Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας - Δημήτρης Μαμαλούκας
Δημήτρης Μαμαλούκας - Ανάκριση
Όταν τον είδα στο γραφείο της ανάκρισης του είχαν φορέσει χειροπέδες. Είχε ξεραμένα αίματα στο πρόσωπο και το ένα του χέρι τυλιγμένο με επιδέσμους.
«Γιατί το έκανες;» τον ρώτησα.
Με κοίταξε με μίσος.
«Ρωτάς; Δεν το ξέρεις; Με απατούσε, μπάτσε» απάντησε. «Και θα καθαρίσω και τον αγαπητικό της».
Έσκυψα κοντά του. «Δε νομίζω» του είπα. «Όλα τέλειωσαν».
Πρόλαβα να δω μόνο μια λάμψη. Μια αστραπιαία κίνηση. Ήταν ένα μαχαίρι που έκρυβε μέσα στον επίδεσμο. Το κάρφωσε στην κοιλιά μου. Όλα σκοτείνιασαν, ένιωσα να χάνομαι.
«Σ’το είχα πει, μπάτσε. Ήταν δικιά μου και μόνο δικιά μου», άκουσα τη φωνή του κι όλα χάθηκαν.
Καλοκαιρινά «αστυνομικά» από τους συγγραφείς της ΕΛΣΑΛ
Με το καλοκαίρι να έχει «εφορμήσει» πλέον για τα καλά, η ΕΛΣΑΛ προτείνει μερικά εξαιρετικά αστυνομικά μυθιστορήματα πρόσφατης «εσοδείας», γραμμένα από συγγραφείς-μέλη της, που ανταποκρίνονται σε κάθε λογοτεχνική προσδοκία και αναγνωστικό γούστο.
Μαμαλούκας Δημήτρης: "ΑΡΚ"
Εθνική οδός. Κυριακή 13/5 βράδυ.
Η Ζωή οδηγούσε το μαύρο Corsa της βαριεστημένα προσέχοντας κάθε τόσο τα φώτα του μπροστινού της καθώς η τεράστια ουρά των αυτοκινήτων κινούνταν με αργούς ρυθμούς προς την πρωτεύουσα. Ένιωθε κουρασμένη μα περισσότερο την αηδίαζε η σκέψη άλλης μιας εργάσιμης εβδομάδας που ερχόταν. Είχε περάσει ένα μέτριο Σαββατοκύριακο με τους γονείς της και το μικρό της αδερφό.
Καθώς σταματούσε γι’ άλλη μια φορά, τον πρόσεξε. Ήταν σ’ ένα μαύρο Fabia και δίπλα του καθόταν μια κοπέλα με σγουρά ξανθά μαλλιά που κάλυπτε μ’ ένα άσπρο μαντήλι.
Τεύκρος Μιχαηλίδης - Σε μια ακρογιαλιά του Σαρωνικού
Μόλις πέρασα την Αγία Μαρίνα έκοψα ταχύτητα. Οδηγούσα προσεκτικά, πασχίζοντας να διακρίνω τη θαλαμηγό μέσα στο σκοτάδι. Την εντόπισα στ’ ανοιχτά ενός κολπίσκου. Κατέβηκα στην παραλία κι έβγαλα τα κιάλια. Οι συνένοχοί μου ήταν όλοι εκεί. Ο «Τολστόι», ο δικηγόρος - το «Χλωμό Τσεκούρι» - κι η «Θεία Όλγα», αυθεντία στο ξέπλυμα. Έβγαλα το πιστόλι. Δεν έπρεπε ν’ αστοχήσω. Ετοιμάστηκα ψύχραιμα και πυροβόλησα. Διάνα!
Την επομένη, η υπαστυνόμος Πετροπούλου, ειδοποιημένη από τους παραθεριστές - ήταν ακόμα αρχές Σεπτέμβρη - έφτασε αμέσως. Σήκωσε το σεντόνι, εξέτασε το πτώμα, έδειξε στον βοηθό της τη θέση του χεριού, τα αίματα, τα κολλημένα μαλλιά. «Αυτοκτονία!» αποφάνθηκε. Η θαλαμηγός ήταν άφαντη.
Δε ξέρω αν έτσι θα γίνουν τα πράγματα. Πάντως εγώ έτσι τα σχεδίασα.
Φώντας Λάδης - Ήξερε
Εφτά το απόγευμα. Το θυροτηλέφωνο χτύπησε. Το γνωστό μέντιουμ Κλεονίκη Π. ήξερε ποιος ήταν. Όπως άλλωστε ήξερε, πως το κουδούνι θα χτυπούσε στις εφτά. Ωστόσο ρώτησε: “Ποιος είναι;”. Ο επισκέπτης είπε το όνομά του κι εκείνη άνοιξε.
Κάθισαν. Πρόσφερε καφέ. (Οι άντρες της σήμανσης που βρήκαν αργότερα το πτώμα, είδαν στο τραπέζι δυο μισοάδεια φλυτζάνια και ένα τασάκι με αποτσίγαρα).
Τι συζήτησαν; Σε τι ύφος; Πότε ακριβώς και πώς διέκοψαν; Πολλοί ρωτούν: Αφού ήταν μέντιουμ, πώς δεν πρόβλεψε το θάνατό της; Η απάντηση είναι: Τον πρόβλεψε. Γι αυτό και δεν έκανε τίποτα για να τον αποφύγει.
Όταν κατάλαβε ότι ο επισκέπτης ήταν έτοιμος, έγειρε στον καναπέ, έβαλε το πρόσωπό της κάτω από το μαξιλάρι και του είπε: “Τώρα!”.