Παυλιώτης Αργύρης: Του πατέρα σου…
Ο Ανδρέας Αναγνώστου, ο γνωστός Σαλονικιός ποινικολόγος και ερευνητής σκοτεινών υποθέσεων, στις 2-2-22, ημέρα Τετάρτη, πήγε μετά από αρκετό καιρό στο γραφείο του στη Θεσσαλονίκη. Αυτά τα δύο χρόνια της πανδημίας είχε αποσυρθεί στο κτήμα του στη Χαλκιδική και είχε οργανώσει έτσι τη ζωή του, ώστε και να είναι ενδιαφέρουσα, αλλά και ο ίδιος να αισθάνεται ασφαλής.
Του είχε τηλεφωνήσει η άγνωστή του Αθηνά Μανιάτη, που του ζητούσε να τον συναντήσει για κάποιο σοβαρό της θέμα, αλλά είχε αρνηθεί. Ακολούθησε ένα δεύτερο τηλεφώνημα από τη Νάντια Ζέρβα, που τον παρακαλούσε να συναντήσει την κυρία Μανιάτη.
«Μα Νάντια, το γραφείο μου είναι κλειστό σχεδόν από την αρχή της πανδημίας. Η κυρία που το καθαρίζει, το βλέπει πιο συχνά από μένα. Από τους συνεργάτες μου η Φένια γεροκομεί τον Φωκά, ο Πέτρος εργάζεται ως σύμβουλος μιας εξαγωγικής εταιρείας καπνού, ενώ εγώ "μονάζω" στη Χαλκιδική».
Η Νάντια του θύμισε την εποχή που νεαρή, και ωραία, δικηγόρος τον επισκεπτόταν συχνά και τον συμβουλευόταν για υποθέσεις της. Δεν της χαλούσε ποτέ χατίρι.
«Ανδρέα, κάνε μου και αυτή τη χάρη. Σου υπόσχομαι ως ανταμοιβή να σου προσφέρω στο σπίτι μου, που συνεχίζω να ζω μόνη, ένα γεύμα... «κομπλέ».
Και επειδή ήταν επιρρεπής σε γεύματα που έφεραν τον κωδικό «κομπλέ», της την έκανε τη χάρη, κατέβηκε στην πόλη, πήγε στο γραφείο του και περίμενε την κυρία Μανιάτη.
Ήρθε ακριβώς στις δέκα. Διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Φόρεσε σωστά τη μάσκα του, πήρε και το κινητό του και πήγε και άνοιξε.
«Καλημέρα σας κύριε Αναγνώστου».
«Καλημέρα σας, κυρία Μανιάτη».
Πάτησε το κατάλληλο πλήκτρο του κινητού του.
«Να το πιστοποιητικό των εμβολιασμών μου. Καθώς και το αρνητικό τεστ που έκανα σήμερα. Κοιτάξτε τα καλά και δείξτε μου παρακαλώ τα δικά σας».
Η κυρία Μανιάτη παρουσίασε τα «πιστοποιητικά» της. Ο Ανδρέας ικανοποιημένος της είπε:
«Επομένως μπορούμε να βγάλουμε τις μάσκες μας».
Έβγαλε τη μάσκα της και εμφανίστηκε ολόκληρο το πρόσωπό της, φωτεινό, πανέμορφο και ελκυστικό.
Σε λίγο είχαν καθίσει στο γραφείο με τους καφέδες τους.
«Και τώρα, κυρία Αθηνά, σας ακούω. Θα ήθελα μια ολοκληρωμένη αφήγηση, απαλλαγμένη από περιττά στοιχεία».
Η Αθηνά ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και ξεκίνησε:
«Τελείωσα τις σπουδές μου στο εδώ Πολυτεχνείο, χημικός μηχανικός και το 2012 πήγα στο Λονδίνο για το διδακτορικό μου. Το ολοκλήρωσα σε τέσσερα χρόνια, επέστρεψα και προσπάθησα να βρω μια αξιόλογη δουλειά, αλλά δεν τα κατάφερα. Στο Λονδίνο είχα έτοιμη δουλειά στο πανεπιστήμιο. Και την προτίμησα, παρά την αντίθετη γνώμη των γονιών μου, που ήθελαν να μείνω στη Θεσσαλονίκη και να αναλάβω το φροντιστήριό τους, που ήκμαζε».
«Κάνατε ότι έκαναν και κάνουν χιλιάδες νέοι Έλληνες επιστήμονες που θέλουν να προκόψουν».
«Την άνοιξη του 2019 πέθανε η μητέρα μου σε ηλικία 64 ετών από ανακοπή. Ήρθα και βρήκα τον πατέρα μου, 67 ετών τότε και συνταξιούχο από το 2018, διαταραγμένο και σε βαθιά μελαγχολία, σχεδόν σε κατάθλιψη. Με παρακαλούσε κλαίγοντας να εγκαταλείψω το Λονδίνο και να μείνω εδώ μαζί του. Προφανώς αρνήθηκα. Και τότε η παράκληση έγινε απαίτηση και στο τέλος απειλή πως αν φύγω, αυτός θα πεθάνει. Μετά από ατέλειωτες συζητήσεις και υποσχέσεις από μέρους μου πως γρήγορα θα επιστρέψω και με τη βοήθεια ενός ξαδέρφου μου, βρήκαμε μια γεωργιανή, την Άννα, για να τον φροντίζει «όσο εγώ θα λείπω». Τη δοκιμάσαμε λίγες μέρες και μας ικανοποίησε. Ήταν 43 ετών, ευπαρουσίαστη, ευγενική και μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί της στα ελληνικά.
«Είχε οικογένεια;»
«Δική της όχι. Ο άντρας της είχε πεθάνει».
«Την προσλάβατε με πλήρη απασχόληση;»
«Αρχικά για μισή μέρα. Αλλά όταν ο πατέρας μου έκανε εγχείρηση λίγους μήνες αργότερα, Φθινόπωρο του 2019, στο γόνατο, που δεν πήγε καλά, της προτείναμε και δέχτηκε να μένει συνεχώς στο σπίτι μας».
«Επικοινωνούσατε τακτικά με τον πατέρα σας;»
«Κατέβαινα συχνά και τον έβλεπα. Κάθε φορά διαπίστωνα πως η ψυχολογική του κατάσταση χειροτέρευε, όπως και οι σχέσεις μας και βρισκόμουν σε δίλημμα για το τι έπρεπε να κάνω. Επέμενε πως πρέπει να γυρίσω πίσω, γιατί αλλιώς θα αυτοκτονήσει. Του ζητούσα συνεχώς αναβολές, τάχα για να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες και για να κερδίσω χρόνο. Και ήρθε η επιδημία που έκανε την κατάσταση πολύ χειρότερη.
«Δεν μπορούσατε να πηγαινοέρχεστε».
«Ακριβώς. Το 20 ήρθα μια φορά το καλοκαίρι και μπήκα σε καραντίνα. Το 21 με τα χίλια ζόρια εξαιτίας των απαγορεύσεων και της καραντίνας ήρθα για λίγες μέρες τον Φλεβάρη. Στις 17 του περασμένου Δεκέμβρη με ειδοποίησε η Άννα πως ο μπαμπάς προσβλήθηκε από κορονοϊό και τον πήγαν στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Από κει και πέρα δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά μου, ενώ το τηλέφωνο του ξαδέρφου μου ήταν απενεργοποιημένο. Στο μεταξύ εγώ ήμουν σε καραντίνα. Με είχε επισκεφτεί στο γραφείο μου ένας μεταπτυχιακός μου φοιτητής, ο οποίος την επομένη μου τηλεφώνησε πως είναι θετικός στον ιό. Έκανα τεστ, βγήκε αρνητικό, αλλά είχα έντονα συμπτώματα και υποχρεώθηκα σε καραντίνα στο σπίτι μου για είκοσι μέρες, από τις 15 του Δεκέμβρη μέχρι τις 5 του Γενάρη.
»Στις 8 του Γενάρη μου τηλεφώνησαν από ένα γραφείο κηδειών και με πληροφόρησαν πως ο πατέρας μου πέθανε. Μου είπαν πως δεν υπάρχει λόγος να βιαστώ να ταξιδέψω, γιατί δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα. Συνεννοηθήκαμε και ανάλαβαν αυτοί τα της κηδείας. Στο μεταξύ η Άννα δεν απαντούσε στα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματά μου και είχα ανησυχήσει. Παρόλα αυτά της άφησα μήνυμα στο τηλέφωνό της πως την Τρίτη, πρώτη του Φλεβάρη, θα βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη.
»Χτες το πρωί με περίμενε στο αεροδρόμιο ένας άνθρωπος του γραφείου κηδειών που με πήγε στο νεκροταφείο, στον τάφο του πατέρα μου. Όταν τελείωσα από κει, με μετέφερε στο ξενοδοχείο Ηλέκτρα Παλλάς, στην πλατεία Αριστοτέλους. Τακτοποιήθηκα και πήγα στο σπίτι μου, στην οδό Μητροπόλεως».
«Γιατί πήγατε στο ξενοδοχείο, αφού έχετε το σπίτι σας;»
«Δεν ήξερα σε τι κατάσταση θα το βρω. Δεν πίστευα πως θα το είχαν απολυμάνει. Ανέβηκα και χτύπησα. Όπως το περίμενα, δεν άνοιξε κανείς. Προσπάθησα να ανοίξω με τα κλειδιά μου, αλλά διαπίστωσα πως δεν ταίριαζαν στην κλειδαριά. Τότε άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ και εμφανίστηκε η Άννα. Με αυστηρό ύφος μου ζήτησε να μην την πλησιάσω. Τη ρώτησα πού εξαφανίστηκε και τι γυρεύει στο σπίτι μου, αφού ο πατέρας μου πέθανε. Μου είπε πως πριν αυτός πεθάνει την παντρεύτηκε και με ιδιόχειρη διαθήκη της παραχώρησε το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και αφού μου είπε ένα “μην ξαναπατήσεις εδώ” μου έκλεισε με δύναμη την πόρτα».
«Και τι κάνατε;»
«Πήγα στο ξενοδοχείο, τηλεφώνησα στον ξάδερφό μου, πάλι εκτός λειτουργίας το τηλέφωνό του, επικοινώνησα με δυο κυρίες, με τις οποίες οι γονείς μου είχαν κάποιες σχέσεις, που τρομαγμένες μου είπαν να μην ιδωθούμε γιατί φοβούνται τον ιό. Έτσι αποφάσισα να τα μαζεύω και να του δίνω».
«Άλλους συγγενείς δεν έχετε;»
«Ο πατέρας μου ήταν από την Τρίπολη και η μητέρα μου από τη Λαμία. Γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο στη διάρκεια των σπουδών τους. Εκείνος σπούδαζε μαθηματικός και εκείνη φιλόλογος. Ίδρυσαν το φροντιστήριο που προετοίμαζε μαθητές για τις εισαγωγικές εξετάσεις του Πανεπιστημίου. Ήταν σκληρή δουλειά και όταν είχαν χρόνο ελεύθερο, κατέβαιναν στις πατρίδες τους, με τις οποίες τους ένωναν ισχυροί δεσμοί. Δεν δημιούργησαν εδώ σοβαρές φιλίες και παρέες».
«Και ο ξάδερφος πώς βρέθηκε εδώ;»
«Υπηρέτησε το στρατιωτικό του στη Βέροια. Εκεί γνώρισε μια κοπέλα με την οποία παντρεύτηκαν. Εκείνος άνοιξε στη Θεσσαλονίκη συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων και εκείνη δούλευε ως νηπιαγωγός. Γρήγορα χώρισαν. Εκείνη ζει στη Βέροια παντρεμένη και νοικοκυρεμένη και ο άλλος το έριξε στις ουσίες, όχι στις πολύ βαριές, αλλά προκοπή δεν έκανε».
«Είχατε καλές σχέσεις;»
«Με εμένα όχι. Ερχόταν συχνά και γύρευε χρήματα από τον πατέρα μου.
Ήπιε μια γουλιά νερό και συνέχισε:
«Αποφάσισα λοιπόν να επιστρέψω στη δουλειά μου. Στην καφετέρια του ξενοδοχείου συνάντησα τυχαία τη συμμαθήτριά μου, καλή μου φίλη στο Αμερικανικό Κολέγιο και συνάδελφό σας Νάντια Μελέτη, της είπα τα βάσανά μου και αυτή επέμενε πριν φύγω για το Λονδίνο, να επισκεφτώ εσάς».
«Γνωρίζετε αν ο πατέρας σας ήταν εμβολιασμένος;»
«Ναι. Με ενημέρωνε η Άννα κάθε φορά που έκανε και ένα εμβόλιο. Είχε κάνει και τα τρία».
«Θέλω ότι στοιχεία έχετε των ανθρώπων που αναφέρατε, διευθύνσεις, τηλέφωνα και ότι άλλο νομίζετε».
Η Αθηνά άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε και του έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί και έναν μεγάλο φάκελο.
«Τα στοιχεία τα έχω ετοιμάσει και είναι εδώ και αυτός ο φάκελος ήρθε στο Λονδίνο δύο μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα μου με Κούριερ. Δεν γνωρίζω αν θα σας χρησιμεύσει σε κάτι».
Ο Ανδρέας είδε τα στοιχεία και ικανοποιήθηκε. Άνοιξε τον φάκελο και έβγαλε ένα φύλλο χοντρού χαρτιού που από τη μια πλευρά του ήταν γεμάτο με αριθμούς, άτακτα σκορπισμένους σε όλη την επιφάνεια της σελίδας και από την άλλη είχε γραμμένο ένα ποίημα και έναν αριθμό τηλεφώνου».
«Πήρατε σε αυτό το τηλέφωνο;»
«Πολλές φορές, αλλά δεν απαντά κανείς».
«Πηγαίνετε στο ξενοδοχείο σας και θα σας τηλεφωνήσω μόλις έχω νέα».
***
Όταν έμεινε μόνος ο Ανδρέας, άφησε ελεύθερο το μέσα του να ξεχειλίσει από ενθουσιασμό που προσπαθούσε να συγκρατήσει στη διάρκεια της συνομιλίας. Και αναρωτήθηκε αν αυτό είχε να κάνει με την όμορφη πελάτισσά του, ή επειδή ασχολήθηκε με το παντοτινό πάθος του, την εξιχνίαση σκοτεινών υποθέσεων, που έδινε νόημα στη ζωή του και που εξαιτίας της επιδημίας υποχρεώθηκε να το παρατήσει;
Μετά τηλεφώνησε στους προ κορονοϊού και για πολλές δεκαετίες συνεργάτες του, στη Φένια και στον Πέτρο, και τους ζήτησε να είναι στο γραφείο το συντομότερο δυνατό. Το δέχτηκαν με πολλή χαρά, σχεδόν σαν πολύτιμο δώρο.
Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον αριθμό που υπήρχε στο χαρτί με τα νούμερα και το ποίημα. Δεν αποκρίθηκε κανείς. Βρήκε αμέσως πως το σταθερό τηλέφωνο ανήκε στην Ευδοξία Σκόρδα, γιατρό πνευμονολόγο, καθώς και το νούμερο του κινητού της. Τηλεφώνησε σε αυτό, αλλά και πάλι δεν πήρε απάντηση.
Πρώτη ήρθε η Φένια. Είχε τα χάλια της. Κουρασμένη, ταλαιπωρημένη, απεριποίητη. Όταν έβγαλε τη μάσκα της, έδειξε γερασμένη. Περιέγραψε τα βάσανά της στον Ανδρέα και κατέληξε λέγοντας:
«Νοσταλγώ τα χρόνια που δουλεύαμε μαζί Ανδρέα και που δεν θα επιστρέψουν».
Και ενώ ετοιμαζόταν να της πει τα παρηγορητικά του, εμφανίστηκε ο Πέτρος. Είχε βάλει αρκετά κιλά, ήταν ατημέλητος και έδειχνε πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του. Ο Ανδρέας σκέφτηκε πως αυτά τα δύο χρόνια της πανδημίας επιβάρυναν σημαντικά, τουλάχιστον εμφανισιακά, και τους παλιούς συνεργάτες του.
Ήρθε στο θέμα. Τους μίλησε για την επίσκεψη της Αθηνάς και για το πρόβλημά της. Τον άκουσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το χοντρό χαρτί με τα νούμερα και το ποίημα τους το έδειξε, λέγοντάς τους πως θα το μελετήσει με προσοχή.
«Και τώρα τι κάνουμε;»
Τους έδωσε από ένα αντίγραφο του σημειώματος που του είχε αφήσει η Αθηνά.
«Πρέπει να κινηθούμε αμέσως, μήπως και περισώσουμε κάτι. Πέτρο, θα μάθεις πού έγινε ο γάμος και θα ερευνήσεις αν είναι νόμιμος. Επίσης θα πάρεις πληροφορίες για τον ξάδερφο της Αθηνάς. Εσύ Φένια θα πας στη γειτονιά του σπιτιού με κάποια δικαιολογία που θα βρεις και θα ζητήσεις πληροφορίες για τον Μανιάτη. Θα σας περιμένω».
Όταν έφυγαν οι συνεργάτες του, ο Ανδρέας τηλεφώνησε πάλι στη γιατρό. Αυτή τη φορά ανταποκρίθηκε. Της είπε ποιος είναι και τι ζητά. Απάντησε πρόθυμα στις ερωτήσεις του. Από τη γιατρό πληροφορήθηκε πως:
-Στις 17 του Νοέμβρη μετέφεραν στο νοσοκομείο, στην εντατική, τον Μανιάτη με μεγάλη καθυστέρηση και σε σοβαρή κατάσταση.
-Ενδιαφέρθηκε προσωπικά γι’ αυτόν, γιατί ήταν γνωστός της. Ως υποψήφια της ιατρικής φοίτησε δυο χρόνια στο φροντιστήριό του.
-Του είπε ποια είναι και τη θυμήθηκε.
-Προσπάθησαν να τον συνεφέρουν, αλλά η κατάστασή του χειροτέρευε συνεχώς.
-Δύο μέρες πριν τη διασωλήνωση απέκτησε μια φοβερή διαύγεια μυαλού. Ζήτησε χαρτί και μολύβι, της υπαγόρευσε το ποίημα σαν αναγγελία θανάτου και ως παράπονο για την κόρη του, μετά ο ίδιος αράδιασε από την άλλη πλευρά του χαρτιού διάφορα νούμερα και της το έδωσε με την παράκληση να το στείλει στην κόρη του αν πεθάνει. Όπως και έγινε. Εκείνη πρόσθεσε το τηλέφωνο του σπιτιού της, στο οποίο αυτόν τον καιρό σπάνια βρίσκεται.
«Συμπεραίνω πως τα εμβόλια αυτόν δεν τον βοήθησαν».
«Μα ο Μανιάτης δεν ήταν εμβολιασμένος. Αν είχε εμβολιαστεί, το πιο πιθανό ήταν να ζούσε».
Ο Αναγνώστου της είπε απορημένος:
«Την κόρη την είχε διαβεβαιώσει η γυναίκα που τον πρόσεχε πως ήταν εμβολιασμένος».
«Δεν ήταν εμβολιασμένος, τουλάχιστον με εμβόλια ενάντια στον ιό. Ήταν το πρώτο που έψαξα. Πρώτο με το ΑΜΚΑ του διαπίστωσα πως δεν ήταν καταγεγραμμένος σε πρωτόκολλο και μετά ήλεγξα τα αντισώματά του, που ήταν σχεδόν ανύπαρκτα».
«Σας ευχαριστώ για όλα».
«Πείτε στην κόρη του πως πέθανε με μεγάλο παράπονο».
***
Το απόγευμα ο Ανδρέας και οι συνεργάτες του συναντήθηκαν στο γραφείο για ενημέρωση. Μίλησε πρώτος ο Πέτρος:
«Ο γάμος του Μανιάτη και της Γεωργιανής έγινε το Σάββατο, 20/11/2021 σε περιφερειακό δήμο της Θεσσαλονίκης. Είδα τον αντιδήμαρχο που τέλεσε τον γάμο. Ελέγξαμε μαζί τα έγγραφα. Ήταν όλα εντάξει και κυρίως αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο. Είχε από την πατρίδα της ληξιαρχική πράξη θανάτου του άντρα της και την επίσημη μετάφρασή της στα ελληνικά».
«Και ο ανιψιός του Μανιάτη;»
«Δεν τον βρήκα. Πήγα στο μαγαζί του, το βρήκα κλειστό, χτύπησα αλλά δεν απάντησε κανείς».
«Εσύ Φένια;»
«Βρήκα μια φλύαρη μανάβισσα απέναντι από το σπίτι του Μανιάτη που είναι στη Μητροπόλεως, της είπα πως είμαι δικηγόρος και τη ρώτησα πού θα βρω τον Μανιάτη, γιατί έχει μια εκκρεμότητα με το γραφείο μας. Μου είπε πως πέθανε πρόσφατα. Είχε μια γυναίκα που τον φρόντιζε, την Άννα, αλλά αυτή έλειψε για λίγο καιρό στην πατρίδα της, ο ανιψιός του έφερε μια άλλη, την Ιλόνα, αλλά δεν ξέρω πώς, ο Μανιάτης κόλλησε αυτό το καταραμένο και πέθανε. Στο σπίτι τώρα μένουν η Άννα και ο ανιψιός του Μανιάτη και το σπίτι πουλιέται».
Μετά από μικρή σιωπή μίλησε ο Ανδρέας:
«Η γεωργιανή που φρόντιζε τον Μανιάτη είχε βεβαιώσει την Αθηνά πως ο Μανιάτης ήταν εμβολιασμένος. Έμαθα από τη γιατρό που τον φρόντισε πως δεν ήταν».
«Πολύ συνηθισμένο. Είναι τα λεγόμενα “εμβόλια μαϊμού”».
« Τι λες Φένια;»
«Το διεστραμμένο μου μυαλό λέει πως υποχρέωσαν τον Μανιάτη να παντρευτεί την Άννα, να κάνει την ιδιόχειρη διαθήκη και μετά να φροντίσουν να κολλήσει κορονοϊό. Να καθυστερήσουν να καλέσουν βοήθεια, για να πάει σοβαρά άρρωστος στο νοσοκομείο και να καταλήξει».
«Και πώς κόλλησε τον κορονοϊό;»
«Μα από την Ιλόνα που σίγουρα ήταν άρρωστη» είπε ο Πέτρος. «Αλλά πού να τη βρούμε;»
Απάντησε η Φένια:
«Οι γεωργιανές έχουν κάτι άτυπες διαχειρίστριες, που τις μοιράζουν σε δουλειές. Η πιο σπουδαία από αυτές είναι η Ταμάρα. Την έχω επισκεφτεί επανειλημμένα για να μου δώσει βοηθό για τον προκομένο μου. Θα πάω και θα ζητήσω την Ιλόνα».
«Θα πάτε τώρα μαζί με τον Πέτρο. Αν τη βρεις, θα τη δεις μόνη σου. Θα την τρομάξεις δείχνοντάς της πως κάτι ξέρεις και εσύ Πέτρο θα τη φωτογραφήσεις φυσικά και θα την ακολουθήσεις για να δεις πού θα πάει. Και τα λέμε αύριο».
«Εσύ Ανδρέα τι κάνεις με τα νούμερα;»
«Από μια πρώτη ματιά που τους έριξα, συμπέρανα πως αυτά τα νούμερα δεν είναι τυχαία ριγμένα στο χαρτί. Γράφτηκαν για να μας οδηγήσουν κάπου, αλλά πού;»
***
Το βραδάκι ο Ανδρέας τηλεφώνησε στην Αθηνά. Τη βρήκε ανήσυχη και τρομαγμένη. Τη ρώτησε τι της συνέβη. Του είπε πως όταν έφυγε από το γραφείο του, κάποιος την ακολούθησε. Ένας κοντόχοντρος με μαύρα και όταν έφτασε στο δωμάτιό της, της τηλεφωνούσε επανειλημμένα κάποιος από τηλέφωνο με απόρρητο αριθμό, την έβριζε χυδαία και την απειλούσε πως αν δεν τσακιστεί να φύγει, θα την πνίξει.
« Δεν ξέρω τι να κάνω. Φοβάμαι».
Ο Ανδρέας σκέφτηκε πως η γυναίκα είναι μόνη στην πόλη και τρομαγμένη και έκανε κάτι ασυνήθιστο. Της είπε:
«Σε ένα τέταρτο να κατέβης στην καφετέρια. Θα κάνουμε έναν περίπατο και θα ηρεμήσεις».
Έτσι και έγινε. Διέσχισαν τη φανταστική, κυρίως το βράδυ, Πλατεία Αριστοτέλους, κατέβηκαν στην παραλία και περπάτησαν τη Νίκης, με κατεύθυνση τον Λευκό Πύργο. Η Αθηνά κοιτούσε προς κάθε κατεύθυνση, έβγαζε επιφωνήματα θαυμασμού και έλεγε και ξανάλεγε:
«Τι ομορφιά είναι αυτή;»
Έκαναν μικρή στάση στον Λευκό Πύργο, το ίδιο και στον ανδριάντα του Στρατηλάτη και στις Ομπρέλες του Ζογγολόπουλου. Η Αθηνά συγκινημένη είπε:
«Κύριε Ανδρέα σας ευχαριστώ γι’ αυτόν τον μαγευτικό περίπατο. Τον είχα λησμονήσει και αυτή την ώρα τον είχα απόλυτη ανάγκη».
«Αυτό το κύριε και τον πληθυντικό άφησέ τα. Σε βεβαιώνω πως αυτόν τον περίπατο έχω επιλέξει να τον κάνω πολύ συχνά και να απολαμβάνω την ομορφιά που λες. Πάμε όμως να απολαύσουμε και γευστική... ομορφιά».
Έστριψαν αριστερά, πήραν τη Ροΐδη και κάθισαν στο υπέροχο, γραφικό φαγάδικο «Το στέκι της γιαγιάς». Η Αθηνά βρήκε εξαιρετικά τα φαγητά και καταπληκτικό το κρασί.
Της είπε ο Ανδρέας:
«Είναι Μαλαγουζιά Γεροβασιλείου. Ο αμπελώνας στον οποίο παράγεται αυτό το κρασί, βρίσκεται στην Επανομή και έχει καταταγεί στους εκατό καλύτερους αμπελώνες του κόσμου».
Καθώς απολάμβαναν το επιδόρπιο, γλυκό κυδώνι, η Αθηνά είπε:
«Όλα πολύ ωραία, αλλά απειλούμαι. Φοβάμαι να επιστρέψω στο ξενοδοχείο μου».
«Όποιος θέλει να κάνει κακό, δεν το διαλαλεί. Αυτός που σου τηλεφωνεί, θέλει απλά να σε εκφοβήσει. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Θα κλειστείς στο δωμάτιό σου, θα απενεργοποιήσεις το τηλέφωνο και θα κοιμηθείς καλά, γιατί αύριο έχουμε πολλή δουλειά. Και να σου πω κάτι: Εγώ χαίρομαι γι’ αυτά τα απειλητικά τηλεφωνήματα, γιατί δείχνουν πως η άλλη πλευρά έχει λερωμένη τη φωλιά της».
***
Την άλλη μέρα, στις δύο μετά το μεσημέρι, οι τρεις συνεργάτες και η Αθηνά βρέθηκαν στο γραφείο του Ανδρέα. Μετά τις συστάσεις και λοιπά, ξεκίνησαν τη δουλειά.
Είπε η Φένια:
«Πήγαμε χτες αργά το απόγευμα στην Ταμάρα τη Γεωργιανή. Της ζήτησα να μου διαθέσει την Ιλόνα. Μου έδωσε το τηλέφωνό της, της τηλεφώνησα και συναντηθήκαμε οι δυο μας σε μια καφετέρια εκεί κοντά. Είναι σαραντάρα, λεπτή, ψηλή και νόστιμη».
Η Φένια της είπε πως ενδιαφέρεται να την προσλάβει για να υπηρετήσει έναν ηλικιωμένο.
«Πρώτα πρώτα πες μου αν είσαι εμβολιασμένη».
« Όχι γιατί έχω πιστοποιητικό νόσησης».
Η Φένια της ζήτησε το πιστοποιητικό. Της το έδωσε και το είδε.
«Μα αυτό είναι πρόσφατο. Πώς κόλλησες τον ιό;»
«Από έναν ηλικιωμένο που είχα πάει να αντικαταστήσω μια φίλη μου».
«Ήταν άρρωστος ο ηλικιωμένος;»
«Ναι και δεν το ήξερα».
«Μήπως πήγες στον ηλικιωμένο άρρωστη; Τον κόλλησες, αυτός πέθανε και εσύ έγινες καλά; Να σου θυμίσω πώς τον λέγανε;»
Η Ιλόνα άρχισε να αναψοκοκκινίζει, να ιδρώνει, να τρέμει. Πετάχτηκε ξαφνικά επάνω και έφυγε τρέχοντας.
«Και την ακολούθησα εγώ» είπε ο Πέτρος. «Με τη μηχανή μου και από απόσταση. Πήγε ευθεία στο μαγαζί του ξαδέρφου της Αθηνάς».
Ο Ανδρέας είπε:
«Αυτή την ώρα υποπτευόμαστε βάσιμα πως ο θάνατος του Μανιάτη σχεδιάστηκε για να κερδίσουν το σπίτι και ποιος ξέρει τι άλλο ονειρεύονται, αλλά χρειάζονται χρονοβόρες διαδικασίες για να το αποδείξουμε. Και αυτοί θα βιαστούν να πουλήσουν το σπίτι και μετά μην τους είδατε».
Πήρε στα χέρια του τον μεγάλο φάκελο που είχε λάβει η Αθηνά λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της, έβγαλε από μέσα το χοντρό χαρτί και είπε:
«Μόνο αυτό το χαρτί μπορεί να μας σώσει. Από τη μια πλευρά έχει ένα ποίημα. Είναι το “αντίο” του πατέρα σου Αθηνά. Είναι γραμμένο από τον εθνικό μας ποιητή, τον Σολωμό και μας αγγίζει όλους, ή σχεδόν όλους. Θα ξεκινήσουμε από αυτό. Εγώ δεν μπορώ να σας το διαβάσω. Εσύ Αθηνά;»
«Είναι αδύνατο να το διαβάσω ψύχραιμα».
«Εσύ Φένια;»
Η Φένια αρνήθηκε αφού πρώτα έριξε μια ματιά στο το χαρτί.
«Εγώ θα το διαβάσω» είπε ο Πέτρος.
«Μόνο την πρώτη και την τελευταία στροφή» του ζήτησε ο Ανδρέας ενώ του έδινε το χαρτί. Ο Πέτρος απήγγειλε:
Του πατέρα σου όταν έρθεις,
δε θα ιδείς παρά τον τάφο.
Είμαι ομπρός του και σου γράφω
μέρα πρώτη του Μαγιού.
.........................................................
.........................................................
Μόνο μια στιγμή πριν φύγει
τ΄ ουρανού κατά τα μέρη,
αργοκίνησε το χέρι,
ίσως για να σ΄ ευχηθεί.
Ο Πέτρος με το που τελείωσε την ανάγνωση, κοίταξε με έκπληξη τους άλλους που ήταν βαθιά συγκινημένοι και αναρωτήθηκε φωναχτά τι πάθανε. Του απάντησε η Φένια:
«Πέτρο, οι γονείς σου ζουν και τα έχεις καλά μαζί τους. Σου εύχομαι έτσι να συνεχίσεις. Εγώ έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με τον πατέρα μου, παρόλο που είναι πεθαμένος εδώ και χρόνια».
«Εγώ και με τη συχωρεμένη τη μάνα μου» ψιθύρισε ο Ανδρέας.
Τη σιωπή που ακολούθησε τη διέκοψε πάλι ο Ανδρέας. Πήρε το φύλλο του χαρτιού στο χέρι του και είπε στην Αθηνά:
«Όμως υπάρχει και η άλλη σελίδα και είναι το δώρο που σου κάνει ο πατέρας σου Αθηνά. Έτσι μεταφράζω το «αργοκίνησε το χέρι, ίσως για να σ΄ ευχηθεί». Αυτή λοιπόν η σελίδα είναι γεμάτη με αριθμούς, που φαίνεται να είναι ριγμένοι στην τύχη από κάποιον που δεν ήξερε τι του γίνεται. Λάθος εκτίμηση. Ανάμεσά τους ξεχώρισα μία ακολουθία Πρώτων Αριθμών».
«Τι είναι οι Πρώτοι Αριθμοί;» ρώτησε η Φένια.
«Είναι οι αριθμοί που διαιρούνται με τον εαυτό τους και τη μονάδα. Ο πρώτος Πρώτος που τον έχει σε κύκλο είναι ο 1987. Σου λέει κάτι αυτό Αθηνά;»
«Είναι η χρονολογία που γεννήθηκα» απάντησε εκείνη.
«Ανακάλυψα τον επόμενο πρώτο που είναι ο 1993 και τον επόμενο τον 1997. Αλλά τον έχει γραμμένο 19797, δηλαδή έχει παρεμβάλει ένα επτά. Και έτσι συνεχίζει. Με σωστούς Πρώτους που εναλλάσσονται με... πειραγμένους. Έβγαλα λοιπόν τα παρείσακτα νούμερα και σχημάτισα την ακολουθία 7, 12, 1, 8,...., την αντιστοίχησα με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου και μου προέκυψε η πρόταση Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ».
Τον κοίταζαν με έκπληξη που περιείχε και θαυμασμό. Εκείνος συνέχισε:
«Είναι ο τίτλος ενός εξαιρετικού μαθηματικού βιβλίου. Το είχε αυτό το βιβλίο ο πατέρας σου, Αθηνά;»
«Και βέβαια το είχε. Ήταν το αγαπημένο του. Αυτό μαζί με άλλα αξιόλογα κατά την εκτίμησή του βιβλία, ήταν δερματόδετα και τα είχε τοποθετημένα στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης».
«Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει ένα μυστικό που μπορεί να είναι σημαντικό. Δηλαδή με αυτό θα καταφέρουμε να αποκαταστήσουμε ένα όνομα και να γλυτώσουμε ένα σπίτι. Πώς μπορούμε να το κλέψουμε;»
Σκέφτηκαν διάφορους τρόπους, από ακραίους μέχρι αστείους. Η τελευταία πρόταση του Ανδρέα φάνηκε πραγματοποιήσιμη.
«Θα τηλεφωνήσεις Φένια πως ενδιαφέρεσαι να αγοράσεις το σπίτι και θέλεις να το δεις. Οπότε θα μπεις στο σπίτι και θα σταμπάρεις το βιβλίο. Στο μεταξύ θα τηλεφωνήσουμε και εμείς και θα απασχολήσουμε αυτόν που θα σου δείχνει το σπίτι, και εσύ θα έχεις την ευκαιρία να πάρεις το βιβλίο και να το ρίξεις στην ωραία πάνινη ευρύχωρη τσάντα που κουβαλάς πάντα μαζί σου».
Η επιχείρηση πέτυχε. Και ενώ η Φένια περιέγραφε στην Αθηνά σε τι κατάσταση βρίσκεται το σπίτι της, χτύπησε το τηλέφωνό της. Συνομίλησε λίγο και το έκλεισε.
«Συγνώμη» είπε «αλλά η γυναίκα που έχω αφήσει να προσέχει τον Φωκά, είναι φοβητσιάρα. Άκουσε στην τηλεόραση πως βρέθηκε και άλλη γυναίκα πνιγμένη και ριγμένη στη θάλασσα του Θερμαϊκού και φοβάται για τη ζωή της».
Ο Ανδρέας με τον Πέτρο ψαχούλευαν το δερματόδετο βιβλίο. Με ένα λεπτό, κοφτερό κοπίδι ξήλωσαν την εσωτερική πάνινη επένδυση και έβγαλαν από εκεί δύο χαρτιά. Τα πήρε ο Ανδρέας, τους έριξε μια ματιά και φωτίστηκε το πρόσωπό του. Απευθύνθηκε προς όλους και κυρίως στην Αθηνά:
«Ο γάμος του πατέρα σου με την Άννα είναι άκυρος. Έχει μόνιμο και...ζωντανό άντρα στην πατρίδα της».
Τα δυο χαρτιά πέρασαν από τα χέρια όλων. Το ένα ήταν γραμμένο στα γεωργιανά και το άλλο ήταν η επίσημη μετάφρασή του στα ελληνικά.
«Επομένως» είπε ο Πέτρος «ακυρώνουμε τον γάμο, φυσικά και τη διαθήκη».
«Και τιμωρούμε τον ξάδερφο και την Άννα, που ευθύνονται για τον θάνατο του αείμνηστου Μανιάτη», είπε ο Ανδρέας.
Ρώτησε η Αθηνά τη Φένια:
«Πώς ήταν αυτός που σου έδειξε το σπίτι;»
«Ένας χοντρός, κοντός τύπος που φορούσε μαύρα. Τον φωτογράφησα κιόλας».
Άνοιξε το κινητό της και έδειξε τη φωτογραφία.
«Δεν είναι αυτός ο ξάδερφός μου» είπε με ανακούφιση η Αθηνά. «Είναι αυτός που με παρακολουθούσε όταν βγήκα από το γραφείο και ενδεχόμενα αυτός που με τρομοκρατούσε με τα τηλεφωνήματά του».
Έπεσε σιωπή. Κάποτε τη διέκοψε ο Ανδρέας:
«Αλλά η Ιλόνα πήγε στον ξάδερφό σου. Σε παρακαλώ, Φένια, τηλεφώνησε στην Ιλόνα».
Τηλεφώνησε επανειλημμένα, αλλά το τηλέφωνό της ήταν εκτός λειτουργίας. Πήρε και την Ταμάρα. Εκείνη της είπε πως η Ιλόνα έχει εξαφανιστεί.
Του Ανδρέα του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Είπε στους άλλους:
«Θα κάνουμε ένα διάλειμμα. Πείτε τα εσείς. Εγώ θα επιστρέψω σε μια ώρα».
Κατέβηκε στον δρόμο, μπήκε σε ένα ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του μαγαζιού του Οδυσσέα, που ήταν σε μια πάροδο της Παπάφη, λίγο πριν τη διασταύρωση με την Κανάρη. Το μαγαζί είχε τα χάλια του, αλλά μεγαλύτερα χάλια είχε ο Οδυσσέας, ο ξάδερφος της Αθηνάς. Αδύνατος, με γένια, κατακόκκινα μάτια, άπλυτος και κακοντυμένος. Ταράχτηκε που είδε τον Αντρέα. Εκείνος τον καθησύχασε, λέγοντάς του πως είναι φίλος. Του έδωσε να φορέσει μια μάσκα, κάθισε απέναντί του σε ένα άθλιο κάθισμα και σε απόσταση πάνω από δύο μέτρα και τον ρώτησε αν είναι άρρωστος. Ο Οδυσσέας του απάντησε πως τώρα είναι υγιής. Και αυτός και η Ιλόνα, που είναι η σύντροφός του. Είχαν κολλήσει τον ιό, αλλά θεραπεύτηκαν. Ο Ανδρέας τον ρώτησε πού βρίσκεται τώρα η Ιλόνα. Αυτός του απάντησε πως το προηγούμενο βράδυ πήγε σε αυτόν και από κει τηλεφώνησε στο κάθαρμα και του είπε πως την έμπλεξε άσχημα, αυτός ήρθε την πήρε για να πάει σε δουλειά, και από τότε είναι εξαφανισμένη.
«Το κάθαρμα είναι ο κοντός, χοντρός που φοράει μαύρα;»
«Ναι. Πάνο Καταπόδη τον λένε. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που αποφυλακίστηκε τον Φλεβάρη του 21 και γύρισε στην Άννα, με την οποία είχε δεσμό πριν φυλακιστεί».
«Γιατί φυλακίστηκε και πόσο;».
«Για διακίνηση ναρκωτικών. Έφαγε 18 μήνες».
Επειδή ο Οδυσσέας τους ήταν εμπόδιο στα σχέδια που έκανε με την Άννα, εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του, τον φούλαρε στα ναρκωτικά και τον αχρήστευσε. Και έκαναν αυτά που έκαναν. Πίεσαν τον Μανιάτη να παντρευτεί την Άννα, να της παραχωρήσει με ιδιόχειρη διαθήκη το σπίτι και τελικά τον ξέκαναν.
«Πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;»
«Από την Ιλόνα που είναι φίλη της Άννας. Επίσης η Ιλόνα μου είπε πως η Άννα έχει άντρα απ’ τη Γεωργία. Αλλά δεν ήμουν ικανός να κάνω κάτι. Ήμουν συνέχεια φτιαγμένος και χαμένος».
«Τώρα τι κάνεις;»
«Αποφάσισα να σταματήσω τα ναρκωτικά και να ψάξω να βρω την Ιλόνα. Δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτή».
Ο Ανδρέας του έδωσε χρήματα, του ζήτησε να περιποιηθεί τον εαυτό του, να ενεργοποιήσει το κινητό του και σε δυο μέρες να περιμένει τηλεφώνημα για να συναντηθεί με την ξαδέρφη του.
***
Επιστρέφοντας στο γραφείο ο Ανδρέας, ζήτησε από τον Πέτρο να του «στείλει» στο κινητό του τη φωτογραφία της Ιλόνα. Μετά πήρε τον... άσπονδο φίλο του, τον αστυνόμο Μαυροδήμο.
«Λέγε Ανδρέα γρήγορα τι θέλεις, γιατί έχω δουλειά».
«Χτες ψαρέψατε μια πνιγμένη γυναίκα στη θάλασσα. Είδες το πρόσωπό της;»
«Ναι, το είδα».
«Αν σου στείλω μια φωτογραφία, θα μου πεις αν είναι αυτή;»
«Πολλά ζητάς».
«Όχι αν πρόκειται να συλλάβεις εσύ τον δολοφόνο. Μιλάμε για μεγάλη υπόθεση. Το χρυσό αστέρι σε καρτερεί».
Σε πέντε λεπτά έμαθαν πως η νεκρή γυναίκα ήταν η Ιλόνα.
***
Την επόμενη μέρα, αφού πρώτα ο Ανδρέας συνεννοήθηκε με τον αστυνόμο Μαυροδήμο, ο Πέτρος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της Μητροπόλεως. Του άνοιξε η Άννα. Της είπε την ιδιότητά του και της εξήγησε πως προέκυψε ένα πρόβλημα με τον γάμο της. Την καλούσε να επισκεφτεί το δικηγορικό τους γραφείο μέχρι το μεσημέρι, για να δώσει κάποιες εξηγήσεις. Διαφορετικά θα πήγαιναν στον εισαγγελέα.
«Τι δουλειά έχει το δικηγορικό Γραφείο;» ρώτησε έντρομη η Άννα.
«Εκπροσωπούμε την κυρία Αθηνά, κόρη του μακαρίτη του Μανιάτη».
Πήγαν στο γραφείο, που τους περίμενε μόνος ο Ανδρέας, σε μια ώρα, η Άννα και ο κοντόχοντρος τύπος με τα μαύρα. Δικαιολόγησε την παρουσία του ως σύμβουλος της Άννας. Ζήτησε να τους πει στα γρήγορα τι τους θέλει, γιατί βιάζονται. Ο Ανδρέας, κρατώντας τα δυο έγγραφα, είπε στην Άννα:
«Κυρία, έναν Ιβάν Κοντασβίλι τον γνωρίζεις; Είναι ο νόμιμος άντρας σου και ζει στην Τιφλίδα».
Η Άννα πάγωσε και ο συνοδός της ρώτησε:
«Και τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει πως ο γάμος είναι άκυρος, φυσικά και η διαθήκη και η κυρία θα δικαστεί».
Εκείνος έβγαλε πιστόλι και σημάδεψε τον Ανδρέα.
«Θα σε καθαρίσω, κάθαρμα, εκτός αν υποσχεθείς πως δεν θα μαρτυρήσεις τίποτα και θα μου δώσεις αυτά τα χαρτιά».
Ο Ανδρέας του είπε:
«Πριν με καθαρίσεις, πες μου πώς καθάρισες την Ιλόνα;»
«Θα σου το πω για να ξέρεις τι θα πάθεις αν μιλήσεις. Πήγαμε για φαγητό στην Περαία. Μετά την έκανα μια ρομαντική βόλτα στη σκάλα και όταν φτάσαμε στην άκρη, έβγαλα το κατάλληλο σύρμα, την έπνιξα και την έριξα στη θάλασσα. Δώσε μου τώρα τα κωλόχαρτα που κρατάς».
Η πόρτα του γραφείου άνοιξε με πάταγο. Ήταν ο αστυνόμος Μαυροδήμος που παρακολούθησε σε οθόνη όσα έγιναν στο γραφείο του Ανδρέα. Ο κοντόχοντρος κ.λπ. γύρισε να δει και ο Ανδρέας του έδωσε ένα χτύπημα στο χέρι που κρατούσε το πιστόλι, που του ξέφυγε. Μετά του έριξε μια κλωτσιά στο στομάχι και άλλη μια στην ευαίσθητη περιοχή. Στο μεταξύ πλησίασαν ο Αστυνόμος Μαυροδήμος και η ένστολη συνοδεία του και πέρασαν χειροπέδες, σε αυτόν και στην Άννα.
***
Είναι δειλινό. Στο γραφείο του Ανδρέα, η Αθηνά είναι μπροστά στο παράθυρο και παρακολουθεί μελαγχολική την απίθανη δύση. Παρατηρούσε αναστενάζοντας τα χρώματα που εναλλάσσονταν από το κόκκινο του αίματος μέχρι που έπεσε κατάμαυρη κουρτίνα. Ο Ανδρέας τακτοποιούσε έναν φάκελο.
«Είναι όλα έτοιμα» της είπε και της έδωσε τον φάκελο.
«Αυτό ήταν;» λέει στον Ανδρέα.
«Ναι, αυτό ήταν», της απάντησε. «Και δεν ήταν λίγο».
Πράγματι, είχαν προφυλακίσει την Άννα και τον μαυροφορεμένο σύντροφό της, που το έπαιζε και ανιψιός του Μανιάτη. Είχαν διαλευκάνει τον θάνατο της Ιλόνα και η Αθηνά είχε κλείσει τον απαρηγόρητο από την απώλεια της φίλης του ξάδερφό της σε ίδρυμα αποτοξίνωσης, με δικά της φυσικά έξοδα και του είχε υποσχεθεί όταν θεραπευτεί να μένει στο σπίτι της.
«Δηλαδή θα σε αποχωριστώ, Ανδρέα; Ξέρεις, θα μου λείψεις».
«Και εσύ θα μου λείψεις Αθηνά».
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, αλλά... ντρέπομαι».
«Ντρέπεσαι; Πολύ ενδιαφέρον. Ακούω».
«Τι είναι αυτή η... η μακαρονάδα... «κομπλέ» που έχει γίνει διάσημη;»
«Αχ αυτή η Νάντια η μαρτυριάρα... Θα έλεγα πως είναι μία... μια... ιεροτελεστία που περιλαμβάνει ιδιαίτερο φαγητό και σεξ, ή σεξ και ιδιαίτερο φαγητό».
«Και τι προσόντα πρέπει να έχει μια γυναίκα για να την απολαύσει; Την ιεροτελεστία εννοώ».
«Το κυριότερο να μην είναι πελάτισσά μου».
Εκείνη του κούνησε πέρα δώθε μπροστά στα μούτρα του τον φάκελο που πριν λίγο της είχε δώσει και του είπε:
«Εγώ δεν είμαι πια πελάτισσά σου».
Κοιτάχτηκαν, συνεννοήθηκαν και το πραγματοποίησαν. Μάλιστα και με τις δυο εκδοχές: Πρώτα το ένα και μετά το άλλο και πρώτα το άλλο και μετά το ένα. Αλλά και με τις δύο εκδοχές... «κομπλέ».
Ετικέτες: Αργύρης Παυλιώτης