ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ #1 – Γιάννη Πανούση: Αλληγορικό
Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Η δεισιδαιμονία τρέφει τους φόβους,
οι φόβοι εξάπτουν τη δεισιδαιμονία
Ν. Γ. Μουρτζούχος, Οδοιπορικό ιδεών
Ξύπνησε ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι, παχτωμένο στο πάτωμα. Ο χώρος ήταν κατασκότεινος. Από μία οπή του αδιαπέραστου τοιχώματος έμπαινε κάθε τόσο μία αχτίδα γαλάζιου φωτός, σαν κάποιο μάτι να τον παρακολουθεί. Ο ξεχαρβαλωμένος γλόμπος στο ταβάνι, που κρεμόταν σαν πτώμα απαγχονισμένου με σκοινί, άναβε μόνο κάθε μισή ώρα, λες και κάποιος είχε εγκαταστήσει ένα μηχανισμό που έλεγχε τη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος. Πρόσεξε ότι το πάτωμα ήταν απόλυτα καθαρό. Το ίδιο και οι τοίχοι. Πουθενά σχισμές ή σκασίματα. Όλα ομοιόμορφα κατασκευασμένα με ακρίβεια. Δεν ήταν δεμένος. Χέρια, πόδια ελεύθερα. Τίναξε τα μαλλιά του προς τα πίσω και χάιδεψε τα γένια του. Κοίταξε τα ρούχα του. Ήταν πολύ καλά ντυμένος: σπορ παντελόνι, τρίχρωμο πουλόβερ, δερμάτινα παπούτσια.
Μα πώς βρέθηκα εδώ; σκέφτηκε. Πού πήγαινα; Εκδρομή στο χωριό; Βόλτα στη θάλασσα; Ορειβασία; Ήμουνα μόνος ή με παρέα; Πού πήγαν οι υπόλοιποι; Γιατί είμαι κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο που δεν φαίνεται να έχει πόρτα εξόδου;
Μήπως, έξαφνα μία μακάβρια σκέψη πέρασε από το μυαλό του, μήπως είχε πεθάνει κι ο χώρος αυτός ήταν ένα είδος νεκροδόχου, θαλάμου εναπόθεσης πτωμάτων πριν να ενταφιαστούν ή ν’ αποτεφρωθούν.
ΟΚ, η σκέψη αυτή είχε κάποια βάση, αλλά από την άλλη αφού είχε πεθάνει πώς μπορούσε να σκέφτεται και μάλιστα να βγάζει λογικά συμπεράσματα;
Όχι, όχι. Δεν ήταν πεθαμένος. Απλώς κάποιος του έπαιζε ένα παιχνίδι,του έκανε μία κακόγουστη φάρσα.
Είχε όμως έναν τόσο κακοήθη εχθρό; Ποιος θα μπορούσε να ήταν; Άρχισε να θυμάται και να μετράει με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού:
Ο Νίκος; Αποκλείεται.
Ο Κώστας; Ούτε καν…
Ο Νώντας; Αυτός φοβάται και τη σκιά του.
Ο Άρης…
Το δάχτυλο έμεινε στον αέρα. Πετάχτηκε όρθιος...
Ο Άρης; Μα πώς; Τον Άρη τον είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια, όταν τον είχε βρει στον καναπέ να ασκεί σεξουαλική βία στην ανήλικη κόρη του,όπως είχε καταθέσει στο δικαστήριο και είχε απαλλαγεί. Βέβαια ο Άρης ήταν μηχανικός-ηλεκτρολόγος και θα μπορούσε να στήσει, αν ζούσε, τέτοια παγίδα, σκέφτηκε. Πώς όμως οι νεκροί, έστω οι δολοφονημένοι, έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν από τον τάφο για να τιμωρήσουν τους δράστες;
Παραλογισμός και δεισιδαιμονίες, αποφάνθηκε. Ακόμα όμως κι αν έτσι είχαν τα πράγματα από άποψη μεταφυσικής δαιμονολογίας, ο Άρης ήταν άθεος, οπότε από πού αντλούσε το «δικαίωμα στη μετά θάνατον εκδίκηση»;
Την τελευταία του σκέψη διέκοψε ένας τρομακτικός θόρυβος.Το καλοφτιαγμένο πάτωμα άρχισε να κινείται προς τα πάνω και οι τέσσερις τοίχοι προς τα μέσα. Αργά και σταθερά ο χώρος που είχε διαστάσεις 4 μέτρα πλάτος, 4 μέτρα μήκος και 4 μέτρα ύψος έγινε 3 Χ 3 Χ 3 κι ύστερα 2 Χ 2 Χ 2, εκεί πρόλαβε να ψελλίσει «Είπα ψέματα, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, τον σκότωσα για να του κλέψω την περιουσία...», κι ύστερα 1 Χ 1 Χ 1 και τέλος 0,10 Χ 0,10 Χ 0,10.
Στο σημείο αυτό η τεράστια πρέσα σταμάτησε να συμπιέζει το χώρο, που τώρα είχε μετασχηματιστεί σ’ ένα μικρό κουτάκι, στο οποίο ένας τύπος με άσπρη μπλούζα επικόλλησε μία ετικέτα:
«Συμπιεσμένος και συμπυκνωμένος δολοφόνος Νο 13033».
Ετικέτες: Γιάννης Πανούσης