Παπαλυμπέρη Γεωργία: "Απόγνωση"
Η πόρτα χτύπησε και όταν την αντίκρισα, δεν μπόρεσα. Το ευχόμουν, αλήθεια το ευχόμουν, όταν όμως ήρθε εκείνη η ώρα, μια κούκλα, σαν μια κέρινη κούκλα στάθηκα. Τι ένιωσα; Δεν ξέρω. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να πω. Ίσως τελικά να μην είμαστε έτοιμοι ποτέ για όσα ευχόμαστε. Αυτό που τολμώ πλέον να παραδεχτώ, είναι πως αισθάνθηκα τυχερή. Τυχερή όχι γιατί βρισκόταν εκεί, αλλά γιατί θα είχα μια απάντηση στο γιατί, σε αυτό το γιατί που μας βασανίζει όλους σε κάθε ανάλογη περίπτωση. Αυτό το γιατί ήταν η πρώτη μου ερώτηση και η απάντηση ήταν που καθόρισε την τελευταία.
«Αλεξάνδρα, δεν το πιστεύω. Είσαι στ’ αλήθεια εσύ;» Την ρώτησα πριν ακόμα μπει στο σπίτι.
Μου χαμογελούσε και ήταν όμορφη όπως πάντα. Δεν αντιστάθηκα στο αγκάλιασμα της και την καλωσόρισα θερμά. Δεν το περίμενα, αλλά μου απάντησε με κάθε ειλικρίνεια. Μήπως δεν θα έπρεπε να την είχα αφήσει;
«Δεν ξέρω, Σοφία. Σκόρπιες σκέψεις ήταν στο μυαλό μου. Δεν το πιστεύω ακόμα ότι το έκανα. Η μοναξιά, ήταν τόση η μοναξιά. Ξέρω, ξέρω, υπήρχατε πάντα εσείς. Φίλοι πρόθυμοι να με δεχτείτε την στιγμή που ήθελα. Μακάρι να μπορούσα να σου πω για τα ατελείωτα βράδια, τις στιγμές απελπισίας που έζησα. Τα συναισθήματα με κυρίεψαν. Κενή αισθανόμουν, αυτό απαντούσα ειλικρινά, όταν συζητούσα με τον εαυτό μου, γιατί σε κανέναν άλλο δεν θα μπορούσα να το πω. Γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να με καταλάβει ή αν το θες ποιος άλλος θα ήθελε να με ακούσει; Εύκολα βαριούντε όλοι την δυστυχία σου όταν αυτοί είναι ευτυχισμένοι. Δεν έχει χρόνο κανείς για να ασχοληθεί μαζί σου. Και εγώ ένιωθα τόσο μόνη. Ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος δικός μου δεν μπορούσε να υπάρξει; Να νοιάζεται για το πώς αισθάνομαι, πως ζω, τι θέλω.
Φυλακή, φυλακή ήταν το σπίτι μου και μάλιστα απομόνωση. Όταν τελείωνα την δουλειά που σε τίποτε δεν μπορούσε να με καλύψει, να με κάνει τουλάχιστον αυτή να αισθανθώ χρήσιμη, δημιουργική, αναγκαία, έβγαινα στους δρόμους. Περπατούσα με τις ώρες. Πάλι σπίτι. Όχι, δεν υπήρχε κάτι εκεί που να το ζητάω. Δεν υπήρχε κανείς εκεί για μένα. Ο δρόμος τουλάχιστον μου έδινε την ψευδαίσθηση ότι ζω. Έκλεβα τις στιγμές από τους γύρω μου. Είναι μια καλή συντροφιά η ζωή των άλλον, όταν μένεις μόνη.
Όλα τα είδα, για όλα μπορώ να σου πω. Για τους φίλους που περνούσαν γελώντας δίπλα μου έτοιμοι να σχολιάσουν τα πάντα και τους πάντες. Μπορούσαν να πουν ότι ήθελαν, η παρέα τους θα συμφωνούσε μαζί τους, αλλά και αν θα διαφωνούσαν δεν τους ένοιαζε. Μόνο αυτός που δεν νοιάζεται είναι αναγκαίος σε μια παρέα. Θα του τηλεφωνήσουν όταν φύγει τσαντισμένος, θα του ζητήσουν συγνώμη, θα τον φέρουν με το ζόρι πίσω. Και αυτός «βαρύς», θα το δεχτεί. Θα αισθανθεί κυρίαρχος. Είναι εξάλλου. Θα πιστέψει ότι είχε δίκαιο, έχει πάντα. Δεν θα δεχτεί ποτέ ότι τον παρακαλούνε γιατί απλά τον αγαπάνε και τον θέλουνε κοντά τους. Όχι, αυτός δεν νοιάζεται για αυτά. Δεν τα πιστεύει εξάλλου. Τα ζευγαράκια, άλλη ιστορία, ιστορία που με πληγώνει όπου και αν σταθώ. Κλεισμένα σε έναν δικό τους κόσμο, που χωράει μόνο αυτούς. Όσο κι αν κοιτάς, ότι νομίζεις ότι βλέπουν αυτοί, κάνεις λάθος. Το πάθος, μόνο το πάθος είναι ζωγραφισμένο στα μάτια τους και είναι το μόνο που βλέπουν.
Οι δρόμοι κάπου τελειώνουν, οι παραστάσεις αλλάζουν, αλλά είμαι πολύ κουρασμένη για να ξεκινήσω μια καινούργια ιστορία απόψε. Ήρθε η ώρα για το σπίτι. Βαριά τα βήματα μου με φέρνουν στην πόρτα μου και το κλειδί δεν μπαίνει στην κλειδαριά. Πρέπει, έλεγα στον εαυτό μου, για να τον πιέσω. Ένα πρέπει η ζωή μου όλη. Πρέπει να κάνεις υπομονή, πρέπει να μιλάς έτσι, πρέπει να υπακούς. Πρέπει, πρέπει, πρέπει… Κάπου εκεί ένα βάζο σπάει, το μαχαίρι στο χέρι μου κόβει γρηγορότερα και πιο σκληρά. Απελπισία, αυτό με κυριεύει την στιγμή που κόβομαι. Και πάλι μόνη. Δεν υπάρχει κανείς να νοιαστεί. Για ακόμα μια φορά θα φροντίσω μόνη μου το εαυτό μου. Και το ερώτημα που με συνθλίβει. Γιατί πάντα μόνη μου; Επειδή οι άλλοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να είναι δίπλα μου αυτές τις στιγμές;
Το ξημέρωμα με βρίσκει δίπλα από το παράθυρο. Ο Καφές στα χέρια μου έχει παγώσει. Να κοιμηθώ; Όχι. Κάτι τέτοιες νύχτες, κορμιά φτιαγμένα για έρωτα βιώνουν την ηδονή. Και το δικό μου κορμί, για έρωτα φτιάχτηκε όχι για να μαραίνεται στην σιωπή. Ποια η αξία του όταν δεν αντλεί και δεν του δίνει κανείς αγάπη;
Το εργασιακό περιβάλλον. Τα χειρότερα πρέπει της ζωής μου. Εκείνη την στιγμή, ναι νομίζω πως είναι εκείνη τη στιγμή που πρέπει να σωπάσεις, πρέπει να δεχτείς αυτό που σου λένε κι ας μην το πιστεύεις, εκείνη την στιγμή που ακούς τους χειρότερους υποκριτές της ζωής να μιλάνε, είναι που αισθάνομαι ότι θέλω να φύγω. Δεν είμαι εγώ αυτή. Πως κατάντησα έτσι. Πρέπει να φύγω. Αυτή η ζωή δεν μου ταιριάζει. Δεν αντέχω άλλο.»
Δεν ήθελα να την διακόψω. Το κατάλαβα, ναι τότε το κατάλαβα. Δεν εξηγούσε σε εμένα, εξηγούσε στον εαυτό της. Μόνο όταν φώναξε δυνατά τις λέξεις δεν αντέχω άλλο, ένιωσε την παρουσία μου. Αν το είχε κάνει αυτό νωρίτερα ίσως να μην χρειαζόταν να φύγει,
«Μέρες γυρνούσε η σκέψη στο μυαλό μου. Θα μπορούσα να είχα φύγει. Ήθελα όμως όλοι να αισθανθούν τύψεις που δεν ήταν δίπλα μου, ήθελα να μετανιώσουν που δεν υπάρχω πια. Ήθελα να δω ποιος θα κλάψει, σε ποιον θα λείψω πραγματικά.»
Ταράχτηκα ακούγοντας αυτά τα λόγια. Δεν μας άξιζε αυτό που βιώσαμε. Μας τιμώρησε, αλλά δεν φταίγαμε. Οι εικόνες πέρασαν σαν ταινία στο μυαλό μου. Ήταν φρικτό. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι ήταν αλήθεια, όταν άκουσα την φωνή του αστυνομικού στο τηλέφωνο. Είχα βγει από το σπίτι με την φόρμα. Όχι δεν έκλαψα αμέσως, η λογική μου δεν μπορούσε να το επεξεργαστεί, η καρδιά μου δεν ήθελε να το δεχτεί. Μπήκα τρέχοντας στο σπίτι, κάποιος με έπιασε από την μέση, μη, μου φώναξε. Ήταν αργά, την είχα δει. Ένα κουφάρι την άκρη του παραθύρου και αίμα, παντού αίμα. Το δικό της αίμα, το δικό της κορμί. Το όνομα της ήρθε στα χείλη μου. Αλεξάνδρα, την φώναξα δυνατά. Ήθελα να σηκωθεί. Την διέταξα να σηκωθεί. Ήταν πολύ νέα για να πεθάνει. Έπεσα στην αγκαλιά των φίλων που είχαν έρθει. Ποιος άραγε παρηγορούσε ποιον; Δεν μιλούσε κανείς σε κανέναν. Σφιχτές αγκαλιές μόνο αισθανόμουνα και έδινα. Αυτό είχαμε ανάγκη. Τα λόγια δεν μπορούν να ανακουφίσουν μια καρδιά που πονά.
«Τι έγινε όσο έλειπα, Σοφία;»
Την κοίταξα με απέχθεια. Ήταν τόσο ήρεμη, ναι τώρα ήταν ήρεμη. Μου προκαλούσε όμως μίσος. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να την χτυπήσω. Αμφέβαλα όμως αν θα καταλάβαινε. «Γιατί γύρισες, Αλεξάνδρα;»
«Άλλο σε ρώτησα, Σοφία και εξάλλου δεν νομίζεις ότι θα έπρεπε να με ρωτήσεις πως πάω στην ζωή που διάλεξα, πως ζω, που ζω;»
Ένιωσα να φουντώνει ο θυμός μέσα μου. «Δεν με ενδιαφέρει. Ειλικρινά. Και ξέρεις γιατί; Είμαι φίλη σου, ένιωθα την απόγνωση που είχες και το ξέρεις ότι προσπαθήσαμε όλοι να σε βοηθήσουμε. Αντίθετα δεν μπορώ να πω το ίδιο και για εσένα. Εκτός από εμένα που είχα και το ξέρεις πολύ καλά, άσχημη ψυχολογία, υπήρχαν και άλλοι φίλοι μας που χρειάζονταν την υποστήριξη σου και εσύ δεν την έδωσες ποτέ. Δεν σε άφηνε η αυτολύπιση, φαντάζομαι να δεις ότι όλοι είχαμε προβλήματα και όλοι αισθανόμασταν μοναξιά. Θα το δεχτώ, ότι έφτασες σε αδιέξοδο. Εμάς, γιατί ήθελες να μας τιμωρήσεις; Δεν θα ήταν πιο εύκολο να μας μιλήσεις; Αντί να πιστεύεις ότι δεν θέλαμε να είμαστε εκεί όταν μας χρειαζόσουν, δεν θα ήταν πιο εύκολο να τηλεφωνήσεις και να ζητήσεις βοήθεια; Δεν θέλω να μάθω για την ζωή σου. Προτιμώ να πιστεύω ότι η γυναίκα που ήξερα, η φίλη που είχα πέθανε πριν ένα χρόνο. Μια συμβουλή μόνο μπορώ να σου δώσω. Η ζωή δεν είναι εύκολη ποτέ. Θέλει θάρρος για να την ζήσεις. Δεν αλλάζει η πραγματικότητα με το να αλλάξεις μέρος, χώρα, φίλους, γιατί εσύ μένεις ίδια. Όταν θέλεις να αλλάξει η πραγματικότητα σου, πρέπει να αλλάξεις εσύ πρώτα. Να παλέψεις.»
«Ώστε δεν σας έλειψα καθόλου. Είχα δίκαιο. Και να ξέρεις, ότι αποδείχτηκε. Τώρα που κάνω αυτό που θέλω είμαι πολύ καλά.»
Σηκώθηκα όρθια. Δεν ήξερα ποια είναι αυτή η γυναίκα. «Χαίρομαι για εσένα. Καθώς φαίνεται δεν μας χρειαζόσουν ποτέ. Ήθελες κάτι άλλο στην ζωή σου.» Την είδα που χαμογελούσε αυτάρεσκα. Που ήταν η γυναίκα που μου μιλούσε για απόγνωση και μοναξιά πριν από λίγο; «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί έπρεπε να σκηνοθετήσεις την αυτοκτονία σου; Ας έφευγες. Αν αυτό ήταν που ήθελες κανείς δεν θα σε σταματούσε. Ήξερες ότι θα σε υποστηρίζαμε σε κάθε βήμα σου. Αλλά ξέχασα, ήθελες να μας τιμωρήσεις.» Ήμουν ειρωνική. Το καταλάβαινα , αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Ένοιωθα τόσο προδομένη και βαθιά πληγωμένη.
«Δεν σκηνοθέτησα την αυτοκτονία μου. Είχα στ’ αλήθεια πρόθεση να αυτοκτονήσω. Δεν μπορούσα να αντέξω πια. Η τελευταία μέρα της ζωής μου νόμιζα ότι είχε γραφτεί. Ο δρόμος όμως και η μοίρα, μου φανέρωσαν την ευκαιρία. Βρέθηκα μπροστά σε μια γυναίκα που αυτοκτόνησε. Το φύλο ταίριαζε και οι αναλογίες ήταν ιδανικές. Δεν ξέρω πως τα κατάφερα, αλλά την κουβάλησα σπίτι μου, την πέταξα στο τζάμι για να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και έφυγα. Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, χωρίς να πάρω τίποτα μαζί μου. Ήμουν επιτέλους ελεύθερη.»
Δεν ξέρω αν φάνηκε η φρίκη που ένιωσα, άλλα και η ίδια σηκώθηκε για να φύγει. «Ποια είσαι;» Ρώτησα με θυμό. «Πως μπόρεσες να κάνεις όλα αυτά; Να μας προκαλέσεις τόσο πόνο; Να μην σε νοιάζει…»Οι λέξεις έγιναν άμμος και γλίστρησαν από το μυαλό μου, ο πόνος έγινε αφόρητος και δάκρια άρχισαν να κυλάν. «Μια μάνα, κάποιος ψάχνει για αυτήν την κοπέλα που άφησες στην θέση σου. Και εμείς, εμείς κλαίμε σε έναν τάφο μια άλλη. Και εσύ δεν νοιάζεσαι. Να φύγεις. Μην γυρίσεις πίσω. Λυπάμαι που γνώρισα έναν τόσο δειλό άνθρωπο στην ζωή μου.»
«Το ήξερα ότι δεν μπορείτε να με καταλάβετε. Να καταλάβετε αυτά που πέρασα.»
Ήταν τα τελευταία λόγια που την άφησα να πει. Δεν θυμάμαι πως, αλλά ο θυμός και ο πόνος οδήγησαν τα χέρια μου να την σπρώξουν. Την πέταξα έξω από το σπίτι μου.
Η απόγνωση, αυτή φταίει που άλλαξε τόσο; Ήταν ένας άλλος άνθρωπος αυτή που αγάπησα, η φίλη μου. Αυτή πέθανε. Δεν ξέρω αυτή την γυναίκα που μου μίλησε σήμερα. Ήταν μια ξένη.
Δεν μπορώ να πω πόσες μέρες είχαν περάσει από τότε. Ακόμα όμως και τώρα όταν άκουγα την πόρτα, μούδιαζα. Δεν ήθελα άλλες εκπλήξεις.
«Σοφία,» μια φίλη η Μυρτώ, ήταν στην πόρτα. Ευτυχώς αυτή δεν επιφύλασσε καμία έκπληξη. «η Αλεξάνδρα ζει. Άκου, το γράφουν όλες οι εφημερίδες. Την συλλάβανε για την δολοφονία της κοπέλας που βρήκαν στο σπίτι της. Θυμάσαι, που μας είπε ο ιατροδικαστής, ότι πέθανε από τα κοψίματα στο πρόσωπο της; Δεν θα το πιστέψεις, η Αλεξάνδρα τα έκανε αυτά. Εδώ τα λέει όλα, μπορούσε να την βοηθήσει και δεν το έκανε. Δεν θα το πιστέψεις όταν τα διαβάσεις. Βάλε καφέ και θα σου πω τι έμαθα.»
Σηκώθηκα χαμογελώντας. Ναι, η δικαιοσύνη υπάρχει. Όταν έμαθα την αλήθεια είχα ένα χρέος απέναντι σε κάποια και αυτή σίγουρα δεν ήταν η Αλεξάνδρα.
Ετικέτες: Γεωργία Παπαλυμπέρη