Αστυνομική λογοτεχνία και δημοσιογράφοι στην Ελλάδα
Ο σημαντικότερος Έλληνας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Γιάννης Μαρής (1916-1979), υπήρξε καταξιωμένος δημοσιογράφος. Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα από την εφημερίδα Μάχη, κάνοντας ρεπορτάζ, γράφοντας άρθρα και σχόλια, συνέχισε σε διάφορα δημοσιογραφικά «μαγαζιά» και κατέληξε στο συγκρότημα Μπότση στο οποίο ανήκαν οι μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες Ακρόπολις και Απογευματινή. Αλλά και οι άλλοι αστυνομικοί συγγραφείς που εμφανίστηκαν μαζί του την ίδια εποχή, την δεκαετία του ’50 υπήρξαν δημοσιογράφοι. Ο Νίκος Μαράκης ήταν αστυνομικός ρεπόρτερ στο Βήμα και τα Νέα, όπως και ο Ανδρόνικος Μαρκάκης. Πριν από αυτούς είχε γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα-παρωδία ο Παύλος Νιρβάνας (Το έγκλημα του Ψυχικού, 1927), ενώ το 1938 η Ελένη Βλάχου έγραψε Το μυστικό της ζωής του Πέτρου Βερίνη που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Καθημερινή. Ο επίσης δημοσιογράφος Χρίστος Χαιρόπουλος δημοσίευσε σε εφημερίδα, το Εμπρός, παρόμοιο μυθιστόρημα, Τα καλλιστεία του θανάτου το 1952.
Δημοσιογράφος ήταν ο Απόστολος Μαγγανάρης, ο δημιουργός της θρυλικής Μάσκας που έγραφε αστυνομικές ιστορίες με ξένους ήρωες (π.χ. του Άγιου και του Ντετέκτιβ Χ), δημοσιογράφοι κι ο Δημήτρης Χανός που έγραψε πολύτιμες μελέτες για την αστυνομική λογοτεχνία, μα κι ο Νίκος Φώσκολος που έγραψε αστυνομικές ιστορίες για το ραδιόφωνο.
Όλοι αυτοί χρησιμοποιούσαν ως ήρωες στις ιστορίες τους ανθρώπους που είχαν συναντήσει στη διάρκεια της δημοσιογραφικής τους δουλειάς. Γνώριζαν καλά τον κόσμο που περιέγραφαν, μεταφέροντας στον χώρο της λογοτεχνίας τις φανερές και κρυφές πλευρές της κοινωνίας, στην οποία ζούσαν. Ο Νίκος Μπακουνάκης στο βραβευμένο με κρατικό βραβείο βιβλίο του Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ, αναφερόμενος στην Ελένη Βλάχου και το πρώτο της ρεπορτάζ από τα δικαστήρια, γράφει ότι «... το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα προάγεται και παράγεται μέσα στα γραφεία των εφημερίδων».
Η δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963ωαπασχόλησε τη δημοσιογραφία: τη στιγμή που διαπράχτηκε, μα και αργότερα. Στη διαλεύκανση της υπόθεσης και τη σύλληψη των δολοφόνων συνέβαλαν με τις έρευνες τους οι δημοσιογράφοι Γιάννης Βούλτεψης (Αυγή), Γιώργος Μπέρτσος (Ελευθερία) και Γιώργος Ρωμαίος (Βήμα - Νέα). Ο πρώτος εξ αυτών, στα τέλη του Ιουνίου 1965, βραβεύτηκε στην κατηγορία «αστυνομικό ρεπορτάζ» του περιοδικού Ελευθεροτυπία για την πληρέστερη κάλυψη της υπόθεσης Λαμπράκη «από αστυνομικής πλευράς» και για την «οξυδερκή ανάγνωση του σχετικού με το έγκλημα ανακριτικού έργου». Έκτοτε, ο Βούλτεψης πήρε το παρατσούκλι «Σέρλοκ Χολμς» που του κόλλησαν οι συνάδελφοί του.
Το έγκλημα της Θεσσαλονίκης, η δολοφονία του Λαμπράκη, απασχόλησε και τη λογοτεχνία. Το 1966 εκδόθηκε το μυθιστόρημα του επίσης δημοσιογράφου Βασίλη Βασιλικού Ζ, με υπότιτλο Φανταστικό ντοκυμανταίρ ενός εγκλήματος, που δεν θεωρείται αστυνομικό, αφού τους δράστες του εγκλήματος τους γνωρίζουμε από την αρχή, ωστόσο η ομώνυμη ταινία του Κώστα Γαβρά είναι πολιτικό θρίλερ.
Οι αστυνομικοί συγγραφείς της εποχής του Γιάννη Μαρή, εκτός από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις τους (άρθρα, συνεντεύξεις, ρεπορτάζ, σχόλια), έγραφαν στον ελεύθερο χρόνο τους θεατρικά έργα, αισθηματικά και περιπετειώδη διηγήματα, ευθυμογραφήματα, στίχους για τραγούδια. Οι λόγοι ήταν βασικά οικονομικοί. Ο Γιώργος Βελαχουτάκος σημειώνει πως οι υπεύθυνοι των εφημερίδων της Αθήνας αναζητούσαν μεταξύ των συντακτών τους εκείνους που θα μπορούσαν να γράψουν αστυνομικά: «Έτσι, πολλοί από εμάς, που είχαμε το... ψώνιο, βρήκαμε τις ευκαιρίες να γράψουμε αστυνομικά μυθιστορήματα» (Γιώργος Βελαχουτάκος, «Οι Έλληνες... Ζορζ Σιμενόν! Δημοσιογράφοι που διέπρεψαν και ως αστυνομικοί συγγραφείς», Δημοσιογραφία & Τύπος, αρ. 2, Μάρτιος-Απρίλιος 2008). Αρκετά από αυτά δεν εκδόθηκαν ως βιβλία και παραμένουν άγνωστα στο αναγνωστικό κοινό.
Από τη δεύτερη γενιά αστυνομικών συγγραφέων, την μετά τον Γιάννη Μαρή εποχή, δηλαδή από το 1981 και μετά, δημοσιογράφοι είναι η Τιτίνα Δανέλλη (με αρκετά μυθιστορήματα, πρώτο το Ένα κι ένα κάνουν όσα θες, και διηγήματα), ο Φώντας Λάδης (δημοσίευσε πολλά διηγήματα σε συλλογές, πρώτη ήταν το Άνθρωποι και κούκλες), ο Στέλιος Κούλογλου (δύο αστυνομικά μυθιστορήματα, πρώτο το Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο), ο Δημοσθένης Κούρτοβικ (δύο μυθιστορήματα, πρώτο Το ελληνικό φθινόπωρο της Έβα-Ανίτα Μπένγκτσον), η Μαρλένα Πολιτοπούλου (πρώτο το Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά).
Ανάμεσα στους νέους και νεότερους αστυνομικούς συγγραφείς συγκαταλέγονται πολλοί δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων η Έλενα Ακρίτα (Φόνος πέντε αστέρων), η Σόνια Ζαχαράτου (Τρεις νύχτες του Αυγούστου (και μία ημέρα)), ο Κώστας Καλφόπουλος (Καφέ Λούκατς-Budapest noir), ο Γιάννης Ράγκος (Μυρίζει αίμα), ο Απόστολος Λυκεσάς (Μπλάνκο), ο Βασίλης Δανέλλης (Μαύρη μπίρα), η Έρικα Αθανασίου (Πλέκοντας ίχνη), η Αγγελική Νικολούλη (Έρωτας φονιάς), ο Δημήτρης Καμπουράκης (Οι δύο ζωγράφοι), ο Μένιος Σακελλαρόπουλος (Μαύρο φιλί), η Έλενα Χουσνή (Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα).
Μερικοί δημοσιογράφοι έχουν ασχοληθεί με την αστυνομική λογοτεχνία περιστασιακά (Σταυρούλα Σκαλίδη, Λεωνίδας Καλλιδώνης, Γιώργος Μπράμος, Κώστας Κυριακόπουλος, Εύη Σαλτού).
Συμπερασματικά, μπορούμε να πιούμε πως η δημοσιογραφική δουλειά δίνει στους ανθρώπους που την υπηρετούν τα κατάλληλα ερεθίσματα για να ασχοληθούν με τη λογοτεχνία (δημοσιογράφοι ήταν, μεταξύ των πολλών, και οι Κώστας Βάρναλης, Κώστας Ουράνης, Μ. Καραγάτσης) και να αναδείξουν το αφηγηματικό ταλέντο τους.
Σε κάθε περίπτωση, η ενασχόληση με τη δημοσιογραφία δίνει στους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας τη δυνατότητα να ασκηθούν πάνω σε θέματα επικαιρότητας. Η αστυνομική λογοτεχνία είναι ένα είδος ρεπορτάζ επί χάρτου. Πάντως, πρέπει να τονίσουμε πως σήμερα, ύστερα από την αποενοχοποίησή της, η αστυνομική λογοτεχνία έπαψε να είναι προνομιακός χώρος των δημοσιογράφων. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, ιστορικοί, εκπαιδευτικοί, γιατροί, οικονομολόγοι, πολιτικοί μηχανικοί, κοινωνιολόγοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, συνταξιούχοι, έχουν μπει για τα καλά στον χορό των επινοημένων εγκλημάτων. Οι προκαταλήψεις και οι ενδοιασμοί για τη λογοτεχνική αξία του είδους έχουν πλέον εκλείψει.
Δημοσιεύτηκε στο Diastixo.gr στις 16 Απριλίου 2018
Ετικέτες: Φίλιππος Φιλίππου