Όταν τον είδα στο γραφείο της ανάκρισης του είχαν φορέσει χειροπέδες. Είχε ξεραμένα αίματα στο πρόσωπο και το ένα του χέρι τυλιγμένο με επιδέσμους.
«Γιατί το έκανες;» τον ρώτησα.
Με κοίταξε με μίσος.
«Ρωτάς; Δεν το ξέρεις; Με απατούσε, μπάτσε» απάντησε. «Και θα καθαρίσω και τον αγαπητικό της».
Έσκυψα κοντά του. «Δε νομίζω» του είπα. «Όλα τέλειωσαν».
Πρόλαβα να δω μόνο μια λάμψη. Μια αστραπιαία κίνηση. Ήταν ένα μαχαίρι που έκρυβε μέσα στον επίδεσμο. Το κάρφωσε στην κοιλιά μου. Όλα σκοτείνιασαν, ένιωσα να χάνομαι.
«Σ’το είχα πει, μπάτσε. Ήταν δικιά μου και μόνο δικιά μου», άκουσα τη φωνή του κι όλα χάθηκαν.
Ετικέτες: Δημήτρης Μαμαλούκας