Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Για πρώτη φορά από τη μέρα που απαγορεύτηκε η κυκλοφορία, ξύπνησα ευδιάθετος. Πήγα σφυρίζοντας στην κουζίνα να ετοιμάσω πρωινό για τον φιλοξενούμενό μου: καφέ, φρυγανιές, βούτυρο, μέλι κι ένα ποτήρι χυμό. Αν θέλει και κανένα αυγό θα μου πει και θα του φτιάξω. Εγώ πάλι το πρωί, μόνο καφέ. Τα αράδιασα όλα σ’ ένα δίσκο και πήγα στο δωμάτιό του.
«Καλημέρα», του είπα, «πώς κοιμήθηκες;»
Με κοίταξε με απελπισία. «Τουαλέτα», μου είπε ξεψυχισμένα.
«Α, ναι», απάντησα και του έλυσα τα πόδια. Έτριψε τους αστραγάλους του που είχαν μουδιάσει κι έκανε να σηκωθεί.
«Μόνο με το σώβρακο», του είπα αυστηρά. Είχα δει χτες το βράδυ πόσο ικανός ήταν στα σκαρφαλώματα και δεν είχα καμιά διάθεση να το σκάσει από το παραθυράκι του μπάνιου. Ήταν βέβαια μικροσκοπικό κι έβγαζε στο φωταγωγό· αμφέβαλλα αν θα χωρούσε, μ’ αυτούς όμως ποτέ δεν ξέρεις. Με κοίταξε με απελπισία και υπάκουσε. Του έδειξα πού είναι το αποχωρητήριο, αλλά, καλού-κακού, στάθηκα έξω απ’ την πόρτα.
Θα ήταν δύο ή τρεις μετά τα μεσάνυχτα κι όπως κάθε νύχτα, έτσι και χθες στριφογύριζα αδιάκοπα στο κρεβάτι, χωρίς να μου κολλάει ο ύπνος. Άκουσα ένα τρίξιμο στη μπαλκονόπορτα. Πώς διάολο είχε καταφέρει ν’ ανέβει τέσσερα πατώματα, σ’ ένα κατακόρυφο τοίχο, χωρίς να έχει να πιαστεί από πουθενά – αυτό δε μπόρεσα να το καταλάβω. Αλλά από διαρρηκτικές ικανότητες… μετεξεταστέος. Δέκα λεπτά του πήρε να παραβιάσει μια απλή μπαλκονόπορτα! Ρουμάνος θα είναι: άσσοι στη γυμναστική αλλά τα χέρια τους δεν πιάνουν. Όταν επιτέλους τα κατάφερε ν’ ανοίξει, του την είχα στημένη. Προσπάθησε να το σκάσει αλλά τον πρόλαβα. Τον πήγα σηκωτό στο υπνοδωμάτιο και τον έδεσα. Να που αυτές οι χειροπέδες που είχα αγοράσει πριν χρόνια για πλάκα, από ένα sex shop στο Σόχο, αποδείχθηκαν τελικά χρήσιμες. «Κοιμήσου τώρα, κι αύριο το πρωί τα λέμε», του είπα. Εγώ πλάγιασα στον καναπέ, στο σαλόνι, αλλά χαλάλι.
Άκουσα το καζανάκι κι ύστερα τη βρύση του νιπτήρα. «Πλύνε καλά τα χέρια σου», του φώναξα. Απ’ το πρωί ως το βράδυ αυτό μας πιπιλάνε, τι να κάνω, κόλλησα κι εγώ. Τον οδήγησα πίσω στο δωμάτιο και του ξαναφόρεσα τις χειροπέδες στα πόδια. Όχι πως δεν προσπάθησε να με κλωτσήσει και να το σκάσει, αλλά εγώ από κάτι τέτοια δε μασάω. Έδειξε να αποδέχεται τη μοίρα του. Ήπιε μια γουλιά καφέ και δάγκωσε μια φρυγανιά.
«Μη φέρεις μπάτσους», μου είπε. «Εγώ φύγει και δεν έρθει ξανά ποτέ. Ορκίζομαι», είπε κι έκανε με τα δάκτυλα ένα σχήμα που θύμιζε σταυρό.
Γέλασα. «Εγώ όχι φωνάξει αστυνομία. Εσύ μείνεις εδώ μέχρι σταματήσει απαγόρευση». Τελικά, πλάκα έχει να μιλάς σπασμένα Ελληνικά.
«Και τι με κάνεις;» είπε φοβισμένα.
«Θα σου μάθω μπιρίμπα», του είπα. «Κάπου δυο μήνες θα μείνουμε κλεισμένοι. Θα γίνεις ξεφτέρι».
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Τεύκρος Μιχαηλίδης