Γαλανόπουλος Νεοκλής: "Golden Age Mystery"
Όταν ο βετεράνος αρχιφύλαξ-ντετέκτιβ Νοξ άκουσε τον επι- θεωρητή Μπέντλεϋ τής Σκώτλαντ Γιαρντ να ρωτά αιφνιδίως, με ύφος απατηλώς αφελές, τη λαίδη Άλλιγχαμ, η οποία, μολονότι είχε μόλις χάσει τον σύζυγό της και παρά την κοινωνική της θέση, απαντούσε στις ερωτήσεις τού νεαρού επιθεωρητού, επικεφαλής των ερευνών σχετικώς με τον φόνο τού εξηντάχρονου βαρωνέτου, χωρίς ίχνος δυσφορίας, εάν το όνομα Μπραντ τής ήταν γνωστό, έμεινε κε- χηνώς, διότι το συγκεκριμένο όνομα το άκουγε για πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή· ήταν απολύτως βέβαιος ότι δεν το είχε αναφέρει προηγουμένως ούτε ο δίδυμος αδελφός τής λαίδης, δόκτωρ Τσέστε- ρτον, τον οποίον είχε καλέσει επειγόντως η ίδια εκεί, στο Όλντ Χωλ,
όταν είχε ανακαλυφθεί το πτώμα τού σερ Άρθουρ στο κλειδωμένο λουτρό – εκείνος είχε διαπιστώσει πως επρόκειτο για δηλητηρίαση από υδροκυάνιο και είχε ειδοποιήσει την αστυνομία – ούτε ο βαρύλυπος, κατά τα φαινόμενα, ηλικιωμένος μπάτλερ τού εκλιπόντος βαρωνέτου, κάποιος Κόουλ, ο οποίος μαζί με δύο ιπποκόμους είχε παραβιάσει την πόρτα τού λουτρού – με άδεια, εν- νοείται, της λαίδης – και είχε αντικρίσει τον κύριό του να κείτεται ανάσκελα χάμω, φορώντας μονάχα το μπουρνούζι του, και με μάτια γεμάτα τρόμο, ορθάνοιχτα, νεκρός ήδη από μια ώρα πριν ή και πε- ρισσότερο, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση τού γιατρού τής αστυνομίας. Κοίταξε καλά καλά τον επιθεωρητή. Εκείνος περίμενε ψάχνοντας στην τσέπη του για την πίπα του, προσποιούμενος πως η ερώτηση που είχε θέσει, η τόσο δυσεξήγητη για τον Νοξ, δεν ήταν ιδιαιτέρως σημαντική. «Δεν μπορεί», συλλογίστηκε ο τελευταίος, «με κάποιον πρέπει να μίλησε μετά τους άλλους δυο, όσην ώρα εγώ έψαχνα μάταια στο υπνοδωμάτιο τού σκοτωμένου – αλλά με ποιον;» Την ίδια έκπληξη με τον αρχιφύλακα ένιωσε – αν και για ολότελα διαφορετικό λόγο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια – η λαί- δη Άλλιγχαμ. Στο άκουσμα τού ονόματος Μπραντ, γούρλωσε τα ανοικτοπράσινα μάτια της, σαν να είχε δει φάντασμα. Τα λεπτά χείλη της μισάνοιξαν· το μαντίλι που κρατούσε, έπεσε στην ποδιά της. Η αντίδρασή της έγινε αντιληπτή από τον Μπέντλεϋ, που υποκρινόταν ότι τον είχε απορροφήσει το γέμισμα τής πίπας του, αλ- λά, στην πραγματικότητα, ήταν συγκεντρωμένος στην υπόθεση, με όλα τα φαιά κύτταρα που διέθετε πίσω από το προώρως ρυτιδια- σμένο μέτωπό του να εργάζονται πυρετωδώς. Το βλέμμα τού Νοξ ξαναστράφηκε στη λαίδη Άλλιγχαμ μόνο όταν εκείνη βρήκε πάλι τη λαλιά της. «Ναι, ασφαλώς το γνωρίζω», είπε χαμηλοφώνως, σχεδόν ψι- θυριστά, «η δις Μπραντ είναι η οικονόμος μας». Το πρόσωπό της άσπρισε αίφνης σαν το πανί. «Υπαινίσσεσθε πως έχει κάποια σχέση με τον… με τον θάνατο…» ρώτησε με τη σειρά της τον Μπέντλεϋ. «Πιστέψτε με, κατανοώ πόσο επιτακτική τούτη τη δύσκολη ώρα είναι η ανάγκη σας για απαντήσεις, για μιαν εξήγηση, και μάλιστα όχι ως αμέτοχος παρατηρητής. Παρ’ όλ’ αυτά, θα χρειασθεί επί του παρόντος να κάνετε υπομονή. Λυπάμαι! …Μπορείτε μήπως να μου δείξετε πού βρίσκεται το καπνιστήριο; Σας ευχαριστώ». Ο ευφραδής και αβρός επιθεωρητής απευθύνθηκε σ’ έναν αστυνομικό με πολιτικά, που στεκόταν σε στάση ημιαναπαύσεως πλάι στη σκάλα και τον διέταξε να φέρει σε δέκα λεπτά την οικονόμο στο καπνιστήριο. Έπειτα έκανε νόημα στον Νοξ, ο οποίος τη στιγμή εκείνη αναδιφούσε στη μνήμη του, όπου είχαν καταγραφεί όλα τα πρόσωπα που είχε δει από το πρωί στο Ολντ Χωλ – όλοι οι ύποπτοι δηλαδή -, εις αναζήτησιν τής περί ης ο λόγος δεσποινίδος· σε τέτοιο βαθμό είχε αφαιρεθεί, ώστε δεν αντελήφθη το νεύμα τού ανωτέρου του, παρά μόνο όταν τον άκουσε να καθαρίζει θορυβωδώς τον λαιμό του, οπότε έσπευσε να τον ακολουθήσει. Μέχρι να φθάσουν στο καπνιστήριο, είχε καταλήξει σε μια όμορφη τριανταπεντάχρονη κοπέλα με αυστηρό ντύσιμο και υπερβολική συστολή, που είχε δει φευγαλέα κατά την άφιξή του στο σπίτι τού βαρωνέτου. Το παρουσιαστικό της τον έκανε να σκεφθεί κίνητρα για φόνο, λίαν ατιμωτικά για τη μνήμη τού θύματος. Αναρωτήθηκε για ακόμη μία φορά με ποιον τρόπο ο κρυψίνους επι- θεωρητής είχε καταφέρει να εντοπίσει τόσο γρήγορα τη δράστι. Το ρουθούνισμά του, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο, κίνησε το ενδιαφέρον τού Μπέντλεϋ. «Φαίνεσαι σαν κάτι να θέλεις να ρωτήσεις», είπε αυτός ο τελευταίος, μόλις άναψε την πίπα του. Η υπεροπτική έκφρασή του εξενεύρισε τον αρχιφύλακα Νοξ – ούτως ή άλλως η μακροθυμία δεν συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα προσόντα τού χαρακτήρος του -, που αντέδρασε ενστικτωδώς με μια όλως απροσδόκητη, επί τούτω, απορία. «Υπάρχει περίπτωση ο βαρωνέτος ν’ αυτοκτόνησε;» ρώτησε και απέλαυσε κατόπιν το ξάφνιασμα τού νεαρού «φωστήρα». «Αδύνατον!» δήλωσε τούτος με έμφαση, όταν πια ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. «Σήμερα ξύπνησε πολύ ευδιάθετος – το είπε ο μπάτλερ. Εξάλλου, για σκέψου: Έκανε το ωραίο του καυτό μπάνιο πρώτα, κι ύστερα, την ώρα που ετοιμαζόταν να ξυρισθεί, του ήρθε η ιδέα ν’ αυτοκτονήσει; Όχι δα! Άρα κάποιος είχε αντικαταστήσει την ντιτζιταλίνη τού θύματος με άλλο, όμοιο χάπι, θανατηφόρο· τώρα ξέρεις ποιος». «Εκ προμελέτης φόνος δηλαδή… Γιατί τον σκότωσε όμως;» «Θα μας το πει η ίδια αυτό οσονούπω, μη σπαζοκεφαλιάζεις αδίκως», συμβούλευσε με αυτάρεσκο ύφος τον υφιστάμενό του ο Μπέντλεϋ, στογγυλοκάθησε σ’ έναν καναπέ, και άρχισε να παρατηρεί, με ολοφάνερη προσήλωση, τους πίνακες στους τοίχους. Ωστόσο απήντησε ακαριαίως, όταν ο Νοξ άρθρωσε επιτέλους, στρίβοντας αμήχανος το μουστάκι του, το αρχικό του ερώτημα. «Εάν είχα μιλήσει με κάποιον, δεν θα είχα πεισθεί απολύτως – και πώς θα μπορούσα, άλλωστε, αφού δεν απομακρύνθηκα από τον τόπο τού εγκλήματος, ενόσω εσύ ερευνούσες το υπνοδωμάτιο;» Η εικόνα τού μπάνιου, την οποία είχε συγκρατήσει ο αρχιφύ- λαξ, παρότι δεν είχε παραμείνει εκεί παρά μόνο για λίγες στιγμές, επρόβαλε μπροστά του διαυγής: η σπασμένη πόρτα... το ύπτιο, μετα- ξύ νιπτήρα και μπανιέρας, πτώμα… ο αποτρόπαιος μορφασμός του, η φρίκη τού βίαιου θανάτου… το τεντωμένο πλαγίως δεξιό χέρι... το μισάνοικτο παράθυρο… ο αναμμένος γλόμπος… το πεσμένο κάτω προσόψιο… τα στεγνά πλακάκια… «Τι στην ευχή μού ξέφυγε;» διε- ρωτήθη κατσουφιάζοντας. «Αυτό το “ίχνος” ήταν αδύνατον να το βρεις με μια ματιά, Νοξ», εξακολούθησε ο επιθεωρητής, λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του. «Με μιαν ανάσα όμως… στο σωστό σημείο, θα έβλεπες ότι.......
Η συνέχεια στην ακροστιχίδα· η κρυμμένη φράση περιέχει δύο παύλες
Ετικέτες: Νεοκλής Γαλανόπουλος