John Le Carré: "Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι"
Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ-2008)
Tinker, tailor, soldier, spy (1974)
(Κριτικές Σημειώσεις του Αντώνη Γκόλτσου, στο πλαίσιο της Συνάντησης
της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας τού ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
Παρακολουθούμε την ανάδυση ενός κλασικού;
Πάνω από ένα τρίτο του αιώνα μετά την πρώτη του κυκλοφορία, ο “Γανωτής, ράφτης, στρατιώτης, κατάσκοπος”, ή, επί το ελληνικότερο, το “Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι” καταχωρείται, μαζί με το “The honourable schoolboy” και το “Smiley’s people”, ως το έμβολο στον κριό τής κατασκοπευτικής λογοτεχνίας (αν το “κατασκοπευτική” δεν απαξιώνει τη Λογοτεχνία, όπως όλα τα επίθετα που προηγούνται, ή που την ακολουθούν).
Πρόκειται για τη γνωστή και σαν “Τριλογία τού Κάρλα1”, ή, αλλιώς, για τον μαίανδρο, στην αέναα επαναπροσδιοριζόμενη εκδοχή του. Θα ήταν εικονοκλαστικό, αλλά εντιμότερο, αν ο Le Carré, δίκην προλόγου και σε λίγες γραμμές, προετοίμαζε τον αναγνώστη του γι αυτό που τον περιμένει...
Για το κείμενο ανάμεσα στις γραμμές, γι αυτό που είναι ενώ δεν είναι, για την παγίδα που οσφραίνεσαι ενώ έχεις ήδη πέσει μέσα, για τον αντικατοπτρισμό που θεωρείς ότι διαπιστώνεις ενώ απατάσαι, για την ιεράρχηση των αξιών που πιστεύεις και για τον κίνδυνο της αναθεώρησής τους• και, όλα αυτά, μέσα σε έναν ερμητικό κώδωνα, όπου ο χώρος είναι λίγος, οι πολιτικο-κοινωνικές αλλαγές τής καθημερινότητας απούσες, οι συνταγές μαγειρικής και η art de la table άγνωστες2 και όποιο άλλο συστατικό της σύγχρονης αστικής περιπέτειας, σε άδεια. Να συμφωνούσαμε, επιμελή αναγνώστη, ότι το δωρεάν και η μαγεία είναι αμοιβαία αποκλειόμενα;
Υπολογίζω ότι αν ο Le Carré έγραφε σελίδες ελάχιστα λιγότερες των ποταμών που έχει εκδώσει, θα ήταν οι μισές από αυτές που έχουν γραφεί για τον ίδιο. Περίεργο για κάποιον που αυτο-προσδιορίζεται, από λακωνικά έως ασκητικά, με τα ακόλουθα λόγια: “Μισώ το τηλέφωνο. Δεν ξέρω να κτυπώ στο κλαβιέ. Γράφω τη δουλειά μου στο χέρι. Ζω πάνω από έναν γκρεμό, στην Κορνουάλη και μισώ τις πόλεις. (μέχρι) Τρεις ημέρες και νύχτες σε μια πόλη είναι αυτό που μπορώ να ανεχτώ. Δεν βλέπω πολλούς. Γράφω και περπατάω και κολυμπώ και πίνω” (από τον ιδιαίτερα ενδιαφέροντα προσωπικό ιστοτόπο τού Le Carré: http://www.johnlecarre.com/author.
Μόνη παρατήρηση: Επαναλαμβάνει τον όρο “μισώ”, δύο φορές, σε δύο γραμμές...
Χώρος και Εποχή: Λονδίνο, αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο Ψυχρός Πόλεμος, στο απόγειό του. Δύο εθνικά κέντρα αντικατασκοπείας: το “Κέντρο τής Μόσχας” και οι άνθρωποί του, απέναντι στο “Κέιμπριτζ Σέρκους” και στους ανθρώπους του. Μόνο που οι τελευταίοι δεν φαίνεται να ανήκουν, όλοι τουλάχιστον, στο Σέρκους. Ή, πιο σωστά, κάποιοι, ή κάποιος από τους Λονδρέζους, και όχι ο λιγότερο σημαίνων, φαίνεται να υπηρετεί, μόνος (;) αυτός, και τους Ανατολικούς (έως ότου κάποιος Ρώσος Le Carré δώσει, και αυτός, το δικό του στίγμα...). Να αναφέρω, με την ευκαιρία, ότι, στη διαδρομή αυτών των Σημειώσεων, αποκαλύπτεται ο μίτος που οι ευάριθμες, δύσκολες, όσο και μαγικές σελίδες τού Le Carré κρύβουν, προσεκτικά, μέχρι το τέλος.
Ο Le Carré δεν ξεκινάει να γράφει για το αδιαφανές πρίσμα των κατασκόπων, από το μηδέν. Κάθε άλλο. Ο κατά κόσμον David John Moore Cornwell, γεννημένος το 1931 στο Dorset της Αγγλίας, έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Με την μητέρα του έχασε επαφή, στην ηλικία των 5, όταν η μητέρα του τους εγκατέλειψε. Θα ξανασυναντηθούν, όταν εκείνος θα είναι 21 ετών. Είχε γράψει σε συγγενείς, ρωτώντας αν η μητέρα του ζει. Εκείνη επικοινώνησε μαζί του και όρισαν να συναντηθούν σ’ έναν σταθμό τραίνου. «Αγκαλιαστήκαμε», θα πει3. Ο πατέρας, συνώνυμος του παραβατικού. Συνεχή οικονομικά προβλήματα, τέσσερα χρόνια φυλακή για απάτη και συνέργεια στη δραστηριότητα περιώνυμης εγκληματικής οργάνωσης του Λονδίνου. Ο νεαρός David θα παρακολουθεί, μεταξύ άλλων, και σε επανάληψη, τις διαδικασίες τής κατάσχεσης “Δεν ξέρω πόσες φορές είχαν έρθει οι δικαστικοί κλητήρες. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε πόσο ταπεινωτικό είναι για ένα παιδί να του παίρνουν όλα του τα ρούχα, τα παιχνίδια του. Με έκαναν να ντρέπομαι, αισθανόμουν βρώμικος”3. Όταν ο πατέρας του πέθανε, το 1975, ο David πλήρωσε τα της κηδείας. Δεν παρέστη. Η εξαφάνιση της μητέρας και τα διαχρονικά ανεξάντλητα κόλπα τού πατέρα θα πρέπει να μπόλιασαν τον νεαρό David Cornwell με τα χαρακτηριστικά που ανέδειξαν τη γραφή τού John Le Carré: “Το να αποσκιρτώ, ήταν στη φύση μου. Κατάγομαι από αυτήν την ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου αποσκίρτησε, για να παντρευτεί τον πατέρα μου, αποσκίρτησε και πάλι όταν ήμουν στα 5, και παρέμεινε έτσι, στα παιδικά μου χρόνια. Ο πατέρας μου αποσκίρτησε από την καταπίεση, όσο ήταν παιδί και, αργότερα, από το χέρι του Νόμου• κάποιες φορές, χωρίς επιτυχία”3. Αποτελεσματικό, λοιπόν -για να επανέλθω- το μπόλιασμα, με την αίσθηση εξαπάτησης και αποστασίας που αποπνέει η γραφή τού Le Carré.
Ο πατέρας εκτός νόμου αλλά, για τον νεαρό David, τα ακριβά σχολεία! Τα οποία -φυσικά- θα εγκαταλείψει, αφού δεν θα ανεχτεί τη σκληρή πειθαρχία των αγγλικών public schools. Για να ακολουθήσουν σπουδές ξένων γλωσσών στη Βέρνη (1948-1949). Την επόμενη χρονιά, θα ενταχθεί στο Intelligence Corps4 του Βρετανικού Στρατού, ως ανακριτής φυγάδων τού σιδηρού παραπετάσματος. Θα ακολουθήσουν σπουδές στο Lincoln College της Οξφόρδης, όπου εργάστηκε παράλληλα ως μυστικός πράκτορας της Βρετανικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (ΜΙ5), ερευνώντας για πιθανούς Σοβιετικούς πράκτορες μεταξύ των αριστερών οργανώσεων. Μετά τη χρεοκοπία του πατέρα του, το 1954, και ένα μικρό διάλειμμα καθηγεσίας σε δευτεροβάθμια σχολεία, ο Cornwell επέστρεψε στην Οξφόρδη, για να αποφοιτήσει -με αριστείο- στις ξένες γλώσσες, να διδάξει Γαλλικά και Γερμανικά, επί διετία στο Eton και να αναλάβει, πράκτορας πλήρους απασχόλησης, στην ΜΙ5, το 1958. Το 1960 θα μεταφερθεί στην ΜΙ6, την Υπηρεσία Αντικατασκοπείας Εξωτερικού, και θα εργαστεί, υπό το κάλυμμα του Γραμματέα Β’ βαθμού, στην Αγγλική Πρεσβεία, στη Βόννη και αργότερα στο Αμβούργο. Αμέσως μετά τη διαφυγή του Kim Philby στη Σοβιετική Ρωσία (αρχές του 1963), η καριέρα του Cornwell, ως μυστικού πράκτορα, τερματίζεται. Στο “Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι”, θεωρείται ότι η φιγούρα του Μπιλ Χέιντον, εκ των πρωταγωνιστών και “Ράφτη” στο βιβλίο, δεν είναι άλλη αυτής τού Philby. Αναφέρεται ότι το ιδιωτικό αρχείο τού Cornwell διαθέτει αρκετές αποκαλυπτικές πληροφορίες, σχετικές με την εποχή και τον Philby• είναι και ο λόγος που ο συγγραφέας έχει εκφράσει την επιθυμία να δημοσιευτούν, μετά θάνατον...
Πίσω στον Le Carré και “Η τριλογία τού Κάρλα” είναι ένας εκκωφαντικός ύμνος στη χαμηλών τόνων υπομονή. Και στη μέθοδο. Ελαφρά αυθαίρετα θα πρόσθετα, και σε ό,τι το αντιμεσογειακό. Όχημα, ο Σμάιλι. “Τζορτζ” για τους φίλους• για τους περισσότερο, ή και για τους λιγότερο πιστούς. Γι αυτούς που τον εμπιστεύονταν, όπως ο Έλεγχος -ο επί κεφαλής του Σέρκους, ο απλά, ανώνυμα, “Έλεγχος”- αλλά και γι αυτούς που τον έσπρωξαν έξω από το περιθώριο, στην αχρησία, σαν παλιομοδίτη, απόμακρο, ανίκανο να συλλάβει τις νέες ευκαιρίες, φιλύποπτο και αργό άνθρωπο του Ελέγχου, μέρος μιας ομάδας από άχρηστους παλιομοδίτες, απόμακρους, ανίκανους να συλλάβουν τις νέες ευκαιρίες, φιλύποπτους και αργούς ανθρώπους τού Ελέγχου, με εξάρχουσα την Κόνι Σακς, τη “μνήμη” του Σέρκους, και πρώτη που οσφράνθηκε ότι “κάτι πάει στραβά”. Γιατί, δεν μπορεί, κάτι δεν πάει καλά στο Σέρκους. Περιγράφει ο Σμάιλι, αναφερόμενος σε μια υποθετική συνομιλία: “Λέγονται πολλά μέσα και έξω από το Σέρκους, κι έχουν μπει πάρα πολλοί στο παιχνίδι. Στο πεδίο οι πράκτορές μας στήνονται στον τοίχο, τα δίκτυά μας διαλύονται και κάθε καινούριο κόλπο καταλήγει σε πανωλεθρία” (σελ. 391).
Παντού ο Σμάιλι. Μα ποιος, επί τέλους, είναι ο Σμάιλι; Δεν θα συναντήσετε την περιγραφή του σε κάποια σελίδα ή παράγραφο, αφιερωμένη σε αυτόν. Η προσέγγιση του Le Carré προσιδιάζει σε λογική καλειδοσκόπιου. Σπαράγματα εικόνων και σχολίων, τακτικώς ερριμμένα: “Μικρόσωμος, κοντόχοντρος και μεσήλικας και βάλε, στην όψη ήταν ένας από τους ταπεινούς του Λονδίνου που δεν θα κληρονομούσαν τη γη” (σελ. 29)• “... θα τον θεωρούσαν ήπια εκκεντρικό, απεραντολόγο και εσωστρεφή, αλλά με μια δυο αξιαγάπητες συνήθειες, όπως το να μονολογεί καθώς βαδίζει αδέξια στο πεζοδρόμιο. Οπισθοδρομικό ίσως, αλλά και ποιος δεν ήταν αυτές τις μέρες; Οπισθοδρομικό αλλά πιστό στην εποχή του” (σελ. 39)• “Ύστερα από μια ολόκληρη ζωή που έβγαζε τα προς το ζην με την ευφυΐα του και τη γερή του μνήμη είχε αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην τέχνη της λήθης” (σελ. 101)• “«Είναι καθαρή ξιπασιά να πιστεύεις ότι ένας χοντρός μεσήλικας κατάσκοπος είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να εμποδίσει τον κόσμο να γίνει κομμάτια», έλεγε από μέσα του” (σελ. 100-101)• “Υπάρχουν γέροι που γυρνούν στην Οξφόρδη και βρίσκουν τα νιάτα τους να τους γνέφουν απ’ τις πέτρες. Ο Σμάιλι δεν συμπεριλαμβανόταν σ’ αυτούς. Πριν από δέκα χρόνια ίσως ένοιωθε μιαν έλξη. Όχι πια” (σελ. 126)• ο Μπλαντ (εκ των δευτεραγωνιστών τής ιστορίας) αποτείνεται στον Σμάιλι “Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος που άρχισα να αγορεύω έτσι, αλλά δεν θυμάμαι ποιος ήταν. Θα φταίει η μαγνητική σου προσωπικότητα” (σελ. 195)• “«Ο Λέικον παίρνει όρκο ότι δεν έχει κανένα φάκελο για τη Μαρτυρία» είχε εξηγήσει ο Σμάιλι με το συνηθισμένο ανήσυχο τρόπο του....... Και, στον ίδιο πένθιμο τόνο: «Έτσι, πολύ φοβάμαι ότι θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να αποκτήσουμε ό,τι υπάρχει στο αρχειοφυλακείο του Σέρκους». «Αποκτώ» στο λεξικό του Σμάιλι σήμαινε «κλέβω»” (σελ. 217)• “Ο Σμάιλι δεν είχε μιλήσει ποτέ έτσι στον Γκίγιαμ. Δεν του άρεσαν οι εκμυστηρεύσεις και οι μακρόσυρτες διαλέξεις• ο Γκίγιαμ τον ήξερε ως ντροπαλό άνθρωπο παρά την έπαρσή του, κι επίσης ως άνθρωπο που δεν βασιζόταν στην επικοινωνία” (σελ. 2530)• ο Σμάιλι, στη σκηνή με τον Κάρλα “Δεν του έβγαλα λόγους περί ελευθερίας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή, ή περί καλής προαίρεσης της Δύσης, και συν τοις άλλοις δεν ήταν ευνοϊκές ημέρες για να πλασάρει κανείς αυτή την ιστορία κι ούτε εγώ ο ίδιος δεν ήμουν τόσο σίγουρος ιδεολογικά” (σελ. 268)• η εντύπωση του Γκίγιαμ (βοηθού τού Σμάιλι) “... έσκυψε πάνω από το κάθισμα, κατέβασε το τζάμι και πήρε ανάσα να φωνάξει. Όμως ο Σμάιλι είχε χαθεί. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλον που να μπορεί να εξαφανίζεται τόσο γρήγορα μέσα στο πλήθος” (σελ. 273)• “«Ο Τζορτζ είναι σαν σαύρα», είπε κάποτε η Ανν στον Μπιλ Χέιντον μπροστά στον Σμάιλι. «Κατεβάζει τη θερμοκρασία του σώματός του ώσπου να είναι ίδια με του περιβάλλοντος. Έτσι δεν χάνει ενέργεια για να προσαρμοστεί»” (σελ. 293). Η Ανν. Το αχίλλειο σημείο τού Τζορτζ: “Και τότε την είδε• το σαράβαλό της να έρχεται προς το μέρος του από τη λωρίδα που έλεγε «Λεωφορεία μόνο» και την Ανν στο τιμόνι να κοιτάει προς τη λάθος κατεύθυνση. Την είδε να βγαίνει αφήνοντας το φλας να αναβοσβήνει, και να μπαίνει στο σταθμό για να ρωτήσει• ψηλή και σκανταλιάρα, απίστευτα όμορφη, ουσιαστικά η γυναίκα ενός άλλου” (σελ. 459). Ο “άλλος” είναι ο Μπιλ Χέιντον.
Λοιπόν, το Σέρκους και τα συμπτώματα αποσύνθεσης: Για παράδειγμα, η ιστορία του Ρίκι Ταρ. Εκ των “κυνηγών σκαλπ” τού Σέρκους. Είχε πέσει επάνω σε μία αξιόλογη περίπτωση στο Χογκ Κογκ. Η Ιρίνα, μια ρωσίδα κάποιας δευτεροκλασάτης εμπορικής αντιπροσωπείας, μια γνήσια σλάβικη ψυχή, ερωτεύεται και κλαίει και είναι έτοιμη να θυσιαστεί για τον Ταρ, θέλει να αυτομολήσει στη Δύση, εισφέροντας ό,τι το πολύτιμο για τον αγαπημένο της. Που κρίνει ότι “μέσα της υπήρχε χρυσάφι” (σελ. 62). Και ειδοποιεί το Σέρκους, σχετικά. Με κάθε λεπτομέρεια και προσθέτοντας “Ισχυρίζεται ότι έχει περαιτέρω πληροφορίες, κρίσιμες για τη ευημερία του Σέρκους, αλλά αφανέρωτες ακόμη” (σελ. 71). Λεπτομέρειες που θα αναδυθούν μέσα από το ημερολόγιο της Ιρίνα, λίγο αργότερα, όταν η πληροφοριοδότριά του θα έχει μεταφερθεί άρον-άρον, με “... Ένα απρογραμμάτιστο σοβιετικό αεροπλάνο (που) απογειώθηκε πριν ένα δίωρο. Με τέσσερις επιβάτες μόνο. Το κέντρο της προσοχής ήταν μία ανήμπορη γυναίκα. Σε κώμα” (σελ. 73). Και το ημερολόγιο θα αποκαλύψει το μείζον: Η Ιρίνα μιλάει για τη δικτύωση του Κέντρου της Μόσχας, στη Ρωσική πρεσβεία του Λονδίνου, και, πάνω, από όλα, επιφυλάσσεται να μιλήσει για τον Άγγλο “τυφλοπόντικα” των Ρώσων, τον -κωδικά- “Τζέραλντ”, μέσα στο Σέρκους! Η Ιρίνα και οι περί αυτήν, θα εκτελεστούν. Ένα το κρατούμενο. Κι έπειτα, ήταν η επιχείρηση “Μαρτυρία”, η κατά τον Μπιλ Χέιντον (εκ των πρωτοπαλίκαρων του Σέρκους) “πιο αδέξια αιματηρή επιχείρηση που πραγματοποίησε ένας γέρος (ο Έλεγχος) για να δοξαστεί όταν πια ήταν με το ένα πόδι στο λάκκο” (σελ. 105). Πάλι ο Έλεγχος. Που, σε εξεζητημένη / ερμητική / απόλυτη μυστικότητα, είχε στείλει τον Τζιμ Πριντό, το πρωτοπαλίκαρο των κυνηγών σκαλπ τού Σέρκους, στην Τσεχοσλοβακία, προκειμένου να έρθει σε επαφή με έναν Τσέχο στρατηγό• αυτός θα ήταν σε θέση να του αποκαλύψει το όνομα του “τυφλοπόντικα” στο Σέρκους! Μάλιστα, ο Έλεγχος είχε συμφωνήσει με τον Πριντό και το συνθηματικό όνομα που θα παρέπεμπε σε αυτόν που θα κατέδιδε ο στρατηγός, έτσι ώστε να το μάθει μόνον ο Έλεγχος, στην επικοινωνία που θα ακολουθούσε: “Γανωτής”, για τον Πέρσι Αλελάιν, τον προαλειφόμενο διάδοχο του Ελέγχου, “Ράφτης”, για τον Μπιλ Χέιντον, Διευθυντή του Γραφείου του Λονδίνου, “Στρατιώτης”, για τον Ρόι Μπλαντ, τον οικονομικό εγκέφαλο, “Φτωχός”, για τον Τόμπι Εστερχέιζ, επί κεφαλής των φανοκόρων του Σέρκους, της Υπηρεσίας επί των παρακολουθήσεων, υποκλοπών, μεταφορών και κρησφύγετων και “Ζητιάνος”, για τον ...Τζορτζ Σμάιλι, το δεξί χέρι τού Ελέγχου. Η “Μαρτυρία” θα αποδειχτεί το εκρηκτικότερο φιάσκο του Σέρκους, από την εποχή που ανέλαβε ο Έλεγχος. Το Τσέχικο δίκτυο του Πριντό θα διαλυθεί, οι συνεργάτες του θα εκτελεστούν, ο ίδιος θα τραυματιστεί βαριά, για να βασανιστεί από τους Ρώσους τού Κάρλα, με τον τελευταίο παρόντα στις ανακρίσεις. Αρκετά ενωρίτερα, έχοντας περισσότερο από υποψιαστεί την παρουσία ενός τυφλοπόντικα στο Σέρκους, ο Έλεγχος είχε αναθέσει την έρευνα στον εκ δεξιών του Τζορτζ Σμάιλι. Που θα “ανακρίνει” την Αγία Τετράδα: «Είναι τρεις και ο Αλελάιν. Καν’ τους να ιδρώσουν, Τζορτζ. Δελέασέ τους, φοβέρισέ τους, δώσ’ τους ό,τι τρώνε...Πες τους ό,τι θες. Χρειάζομαι χρόνο» (σελ. 186). Αργότερα, θα προσθέσει το όνομα του Σμάιλι στους υπόπτους... Ένας Έλεγχος που σέβεται τον εαυτό του -το σύνδρομο του Βουκεφάλα- δυσπιστεί και για τη σκιά του... Όμως, δεν θα προλάβει• γέρος και σοβαρά άρρωστος, θα πεθάνει πριν ο Γανωτής, ή ο Ράφτης, ή ο Στρατιώτης, ή ο Φτωχός, ή ο Ζητιάνος, αποδειχτεί συνονόματος του Τζέραλντ.
Δύο, λοιπόν, τα (πρόσφατα) κρατούμενα αποτυχίας. Και το Σέρκους κλονίζεται συθέμελα. Ο Έλεγχος νεκρός πλέον και ο Σμάιλι, ο παλιομοδίτης, ο απόμακρος, ο ανίκανος να συλλάβει τις νέες ευκαιρίες, ο φιλύποπτος και αργός άνθρωπος του (τέως) Ελέγχου, θα κληθεί να λύσει τον γρίφο, στο κατόπι τού “τυφλοπόντικα”. Στον Σμάιλι αποτείνεται ο Λέικον, ανώτατος αξιωματούχος του Γουάιτχολ, αναφερόμενος στον Υπουργό του (ο χλευαστής Le Carré, σε φόρμα): “«Μπορώ λοιπόν να του πω ότι θα το κάνεις, ε;» είπε τραγουδιστά κι αδιάφορα σαν να ήταν η ερώτηση απλώς κάτι τυπικό• σημειώστε Χ στο σωστό τετράγωνο. «Θα κάνεις τη δουλειά, θα καθαρίσεις τους στάβλους; Θα πας πίσω, μπρος, θα κάνεις ό,τι είναι αναγκαίο; Εντέλει, είναι η γενιά σου. Η κληρονομιά σου»” (σελ. 99). Και ο Σμάιλι θα έχει, εδώ, αρχικά, αλλά και μόνιμα, ένα σοβαρό πρόβλημα. Πέρα από την απαραίτητη, ερμητική μυστικότητα, έχει να αντιπαλαίσει τον “Μέρλιν” και τη “Μαγεία”. Και το μέτωπο των Αλελάιν-Χέιντον-Μπλαντ-Εστερχέιζ που στηρίζουν το άτρωτο δίδυμο. “Μέρλιν” είναι η πηγή, “Μαγεία”, το προϊόν: “«Η πηγή Μέρλιν», είπε ο Αλελάιν με ένα αμυδρό αλλά πολύ σκοτσέζικο πιπίλισμα των δοντιών ως προοίμιο στην ανακοίνωση, «είναι μία υψηλά ιστάμενη πηγή με πρόσβαση στις πιο ευαίσθητες βαθμίδες που διαμορφώνουν τη σοβιετική πολιτική». Και λες και ήταν μέλος της βασιλικής οικογενείας: «Βαφτίσαμε» το προϊόν του “Μαγεία”” (σελ. 178). Ο Αλελάιν και οι περί αυτόν θα αρνηθούν να αποκαλύψουν την ταυτότητα του Μέρλιν. Ακόμα και στο Υπουργείο. Ακόμα και στον Έλεγχο. “Η ταυτότητα της πηγής Μέρλιν είναι ένα μυστικό που δεν είναι στο χέρι μου να αποκαλύψω. Είναι καρπός μακράς καλλιέργειας από συγκεκριμένους ανθρώπους αυτής της υπηρεσίας” (idem). Ο “Μέρλιν” προμηθεύει στο Σέρκους, τη “Μαγεία”, πληροφορίες που οι ερευνητές του Σέρκους και του Υπουργείου θεωρούν ανεκτίμητες. “Ο Μέρλιν είχε γίνει βιομηχανία και ο Έλεγχος δεν είχε καν προσληφθεί” (σελ. 185). Και που, επί πλέον, αμέσως μετά τον θάνατο του Ελέγχου, θα φθάνουν στο Σέρκους, τακτικά, σχεδόν με ρυθμό, και θα είναι εξ ίσου ανεκτίμητες. Ώσπου κάποιος νεοσύλλεκτος εκτιμητής της “Μαγείας” στο Γουάιτχολ θα διαπιστώσει κάποια «προφανή ασυνέπεια στις ημερομηνίες». Ο “Μέρλιν” μιλούσε για ταυτόχρονη παρουσία κάποιου στρατηγού σε διαφορετικά σημεία της χώρας. Ο Αλελάιν θα σπεύσει να εξηγήσει στο Υπουργείο το δισυπόστατο του στρατηγού: “... Ο Μέρλιν, όπως γνωρίζετε εδώ και κάποιον καιρό, δεν είναι μία πηγή αλλά πολλές” (σελ. 213). Πρωτεϊκό προϊόν η “Μαγεία”... Η κατάσταση, ως εάν χρειαζόταν, περιπλέκεται περαιτέρω. Και ο Μπιλ Χέιντον διευκολύνει όλο και λιγότερο. Στη σχετική -σιβυλλική- ερώτηση του Σμάιλι «Ποιος τον κουμαντάρει, Μπιλ;», ο Χέιντον θα απαντήσει: “Τον Πέρσι; Ο Κάρλα... ποιος άλλος; Τύπος της κατώτερης τάξης με πηγές στην ανώτερη τάξη, δεν μπορεί παρά να είναι αχρείος. Ο Πέρσι έχει ξεπουληθεί στον Κάρλα• είναι η μόνη εξήγηση... Ο Πέρσι είναι ο οικιακός μας τυφλοπόντικας” (σελ. 202). Όμως, ο Σμάιλι θα ξαναρωτήσει «... Εννοούσα ποιος κουμαντάρει τον Μέρλιν; Ποιος είναι ο Μέρλιν; Τι συμβαίνει;». Ο Χέιντον, θα υπεκφύγει. Αντί απαντήσεως, «θα κάνει ένα γύρο κοιτώντας τις γκραβούρες του Σμάιλι» (idem).
Και για τον Σμάιλι, αλλά και για τον Λέικον και το Υπουργείο, το ερώτημα παραμένει: Είναι ο “Μέρλιν” και η “Μαγεία”, απλά το πρόσχημα για έναν τυφλοπόντικα στην Υπηρεσία; Ο δίαυλος μέσα από τον οποίο έρχονται οι πολύτιμες πληροφορίες από το Κέντρο της Μόσχας, που, όμως, δεν συνιστούν παρά τον βατήρα τού τυφλοπόντικα, ώστε, συντηρώντας την επαφή με τη Μόσχα, να έχει τον τρόπο να περνάει πίσω πληροφορίες, αφάνταστα χρησιμότερες στον Κάρλα; “Στο πεδίο οι πράκτορές μας στήνονται στον τοίχο, τα δίκτυά μας διαλύονται και κάθε καινούριο κόλπο καταλήγει σε πανωλεθρία”• δείγματα ολέθρια, το φιάσκο τής “Μαρτυρίας” και οι εκτελέσεις των ανθρώπων τού δικτύου, που μόλις άρχισε να χτίζει ο Ταρ. Η έρευνα για τον τυφλοπόντικα μοιάζει πρόβλημα αξεπέραστο. Ο Λέικον το ορίζει χαρακτηριστικά: “Δεν μπορούμε να κινηθούμε. Δεν μπορούμε να ερευνήσουμε, επειδή όλα τα όργανα για την έρευνα είναι στα χέρια του Σέρκους κι ίσως του τυφλοπόντικα Τζέραλντ. Δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε, να υποκλέψουμε, να ανοίξουμε αλληλογραφία. Για να κάνουμε οτιδήποτε απ’ αυτά θα χρειαζόμασταν τις υπηρεσίες των φανοκόρων του Εστερχέιζ, που είναι ύποπτος, όπως οποιοσδήποτε άλλος. Δεν μπορούμε να ανακρίνουμε, δεν μπορούμε να πάρουμε μέτρα για να περιορίσουμε την πρόσβαση ενός συγκεκριμένου ατόμου σε λεπτά μυστικά. Αν κάναμε οτιδήποτε απ’ αυτά, θα κινδυνεύαμε να ανησυχήσουμε τον τυφλοπόντικα. Είναι το πιο παλιό ερώτημα απ’ όλα, Τζορτζ. Ποιος μπορεί να κατασκοπεύει τους κατασκόπους; Ποιος μπορεί να ξετρυπώσει την αλεπού χωρίς να τρέξει μαζί της;” (σελ. 98).
Ο Σμάιλι θα χρειαστεί συνεργάτες. Από όλον τον στρατό τού Σέρκους, δεν θα μπορέσει να εμπιστευτεί περισσότερους από δύο ή τρεις. Που, κι αυτοί, υπό δυσμένεια• μετά τον θάνατο του Ελέγχου, μία νέα σχολή διοικεί και ελέγχει, με τον Σμάιλι ανάμεσα στα θύματά της. Πήτερ Γκίγιαμ, ο βασικός έμπιστος. Μέσω αυτού, ο Λέικον θα ανακαλέσει τον Σμάιλι. Μέσω αυτού, ο Σμάιλι θα “θελήσει” (διάβαζε, θα κλέψει) τα αρχεία του Σέρκους. Χρειαζόταν πρόσβαση σε πηγές, για γεγονότα που δεν ήξερε, ή για όσα η μνήμη δεν τον βοηθούσε. Μεταξύ άλλων, στον φάκελο “Μαρτυρία”. Ο Le Carré κάνει, εδώ (σελ. 217-224, από τα “έξυπνα” αποσπάσματα του βιβλίου), μία επίδειξη επαγγελματικής δεξιοτεχνίας, αν όχι ευστροφίας, βάζοντας τον Γκίγιαμ -όχι άμοιρο δραματικής εφίδρωσης- να κινηθεί στο αρχειο-φυλακείο τού Σέρκους. Ζατρίκιο, υπό πίεση. Οπλισμένος με τον φάκελο “Μαρτυρία”, αλλά και με τις πληροφορίες από μία εκ βαθέων συζήτηση με τον πυορροούντα Τζιμ Πριντό (δύο ρωσικές σφαίρες στην πλάτη, δεν προσφέρονται σε γρήγορη ανάρρωση, ιδιαίτερα όταν ο παθών θεωρεί καθήκον του να αποδράσει από το νοσοκομείο...) θα καλέσει τον Εστερχέιζ για μία συζήτηση. Τώρα, ακριβώς, δεν πρόκειται για πρόσκληση και δεν πρόκειται για συζήτηση. Ο Γκίγιαμ θα βρει ένα πρόσχημα για να έλξει τον αρχηγό των φανοκόρων στο κρησφύγετο του Σμάιλι και ο τελευταίος θα αναλωθεί σε έναν μαίανδρο προσηλυτισμού και απειλής, για να εξασφαλίσει το μείζον: Τη διεύθυνση της κατοικίας, στο Λονδίνο, όπου η Αγία Τετράς (Αλελάιν - Χέιντον - Μπλαντ - Εστερχέιζ) συναντούσε τον πολιτιστικό ακόλουθο της Ρωσικής πρεσβείας, αλλά και εκπρόσωπο του (ή, των;) “Μέρλιν”.
Η αυλαία θα πέσει όταν ο τυφλοπόντικας, υπό την ακουστική επιστασία τού Σμάιλι (η συζήτηση μαγνητοφωνείται) συναντάται με τον Ρώσο ακόλουθο. Η σκηνή τής αναμονής, που προηγείται της συνάντησης: «Μόνος στο σκοτάδι του καθιστικού, ο Σμάιλι επίσης περίμενε, καθισμένος στην άβολη πολυθρόνα της σπιτονοικοκυράς με το κεφάλι του αδέξια στηριγμένο στο ακουστικό του τηλεφώνου. Κάπου κάπου ψιθύριζε κάτι κι ο Μέντελ του ψιθύριζε σε απάντηση, αλλά την περισσότερη ώρα ήταν σιωπηλοί και οι δύο. Ήταν λιγάκι υποτονικός, ίσως και σκυθρωπός. Σαν ηθοποιός, είχε την αίσθηση ενός επικείμενου απογοητευτικού τέλους προτού η αυλαία πέσει, μια αίσθηση μεγάλων πραγμάτων που όδευαν μια μικρή και ταπεινή κατάληξη, όπως ο ίδιος ο θάνατος του φαινόταν μικρός και ταπεινός ύστερα από τις μάχες στη ζωή του... Σκέφτηκε ξανά την ημέρα που κήδεψε τον Έλεγχο. Σκέφτηκε σχετικά με την προδοσία κι αναρωτήθηκε αν υπήρχε άσκοπη προδοσία, με τον ίδιο, ας πούμε, τρόπο που υπήρχε άσκοπη βία... Μετακινώντας τώρα το τηλέφωνο, από τη δεξιά του μεριά στην αριστερή, έβγαλε το όπλο από τη μέσα τσέπη του σακακιού του, όπου είχε ήδη καταστρέψει την εξαίρετη μεταξωτή φόδρα. Ανακάλυψε την ασφάλεια και για μια στιγμή έπαιξε με την ιδέα ότι δεν ήξερε προς ποια κατεύθυνση ασφάλιζε και προς ποια απασφάλιζε...» (σελ. 424-425).
Και ο Χέιντον, ο τυφλοπόντικας, θα συλληφθεί: «Το ήξερε φυσικά. Ήξερε ανέκαθεν ότι ήταν ο Μπιλ. Όπως το ήξερε ο Έλεγχος, κι ο Λέικον στο σπίτι του Μέντελ. Όπως το ήξεραν η Κόνι και ο Τζιμ κι ο Αλελάιν κι ο Εστερχέιζ• όλοι τους είχαν σιωπηρά μοιραστεί αυτή την άρρητη γνώση που ήταν σαν αρρώστια, για την οποία ήλπιζαν ότι θα έφευγε αν δεν την ομολογούσαν και δεν την διαγίγνωσκαν ποτέ» (σελ. 431).
Η ανάκριση του Χέιντον από έναν Σμάιλι έμπλεο οργής και σεβασμού. Οργής, για τον προδότη και εραστή τής Άνν «Η προδοσία είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα συνήθειας, αποφάσισε ο Σμάιλι, ξαναβλέποντας τον Μπιλ ξαπλωμένο στο πάτωμα, στο σπίτι τής Μπαϊγουότερ, ενώ η Ανν έβαζε μουσική» (σελ. 458). Οργής, για τους άχρηστους, φρικτούς θανάτους• ο Τσέχος στρατηγός ασφαλώς υπήρχε, «Αλλά δεν έκανε ποτέ καμία προσφορά και σε κανέναν»! Οργής, ακόμα και για την προδοσία προς την Ανν• μιλάει ο Χέιντον: «Αλλά είχες αυτό το μοναδικό τρωτό σημείο, την Ανν. Η τελευταία ψευδαίσθηση ενός ανθρώπου χωρίς ψευδαισθήσεις. Θεώρησε ότι, αν γινόταν γνωστό ότι ήμουν εραστής της Ανν, σε άλλα θέματα δεν θα μ’ έβλεπες πολύ καθαρά» (σελ. 458)• και αυτός που “θεώρησε”, ήταν ο Κάρλα... Σεβασμού, για «τις βραδείας καύσεως ικανότητες ενός γεννημένου συντονιστή κατασκόπων• η σπάνια αίσθησή του ισορροπίας στο χειρισμό των διπλών κατασκόπων και στο στήσιμο παραπλανητικών επιχειρήσεων• η τέχνη του στο να εμπνέει στοργή, ακόμα και αγάπη, κι ας συνέβαινε αυτό σε βάρος της αφοσίωσης σε κάποιον άλλον» (σελ. 200).
Ο σεβασμός δεν θα βοηθήσει τον Χέιντον, που θα βρεθεί με σπασμένο λαιμό, στο γήπεδο, λίγα μέτρα από τον κοιτώνα του, στο Φυτώριο, το περιφραγμένο συγκρότημα όπου φυλασσόταν για τις ανάγκες τής ανάκρισης και για τον χρόνο πριν την ανταλλαγή/εξορία του, στη Μόσχα. Απίστευτη αμέλεια εκ μέρους των σωματοφυλάκων του Χέιντον, παρά τις φορτικές εκκλήσεις τού Σμάιλι για δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Είπαν ότι στο κοστούμι τού Χέιντον που είχε γυρίσει από το καθαριστήριο ήταν πιθανό να είχαν κρύψει κάποιο μήνυμα, που όριζε το ραντεβού στο γήπεδο. Είπαν ότι το έκαναν οι Ρώσοι. Για να μη μιλήσει. “«Όχι», είπε ο Σμάιλι. Φροντίζουν να παίρνουν τους ανθρώπους του πίσω” (σελ. 456). Ο Le Carré δεν κατονομάζει τον δολοφόνο. Στην παραγωγή του “Tinker, tailor, soldier, spy” (BBC-1979), δολοφόνος εμφανίζεται ο Τζιμ Πριντό. Ο Le Carré είχε συνεργαστεί στο σενάριο...
Εδώ, θα κλείσει το πρώτο μέρος της τριλογίας. Ο Le Carré γράφει “από μέσα”, για πράγματα που ξέρει. Εδώ, υπάρχει ένα αναμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα και κανένας, ακόμα και ο πιο ευφάνταστος, δεν θα μπορούσε να αναπαραστήσει την “ομίχλη” των διαδρόμων τού Σέρκους καλύτερα, ή ακόμα και το ίδιο καλά, με έναν “δικό μας”. Το επί πλέον συγκριτικό πλεονέκτημα είναι ότι αυτό που γνωρίζει ο Le Carré νίσσεται σε ένα περιβάλλον από τα κατ’ εξοχήν προσφερόμενα σε μυθοπλασία, ενώ επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει, παραλληλισμούς με περιστατικά πραγματικά, όσο και τραυματικά, της σύγχρονης ιστορίας τής Αγγλίας. Όμως, αν το προηγούμενο συνιστά διαπίστωση, δεν σημαίνει ότι μια ιστορία κατασκόπων μπορεί να συνιστά, αυτοδίκαια, και μία ενδιαφέρουσα ιστορία, αν δεν ήταν η αίσθηση της “μαγείας” που αποπνέει μία γραφή, όπως αυτή του Le Carré• επιστρέψτε στα αποσπάσματα, τα ιδωμένα πίσω από τα μάτια του μικρού Μπιλ Ρόουτς (σελ. 13-21, σελ 152-156, σελ. 276-279, σελ. 460), ή στα Κεφάλαια 12 και 13 (σελ. 126-148, η συνομιλία με την Κόνι), ή στη σκηνή τής αναμονής τού Σμάιλι “...σφίγγοντας κομμάτια σπάγκο...” (σελ. 424-429). Ιστορία “δύσκολη”, εξαιρετικά πολυπρόσωπη, με ιλιγγιωδώς επαναλαμβανόμενα μπρος-πίσω, απαιτεί την αδιάλειπτη συνέργεια του αναγνώστη. Επί τέλους, πόσο “εύκολα” θα μπορούσε να περιγραφεί το έρεβος; Στον κόσμο των κατασκόπων, όπου «δεν συγχωρείται η σύμπτωση», οι κουβέντες είναι δυσερμήνευτες, οι ταυτότητες σε διάθλαση και το ίχνος δυσεύρετο. Για δίκτυα ακόμα ενεργά στη δεκαετία του ’70, ο Κάρλα5 είχε αρχίσει να στρατολογεί Γερμανούς πράκτορες, από το 1936, στην Ισπανία, παριστάνοντας τον φιλοφρανκικό Ρώσο δημοσιογράφο (σελ. 253). Και αν το Cambridge αποτέλεσε την πισίνα των Kim Philby, Donald Maclean, Guy Burgess και Anthony Blant αυτού του κόσμου, o Le Carré, άνθρωπος του Oxford, αυτός, δεν είχε παρά να ρίξει τη λογοτεχνική του απόχη, για να αλιεύσει ένα, ή περισσότερα αριστουργήματα.
Διάλεξα, ως δείγμα γραφής, τις πρώτες σελίδες τού βιβλίου. Ο αναγνώστης δεν έχει μπει ακόμα στον μαίανδρο του μύθου και στις επάλληλες επιστρώσεις εικόνων, ονομάτων και χαρακτήρων. Μπορεί, έτσι, να εκτιμήσει καλύτερα την τοπιογραφία και την έφεση του Le Carré στην ιχνοσκόπηση της λεπτομέρειας• στο απόσπασμα αυτό, παραστάσεις ιδωμένες με τα μάτια ενός παιδιού που, όμως, δεν είναι ικανές να επιτρέψουν την απόκλιση από μία συγγραφική μανιέρα κάποιες φορές κορεσμένα εξεζητημένη, έως, απλά, βρετανική:
“Η αλήθεια είναι ότι αν ο παλιόφιλος ο ταγματάρχης Ντόβερ δεν είχε σωριαστεί νεκρός στις ιπποδρομίες του Τόντον ο Τζιμ δεν θα ’χε έρθει ποτέ στο Θέρσγκουντ’ς. Ήρθε στο μέσον του τριμήνου χωρίς συνέντευξη -τέλη Μάη ήταν, αν και κανείς δεν θα το μάντευε από τον καιρό- έχοντας προσληφθεί μέσω ενός από τα πιο ικανά γραφεία που ειδικεύονταν στο να βρίσκουν δασκάλους για τα ιδιωτικά προπαρασκευαστικά σχολεία, για να αντικαταστήσει τον παλιόφιλο τον Ντόβερ ώσπου να βρεθεί κάποιος κατάλληλος. «Ένας γλωσσομαθής», είπε ο Θέρσγκουντ στην αίθουσα των καθηγητών, «ένα προσωρινό μέτρο», και τράβηξε απολογητικά το τσουλούφι του από το μέτωπό του. «Πριντό». Είπε ένα ένα τα γράμματα: «P-r-i-d» τα γαλλικά δεν ήταν το αντικείμενο του Θέρσγκουντ, έτσι κοίταξε στο χαρτί να σιγουρευτεί, «e-a-u-x, μικρό όνομα Τζέιμς. Νομίζω ότι θα μας βολέψει μια χαρά μέχρι τον Ιούνη». Το προσωπικό δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει το υπονοούμενο. Ο Τζιμ Πριντό ήταν στον πάτο της διδασκαλικής κοινότητας. Ανήκε στην ίδια θλιβερή κατηγορία με την αείμνηστη την κυρία Λαβντέι, που είχε παλτό από αστρακάν και δίδασκε θρησκευτικά στο δημοτικό, ώσπου βρέθηκε καταχρεωμένη, ή τον αείμνηστο τον κύριο Μόλτμπι, τον πιανίστα που παράτησε την πρόβα της χορωδίας όταν τον κάλεσε η αστυνομία να την βοηθήσει στις έρευνές της και, απ’ όσο ήξεραν οι πάντες, τη βοηθούμε μέχρι σήμερα, γιατί το μπαούλο του Μόλτμπι ήταν ακόμη στο υπόγειο μέχρι νεωτέρας. Κάμποσοι απ’ το προσωπικό, αλλά κυρίως ο Μάρτζοριμπανκς, ήταν υπέρ του να ανοιχτεί το μπαούλο. Έλεγαν ότι περιείχε ξακουστούς χαμένους θησαυρούς, για παράδειγμα τη βαλμένη σ’ ασημένια κορνίζα φωτογραφία της Λιβανέζας μητέρας του Απραχάμιαν, τον ελβετικό σουγιά του Μπέστ Ινγκραμ και το ρολόι της επιστάτισσας. Αλλά ο Θέρσγκουντ άκουγε με αποφασιστικά ανέκφραστο το αρυτίδωτο πρόσωπό του αυτές τις παρακλήσεις. Μόνο πέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε που κληρονόμησε το σχολείο απ’ τον πατέρα του, αλλά αυτά τα χρόνια του είχαν ήδη διδάξει ότι μερικά πράγματα ήταν καλύτερο να μένουν καταχωνιασμένα. Ο Τζιμ Πριντό έφτασε μια Παρασκευή με καταιγίδα. Όπως απλώνεται ο καπνός από την κάννη όπλου που εκπυρσοκροτεί, έτσι περνούσε η βροχή μέσ’ από τα άδεια γήπεδα του κρίκετ κι’ έπεφτε στις ρημαγμένες προσόψεις από ψαμμίτη. Έφτασε μετά το μεσημεριανό, οδηγώντας ένα παλιό κόκκινο Άλβις και τραβώντας ένα τροχόσπιτο από δεύτερο χέρι που κάποτε ήταν μπλε. Νωρίς το απομεσήμερο στο Θέρσγκουντ’ς έχει ησυχία μια σύντομη ανακωχή στην ατέλειωτη μάχη κάθε σχολικής μέρας. Τα αγόρια στέλνονται στους κοιτώνες να ξεκουραστούν και το προσωπικό κάθεται στην αίθουσα των καθηγητών, πίνει καφέ, διαβάζει εφημερίδα ή διορθώνει τις εργασίες των αγοριών. Ο Θέρσγκουντ διαβάζει ένα μυθιστόρημα στη μητέρα του. Απ’ όλο το σχολείο, επομένως, μόνον ο μικρός ο Μπιλ Ρόουτς είδε το Τζιμ να φτάνει, είδε το Άλβις να φτύνει ατμό μέσ’ από το καπό καθώς αγκομαχώντας κατηφόριζε το γεμάτο λακκούβες δρόμο με τους υαλοκαθαριστήρες να πηγαινοέρχονται και με το τροχόσπιτο να τραντάζεται περνώντας μέσ’ από του πλημμυρισμένους λάκκους. Ο Ρόουτς ήταν νέος μαθητής εκείνη την εποχή και τον είχαν κατατάξει στους βλάκες, αν όχι στους καθυστερημένους. Το Θέρσγκουντ’ς ήταν το δεύτερο προπαρασκευαστικό του σχολείο μέσα σε δύο τρίμηνα. Ήταν ένα παχύ παιδί με άσθμα και το μεγαλύτερο μέρος του διαλείμματός του το περνούσε γονατιστός στην άκρη του κρεβατιού του, κοιτώντας απ’ το παράθυρο. Η μητέρα του ζούσε μες στη χλιδή στο Μπαθ ο πατέρας του- συμφωνούσαν όλοι-ήταν ο πλουσιότερος στο σχολείο, μια διάκριση που του γιου τού κόστιζε ακριβά. Επειδή ήταν παιδί από διαλυμένο σπιτικό, ο Ρόουτς ήταν από τη φύση του θεατής. Ο Ρόουτς δεν είδε τον Τζιμ να σταματά στα κτήρια του σχολείου, αλλά τον είδε να συνεχίζει μέχρι το προαύλιο του στάβλου. Ήξερε λοιπόν ήδη τα κατατόπια. Πρέπει να είχε κάνει αναγνώριση ή να ’χε μελετήσει χάρτες, αποφάσισε αργότερα ο Ρόουτς. Ακόμα κι όταν έφτασε στο προαύλιο, δεν σταμάτησε αλλά συνέχισε στο βρεγμένο γρασίδι με την ίδια ταχύτητα, πέρασε πάνω από το λοφάκι, στο Λάκκο, και χάθηκε. Ο Ρόουτς μισοπερίμενε να ξεφύγει το τροχόσπιτο στην κορυφή, τόσο γρήγορα πήγαινε ο Τζιμ, αλλ΄ απλώς σηκώθηκε κι εξαφανίστηκε σαν γιγάντιος λαγός μες στην τρύπα του. Ο Λάκκος είναι κομμάτι των θρύλων του Θέρσγκουντ. Βρίσκεται σε μια έρημη έκταση ανάμεσα στο δενδρόκηπο, την αποθήκη για τα φρούτα και το προαύλιο του στάβλου. Δεν είναι παρά ένα βαθούλωμα στη γη, σκεπασμένο με γρασίδι, με λοφάκια στη βορινή πλευρά, που το καθένα έχει περίπου ύψος αγοριού και είναι σκεπασμένο με πυκνούς θάμνους που το καλοκαίρι μουλιάζουν απ’ την υγρασία. Αυτά τα λοφάκια χαρίζουν στο Λάκκο την ξεχωριστή αξία που έχει ως τόπος παιχνιδιού καθώς και τη φήμη του, που ποικίλλει ανάλογα με τη φαντασία κάθε νέας γενιάς αγοριών. Είναι τα ίχνη ενός υπέργειου αργυρωρυχείου, λέει η μια χρονιά και σκάβει με ζήλο να βρει πλούτη. Είναι ρωμαιοβρετανικό οχυρό, λέει μια άλλη και στήνει μάχες με κλαριά και βλήματα από λάσπη. Γι’ άλλους ο Λάκκος είναι κρατήρας από βόμβα, από τον πόλεμο, και τα λοφάκια είναι καθιστά κουφάρια που θάφτηκαν στην έκρηξη. Πριν από έξι χρόνια, όχι πολύ προτού κλεφτεί ξαφνικά με μια ρεσεψιονίστ από το ξενοδοχείο Καστλ, ο πατέρας του Θέρσγκουντ είχε ξεκινήσει μια καμπάνια για την κατασκευή μιας πισίνας και είχε πείσει τα αγόρια να σκάψουν μια μεγάλη τρύπα με ένα βαθύ άκρο κι ένα ρηχό. Αλλά τα λεφτά που μαζεύτηκαν δεν έφταναν για να χρηματοδοτηθεί αυτό το φιλόδοξο σχέδιο, έτσι σπαταλήθηκαν γι’ άλλους σκοπούς, όπως για ένα νέο προβολέα για το μάθημα της τέχνης, και σ’ ένα σχέδιο για καλλιέργεια μανιταριών στα υπόγεια του σχολείου. Και για ν’ αγοραστεί μια ερωτική φωλιά, είπαν κάποιοι φαρμακόγλωσσοι, για ένα συγκεκριμένο παράνομο ζευγάρι εραστών, όταν τελικά το ’σκασαν στη Γερμανία, την πατρίδα της κυρίας. Ο Τζιμ αγνοούσε όλους αυτούς τους συσχετισμούς. Η αλήθεια είναι ότι τυχαία διάλεξε τη μοναδική γωνιά της ακαδημίας Θέρσγκουντ που για τον Ρόουτς είχε υπερφυσικές ιδιότητες. Ο Ρόουτς περίμενε στο παράθυρο αλλά δεν είδε τίποτ’ άλλο. Και το Άλβις και το τροχόσπιτο ήταν αθέατα, κι αν δεν υπήρχαν τα υγρά κόκκινα ίχνη στο γρασίδι, ίσως αναρωτιόταν μήπως τελικά το ονειρεύτηκε. Αλλά τα ίχνη ήταν αληθινά, έτσι, όταν το κουδούνι σήμανε το τέλος του διαλείμματος, φόρεσε τις γαλότσες του, ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Λόφου σέρνοντας τα πόδια του, κοίταξε κάτω και να σου ο Τζιμ με στρατιωτικό αδιάβροχο και μ’ ένα ασυνήθιστο καπέλο, που θύμισε με το φαρδύ του γείσο αυτά που φορούν στα σαφάρι, αν και ήταν γούνινο, και είχε τη μια μεριά γυρισμένη προς τα πάνω, όπως τα πειρατικά καπέλα, και το νερό έτρεχε από μέσα του σαν μέσ’ από λούκι. Το Άλβις ήταν στο προαύλιο του στάβλου• ο Ρόουτς δεν μπορούσε να φανταστεί πώς κατάφερε ο Τζιμ να το βγάλει κρυφά από το Λάκκο, αλλά το τροχόσπιτο ήταν εκεί κάτω, στο άκρο που θα ήταν το βαθύ, πάνω σε βάσεις από ξεβαμμένα τούβλα, κι ο Τζιμ καθόταν στο σκαλί κι έπινε από ένα πλαστικό πράσινο κύπελλο τρίβοντας το δεξή του ώμο σαν να τον είχε χτυπήσει κάπου, καθώς η βροχή κυλούσε απ’ το καπέλο του. Ύστερα το καπέλο σηκώθηκε κι ο Ρόουτς βρέθηκε να κοιτάζει ένα πολύ άγριο κόκκινο πρόσωπο, που το ’κανε ακόμη αγριότερο η σκιά του γείσου του καπέλου κι ένα καστανό μουστάκι που η βροχή το είχε μουσκέψει κάνοντάς το οδοντωτό. Το υπόλοιπο πρόσωπο ήταν γεμάτο ακανόνιστες ζάρες, τόσο βαθιές και στρεβλές, που ο Ρόουτς συμπέρανε, σε άλλη μια από τις ευφάνταστες, ευφυείς αναλαμπές του, ότι ο Τζιμ είχε λιμοκτονήσει κάποτε σ’ ένα τροπικό μέρος κι ύστερα η όψη του γέμισε ξανά. Είχε το αριστερό του μπράτσο βαλμένο ακόμη πάνω στο στήθος του και το δεξή του ώμο σηκωμένο ψηλά, πάνω στο λαιμό του. Αλλά όλη του η φιγούρα ήταν ολότελα ασάλευτη, ήταν σαν ζώο παγωμένο μπροστά στο φόντο του• ένα αρσενικό ελάφι, σκέφτηκε ο Ρόουτς σπρωγμένος από μια αισιόδοξη παρόρμηση• κάτι ευγενές. «Ποιος στο διάολο είναι εσύ» ρώτησε μια πολύ στρατιωτική φωνή. «Ο Ρόουτς, κύριε, Είμαι καινούργιος εδώ». Γι’ άλλη μια στιγμή εκείνο το πλίθινο πρόσωπο συνέχισε να παρατηρεί τον Ρόουτς μέσ’ από τη σκιά του καπέλου και ύστερα το αγόρι είδε με απέραντη ανακούφιση τα χαρακτηριστικά του να χαλαρώνουν κι ένα λυκίσιο χαμόγελο να εμφανίζεται, και το αριστερό χέρι, κολλημένο ακόμα στο δεξή ώμο, ξανάρχισε το αργό μασάζ του ενώ ταυτόχρονα ο άντρας έπινε μια μεγάλη γουλιά από το πλαστικό κύπελλο. «Καινούργιος, ε;» επανέλαβε ο Τζιμ μιλώντας μες στο κύπελλο και χαμογελώντας ακόμα. «Πάλι καλά». Τώρα ο Τζιμ σηκώθηκε και, γυρνώντας την κυρτή του πλάτη στον Ρόουτς, άρχισε να περιεργάζεται τα τέσσερα πόδια του τροχόσπιτου με μεγάλη προσοχή, κουνώντας την ανάρτηση και γέρνοντας το παράξενα καπελωμένο του κεφάλι, κι αλλάζοντας τη γωνία και τη θέση κάμποσων τούβλων. Στο μεταξύ η ανοιξιάτικη βροχή έπεφτε με θόρυβο στα πάντα στο παλτό του, στο καπέλο του, στην οροφή του παλιού τροχόσπιτου. Κι ο Ρόουτς πρόσεξε ότι, σε όλη τη διάρκεια αυτών των κινήσεων, ο δεξής ώμος του Τζιμ δεν είχε κουνηθεί καθόλου αλλά ήταν μαγκωμένος στο λαιμό του σαν πέτρα, κάτω από το αδιάβροχο. Ως εκ τούτου, αναρωτήθηκε αν ο Τζιμ ήταν ένας γιγάντιος καμπούρης κι αν όλες οι καμπούρες πονούσαν όσο του Τζιμ. Και πρόσεξε, ως γενική παρατήρηση, ως κάτι που θα το φυλούσε στο μυαλό του, ότι οι άνθρωποι με πονεμένη πλάτη κάνουν μεγάλη βήματα, κάτι που είχε σχέση με την ισορροπία. «Καινούργιος, ε; Λοιπόν, εγώ δεν είμαι καινούργιος», συνέχισε ο Τζιμ με πολύ πιο φιλικό τόνο καθώς τραβούσε το ένα πόδι του τροχόσπιτου. «Είμαι παλιός. Παλιός σαν τον Ριπ Βαν Γουίνκλ, αν θες να μάθεις. Ακόμα πιο παλιός. Έχεις καθόλου φίλους;» «Όχι, κύριε», είπε απλά ο Ρόουτς με την άτονη φωνή που ’χουν τα αγόρια όταν λένε «όχι», αφήνοντας όλες τις θετικές απαντήσεις στους «ανακριτές» τους. Ο Τζιμ ωστόσο δεν έδωσε καμία απάντηση, έτσι ο Ρόουτς ξαφνικά αισθάνθηκε παράξενα κοντά στον άντρα και ταυτόχρονα ένιωσε ελπίδα. «Το άλλο μου όνομα είναι Μπιλ», είπε. «Βαφτίστηκα Μπιλ, αλλά ο κύριος Θέρσγκουντ με φωνάζει Γουίλιαμ» «Μπιλ, ε; Ο Μπιλ ο Μπίλιας. Σ’ έχει φωνάξει ποτέ κανείς έτσι;» «Όχι κύριε» «Πάντως είναι καλό όνομα» «Μάλιστα κύριε» «Έχω γνωρίσει πολλούς Μπιλ. Ήταν καλοί όλοι». Και μ’ αυτό, κατά κάποιον τρόπο, έγιναν οι συστάσεις” (σελ. 11-16).
Αθήνα, Δεκέμβριος 2011
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κάρλα: Ο επί κεφαλής τής Ρωσικής Αντικατασκοπείας. Ο Σμάιλι είχε ανακρίνει τον Κάρλα, στο Δελχί, το 1955, όπου οι Ινδοί τον είχαν συλλάβει “με αόριστες κατηγορίες περί παράνομης εισόδου”. Ο Σμάιλι προσπάθησε να τον δελεάσει, ώστε να αυτομολήσει στη Δύση. Ο Κάρλα, που παρέμεινε απόλυτα σιωπηλός κατά τη διάρκεια της “ανάκρισης”, αρνήθηκε και επέστρεψε στη Μόσχα, παρότι σε δυσμένεια. Θα εξοριστεί στη Σιβηρία, στο πλαίσιο των Σταλινικών εκκαθαρίσεων. Μετασταλινικά, θα αποκατασταθεί και θα επιστρέψει, επί κεφαλής του Κέντρου τής Μόσχας. Ο παλιός του αρχηγός Ρούντσεφ, είχε εκτελεστεί...
[2] [... Το αγόρι εμφανίστηκε πάλι, κραδαίνοντας ένα μπουκάλι κρασί Βουργουνδίας σαν να ’ταν ρόπαλο. «Τ’ αφήνεις σε παρακαλώ ν’ αναπνεύσει λιγάκι;» Το αγόρι κοίταξε τον Σμάιλι σαν να ‘ταν τρελός. «Άνοιξ’ το και άσ’ το στο τραπέζι», είπε κοφτά ο Γκίγιαμ ] (σελ. 251).
[3] http://www.telegraph.co.uk/culture/books/8422000/What-does-John-Le-Carre-have-to-hide.html
[4] (ή Int Corps) Στρατιωτικό “Σώμα” (παλαιότερα “Υπηρεσία”) του Αγγλικού Στρατού, υπεύθυνο για τη συλλογή, ανάλυση και διανομή πληροφοριών κατασκοπευτικού/αντικατασκοπευτικού ενδιαφέροντος.
[5] Σχετικά με τον Κάρλα, στη σελίδα 271, ο Σμάιλι αναφέρει στον Γκίγιαμ: «Ο Κάρλα παντρεύτηκε κάποτε μια κοπέλα στο Λένινγκραντ, μια φοιτήτρια. Αυτοκτόνησε όταν τον έστειλαν στη Σιβηρία». Θα ήταν χρήσιμο, ο αναγνώστης, διαβάζοντας το “Οι άνθρωποι του Σμάιλι”, να έχει συγκρατήσει αυτήν τη λεπτομέρεια.