Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Στάθηκε στο πλάι του παραθύρου και με τα δυο της δάκτυλα τράβηξε λίγο την κουρτίνα σαν τον κλέφτη που «τσεκάρει» τον δρόμο. Κοίταξε τους άλλους, τους άλλους που έμοιαζαν με εκείνη. Άνθρωποι στα μπαλκόνια τους να θαυμάζουν τον δρόμο, όπως κοιτάει ένα παιδί ένα μαγαζί με παιχνίδια και ανυπομονεί να μπει μέσα.
«Βαρέθηκα. Θέλω να ανασάνω. Αυτοί οι τέσσερις τοίχοι μου προκαλούν ασφυξία.» Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν ανασαίνω, σου λέω. Δεν έχει άλλο οξυγόνο εδώ μέσα.» Χαμήλωσε την φωνή της καθώς η παραδοχή την τρόμαζε. «Τέλειωσε από καιρό.» Κοίταξε τα χέρια της. «Κι εσύ. Εσύ…» ανάσαινε γρήγορα, «…σε όλα βρίσκεις κάτι θετικό να πεις. «“Είναι τέλειο. Θα έχουμε επιτέλους λίγο περισσότερο χρόνο μαζί. Θα δούμε ταινίες, θα μαγειρέψουμε, θα κοιμηθούμε λίγο παραπάνω, θα κάνουμε έρωτα”», μιμήθηκε την φωνή του. «Έρωτα. Ναι, την ξέρεις καλά αυτήν την λέξη. Ξέρεις όλες τις σωστές λέξεις. Όλα τα λες σωστά, όλα τα πράττεις σωστά. Εγώ, τι ήμουν εγώ; Ένα άχαρο κορίτσι, ένα αμόρφωτο πλάσμα που μου έκανες την τιμή να με κοιτάξεις.» Σταγόνες δακρύων πλημμύρισαν το εσωτερικό των ματιών της. Δεν θα έσταζαν. Έμαθαν από καιρό να μην στάζουν. «Μου το είπες τόσες φορές, που ρίζωσε μέσα μου. Ένα άχαρο πλάσμα. Έβλεπα τους άλλους να σε θαυμάζουν, τις γυναίκες να με ζηλεύουν. Πίεζα τον εαυτό μου να νιώσω τυχερή. Ένιωθα τυχερή. Πολύ. Μόνο που η τύχη μου τελείωνε όταν η πόρτα του σπιτιού μας έκλεινε.» Η σιωπή της απλώθηκε για λίγο στο δωμάτιο. «Το τάβλι, το σκάκι, όλα τα παιχνίδια κρυμμένα από καιρό. Τα θυμήθηκες τώρα. Θα παίζαμε και θα περνούσαμε ωραία. Ήμουν τυχερή. Δεν ήθελα, αλλά ήμουν. Δεν μου άρεσε η επιβράβευση σου.» Σήκωσε το μανίκι του δεξιού χεριού της και κοίταξε τις μελανιές. «Ήθελα να χάσω, ήθελα να κερδίζεις. Πόσο το ήθελα. Η τύχη όμως, σε μια διεστραμμένη εκδοχή, δεν μου έκανε το χατίρι.» Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. «Ξέρω. Εγώ φταίω. Όλα τα κάνω λάθος. Όταν κερδίζω σε ένα παιχνίδι είναι γιατί κλέβω, όταν λέω κάτι και με θαυμάζουν είναι γιατί το έμαθα από εσένα, όταν δεν προσποιηθώ ότι ικανοποιήθηκα είναι γιατί εγώ δεν είμαι θερμή. Ξέρεις τι μου είπε ο τελευταίος γιατρός, όταν του είπα ότι είμαι ανίκανη να κάνω έρωτα;» Ξεροκατάπιε από φόβο. «Μου είπε πως θα έπρεπε μάλλον να βρω άλλον άντρα.» Τον κοίταξε στα μάτια. «Και ξέρεις τι; Θέλω. Πραγματικά το θέλω. Θέλω να έχω κάποιον να με αγαπάει και να μου φέρεται τρυφερά. Φοβάμαι όμως και δεν ξέρω πού να τον βρω.» Κοίταξε πάλι έξω. «Ήταν ωραίο το τελευταίο παιχνίδι που παίξαμε. Η τρομερή ιδέα σου, κάνουμε ένα έγκλημα – ναι, έτσι το είπες, χρησιμοποίησες την λέξη έγκλημα - δίνουμε κάποια στοιχεία και ο άλλος πρέπει να βρει τι έκανες. Ήταν ωραίο παιχνίδι. Ήταν στο χέρι μου να χάσω.» Έκλεισε τα μάτια. «Δεν ήξερα ότι το τίμημα θα ήταν το ίδιο. Έτσι, για να ξέρεις, είχα καταλάβει αμέσως ότι έσπασες την αγαπημένη μου κούπα.»
Γύρισε και κοίταξε ακόμα μια φορά τα άψυχα μάτια του άντρα στον καναπέ. «Εσύ, ακόμα να το βρεις;»
Φωτογραφία: Όλγα Γεωργιάδου
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Γεωργία Παπαλυμπέρη