης» Μαρίκας, αλλά και για τη δουλειά τους.
«Μα λίγο, μα πολύ, ένα μεροκάματο το βγάζαμε. Τι θα κάνουμε τώρα; Στο χώρο μας φύλλο δεν κουνιέται».
Τους θύμισα πως υπάρχει κι άλλος νεκρός. Η Αντιγόνη. Μου απάντησαν πως με τις επιλογές της είχε επιλέξει αυτή το τέλος της. Ήταν θέμα χρόνου.
«Μπορείτε να μου πείτε τι ακριβώς έγινε προχτές;»
Το έκαναν ευχαρίστως.
«Η Μαρίκα ήρθε κατά τις δέκα. Ήταν στενοχωρημένη, μάλλον από την Ιφιγένεια. Της είπε και ο Γιάγκος για το πρόστιμο που επέβαλε το ΣΔΟΕ και τη χειροτέρεψε. Παρόλα αυτά, έφτιαξε το δυναμωτικό της, το ήπιε με την ησυχία της και στις έντεκα και μισή ανέβηκε στο πάλκο. Η αλήθεια ήταν πως κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια για να τραγουδήσει, αλλά το αποδώσαμε στη στενοχώρια της. Μετά από δύο ώρες περίπου μας ζήτησε να κάνει ένα διάλειμμα ενός τετάρτου για να πιει ένα ακόμα δυναμωτικό, και πήγε στο χώρο της. Σε είκοσι λεπτά ζητήσαμε από την Αντιγόνη να πάει να τη φωνάξει. Και λίγο αργότερα ακούσαμε την κραυγή της. Τρέξαμε. Ήταν σε κώμα. Αλλά η Αντιγόνη μας καθησύχασε. «Μια λιποθυμία είναι. Θα της περάσει» μας είπε. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ασθενοφόρο, νοσοκομείο, τέλος. Διάγνωση: Βαρύ εγκεφαλικό».
«Τι δυναμωτικό ήπιε;»
«Αυτό που έπινε κάθε βράδυ. Πορτοκαλάδα που είχε ρίξει μέσα της σταγόνες Echinacea».
«Μπορούμε να πάμε στο καμαρίνι της;»
Πήγαμε. Ένας ελάχιστος χώρος με μια ντουλάπα, έναν καθρέφτη, ένα τραπεζάκι μπροστά του και μια πολυθρόνα πολύ μεγάλη γι αυτόν το χώρο. Άνοιξα το συρτάρι του τραπεζιού. Καλλυντικά. Στο πάτωμα γυαλιά από σπασμένο ποτήρι. Κάπου είδα την τσάντα της. Εκεί μέσα είχε το δυναμωτικό της. Το έβαλα με τρόπο στην τσέπη μου.
Μετά ζήτησα από τα παιδιά να με πάνε στο χώρο της Αντιγόνης.
«Δεν είχε δικό της χώρο. Σε ένα κλουβί προσπαθούσαμε να βολευτούμε και οι τρεις».
Πήγαμε. Μου έδειξαν το συρτάρι της. Καλλυντικά και περιοδικά. Ανάμεσα σε αυτά και ένα κείμενο σεναρίου. Σεναριογράφος η Λιλή. Ρώτησα τα παιδιά αν ξέρουν κάτι γι αυτό.
«Την είχαν πλησιάσει κάποιοι από την Αθήνα και της είχαν υποσχεθεί πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια σειρά που θα γυριζόταν σύντομα. Αλλά μάλλον τη δούλευαν».
Στον χώρο τους, τον καλλιτεχνικό εννοώ, δεν λείπουν οι ζήλειες. Ρώτησα:
«Γιατί να τη δουλέψουν;»
«Μα η κοπέλα ήταν ατάλαντη και εξαρτημένη. Χιλιάδες άνεργοι αξιόλογοι ηθοποιοί υπάρχουν. Την Αντιγόνη θα διάλεγαν; Θα είχε από καιρό πάρει πόδι από δω, αν δεν την προστάτευε ο Γιάγκος επειδή του καθότανε».
Έφυγα από το μαγαζί μαζί με το σενάριο, πήρα ένα ταξί και πήγα στο Πανεπιστήμιο, στον φίλο μου, καθηγητή της αναλυτικής χημείας Κ.Λ. Μετά τα τυπικά, του έδωσα το κουτί και του ζήτησα να μου πει αν εκτός από αυτό που γράφει, έχει και άλλο συστατικό. Πήγαμε μαζί στο εργαστήριο και σε ελάχιστο χρόνο πήραμε σε οθόνη υπολογιστή τα συστατικά του υγρού. Διατύπωσα τον θαυμασμό μου.
«Η δουλειά μας έχει απλοποιηθεί αφάνταστα. Αναλύσεις που απαιτούσαν μέρες, τώρα γίνονται σε λίγα λεπτά».
Το σημαντικό για μένα όμως ήταν άλλο. Το υγρό, εκτός από τα συστατικά που έγραφε στην συσκευασία, περιείχε σε μεγάλη περιεκτικότητα την ουσία υδροχλωρική επινεφρίνη.
«Και τι προκαλεί αυτή η ουσία;»
Πληκτρολόγησε και σε λίγα δευτερόλεπτα μου έδωσε την απάντηση.
«Αυξάνει την αρτηριακή πίεση».
«Σημαντικά;»
«Ανάλογα με τη δοσολογία».
Ήταν καιρός να βγάλω το προφανές συμπέρασμα και να διατυπώσω τις εικασίες μου.
Την Μαρίκα λοιπόν, όπως σωστά προέβλεψε η Λιλή, τη δολοφόνησαν με έναν έξυπνο και αρκετά σίγουρο τρόπο. Και τώρα θα έπρεπε να αναρωτηθώ ποιος, πώς και γιατί.
Ο Γιάγκος ήταν ο πρώτος ύποπτος. Είχε προμηθευτεί φάρμακο με δραστική ουσία την υδροχλωρική επινεφρίνη, το οποίο δεν το χρησιμοποίησε για το σκοπό που είπε στη γιατρό. Γνώριζε τις συνήθειες της Μαρίκας και μπορούσε να επέμβει στο μπουκαλάκι με την Echinacea και να ρίξει τις σταγόνες του. Αλλά γιατί να το κάνει αυτό; Για να της πάρει την πολύτιμη εικόνα που πίστευε πως είχε οικονομική αξία. Οι καιροί δύσκολοι, η οικονομική κρίση τους είχε πλήξει για τα καλά, οι σχέσεις του με την Μαρίκα δεν ήταν οι καλύτερες, και η μέθοδος δολοφονίας δεν ήταν ιδιαίτερα ειδεχθής.
Πώς πήρε την εικόνα; Καιροφυλακτούσε και όταν εκείνη έπεσε, ή όταν φώναξε η Αντιγόνη, έτρεξε. Στην αναμπουμπούλα μπόρεσε να της αποσπάσει την καδένα από το λαιμό, μέσα στην οποία είχε κατά την Λιλή το κλειδί του σιδερένιου κουτιού που φύλαγε την εικόνα.
Βέβαια όλα αυτά ήταν εικασίες που απαιτούσαν απόδειξη. Έπειτα υπάρχει και ο θάνατος της Αντιγόνης, που κάπως περιπλέκει τα πράματα. Χρόνια στα ναρκωτικά, πώς την πάτησε έτσι; Εκτός κι αν εξαιτίας της σύγχυσης δεν πρόσεξε και πήρε μεγαλύτερη δόση, ή αν η ουσία ήταν νοθευμένη. Πάντως ο χρόνος του θανάτου της, αποδυναμώνει την πιθανότητα του τυχαίου. Τέλος, το σενάριο της Λιλής στο συρτάρι της Αντιγόνης μπουρδουκλώνει την υπόθεση για τα καλά.
Τηλεφώνησα στον Γιάγκο. Τον βρήκα στο μαγαζί του. Του είπα να με περιμένει. Με υποδέχτηκε κατσουφιασμένος.
«Τι έγινε με τους γονείς της Αντιγόνης;»
«Αξιοπρεπείς. Έχουν συνηθίσει στα θανατικά. Αλλά εσύ γιατί πας και έρχεσαι στο μαγαζί; Τι συμβαίνει;»
«Η κυρία Λιλή μου ανέθεσε να ερευνήσω αν ο θάνατος της Μαρίκας οφείλεται σε παθολογικά αίτια ή σε εγκληματική ενέργεια».
Αναστατώθηκε, και δεν υποκρινόταν.
«Σε τι εγκληματική ενέργεια; Τι είναι αυτά που λες;»
Του εξήγησα πώς και γιατί πέθανε η Μαρίκα. Ήταν απορημένος, όχι όμως ανήσυχος.
«Δηλαδή λες πως κάποιος έβαλε στο μπουκαλάκι με το δυναμωτικό που έπαιρνε, σταγόνες που της ανέβασαν την πίεση;»
«Ακριβώς».
«Τι είδους σταγόνες;»
«Σαν αυτές που πήρες εσύ πριν λίγες μέρες από τη γιατρό. Αλήθεια τι τις ήθελες;»
«Για την Σόνια».
«Μα αυτή λέει πως δεν παίρνει σταγόνες γιατί δεν έχει πρόβλημα με την καρδιά της».
«Τις ρίχνω κρυφά στον καφέ της».
«Γιάγκο, δεν μου τα λες καλά».
Τότε κατάλαβε πού το πήγαινα. Πετάχτηκε πάνω οργισμένος.
«Έχεις το θράσος να με υποπτεύεσαι; Φύγε από το μαγαζί μου…. Δεν σε θέλω εδώ…».
«Κακό του κεφαλιού σου» του είπα και αποχώρησα.
Στην επιστροφή για το γραφείο ο συνοδός μου από πίσω. Δεν προσπαθούσε να μου κρυφτεί. Απλά με παρακολουθούσε. Για ποιο λόγο όμως; Φυσικά δεν ξεχνούσα ούτε στιγμή πως ο τύπος οπλοφορεί.
Το απόγευμα κατά τις έξη που κατέβηκα στο γραφείο, δέχτηκα τηλεφώνημα από την Λιλή, από την Αθήνα. Με ρώτησε αν έχω κάποιο νέο. Της είπα πως έχω βρει κάτι, αλλά δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμο. Μετά την πληροφόρησα για τον θάνατο της Αντιγόνης.
«Ποια ήταν η Αντιγόνη;»
«Αυτή που έπαιζε βιολί στο κέντρο. Δεν την γνώριζες;»
«Όχι».
Αυτό με παραξένεψε πολύ. Τότε ποιος έδωσε το σενάριο στην κοπέλα; Ποιος της έταζε πρωταγωνιστικό ρόλο; Και γιατί;
Πριν προσπαθήσω να απαντήσω, τηλεφώνησα στην Αθήνα, σε έναν συνάδελφο με τον οποίο συνεργαζόμαστε κατά καιρούς. Ήξερα πως είχε πελάτες του πολλούς καλλιτέχνες και στα διαλείμματα της συνεργασίας μας μου έλεγε πολλά κουτσομπολιά.
«Γνωρίζεις μια κυρία Λιλή Λαζάρου;»
«Ποιος δεν γνωρίζει την Λιλή;»
«Για πες μου γι αυτήν».
Και μου είπε. Σεναριογράφος και παραγωγός τηλεοπτικών προγραμμάτων. Αυτή και ο σύντροφός της Μάκης Δειράς, είναι από τους πιο κοσμικούς Αθηναίους, έχουν στούντιο στα Μελίσσια, και βρίσκονται στο χείλος της χρεωκοπίας. Έχουν μπλέξει με τοκογλύφους, που τους απειλούν και η μοναδική τους ελπίδα είναι τα έσοδα από ένα κτήμα της Λιλής στη Θεσσαλονίκη.
«Πόσο ελπίζουν να πιάσουν από αυτό το κτήμα;»
«Γύρω στα διακόσια χιλιάρικα».
«Κι αν δεν πουληθεί;»
«Οι άνθρωποι με τους οποίους έχουν μπλέξει, εφαρμόζουν τη μέθοδο του σταδιακού ακρωτηριασμού. Ξεκινούν από τα δάχτυλα των ποδιών».
Τότε τα κατάλαβα όλα. Κατόρθωμα που θα μπορούσε να καταφέρει και ένα μικρό παιδί. Και έβγαλα το συμπέρασμα πως έπρεπε να μιλήσω στον Γιάγκο και να του τονίσω πόσο πολύ κινδυνεύει. Θα πήγαινα από το μαγαζί του. Μα με πρόφτασε εκείνος. Γιατί μόλις έπεσε η νύχτα, χτύπησε την πόρτα του γραφείου μου και μπήκε κρατώντας μια μεγάλη πλαστική σακούλα, που γνώριζα καλά τι περιείχε.
«Πάρτη» μου είπε μουτρωμένος.
«Τι έχεις εκεί, Γιάγκο;» τον ρώτησα.
«Την εικόνα της συχωρεμένης».
«Και γιατί μου την δίνεις;»
«Δεν θέλω να πάω φυλακή».
«Μα τη φυλακή δεν την γλυτώνεις. Για να πάρεις την εικόνα, δολοφόνησες την Μαρίκα».
Έπεσε σε ένα κάθισμα, έριξε το πρόσωπό του στις παλάμες του, έκλαψε λίγο και μετά με σπασμένη φωνή μου είπε:
«Δεν την δολοφόνησα εγώ. Θέλω να με ακούσεις».
Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Είδα πολύ τρόμο στα μάτια του. Το δε εξόγκωμα στο μέτωπό του νόμισα πως είχε διπλασιαστεί.
Μου είπε λοιπόν πως η Σόνια, η Γεωργιανή του, πήγαινε κάθε δεκαπέντε και καθάριζε το σπίτι της Μαρίκας. Πριν από καιρό τον πληροφόρησε πως την εικόνα της η Μαρίκα δεν την κρύβει στο σιδερένιο κουτί, αλλά σε μια κασέλα της.
«”Και πού το ξέρεις εσύ”, την είχα ρωτήσει. Και μου είπε πως μια μέρα παραπονέθηκε στην Μαρίκα πως έχει δυνατό πονοκέφαλο. Και τότε εκείνη άνοιξε την κασέλα, έβγαλε την εικόνα και της είπε να την προσκυνήσει και θα της περάσει ο πονοκέφαλος. “Το έκαμα και μου πέρασε”.
»Προχτές λοιπόν που πέθανε η Μαρίκα, πήρε η Σόνια το δεύτερο κλειδί του σπιτιού της που το είχε στο καμαρίνι της, μέσα στο συρτάρι της, πήγε μέσα στη νύχτα πήρε την εικόνα και μου την έφερε. “Γιατί την πήρες;” την ρώτησα. “Για να την πουλήσουμε και να σωθούμε” μου απάντησε. Πάλεψα δυο μέρες με τον εαυτό μου. Πέρα από τον κίνδυνο, δεν μου πήγαινε η καρδιά να πουλήσω ότι πιο πολύτιμο είχε η Μαρίκα. Γι αυτό και σου την έφερα. Εσύ ξέρεις. Κάνε τη ότι θέλεις».
Πήγε να σηκωθεί. Τον σταμάτησα.
«Περίμενε, Γιάγκο, γιατί δεν μου τα λες καλά».
Πάλι αρπάχτηκε.
«Τι δεν σου λέω καλά;»
«Πρώτο: Τι τις ήθελες τις σταγόνες που ανεβάζουν την πίεση;»
«Εκεί εσύ».
«Αν δεν τις χρησιμοποίησες για να δολοφονήσεις την Μαρίκα, πες μου τι τις ήθελες. Αυτή η πληροφορία ίσως σε απαλλάξει από την κατηγορία του φόνου».
Στριφογύρισε στην πολυθρόνα του. Μετά από δισταγμό διαρκείας, αποφάσισε κάποτε να μιλήσει.
«Ξέρεις, εκτός από τη Σόνια, κουτούπωνα, περιστασιακά βέβαια, και τη συχωρεμένη την Αντιγόνη».
Τον κοίταξα με θαυμασμό. Όδευε προς τα εξήντα πέντε, καχεκτικός, αδύναμος, πανάσχημος και με αυτό το μπαλάκι στο κούτελο να κουτουπώνει δυο νέες γυναίκες, τη μία έστω και περιστασιακά, είναι κατόρθωμα που αξίζει κάποιου θαυμασμού, για να μην πω και σεβασμού.
«Μωρέ μπράβο, Γιάγκο. Είσαι ήρωας».
«Υπήρχαν όμως και οι … αφλογιστίες. Από την άλλη, το βιάγκρα και τα συναφή δεν τα χορηγούν πια τα ασφαλιστικά ταμεία και είναι και πανάκριβα. Σε μια φάση, η Αντιγόνη μου είπε γιατί δεν παίρνω κάτι φτηνό και αποτελεσματικό. Και μου έδωσε αυτή τη συνταγή».
«Και ήταν αποτελεσματικό;»
«Όχι σαν το βιάγκρα, αλλά πολύ καλό».
«Και αυτό σου το είπε πριν δέκα μέρες;»
«Τελευταία είχαν αυξηθεί οι απαιτήσεις της».
«Ας πούμε πως αυτό το λύσαμε. Πάμε πάρα κάτω. Γνωρίζω την οικονομική σου κατάσταση. Με τον θάνατο της Μαρίκας ουσιαστικά κλείνει και το μαγαζί. Άρα έχεις πρόβλημα επιβίωσης. Και παρόλα αυτά, με το φόβο της φυλακής, εσύ άνθρωπος της πιάτσας και της νύχτας, τάχα για συναισθηματικούς λόγους, αποποιείσαι έναν σπουδαίο θησαυρό, που η αξιοποίησή του θα σου έλυνε όλα σου τα προβλήματα;»
Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Μετά αποφάσισε να μιλήσει.
«Ξέρεις» μου είπε, «η εικόνα δεν αξίζει φράγκο».
Με είδε ατάραχο και συνέχισε:
«Η Σόνια κάλεσε σήμερα ειδικό εκτιμητή…»
«Πού τον βρήκε;»
Με κοίταξε περίεργα.
«Νομίζεις πως αυτοί βρωμιάρηδες και αυτές οι βρωμιάρες που έχουν πλημμυρίσει τη χώρα μας είναι απροστάτευτοι και ανοργάνωτοι; Από όλα έχουν. Και προστάτες, και δικηγόρους, και εκβιαστές, και εκτελεστές, και εκτιμητές, κυρίως εκτιμητές, για να μην τους ρίχνουν οι ντόπιοι κλεπταποδόχοι. Αυτός που μας ήρθε δήλωσε καθηγητής της Βυζαντινής τέχνης της Τιφλίδας. Έβγαλε έναν φακό, είδε την εικόνα και σε πέντε λεπτά δήλωσε πως είναι αντίγραφο, που έγινε πριν από μερικά χρόνια. Η πρωτότυπη εικόνα βρίσκεται σε μια συλλογή Ιταλού μεγιστάνα».
«Και γιατί την έφερες σε μένα;»
«Για να μην με υποπτεύεσαι. Φίλη σου ήταν η συχωρεμένη, όλους μας εξαπάτησε, κάνε ότι νομίζεις».
Δεν με έπιασε ύπνος εκείνη τη νύχτα. Σκέφτηκα πολύ και θυμήθηκα πολλά. Έφερα στο μυαλό μου τα διάφορα στάδια της γνωριμίας μου με την Μαρίκα, καθώς και τα μικρά και μεγάλα μυστικά μας.
Γνωριστήκαμε πριν από τρία και κάτι χρόνια στο δικαστήριο. Μετά την αθώωσή της, με δάκρια στα μάτια ήρθε και με ασπάστηκε σταυρωτά, και με προσκάλεσε να πάω στο κέντρο της την ίδια βραδιά. Ήταν γεμάτο, μα το τραπέζι μας-πήρα μαζί μου τον συνάδελφο Ακριβό και τη γυναίκα του-, μπροστά-μπροστά, στρωμένο και με λουλούδια μας περίμενε. Η Μαρίκα δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Το έκανε μόλις τακτοποιηθήκαμε στο τραπέζι μας. Φωτεινή, πανέμορφη, χαρούμενη, πήρε το μικρόφωνο και ξεκίνησε:
Θα ξεκινήσω με ένα τραγούδι που μου τραγουδούσε ο παππούς μου, κρατώντας με στα γόνατά του. Το αφιερώνω με αγάπη στον φίλο μου Ανδρέα:
Ένα τρεχαντηράκι……..
Τα δίχτυα θα πουλήσω, τα δίχτυα θα πουλήσω,
Τα δίχτυα θα πουλήσω και τη βαρκούλα μου
Κι όλα θα στα χαρίσω, τζόγια μου αμάν,
Μελαχρινούλα μου……
Δυο μήνες αργότερα, μια Δευτέρα βράδυ, μου τηλεφώνησε. Με βρήκε στις μαύρες μου.
«Τι κάνεις, Ανδρέα μου;»
«Έχω βάσανα».
Με ρώτησε τι μου συμβαίνει, κάτι της είπα και μου απάντησε:
«Θέλεις να μάθεις ποια είναι τα πραγματικά βάσανα; Το βράδυ δεν έχω δουλειά. Κάλεσέ με στο σπίτι σου για να σου πω. Και, πού είσαι, θα σου τραγουδήσω και το Τρεχαντηράκι.
Ήρθε στο μικρό διαμέρισμα που διατηρώ τρεις ορόφους πάνω από το γραφείο μου, στην οδό Πολυτεχνείου. Είχα ετοιμάσει ένα λιτό δείπνο με τυριά και σαλάτες και είχα φέρει στην κατάλληλη θερμοκρασία κάποια μπουκάλια θεσπέσιο κόκκινο κρασί. Στη διάρκεια του φαγητού και μετά το τρίτο ποτήρι, λύθηκε η γλώσσα της και μου εξιστόρησε τα πάθη της. Αυτά που περιληπτικά μου είχε πει η Λιλή, όταν προσποιήθηκα πως δεν γνωρίζω τίποτα για την Μαρίκα. Ένα μεγάλο μέρος της διήγησής της το αφιέρωσε στην άρρωστη κόρη της, την Ιφιγένεια, και ένα άλλο στην περίφημη πολύτιμη και θαυματουργή εικόνα.
Πριν από πέντε χρόνια είχε επισκεφτεί την κλινική που νοσηλεύεται η κόρη της ένας διάσημος Άγγλος ψυχίατρος, την εξέτασε, κάλεσε την Μαρίκα και της είπε πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες να θεραπευτεί η Ιφιγένεια, αλλά έπρεπε να πάει στην Αγγλία.
«Χρήμα για ένα τέτοιο ταξίδι δεν υπήρχε. Τότε έστειλε ο διάβολος στο δρόμο μου έναν τύπο, που με άκουσε στο κέντρο και ήρθε και με βρήκε για να μου δηλώσει πως τον μάγεψαν τα τραγούδια μου. Μου πρότεινε μάλιστα να κάνει το πορτρέτο μου. Τον ρώτησα αν είναι ζωγράφος και μου απάντησε πως είναι αγιογράφος, και είχε δουλέψει πολλά χρόνια στο Άγιο Όρος, ενώ τώρα ασχολείται με την αγιογράφηση εκκλησιών. Τότε μου ήρθε και του ζήτησα να μου κάνει ένα αντίγραφο της εικόνας».
Τον κάλεσε σπίτι της. Όταν είδε την εικόνα, γυάλισε το μάτι του. Στρώθηκε στη δουλειά και σε μια βδομάδα την είχε έτοιμη. Όταν στο τέλος της έδειξε τις δυο εικόνες, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη γνήσια από το αντίγραφο.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά της είπε πως υπάρχει ενδιαφερόμενος αγοραστής. Δίνει 80000 ευρώ, κρατάει τα δέκα αυτός και η Μαρίκα παίρνει τα υπόλοιπα.
«Και το δέχτηκα».
«Και μετά; Τι έγινε με τη θεραπεία της Ιφιγένειας;»
«Πήγαμε στο Λονδίνο, την έβαλα στην κλινική του γιατρού και επέστρεψα. Και ενώ έδειχνε πως όλα πήγαιναν κανονικά, σε δύο μήνες μου ζήτησαν να πάω να την πάρω κατεπειγόντως. Είχε επιτεθεί και είχε τραυματίσει το γιατρό. Και την έφερα σε χειρότερη κατάσταση από αυτή που την πήγα. Και η ζωή συνεχίστηκε. Το μόνο καλό στην υπόθεση ήταν που απαλλάχτηκα από την πίστη μου».
«Πώς έγινε αυτό;»
«Όσο είχα την γνήσια εικόνα μπορώ να πω πως ήμουν θρησκόληπτη. Έρχονταν κοντινοί μου άνθρωποι με δυνατό πονοκέφαλο, την προσκυνούσαν και γίνονταν αμέσως καλά. Τα ίδια και απαράλλαχτα γίνονται και τώρα με το αντίγραφο. Έτσι λοιπόν έβγαλα το συμπέρασμα πως δεν υπάρχουν θαυματουργές εικόνες, αλλά αδύναμοι άνθρωποι που λαχταρούν να πιαστούν από ένα ψέμα για να ενεργοποιήσουν τις πολλές δυνάμεις που έχουν σε ύπνωση».
«Είναι μια άποψη».
«Πόσο κρασί ήπιαμε;»
«Ανοίξαμε το τρίτο μπουκάλι».
«Καιρός να ξεχάσουμε. Ήρθε η ώρα για το τρεχαντηράκι».
Πήγε να σηκωθεί μα ξανακάθισε.
«Μπορείς να μου λύσεις μια απορία; Γιατί σας ξετρελαίνει αυτό το τραγούδι;»
Με ξάφνιασε.
«Δεν ξέρω. Πρέπει να σκεφτώ. Μπορώ όμως πρόχειρα να σου πω για μένα. Το τραγούδι αυτό με ταξιδεύει. Ο ρυθμός του μου θυμίζει τον κυματισμό της θάλασσας που ανεβαίνει-κατεβαίνει, πάει-έρχεται. Επίσης τη βάρκα του πατέρα μου, που όταν χαλούσε η μηχανή, και αυτό γινόταν συχνά, στερεώναμε ένα πανί και την μετατρέπαμε σε τρεχαντηράκι. Από την άλλη, νιώθω κι εγώ πως είμαι ένα τρεχαντηράκι που το δέρνει ο βοριάς, και που ελπίζει στη σωτηρία και στον έρωτα».
Σηκώθηκε μάλλον ικανοποιημένη, έσβησε το ηλεκτρικό φως και άφησε τα αναμμένα κεριά. Χάθηκε στο σκοτεινό διάδρομο, και σε λίγο άκουσα την αγγελική της φωνή:
Ένα Τρεχαντηράκι……
Εμφανίστηκε στο μισοσκόταδο και με πλησίαζε τραγουδώντας. Μύρισα το άρωμά της και ένιωσα την απαλή αύρα του ελαφριού, ελάχιστου ρούχου που φορούσε. Έφτασε πολύ κοντά μου, σε απόσταση αναπνοής που λένε, ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους μου και συνέχισε:
Έλα να φιληθούμε έλα να φιληθούμε
Έλα να φιληθούμε σαν τα’ άγρια πουλιά
Που σμίγουν στα κλαράκια τζόγια μου αμάν
Κι αλλάζουνε φιλιά.
Την άλλη μέρα, Τρίτη 15 του Μάρτη, ετοιμάστηκα νωρίς για να δεχτώ απρόσκλητους επισκέπτες. Κάποια ώρα, την προηγούμενη νύχτα, μου τηλεφώνησε ο Βασίλης, ο ένας από τους μουσικούς του κέντρου, και μου είπε πως ο Γιάγκος νοσηλεύεται χτυπημένος στο ΑΧΕΠΑ. Έβγαλα το συμπέρασμα πως ο συνοδός μου, που φυσικά ήταν βαλτός της Λιλής και που παραφύλαγε στην είσοδο της οικοδομής, θα είδε τον Γιάγκο που ανέβηκε στο γραφείο μου, θα ειδοποίησε την κυρά του, και εκείνη θα του έδωσε εντολή να τον «ανακρίνει» κατεβαίνοντας. Και αυτός, όταν έφαγε μερικές, θα του είπε πως ανέβασε την εικόνα σε μένα. Για δική του ασφάλεια, δεν θα του φανέρωσε πως αυτή δεν έχει αξία.
Πριν λίγο καιρό με είχε ενημερώσει η μακαρίτισσα πως οι δικοί της, δηλαδή η Λιλή, την πιέζουν να πουλήσουν την εικόνα. Μάλιστα της είχαν δηλώσει πως την παραμονή του Ευαγγελισμού, που θα έρθουν για την ολονυκτία, θα φέρουν μαζί τους και εκτιμητή για να υπολογίσει την αξία της.
«Ξέρεις» μου έλεγε με πικρό χαμόγελο, «την έχω βγάλει από το σιδερένιο κουτί ασφαλείας, την εμφανίζω σε όσους με επισκέπτονται, τους λέω πόσο μεγάλη είναι η αξία της, αφήνω το σπίτι ανοιχτό, αλλά κανείς δεν την κλέβει». Και συνέχισε χαμογελώντας: «Πριν από τον Ευαγγελισμό θα πρέπει να οργανώσουμε μια κλοπή».
Περίμενα λοιπόν την επίσκεψη της κυρίας Λιλής, αλλά όχι τόσο νωρίς. Στις εννιά παρά τέταρτο μου τηλεφώνησε και στις εννιά χτυπούσε την πόρτα του γραφείου μου. Καλοντυμένη, περιποιημένη και χαρούμενη. Όταν θα της ερχόταν κατακέφαλα ο Μαύρος Κύκνος, θα ήθελα πολύ να δω τη μούρη της.
«Τι παλιόκαιρος» σχολίασε καθώς έβγαζε το βρεγμένο πανωφόρι της.
«Παρατράβηξε φέτος ο χειμώνας» σχολίασα.
«Ανδρέα, θα μου προσφέρεις από αυτόν τον θαυμάσιο καφέ που μου πρόσφερες προχτές;»
«Τον έχω έτοιμο».
Ήπιε μια γουλιά, με κοίταξε γλυκά και με ρώτησε:
«Ολοκλήρωσες την υπόθεση; Βρήκες τον δολοφόνο της ξαδέρφης μου και κλέφτη της εικόνας; Θα την πάρω τώρα; Θα το γλεντήσουμε το βράδυ;»
«Θα έλεγα να τα πάρουμε με τη σειρά. Πρώτα να μιλήσουμε για το δολοφόνο της Μαρίκας».
«Γιατί όχι;»
Της μίλησα. Πως κάποιοι έστησαν και εκτέλεσαν ένα έξυπνο σχέδιο με τρεις στόχους. Να εξοντώσουν την Μαρίκα, να της πάρουν το κλειδί που άνοιγε το μεταλλικό κουτί όπου έκρυβε την εικόνα, και να μην αφήσουν ίχνη. Πλησιάζουν την Αντιγόνη, άτομο εξαρτημένο, της υπόσχονται καριέρα στην Αθήνα, με την προϋπόθεση να τους κάνει κάποιες χάρες. Πρώτο, δέκα μέρες νωρίτερα να πει στον Γιάγκο για να τα καταφέρνει καλύτερα στις συνευρέσεις τους να πάρει ένα φτηνό φάρμακο που κάνει θαύματα, και που περιείχε την ουσία υδροχλωρική επινεφρίνη. Δεύτερο, μια συγκεκριμένη βραδιά να ανταλλάξει το κουτί με την Echinacea που είχε πάντα στην τσάντα της η Μαρίκα, με ένα άλλο, πανομοιότυπο, που της έδωσαν. Την βεβαίωσαν πως η Μαρίκα θα λιποθυμήσει, εκείνη θα πάρει την ασημένια καδένα από το λαιμό της και θα τους τη δώσει. Και θα κατέβουν όλοι μαζί στην Αθήνα. Μέχρι εκεί το σχέδιο πέτυχε. Πήραν την καδένα που είχε μέσα το κλειδί από την Αντιγόνη, της έδωσαν τη νοθευμένη ηρωίνη και της είπαν να πάει σπίτι της και να περιμένει μήνυμά τους. Όμως όταν πήγαν στο σπίτι της Μαρίκας και άνοιξαν το σιδερένιο κουτί, δεν βρήκαν την εικόνα.
«Να σε διακόψω Ανδρέα και να σε ρωτήσω ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι;»
«Το πανέξυπνο σενάριο, σχεδόν τέλειο, ήταν δικό σου».
Γέλασε ανέμελα.
«Γιατί να βάλω την Αντιγόνη να πει στον Γιάγκο να εφοδιαστεί με την ουσία που είπες;»
«Για την περίπτωση που κάποιος έψαχνε την αιτία του θανάτου της Μαρίκας. Άντε να αποδείξει αυτός χωρίς μάρτυρα γιατί προμηθεύτηκε αυτή την ουσία. Στη δεύτερη φάση όμως, όταν δεν βρήκατε την εικόνα, βοήθησε. Αυτός ήταν ο κύριος ύποπτος και για το έγκλημα και για την κλοπή».
«Μα αυτή η πρόβλεψη είναι μεγαλοφυής. Γιατί χαρακτηρίζεις το σενάριο σχεδόν τέλειο;»
«Γιατί η Αντιγόνη ανάμεσα σε διάφορα χαρτιά είχε το σενάριο της σειράς που της είχες υποσχεθεί πως θα πρωταγωνιστούσε».
Άνοιξε με πάταγο η πόρτα και εμφανίστηκε ο Σπαρτιάτης με ένα πιστόλι που με σημάδευε. Και αυτό το είχα προβλέψει. Για τη συνέχεια έκανα λάθος. Περίμενα να με απειλήσει για να τους δώσω την εικόνα. Και θα… υπέκυπτα στην απειλή. Αυτός όμως με ύφος Τζέιμς Μποντ με πλησίασε, γύρισε στην Λιλή, αυτή του έκανε ένα νόημα, είπε κάτι σαν «για να μάθει να χαρακτηρίζει τα σενάριά μου σχεδόν τέλεια», ο τύπος μου τράβηξε ένα αστραπιαίο χτύπημα με το σιδερικό στην αριστερή πλευρά, ανάμεσα στο σβέρκο και τον ώμο, και με έριξε κατάχαμα χωρίς αισθήσεις.
Λίγες ώρες αργότερα βρισκόμουν σπίτι μου ξαπλωμένος, πονεμένος, ζαλισμένος, τσαντισμένος.
Ξαπλωμένος γιατί ήμουν πονεμένος. Ο τύπος με χτύπησε άγρια. Χρειάστηκε να φωνάξω ασθενοφόρο για να με πάει στο νοσοκομείο. Περιποιήθηκαν την πληγή και με φούλαραν στα παυσίπονα και στα αντιφλεγμονώδη πριν με διώξουν. Ζαλισμένος από τα φάρμακα και τσαντισμένος γιατί η κυρία Λιλή και η παρέα της διέπραξαν δυο φόνους και είναι ελεύθεροι.
Ήλπιζα όμως στους τοκογλύφους τους. Δεν θα είχαν να τους πληρώσουν και θα τους πετσόκοβαν. Πριν από αυτό όμως, χαιρόμουν για την ταπείνωση της κυρίας σεναριογράφου όταν μάθαινε πως η εικόνα δεν ήταν η αυθεντική, οπότε και θα διαπίστωνε πως το σενάριό της δεν ήταν σχεδόν τέλειο αλλά κακό. Όπως και οι ψυχές τους.
Νέα Μηχανιώνα, Μάρτης του 2011
Ετικέτες: Αργύρης Παυλιώτης