Αργύρης Παυλιώτης: Ο Μαύρος Κύκνος και η Τεχνητή Νοημοσύνη
Την πρώτη Δευτέρα του Φλεβάρη, το πρωί, πριν ξεκινήσει το μάθημα, υπήρχε έντονη αναταραχή των μαθητών της Τρίτης Τάξης Λυκείου Δημόσιου σχολείου της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Οι μαθητές βρήκαν στην τάξη τους και πάνω στα θρανία τους, πανομοιότητες φωτογραφίες μιας συμμαθήτριάς τους, που ήταν ολόσωμη και την εμφάνιζε εντελώς γυμνή. Όταν έφτασε στην τάξη της η «γυμνή» μαθήτρια και είδε τη φωτογραφία, πρώτα λιποθύμησε και όταν συνήλθε, ξεκίνησε ένα σπαρακτικό κλάμα.
Ειδοποιήθηκε και έφτασε κατεπειγόντως ο λυκειάρχης, έδωσε εντολή να μαζευτούν οι φωτογραφίες, πήρε όσες του έδωσαν, και μαζί με τη μαθήτρια ανέβηκαν στο γραφείου του. Ταυτόχρονα ειδοποίησε τους γονείς της μαθήτριας να πάνε κατεπειγόντως στο σχολείο. Πήγε η μητέρα, αφού το ζευγάρι είχε χωρίσει, με τον πατέρα να υπηρετεί σε γυμνάσιο της Αλεξανδρούπολης.
Στο γραφείο του διευθυντή εξελίχτηκαν έντονες σκηνές. Η μαθήτρια φώναζε συνεχώς με σπαραγμό πως δεν έχει καμιά σχέση με τη φωτογραφία, η μητέρα της να βρίζει και να καταριέται τους υπαίτιους αυτής της πλεκτάνης και τον λυκειάρχη να τους εξηγεί πως τέτοιες κακοήθειες έχουν γίνει και γίνονται, δηλαδή υπάρχουν κακοήθεις που παίρνουν το κεφάλι του ατόμου της φωτογραφίας και του προσθέτουν αυτοί το κατάλληλο «σώμα» για να εκθέσουν τον εικονιζόμενο ή την εικονιζόμενη. Όμως εδώ το πράγμα διαφέρει. Στη γυμνή φωτογραφία υπάρχει στο μηρό της κοπέλας ένα σημάδι. Το απόκτησε όταν στα δώδεκά της από απροσεξία ακούμπησε ένα πυρωμένο σίδερο. Επομένως η φωτογραφία δεν είναι φτιαχτή, αλλά γνήσια και απεικονίζει την πραγματικότητα.
Τελικά ο Λυκειάρχης ζήτησε από τη μητέρα να πάρει τη θυγατέρα της και να φύγουν και αυτός θα εισηγηθεί στον σύλλογο καθηγητών να αποβάλλουν από το σχολείο τη μαθήτρια, γιατί με την πράξη της αυτή «προσβάλει τα χρηστά ήθη και εκθέτει το σχολείο». Τις φωνές της κοπέλας πως δεν έχει καμιά σχέση με τη φωτογραφία, δεν τις έλαβαν υπόψη τους.
Τη μαθήτρια την έλεγαν Λένα, ήταν όμορφη, έξυπνη και πρώτη στα μαθήματα. Αυτά της τα προσόντα της έδιναν έναν αέρα ανωτερότητας και υπεροψίας. Τώρα όμως, οι περισσότεροι συμμαθητές και συμμαθήτριές της ασπάστηκαν την εκδοχή της γνησιότητας της φωτογραφίας και βρήκαν θέμα για κακοήθειες και κουτσομπολιά. Η υπόθεση πήρε μεγάλες διαστάσεις, με αποτέλεσμα η Λένα να κλειστεί στο σπίτι της και να δέχεται τηλεφωνήματα από γνωστούς και αγνώστους που τη χαρακτήριζαν μεγάλη υποκρίτρια, την υποβάθμιζαν σε «κοινή» και της ζητούσαν «συνεύρεση» έναντι αμοιβής. Μάλιστα κάποιοι από τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες που δεν είχαν παραδώσει τις φωτογραφίες, έβγαλαν αντίγραφα και τα πουλούσαν στους συμμαθητές τους. Και ενώ οι πάρα έξω το διασκέδαζαν, στο σπίτι της Λένας είχε πέσει δυστυχία με μεγάλα θύματα τη μάνα και την κόρη.
Ο πατέρας που είχε λάβει τη φωτογραφία από έναν ανώνυμο «καλοθελητή», ήρθε στην Θεσσαλονίκη και απαίτησε να πάει στο σπίτι, που το είχε εγκαταλείψει πριν από τρία χρόνια, για να συναντήσει τις γυναίκες. Με το που αντίκρυσε την κόρη του, χωρίς καν να τη χαιρετήσει, άρχισε να τη βρίζει άσχημα. Έγινε και ένας τρικούβερτος καβγάς ανάμεσα στο τέως ζεύγος, ειπώθηκαν φοβερές κουβέντες, ο άντρας κατηγορούσε τη γυναίκα για το κατάντημα της κόρης και η γυναίκα κατηγορούσε εκείνον που τις εγκατέλειψε και έφυγε με «το πουτανάκι» ενώ η Λένα φώναζε κλαίγοντας πως δεν έβγαλε αυτή καμιά τέτοια φωτογραφία. Και ο πατέρας της απαντούσε:
«Έγινες και μεγάλη ψεύτρα. Το σημάδι που έχεις στο μηρό σου αποδείχνει πως η φωτογραφία είναι γνήσια».
Παρόλο τον θρήνο και τον οδυρμό της Λένας πως δεν έβγαλε αυτή την ολόσωμη γυμνή φωτογραφία, δεν την πίστεψε σχεδόν κανείς, πάρα μόνο κάποιοι στενοί συγγενείς της, και αυτοί για να την παρηγορήσουν.
Αλλά τα κακοηθέστατα τηλεφωνήματα συνεχίζονταν όλο και πιο πυκνά και αισχρά και έκαναν τη ζωή τους μαύρη. Ένα απόγευμα η Λένα ντύθηκε και βγήκε από το σπίτι. Όταν το πήραν χαμπάρι τα παιδιά της γειτονιάς, την πήραν από πίσω και άρχισαν να την ενοχλούν. Κάποιος της είπε «είχες τέτοιο σώμα και το έκρυβες;» άλλος «τα κονόμησες από τις φωτογραφίες;», και άλλος «Πόσα θέλεις για να πάμε κάπου κρυφά και να μας δείξεις το σώμα σου;»
Στο μεταξύ στο σπίτι γινόταν ο κακός χαμός. Η μάνα και κάποιες θείες που πήγαιναν στο σπίτι, σαν δικαστίνες, την έβαζαν στη μέση και τη σκυλόβριζαν γιατί αμαύρωσε το ήθος της οικογένειας, και ότι αυτό συνεπάγεται.
«Δεν σεβάστηκες ούτε τον θείο σου τον παπά» ήταν η επωδός. Και εκείνη, σε κατάσταση υστερίας, φώναζε πως δεν έβγαλε αυτή τη φωτογραφία.
Ο ιερωμένος θείος της Λένας, αδελφός της μητέρας της, απομόνωσε την ανιψιά του και της ζήτησε να ορκιστεί με την παλάμη του δεξιού χεριού της να ακουμπά την εικόνα της Παναγίας, πως δεν έβγαλε αυτή τη φωτογραφία. Το έκανε αμέσως και αυτός της υποσχέθηκε πως θα αναθέσει σε έναν ειδικό να ξεδιαλύνει την υπόθεση.
Και ο «ειδικός» ήρθε σε μένα.
«Σου έφερα έναν Μαύρο Κύκνο» μου είπε.
Τον κοίταξα περίεργα.
«Πρώτο, δεν βλέπω να κρατάς τίποτα στα χέρια σου, εκτός αν τον έχεις χωμένο στην τσάντα σου, και δεύτερο, ο κύκνος δεν τρώγεται, πολύ περισσότερο αν είναι μαύρος.
Γέλασε.
«Όταν λέω Μαύρος Κύκνος, εννοώ ένα εξαιρετικά απρόβλεπτο γεγονός».
« Έτσι το λένε τώρα;»
«Εδώ και αιώνες, από τότε που η Ευρώπη ανακάλυψε την Αυστραλία. Εκεί πρωτοείδαν μαύρο κύκνο. Ήταν τόσο αναπάντεχο το γεγονός, ώστε από τότε κάθε ιδιαίτερα απρόβλεπτο γεγονός το αναφέρουμε ως Μαύρο Κύκνο».
Τον ρώτησα ποιο είναι το απρόβλεπτο γεγονός που τους έτυχε, και μου περιέγραψε την περιπέτεια της ανιψιάς του.
« Και επειδή αυτή κλαίει και οδύρεται πως δεν έβγαλε τέτοια φωτογραφία, σε παρακαλώ να ξεδιαλύνεις εσύ την υπόθεση».
Το πρώτο που ζήτησα ήταν να έρθει να με δει η παθούσα, μαζί με τη γυμνή φωτογραφία. Αρχικά αυτή αρνήθηκε.
«Πώς να σταθώ μπροστά του με μια φωτογραφία στο χέρι μου που με δείχνει γυμνή;»
«Τη γυμνή φωτογραφία σου την έχει δει κόσμος και κοσμάκης. Αυτός θα την δει μήπως και αποδείξει πως έχεις δίκιο και δεν συμμετείχες στη φωτογράφηση».
Ήρθε με τη γυμνή φωτογραφία στο χέρι. Και δεν ήξερες ποια να κοιτάξεις, το φυσικό πρόσωπο ή τη γυμνή απεικόνισή του. Πανύψηλη, εύσωμη, με πλούσια μαύρα μαλλιά που χάιδευαν τους ώμους της, τέλειο πρόσωπο, γραμμένα φρύδια, καστανοπράσινα φωτεινά, μεγάλα μάτια και υπέροχα χείλη. Φορούσε λευκό πουκάμισο και τζιν παντελόνι. Αρχικά ήταν αρκετά μαζεμένη, αλλά πολύ σύντομα απόκτησε άνεση και δεν έδειχνε ενόχληση που περιεργαζόμουν τη γυμνή της φωτογραφία. Μάλιστα κάποια στιγμή με ρώτησε:
«Σας αρέσω;»
«Είσαι υπέροχη».
«Ευχαριστώ».
«Μου επιτρέπεις να σε ντύσω;»
Απόρησε, ίσως και να με παρεξήγησε.
«Μα ντυμένη είμαι. Εκτός και αν…»
«Τι εκτός και αν;»
«Αν προτείνετε να με… γδύσετε και… και… και να με ξαναντύσετε».
Χαμογέλασα. Της είπα:
«Με παρεξήγησες. Εννοώ να σε ντύσω στη φωτογραφία».
«Δεν σας καταλαβαίνω».
Ξαναχαμογέλασα. Πήρα τη φωτογραφία που τη δείχνει γυμνή, άνοιξα τον υπολογιστή μου, μπήκα στο κατάλληλο πρόγραμμα, του πάσαρα τη φωτογραφία και του έδωσα την κατάλληλη εντολή και αμέσως είδαμε στην οθόνη την ίδια φωτογραφία με ντυμένη τη Λένα. Απορία και θαυμασμός.
«Μα πώς είναι δυνατόν;»
«Μήπως δεν σου άρεσε η φορεσιά; Μήπως θέλεις να την αλλάξω;»
«Θα την προτιμούσα με κόκκινα. Μου πάνε περισσότερο».
«Αμέσως».
Σε λίγα δευτερόλεπτα είχε ικανοποιηθεί η επιθυμία της.
«Μα πώς γίνεται αυτό; Δεν καταλαβαίνω».
«Είναι απλό. Κάποιος πήρε μια φωτογραφία σου και σε «έγδυσε» με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης».
«Έχω ακούσει πολλές φορές τη φράση τεχνητή νοημοσύνη, αλλά δεν έχω ιδέα περί τίνος πρόκειται. Μπορείτε να μου πείτε δυο λόγια;»
«Η Τεχνητή Νοημοσύνη αναφέρεται στην ικανότητα μιας μηχανής να αναπαράγει τις γνωστικές λειτουργίες ενός ανθρώπου, όπως είναι η μάθηση, ο σχεδιασμός και η δημιουργικότητα».
« Δεν κατάλαβα».
«Πιο απλά: Η Τεχνική Νοημοσύνη είναι μια μηχανή που σκέπτεται και που ανταποκρίνεται σε ότι της ζητηθεί».
«Και τι θα κάνω εγώ; Πώς θα βρω ποιος με εξέθεσε;»
«Δυστυχώς αυτό μοιάζει με αδύνατο».
«Γιατί;»
«Η Τ. Ν. από μόνη της εξελίσσεται με γεωμετρικό τρόπο. Αυτό που συνέβη σε σένα μπορούν να το κάνουν πολλοί, αρκεί να έχουν απλές γνώσεις τεχνητής νοημοσύνης».
«Δηλαδή η τεχνητή νοημοσύνη μας κάνει κακό;»
«Οι ειδικοί λένε πως η Τ. Ν. μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά στην ανθρωπότητα, αλλά τελικά θα την καταστρέψει».
Ετικέτες: Αργύρης Παυλιώτης