Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Όταν άκουσε το θλιβερό μαντάτο δεν τρόμαξε, δεν απελπίστηκε, δεν μελαγχόλησε, δεν έκλαψε, αλλά ύψωσε μέσα του ένα τοίχος προστασίας. Την Άρνηση.
«Εγώ κορωνοϊό; Από πού ως πού; Ήμουν συνέχεια έγκλειστος και τήρησα όλους τους άλλους κανόνες. Εξάλλου νιώθω υπέροχα. Έκαναν λάθος».
Ο γιατρός του ζήτησε να περιμένει για να τον μεταφέρουν στην εντατική. «Δεν σφάξανε» είπε και το έσκασε. Ευκολότατο. Γινόταν τέτοιος χαμός, που κανείς δεν του έδωσε σημασία. Με τη μάσκα στη μύτη και τα γάντια στα χέρια του διέσχισε τον μεγάλο διάδρομο που οδηγούσε στην έξοδο. Βγήκε από το ΑΧΕΠΑ, πέταξε τη μάσκα και πήρε τον κατήφορο.
Σε πέντε λεπτά έφτασε στην Εγνατία και έστριψε δεξιά. Έρημοι οι δρόμοι. Με τους ελάχιστους που διασταυρώθηκε, αντάλλαξαν καχύποπτες ματιές. Έφτασε στην Εθνικής Αμύνης και την κατέβηκε με προορισμό την παραλία. Όταν είχε βαριές σκοτούρες, εκεί κατέληγε για ηρεμία και περισυλλογή.
Αλλά κάτι τον απασχολούσε: Πώς βρέθηκε στο νοσοκομείο και πού βασίστηκε ο γιατρός για να του μιλήσει για εντατική;
Στο φανάρι της Τσιμισκή σκέφτηκε κάτι που τον πλημμύρισε με Οργή. Πριν από λίγες μέρες τον πρόφτασε, καθώς περίμενε το ασανσέρ για να ανέβει σπίτι του, το κάθαρμα που μένει στο δώμα, στην ταράτσα της οικοδομής. «Ανώτερος» υπάλληλος του δήμου, αγενέστατος, υβριστικός, απρεπής, ενίοτε και χυδαίος. Του παρατήρησε πως θα ανέβουν με τη σειρά ένας ένας και έπιασε το πόμολο της πόρτας του ασανσέρ. Το κάθαρμα του άρπαξε με το γαντοφορεμένο του χέρι τον γυμνό του καρπό, τον τράβηξε φωνάζοντας δυνατά μπροστά στη μούρη του έχεις όρεξη για καβγά μπάρμπα» και του πήρε τη σειρά.
Ανέβηκε σπίτι του, πλύθηκε, απολυμάνθηκε, αλλά φαίνεται πως το κακό είχε γίνει. Τον παλιάνθρωπο. Είναι ικανός να κυκλοφορεί με ένα μολυσμένο από τον κολωνοϊό γάντι και να σπέρνει τον θάνατο.
Έφτασε στην παραλία, κάθισε σε ένα παγκάκι απέναντι από τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου. Άνοιξη. Ομορφιά. Κρίμα να πεθάνει. Πώς θα μπορούσε να παρατείνει τη ζωή του; Να μπει στην εντατική και να διασωληνωθεί αποκλείεται. Προτιμούσε τον θάνατο. Αν όμως έψαχνε γι’ αυτό το φάρμακο που αντιμετωπίζει μερικώς τον κορωνοϊό; Να προχωρήσει σε Συναλλαγή; Να το πληρώσει όσο όσο;
Αναστέναξε βαθιά. «Ζήσε Μάη μου» ψιθύρισε. «Τετέλεσται. Δεν έζησα και δεν απόλαυσα λίγα αγαθά!»
Σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο για το σπίτι με βαριά Κατάθλιψη, έχοντας Αποδεχτεί τη μοίρα του. Κάτι όμως τον βασάνιζε. Σε κανένα από τα αστυνομικά που είχε διαβάσει δεν είχε βρει το τέλειο έγκλημα. Αυτός ο αχρείος με το μολυσμένο γάντι προκαλεί εγκλήματα, που δεν θα ψάξει κανείς να βρει τον ένοχο. Δηλαδή διαπράττει τέλεια εγκλήματα, επομένως θα μείνει ατιμώρητος. Ε, όχι. Και τότε μέσα στο σκοτάδι του διέκρινε μια ολόφωτη χαραμάδα. Ψιθύρισε: Το τέλειο έγκλημα θα το διαπράξει άλλος!
Ανέβηκε στο δώμα που έμενε το κάθαρμα. Έβγαλε ένα χαρτομάντηλο, το έφτυσε πολλές φορές και σκούπισε με αυτό το πόμολο της πόρτας του. Χαμογελαστός προχώρησε στο άκρο της ταράτσας, άπλωσε τα χέρια του και πριν πέσει στο κενό, φώναξε δυνατά:
«Οργάνωσα το τέλειο έγκλημα…».
Το χέρι της γυναίκας του τον ταρακούνησε.
«Τι έπαθες, χριστιανέ μου;»
«Οργάνωσα το τέλειο έγκλημα».
«Στον ύπνο σου;»
Μερικές στιγμές σιωπής. Μετά βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης:
«Όνειρο ήταν;»
Και η γυναίκα παρατήρησε:
«Μπορεί να τη γλυτώσουμε από τον κορωνοϊό, όχι όμως και από τα επακόλουθα του εγκλεισμού».
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Αργύρης Παυλιώτης