• Αρχική
  • Η Λέσχη
    • Καλωσόρισμα στην Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • 15 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΣΑΛ 2010-2025
    • Τα μέλη μας
    • Γιατί γράφω "αστυνομικά"
    • Τα βιβλία της Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • Έγραψαν για τη Λέσχη
    • Καταστατικό
    • Προϋποθέσεις εγγραφής νέων μελών
  • Νέα
    • Τα νέα μας
    • Άλλες δραστηριότητες των μελών
  • Αναγνωστήριο
    • 100 Λέξεις
    • Ιστορίες Εγκλεισμού
    • Διηγήματα
  • Βιβλιογραφία
    • 2020 - 2029
    • 2010 - 2019
    • 2000 - 2009
    • 1990 - 1999
    • 1980 - 1989
    • 1970 - 1979
    • 1960 - 1969
    • 1950 - 1959
    • 1940 - 1949
    • 1930 - 1939
    • 1920 - 1929
  • ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ
    • Ξένη αστυνομική λογοτεχνία
    • Ελληνική αστυνομική λογοτεχνία
    • Ειδικά θέματα
    • Φάκελος: Γιάννης Μαρής
    • Μικρές Ιστορίες για Συγγραφείς και Βιβλία
    • Από το Χαρτί στην Οθόνη
    • Μεγάλοι ντετέκτιβ
    • Τρίτες με τους μαθηματικούς της ΕΛΣΑΛ
    • Based on a true crime story
  • Φωτογραφίες
  • Επικοινωνία
  • Ελληνικά (Ελλάδα)
  • English (UK)
       

Thief

Συντάχθηκε στις 08 Μαϊος 2024. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

- H ουσία είναι ότι έχουμε πολύ αυστηρά κριτήρια για ανάδοχους γονείς. Είστε πρώην κατάδικος, οπότε προφανώς υπάρχουν πιο δελεαστικές επιλογές.

- Έλα μωρέ τώρα, θα πάρουμε κι εμείς ένα παιδάκι που δεν είναι τόσο δελεαστικό. Έχετε κάνα μαυράκι για υιοθεσία; Η μήπως κάνα κινεζάκι; Το παίρνουμε.

Ο παραπάνω διάλογος ανάμεσα στον πρωταγωνιστή του Thief, ληστή χρηματοκιβωτιών Frank και την υπάλληλο της επιτροπής αξιολόγησης ανάδοχων γονέων λέει αρκετά για το περιεχόμενο της ταινίας. Ο James Caan – ίσως στον καλύτερο ρόλο της πλούσιας καριέρας του – υποδύεται έναν απλοϊκό αλλά ικανότατο ληστή, που έχει περάσει από τη φυλακή και πλέον προσπαθεί να ζήσει σα φυσιολογικός άνθρωπος. Δηλαδή, με τις ανέσεις και την οικογένεια που η κοινωνία αναμένει από τον καθένα να αποκτήσει. Τα έσοδα από τα κλοπιμαία ξεπλένονται μέσω μια μάντρας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που ο Frank διευθύνει και όλα φαίνονται να έχουν μπει σε τάξη.

Κάπου εκεί εμφανίζεται ο αρχιμαφιόζος του Chicago Leo, ο οποίος θέλει να πάρει τον Frank στη δούλεψη του, παρέχοντας σιγουριά και προστασία. Μετά από μερικά επιτυχημένα χτυπήματα η σχέση τους θα οδηγηθεί σε στραβούς δρόμους, παρασύροντας τα πάντα γύρω τους.

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Michael Mann, βασίστηκε στο βιβλίο του Frank Hohimer "THE HOME INVADERS: Confessions of a Cat Burglar". Ο Hohimer ήταν ένας πραγματικός ληστής με περγαμηνές, που μπήκε στο μάτι του οργανωμένου εγκλήματος. Με αυτή τη βασική ιστορία, ο Michael Mann δημιουργεί ένα ασύλληπτο όργιο ήχου και εικόνας, ακολουθώντας το ληστή Frank στην περιπλάνησή του στους επικίνδυνους δρόμους της παρανομίας.

Ο Mann παίζει με εντυπωσιακό τρόπο με τους φωτισμούς και τις ανακλάσεις των φώτων πάνω σε καπό αυτοκινήτων και βρεγμένες επιφάνειας και σε συνδυασμό με το εκπληκτικό soundtrack των Γερμανών Tangerine Dream παραδίδει μια από τις πιο ιλουστρέ και καλοφτιαγμένες παραγωγές crime fiction στην κινηματογραφική ιστορία. Θα μπορούσε να σταματήσει εκεί, όμως αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει είναι η αφήγηση του ταξιδιού του πρωταγωνιστή με προορισμό αυτό που θεωρεί ότι είναι η σωστή, τακτική ζωή. Ο Frank έχει μορφωθεί στο πεζοδρόμιο, αποκτώντας αντίστοιχες δεξιότητες. Αφού πέρασε από την στενή, θέλει να μαζέψει αρκετά χρήματα και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του με μερικούς ανθρώπους που αγαπάει και σέβεται, με άνεση σαν αποστασιοποιημένος μεγαλοαστός. Το όνειρό του δεν αργεί να εξελιχτεί σε εφιάλτη και ο Frank για να επιβιώσει, θα χρειαστεί να δείξει τα νύχια του σαν αγριόγατος στον σκουπιδότοπο.

Οι ηθοποιοί, παρότι μπορεί να μην έχουν μελετήσει Shakespeare στο Λονδίνο, ούτε μέθοδο Stanislavski αποδίδουν απολύτως πειστικά και πείθουν για το λούμπεν, ή εγκληματικό χαρακτήρα των ηρώων που αποδίδουν. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσε να είναι καλύτερο το τελικό αποτέλεσμα. Το Thief είναι ένα εξαιρετική κινηματογραφικό δείγμα όπου στυλ και αφηγηματική ουσία ισορροπούν τόσο αρμονικά. Οι σινεφίλ ανατριχιάζουν με τα πλάνα της Cadillac να τριγυρίζει στο νυχτερινό Chicago και οι ΝΕΟΝ επιγραφές να καθρεφτίζονται πάνω στο αμάξωμα, όσο τα αυτιά διεγείρονται από τα αιχμηρά synthesizer του Edgar Froese και της παρέας του. Οι συγγραφείς και οι φίλοι της αφήγησης και της αστυνομικής λογοτεχνίας παρασύρονται από το ρεαλισμό των καταστάσεων, τους καλογραμμένους χαρακτήρες και το εξαιρετικό φινάλε. Με άλλα λόγια, το Thief είναι All Things, to all Men.

Ο Michael Mann έχει γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία του σινεμά, έχει κονομήσει χοντρά (ορθώς) και έχει υπηρετήσει αυτό που αποκαλούμε crime fiction όσο λίγοι. Είναι κυρίως γνωστός για το στυλιζαρισμένο (αλλά μάλλον αφελές) τηλεοπτικό Miami Vice, για το εξαιρετικό HEAT και για το ινδιάνικο δράμα "O Τελευταίος των Μοϊκανών" (βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του James Fenimore Cooper). Με το πέρασμα των χρόνων και τις μόδες να διαδέχονται η μία την άλλη, το Thief κάπου ξεχάστηκε. Καιρός λοιπόν να βγει από το χρονοντούλαπο και να μπει δίπλα στα "The Asphalt Jungle", "The Killing" και "The Goodfellas" καθώς εκεί είναι η θέση του.

Εκτύπωση Email

Golgo 13 - The Professional

Συντάχθηκε στις 17 Απριλίου 2024. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Ο Duke Togo, ή αλλιώς Golgo 13, είναι ο ικανότερος δολοφόνος επί πληρωμή στον κόσμο, για τον οποίο οι αρχές γνωρίζουν ελάχιστα. Ο Golgo 13 φέρνει πάντα σε πέρας την αποστολή του, σβήνοντας το στόχο του όποιος και να είναι, όσο καλά και να φυλάσσεται, χωρίς περιττές ριπές και τυμπανοκρουσίες. Μετά την ολοκλήρωση του κάθε συμβολαίου βρίσκει μια ευκαιριακή ερωτική σύντροφο κι αφού ηρεμήσει τις ορμές του, συνεχίζει με συγκέντρωση και επαγγελματισμό προς τον επόμενο στόχο του.

Η ζωή του ανακατεύεται όταν δολοφονεί τον γιο του βαθύπλουτου μεγαλοεπιχειρηματία πετρελαίου Leonard Dawson. Ο τελευταίος θα κινήσει θεούς και δαίμονες, θα αφιερώσει όλη του τη ζωή και την περιουσία και θα κάνει πολλές αμφιλεγόμενες επιλογές για να τιμωρήσει τον Golgo 13 με αργό και βασανιστικό θάνατο.

Το Golgo 13 είναι η μακροβιότερη σειρά manga (comic) στην Ιαπωνία, έχοντας συνεπή παρουσία σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία από το 1968 μέχρι σήμερα. Τη στιγμή που στη χώρα μας υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν τα εικονογραφημένα βιβλία ως (αποκλειστικά) παιδικά και απλοϊκά, στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου συνεχίζουν να στηρίζουν την πολιτιστική τους βιομηχανία, με το Golgo 13 να έχει ξεπεράσει τα 300 εκατομμύρια πωλήσεων και να ακολουθείται φανατικά από αναγνώστες κάθε ηλικίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι το τρίτο πιο επιτυχημένο manga, πίσω από τα πιο εμπορικά Dragonball και One Piece. O δημιουργός της σειράς Takao Saito που μας άφησε πέρσι, εξέφρασε σαν τελευταία του επιθυμία το Golgo 13 να συνεχίσει όταν εκείνος κλείσει τα μάτια του (και φυσικά με τα νούμερα που εξακολουθεί να κάνει, κανείς δεν είχε αντίρρηση).

Η επιτυχία των εικονογραφημένων βιβλίων οδήγησε σύντομα σε μεταφορά των περιπετειών του αμίλητου δολοφόνου, σε πολλά μέσα: Ραδιοφωνικό δράμα, κινηματογραφικές ταινίες με Ιάπωνες, super star πρωταγωνιστές (Ken Takakura, Sonny Chiba) και βεβαίως, ταινίες κινουμένων σχεδίων (anime λέγονται) σαν αυτή που περιγράφουμε.

Το Golgo 13 του 1983 είναι μια υπέροχη οπτικοακουστική αναπαράσταση του comic, απολύτως χαρακτηριστική της εποχής της. Η βασική πλοκή είναι στοιχειώδης και οι περισσότεροι χαρακτήρες γραμμένοι μέσα σε πέντε λεπτά, όταν οι σεναριογράφοι έπιναν τον πρωινό καφέ τους. Αυτά τα φτωχά υλικά, έρχεται ο σεφ-σκηνοθέτης Osamu Dezaki και τα μετατρέπει σε ένα πραγματικά απολαυστικό σούσι. Από την εναρκτήρια δολοφονία, όπου ο θεατής δεν ξέρει τίποτα για τον πρωταγωνιστή, τους τίτλους αρχής που στέκονται δίπλα στις καλύτερες στιγμές του κινηματογραφικού πράκτορα 007, έως και το μακελειό στο φινάλε, το Golgo 13 χορταίνει με θέαμα, μουσική και αγωνία κι ας μην κάνει τον David Mamet να ζηλεύει με το βάθος σεναρίου.

Πράγματι, οι περιπέτειες του Duke Togo, του δολοφόνου με το τουφέκι Μ16, δεν είναι Glengarry Glen Ross, όμως οι καταστάσεις που διαδραματίζονται στην οθόνη πολύ απέχουν από παιδικό παραμύθι. Με το καλημέρα έχουμε ευθεία βολή στο κεφάλι στόχου και κοντινό, όταν η σφαίρα φτάνει στον προορισμό της, λουτρά αίματος, ευφάνταστες δολοφονίες με κάθε μέσο, ερωτικές σκηνές που αγγίζουν τα όρια του soft πορνό, επιστράτευση μεταλλαγμένων δολοφόνων, βιασμούς, όργιο αμοραλισμού και πλήρη απουσία political correctness.

Ο πρωταγωνιστής είναι δολοφόνος, οπότε αναγκαστικά αντιήρωας, οι διώκτες του όμως περιγράφονται ως τα μεγαλύτερα καθάρματα που γέννησε ο κόσμος. Όπως συμβαίνει και στα βιβλία του Donald Westlake με πρωταγωνιστή τον Parker, οι επιλογές και οι πράξεις των κεντρικών ηρώων δε δικαιολογούνται, όμως καλούνται να κολυμπήσουν σε μια λίμνη γεμάτη piranhas και καρχαρίες, οπότε μερικές εκτελέσεις και ανατινάξεις φαντάζουν ως αναγκαίες πρακτικές. Επίσης, ο Duke Togo είναι επαγγελματίας, ασχολείται μονάχα με τους στόχους του, δεν έχει συναισθηματικές εμπλοκές και αποφεύγει τις παράπλευρες απώλειες με μεγάλη προσοχή. Αντίθετα, οι κυνηγοί του είναι έτοιμοι να γκρεμίσουν οικοδομικά τετράγωνα, αδιαφορώντας αν πρόκειται να θυσιάσουν ένα σχολείο γεμάτο ανήλικα, για να καταφέρουν να τον ξεπαστρέψουν.

Κατά τα άλλα, τα '80s και η γιάπικη αισθητική είναι διάχυτα σε ολόκληρη την ταινία: Γιοτ, γυναίκες-τρόπαια, γρήγορα αυτοκίνητα, καλοραμμένα κοστούμια, μεγιστάνες επιχειρηματίες και γενικά ένα σκηνικό που θα έκαναν τους Θάτσερ και Ρήγκαν να φουσκώνουν με ικανοποίηση (με την κάμερα να είναι παρατηρητής και να μην παίρνει θέση). Ο Duke Togo έχει σαν αφετηρία τον Samourai του Melville, όμως είναι προσαρμοσμένος στην εποχή του, πιο ψυχρός, ακραίος και απολύτως μηχανικός, χωρίς συναισθηματισμούς και ευαισθησίες. Σκοτώνει για να πάει στην επόμενη πίστα και για να σώσει τη ζωή του.

Σε αρκετούς το Golgo 13 θα φανεί παρωχημένο. Είναι από τις πρώτες ταινίες κινουμένων σχεδίων που χρησιμοποίησαν ψηφιακά γραφικά από υπολογιστή, τα οποία σήμερα φαίνονται σαν μπογιές στην τηλεόραση. Η ιστορία είναι υποτυπώδης και η αιματοχυσία υπερβολική. Παρόλα αυτά, τα όσα συμβαίνουν είναι αποτυπωμένα στην οθόνη με καταπληκτικό τρόπο και άριστη μουσική επένδυση, έτσι ώστε ο θεατής να καβαλάει το κινηματογραφικό όχημα και να τραγουδάει προς τον εκτελεστή Duke Togo, "I said pray for you... pray for you", όπως λέει και το soundtrack των τίτλων αρχής.

Εκτύπωση Email

Η Ρώσικη Εστία

Συντάχθηκε στις 14 Μαρτίου 2024. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Ένας Βρετανός εκδότης -χαριτωμένος, καλλιεργημένος και ρεμάλι- βρίσκεται απροσδόκητα με αμυντικά σχέδια Σοβιετικών στα χέρια του. Έτσι, ο Barley Blair με όπλα την αισιοδοξία του, τα διαβάσματά του από όλο τον κόσμο και το σαξόφονό του, βρίσκεται μπλέκει άθελά του σε ένα βρώμικο και στημένο παιχνίδι διεθνούς κατασκοπείας.

Το εξαιρετικό βιβλίο του John Le Carre μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1990 από τον σκηνοθέτη Fred Schespisi, με αξιοσημείωτο cast. Στο ρόλο του παρδαλού εκδότη βρίσκουμε τον Sean Connery σε εξαιρετική φόρμα, να πηγαινοέρχεται στη Ρωσία για να παίξει τα παιχνίδια των μυστικών υπηρεσιών και βασικά για να συναντήσει την Michelle Pfeiffer. Στους δεύτερους ρόλους έχουμε τους υπέροχους Roy Scheider, James Fox και Klaus Maria Brandauer.

Παρά τα εντυπωσιακά ονόματα, τα γυρίσματα σε Λονδίνο, Πορτογαλία και Ρωσία και το υπέροχο soundtrack, η ταινία πάτωσε στην εποχή της και παραμένει στην αφάνεια ακόμα και σήμερα.

Η δράση είναι συγκρατημένη και τα διάφορα ζοφερά που συμβαίνουν κυρίως υπαινίσσονται και λιγότερο καταγράφονται από την κάμερα. Η καχυποψία και η διαφθορά που αποπνέει το έργο του διάσημου συγγραφέα έχουν αποδοθεί σωστά, χωρίς η ταινία να είναι μαύρη ή απαισιόδοξη. Σίγουρα αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία, καθώς κρύβει σπάνιο πλούτο κι ομορφιά.

Εκτύπωση Email

Η Μάσκα του Δημητρίου

Συντάχθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2024. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Ο Ολλανδός συγγραφέας μυστηρίου Cornelius Leyden ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη, για να βρεθεί τυχαία μπροστά στο πτώμα ενός άντρα που ξέβρασε ο Βόσπορος. Η έμφυτη περιέργειά του και η συγγραφική του διαστροφή θα τον οδηγήσει στην έρευνα του παρελθόντος του νεκρού άντρα, που λεγόταν Δημήτριος Μακρόπουλος και φαίνεται να συμμετείχε σε σημαντικά γεγονότα της ιστορίας των Βαλκανίων τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Το ψάξιμο θα οδηγήσει τον Leyden σε περιοδεία από την Τουρκία μέχρι την Ελβετία και τη Γαλλία, μπροστά σε διλλήματα και κινδύνους, μπροστά σε χρήματα και παγίδες και τελικά σε μια αλήθεια, που είναι πολύ διαφορετική από αυτή που φανταζόταν.Η Μάσκα του Δημήτριου είναι ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Βρετανού συγγραφέα Eric Ambler, το οποίο ανέλαβε να μεταφέρει στη Μεγάλη Οθόνη το 1944 ο Ρουμάνος σκηνοθέτης, Jean Negulesco. Στο βιβλίο, ο συγγραφέας Charles Latimer (ο Leyden της ταινίας) ερευνά τη ζωή του μυστηριώδους Δημήτριου Μακρόπουλου, ενός τυχοδιώκτη που ξεκίνησε από συσκευαστής σύκων (μέτριος, όπως μαθαίνουμε) για να εξελιχτεί σε κατάσκοπο, ραδιούργο μηχανορράφο, άνθρωπο αδίστακτο και εξαιρετικά ικανό, που συμμετείχε σε πολιτικές δολοφονίες, κλοπές σημαντικών εγγράφων και κάθε λογής βρωμοδουλειά που θα του απέδιδε χρήματα.

Η ταινία του Negulesco είναι καλογυρισμένη και χορταστική, ειδικά αν σκεφτούμε πως κυκλοφόρησε σχεδόν 80 χρόνια πριν. Όλοι οι ηθοποιοί – ειδικά οι πρωταγωνιστές – βάζουν τα δυνατά τους και λάμπουν. Ο Peter Lore πραγματικά πείθει στο ρόλο του μαλθακού, αλλά εξαιρετικά περίεργου κι εύστροφου συγγραφέα, όπως κι ο Sydney Greenstreet σαν αντίζηλος του περιβόητου Δημήτριου (Zachary Scott), που αναστάτωσε τη μισή Ευρώπη. Όμορφα αποτυπώνεται και η περιφορά του Leyden από την Κωνσταντινούπολη στα Βαλκάνια και μετά στην Κεντρική Ευρώπη, παρότι όλα γυρίστηκαν σε κλειστούς χώρους, που θα μπορούσαν είναι studio, οπουδήποτε.

Από την άλλη πλευρά, το βιβλίο δίνει μεγάλη έκταση κι αναφορά σε γεγονότα και πραγματικά πρόσωπα της εποχής, όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ κι ο Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι, με τα οποία ο Δημήτριος φαίνεται να εμπλέκεται και να τοποθετείται οργανικά στην ιστορία. Αντίθετα, στην ταινία του Negulesco οι σχετικές λεπτομέρειες είναι φιλτραρισμένες κι απλοποιημένες, απλώς συνοδευτικά στοιχεία τα οποία συλλέγει ο Leyden για να βρει το κλειδί του μυστηρίου. Δυστυχώς, η καρδιά του αινίγματος είναι κάπως αφελής και αφήνει στο θεατή ένα κενό, ειδικά μετά από τόση περιπλάνηση, ταξίδι και ταλαιπωρία.

Αυτό δε σημαίνει πως η κινηματογραφική “Μάσκα” δε βλέπεται. Κάθε άλλο. Το δίδυμο των Lorre και Greenstreet (σε μια από τις εννιά κοινές τους εμφανίσεις) είναι απολαυστικό και η παρακολούθηση έχει ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, έστω κι αν τα πράγματα εκεί στρογγυλεύουν, ξεφουσκώνουν (και τελικά ο Δημήτριος αποδεικνύεται πιο λίγος, από ότι μας είχαν προϊδεάσει όλοι οι αφηγητές). Οι φίλοι ταινιών στα χνάρια του (εξαιρετικού) The Lady Vanishes του Alfred Hitchcock θα το απολαύσουν, ενώ και όλοι οι υπόλοιποι δε θα νιώσουν ότι έχασαν την ώρα τους. Όσοι πάλι θεωρήσουν ότι ο συγγραφέας Eric Ambler δυσφημίζει τους Έλληνες, δείχνοντας τους λωποδύτες και δολοπλόκους, ας σκεφτούν ότι οι Γάλλοι έχουν αναδείξει σε λογοτεχνικά σύμβολο τον Arsene Lupin και οι Βρετανοί, τον “Ευγενή Κλέφτη” A.J. Raffles.

Εκτύπωση Email

La Sirene du Mississippi

Συντάχθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2022. Καταχωρήθηκε στο Από το Χαρτί στην Οθόνη

Ο Louis Mahe, ένας πλούσιος καπνέμπορος από την Reunion, γνωρίζει τη μέλλουσα σύζυγό του με συνοικέσιο, δια αλληλογραφίας και την περιμένει για να παντρευτούν. Η γυναίκα που έρχεται στο νησί με το καράβι “Mississippi” είναι πολύ πιο όμορφη και μυστηριώδης από την Julie Roussel, με την οποία επικοινωνούσε για καιρό. Αφού ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, το ζευγάρι θα βυθιστεί σε μια δίνη ψεύδους, πάθους και παράνοιας.

Ο σκηνοθέτης Francois Truffaut, έχοντας αναγνωριστεί παγκοσμίως με τις ταινίες “Les 400 Coups”, “Tirez Sur le Pianiste” και “Fahrenheit 451”, διασκευάζει to 1969 το έργο του Cornell Woolrich “Waltz Into Darkness”. Η δράση στο πρωτότυπο βιβλίο του 1947 εξελίσσεται στην Νέα Ορλεάνη των τελών του 19 αιώνα. Αντίθετα, στην ταινία του Truffaut το μυστήριο ξεκινάει στην αποικία της Reunion και η παράνοια μεταφέρεται (και μεγεθύνεται) στην Γαλλία, από τις Κάννες μέχρι την Lyon.

Ουσιαστικά πρόκειται για ψυχολογικό θρίλερ σε χιτσκοκικά πρότυπα, όπου ένας άνδρας που έχει – φαινομενικά – τα πάντα παρασύρεται σε παράλογες αποφάσεις, μαγεμένος από τη γοητεία μιας επικίνδυνης γυναίκας με σκοτεινό παρελθόν. Παρότι η μοίρα φαντάζει προδιαγεγραμμένη και παρότι έχει χειροπιαστές αποδείξεις για το ποιόν της συζύγου του, ο Mahe είναι αποφασισμένος να χορέψει πάνω στην κόψη της λεπίδας, μέχρι να ματώσει το τελευταίο χιλιοστό της σάρκας του. Βεβαίως, το μακάβριο και καταστροφικό βαλς χορεύεται από δύο και η ανήθικη και αδίστακτη σύζυγος φαίνεται να υποφέρει και να καταστρέφεται όπως ο μαγεμένος Mahe.

Η ταινία είναι υπέροχη οπτικά, με τις ονειρικές εικόνες της Reunion να εναλλάσσονται με την πιο βαριά ατμόσφαιρα του διαμερίσματος στην Lyon, με θέα στο ποτάμι. Βεβαίως, όλα περιστρέφονται γύρω από το ζευγάρι Belmondo – Deneuve και την κάθοδό τους προς την κόλαση. Ο πρώτος είχε ήδη αναδειχτεί σε super star, με πρωταγωνιστικές ερμηνείες εντυπωσιακού εύρους και γκάμας (από Noir του Melville και κωμωδίες, μέχρι τα Arthouse πειράματα του Godard). H Deneuve είχε λάμψει τη δεκαετία του ’60 σε ταινίες των Polanski και Bunuel και με την ερμηνεία της στη “Σειρήνα” επιβεβαίωσε ότι το όμορφο περιτύλιγμα (αδιανόητα όμορφο και sexy στην ταινία του Truffaut) έκρυβε ταλέντο και ουσία.

Αν υπάρχει κάτι άξιο κριτικής στο “La Sirene du Mississippi” είναι το σενάριο, που συχνά φαντάζει χαλαρό και απλώς δίνει χώρο στο ζευγάρι να αναπτύξει τη χημεία του και να αναδείξει της ψυχολογικές τους μεταπτώσεις, σε μια αδιέξοδη σχέση. Οι επιλογές των πρωταγωνιστών φαντάζουν παράταιρες και απίστευτες μέσα από ένα συμβατικό, καθημερινό πρίσμα. Με την παραδοχή ότι αυτοί οι φαινομενικά τέλειοι άνθρωποι έχουν μεγάλα τραύματα και συναισθηματικά κενά, όλα δένουν και ο θεατής μπορεί να τους απολαύσει να βασανίζονται ψυχικά και σωματικά, καθώς ζουν την περιπετειώδη καθημερινότητά τους κι επίσης, σε μερικές από τις τολμηρές σεξουαλικές σκηνές για mainstream cinema της εποχής.

Το βιβλίο του Woolrich μεταφέρθηκε για δεύτερη φορά στον κινηματογράφο, το 2001 στο “Original Sin”, όπου οι Antonio Banderas και Angelina Jolie υποδύονται το καταστροφικό ζευγάρι. Αν και η νεότερη ταινία είναι πιο πιστή στο βιβλίο σε ότι αφορά την εποχή που εξελίσσονται τα γεγονότα, είναι μάλλον άδεια από ατμόσφαιρα και δραματικό βάρος.   

Εκτύπωση Email

Περισσότερα Άρθρα...

  • Cruising
  • Predator II
  • Les Fantomes du Chapelier
  • Drive
  • Αρχική
  • Η Λέσχη
    • Καλωσόρισμα στην Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • 15 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΣΑΛ 2010-2025
    • Τα μέλη μας
    • Γιατί γράφω "αστυνομικά"
    • Τα βιβλία της Ε.Λ.Σ.Α.Λ.
    • Έγραψαν για τη Λέσχη
    • Καταστατικό
    • Προϋποθέσεις εγγραφής νέων μελών
  • Νέα
    • Τα νέα μας
    • Άλλες δραστηριότητες των μελών
  • Αναγνωστήριο
    • 100 Λέξεις
    • Ιστορίες Εγκλεισμού
    • Διηγήματα
  • Βιβλιογραφία
    • 2020 - 2029
    • 2010 - 2019
    • 2000 - 2009
    • 1990 - 1999
    • 1980 - 1989
    • 1970 - 1979
    • 1960 - 1969
    • 1950 - 1959
    • 1940 - 1949
    • 1930 - 1939
    • 1920 - 1929
  • ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ
    • Ξένη αστυνομική λογοτεχνία
    • Ελληνική αστυνομική λογοτεχνία
    • Ειδικά θέματα
    • Φάκελος: Γιάννης Μαρής
    • Μικρές Ιστορίες για Συγγραφείς και Βιβλία
    • Από το Χαρτί στην Οθόνη
    • Μεγάλοι ντετέκτιβ
    • Τρίτες με τους μαθηματικούς της ΕΛΣΑΛ
    • Based on a true crime story
  • Φωτογραφίες
  • Επικοινωνία