Thief
- H ουσία είναι ότι έχουμε πολύ αυστηρά κριτήρια για ανάδοχους γονείς. Είστε πρώην κατάδικος, οπότε προφανώς υπάρχουν πιο δελεαστικές επιλογές.
- Έλα μωρέ τώρα, θα πάρουμε κι εμείς ένα παιδάκι που δεν είναι τόσο δελεαστικό. Έχετε κάνα μαυράκι για υιοθεσία; Η μήπως κάνα κινεζάκι; Το παίρνουμε.
Ο παραπάνω διάλογος ανάμεσα στον πρωταγωνιστή του Thief, ληστή χρηματοκιβωτιών Frank και την υπάλληλο της επιτροπής αξιολόγησης ανάδοχων γονέων λέει αρκετά για το περιεχόμενο της ταινίας. Ο James Caan – ίσως στον καλύτερο ρόλο της πλούσιας καριέρας του – υποδύεται έναν απλοϊκό αλλά ικανότατο ληστή, που έχει περάσει από τη φυλακή και πλέον προσπαθεί να ζήσει σα φυσιολογικός άνθρωπος. Δηλαδή, με τις ανέσεις και την οικογένεια που η κοινωνία αναμένει από τον καθένα να αποκτήσει. Τα έσοδα από τα κλοπιμαία ξεπλένονται μέσω μια μάντρας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που ο Frank διευθύνει και όλα φαίνονται να έχουν μπει σε τάξη.
Κάπου εκεί εμφανίζεται ο αρχιμαφιόζος του Chicago Leo, ο οποίος θέλει να πάρει τον Frank στη δούλεψη του, παρέχοντας σιγουριά και προστασία. Μετά από μερικά επιτυχημένα χτυπήματα η σχέση τους θα οδηγηθεί σε στραβούς δρόμους, παρασύροντας τα πάντα γύρω τους.
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Michael Mann, βασίστηκε στο βιβλίο του Frank Hohimer "THE HOME INVADERS: Confessions of a Cat Burglar". Ο Hohimer ήταν ένας πραγματικός ληστής με περγαμηνές, που μπήκε στο μάτι του οργανωμένου εγκλήματος. Με αυτή τη βασική ιστορία, ο Michael Mann δημιουργεί ένα ασύλληπτο όργιο ήχου και εικόνας, ακολουθώντας το ληστή Frank στην περιπλάνησή του στους επικίνδυνους δρόμους της παρανομίας.
Ο Mann παίζει με εντυπωσιακό τρόπο με τους φωτισμούς και τις ανακλάσεις των φώτων πάνω σε καπό αυτοκινήτων και βρεγμένες επιφάνειας και σε συνδυασμό με το εκπληκτικό soundtrack των Γερμανών Tangerine Dream παραδίδει μια από τις πιο ιλουστρέ και καλοφτιαγμένες παραγωγές crime fiction στην κινηματογραφική ιστορία. Θα μπορούσε να σταματήσει εκεί, όμως αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει είναι η αφήγηση του ταξιδιού του πρωταγωνιστή με προορισμό αυτό που θεωρεί ότι είναι η σωστή, τακτική ζωή. Ο Frank έχει μορφωθεί στο πεζοδρόμιο, αποκτώντας αντίστοιχες δεξιότητες. Αφού πέρασε από την στενή, θέλει να μαζέψει αρκετά χρήματα και να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του με μερικούς ανθρώπους που αγαπάει και σέβεται, με άνεση σαν αποστασιοποιημένος μεγαλοαστός. Το όνειρό του δεν αργεί να εξελιχτεί σε εφιάλτη και ο Frank για να επιβιώσει, θα χρειαστεί να δείξει τα νύχια του σαν αγριόγατος στον σκουπιδότοπο.
Οι ηθοποιοί, παρότι μπορεί να μην έχουν μελετήσει Shakespeare στο Λονδίνο, ούτε μέθοδο Stanislavski αποδίδουν απολύτως πειστικά και πείθουν για το λούμπεν, ή εγκληματικό χαρακτήρα των ηρώων που αποδίδουν. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσε να είναι καλύτερο το τελικό αποτέλεσμα. Το Thief είναι ένα εξαιρετική κινηματογραφικό δείγμα όπου στυλ και αφηγηματική ουσία ισορροπούν τόσο αρμονικά. Οι σινεφίλ ανατριχιάζουν με τα πλάνα της Cadillac να τριγυρίζει στο νυχτερινό Chicago και οι ΝΕΟΝ επιγραφές να καθρεφτίζονται πάνω στο αμάξωμα, όσο τα αυτιά διεγείρονται από τα αιχμηρά synthesizer του Edgar Froese και της παρέας του. Οι συγγραφείς και οι φίλοι της αφήγησης και της αστυνομικής λογοτεχνίας παρασύρονται από το ρεαλισμό των καταστάσεων, τους καλογραμμένους χαρακτήρες και το εξαιρετικό φινάλε. Με άλλα λόγια, το Thief είναι All Things, to all Men.
Ο Michael Mann έχει γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία του σινεμά, έχει κονομήσει χοντρά (ορθώς) και έχει υπηρετήσει αυτό που αποκαλούμε crime fiction όσο λίγοι. Είναι κυρίως γνωστός για το στυλιζαρισμένο (αλλά μάλλον αφελές) τηλεοπτικό Miami Vice, για το εξαιρετικό HEAT και για το ινδιάνικο δράμα "O Τελευταίος των Μοϊκανών" (βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του James Fenimore Cooper). Με το πέρασμα των χρόνων και τις μόδες να διαδέχονται η μία την άλλη, το Thief κάπου ξεχάστηκε. Καιρός λοιπόν να βγει από το χρονοντούλαπο και να μπει δίπλα στα "The Asphalt Jungle", "The Killing" και "The Goodfellas" καθώς εκεί είναι η θέση του.