Δρακονταειδής Δ. Φίλιππος: "Φως και χρώμα"
1.
Έριχνε χιόνι, έριχνε χιόνι. Όλοι έλεγαν πως κανείς δεν θυμόταν να είχε ρίξει άλλοτε ο Θεός τόσο χιόνι στο Βουκουρέστι. Και η ντόμνα Άουρα έκανε το σταυρό της και μου έλεγε πως για τις αμαρτίες μας, για τις αμαρτίες των Ρουμάνων, που είχαν υποταχθεί δύο γενιές τουλάχιστον, δίχως να λογαριάσουμε τους παππούδες και προπαππούδες, στο δαίμονα της μοναρχίας και του κομμουνισμού και τώρα υποτάσσονταν στο δαίμονα της δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Τότε τουλάχιστον οι άνθρωποι έδιναν τη ζωή τους για το κόμμα, σήμερα δίνουν τον κώλο τους για το χρήμα. Και τι αξία έχει η ζωή, όταν δεν έχεις στην κυριότητά σου τον κώλο σου. Μόλις πιάνει να σουρουπώνει, δεν τολμάς να βγεις στην Κάλε Βικτόρια, εκεί από το Χοτέλ Μπουκουρέστι προς το Χίλτον, να περάσεις την πλατεία του Ατενέουμ και να φτάσεις ως το Τσίρκουλ Μιλιτάρ, διακόσια, τριακόσια το πολύ μέτρα, δεν τολμάς να περάσεις και σε πλευρίζουν νταβατζήδες, περαστικές, νεαροί
και κωλόγριες και σου λένε το ετούτο και το εκείνο, πράγματα πρωτάκουστα και μολυσματικά, από τις λέξεις κολλάς το σκουλαμέντο, σκέψου τι κολλάς από την πράξη. Να φανταστείς πως τις προάλλες, με το σούρουπο, που η καημένη είχε φύγει από τη δουλειά της για να πάει στο φτωχικό της, την είχε πιάσει στην πάρλα ένας καλοντυμένος, της έλεγε πως είχε πελάτη νταβραντισμένο για πάρτη της. Και όταν η ντόμνα Άουρα του είπε πως δεν ενδιαφέρεται, εκείνος της είπε πως είχε και ζιγκολό με τα όλα του, αν επρόκειτο για την ευχαρίστησή της. Στραβός ήταν; Δεν έβλεπε πως η ντόμνα Άουρα είναι περασμένη στα χρόνια; Πως είναι μηχανή αυτοκινήτου που έχει κάνει τα χιλιόμετρά της και πως τώρα δεν παίρνει μπροστά με καμία μανιβέλα; Άσε τι λαχταρούν τα μάτια της και τι ζητάει η ψυχούλα της. Ο Θεός μόνο το ξέρει και ο πάτερ Νταμιάν, ο εξομολόγος της.
Νομίζω πως κατάλαβα. Η γνώση μου της ρουμανικής γλώσσας είναι περιορισμένη, όσο και η γνώση της γαλλικής και αγγλικής για τη ντόμνα Άουρα, που ξεκινάει το μονόλογό της στη μητρική της γλώσσα και περνάει σε όποιες γαλλικές ή αγγλικές λέξεις ξέρει, όταν παύω να κουνάω το κεφάλι μου, δείγμα πως δεν την παρακολουθώ πια και έχω χάσει το θέμα που πραγματεύεται. Το ίδιο θέμα, με μικρές παραλλαγές, κάθε πρωί, τα τρία πρωινά που βρίσκομαι στο Βουκουρέστι, όταν βγαίνω από το δωμάτιό μου στον ξενώνα της οδού Ζορζ Ενέσκου, διασχίζω τον στενό διάδρομο και μπαίνω στην κουζίνα, όπου με περιμένει ένα βραστό αυγό, μια φέτα τυρί (κασκαβάλ), μια φέτα ζαμπόν, μπόλικο ψωμί της προηγούμενης μέρας, ένα φλιτζάνι τσάι και νερό (άπα νατουράλα). Λέω «μπούνα ζιούα» (καλημέρα) και η ντόμνα Άουρα αναστενάζει, κάθε χτες και καλύτερα, κάθε πέρυσι και λαμπρότερα, γιατί έτσι και ανοίξεις την εφημερίδα, διαβάζεις όλες τις συμφορές του κόσμου, όλες τις αμαρτίες. Τι άλλο από τιμωρία της αμαρτίας είναι και αυτό το χιόνι, που τελειωμό δεν έχει; Δεν μπόρεσε να πάει στο σπίτι της το προηγούμενο βράδυ, μόλις βγήκε στον κήπο, γλίστρησε. Σκέψου να έπεφτε και να έσπαγε κανένα παΐδι. Ευτυχώς, εκεί ήταν ο Κριστιάν Τσορμπάνου ο φύλακας και την κράτησε. Την πήγε ανασηκωτή ως την έξοδο, αλλά δεν γινόταν να την πάει ανασηκωτή ως τη στάση του λεωφορείου, γλιστρούσε και εκείνος. Ποιού λεωφορείου εξάλλου, αφού κανένα λεωφορείο δεν κυκλοφορούσε με τέτοιο χιόνι, κανένα αυτοκίνητο δεν ήταν στο δρόμο. Την έφερε λοιπόν πίσω, πέρασε τη νύχτα ξαπλωμένη στον καναπέ του προτοκόλ (της αίθουσας τελετών), ο Κριστιάν Τσορμπάνου της είχε προτείνει να πάει να κοιμηθεί στο καλύβι του στο πίσω μέρος του κήπου, δεν ντρέπεται ο σιχαμένος, γέρος άνθρωπος, έχουν να λένε πως στα χρόνια του δεν είχε αφήσει ήσυχη ούτε κότα, κάθε πρωί σηκωνόταν και ρουφούσε ένα αυγό για να καρδαμώνει. Να μην τα πολυλογούμε, μαύρο ύπνο είχε κάνει, έτσι και ο άνθρωπος βγει από το κρεβάτι του και τη συνήθειά του, ανάπαυση δεν βρίσκει. Πληρώνει τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο κάτι από τις αμαρτίες του.
-Και εγώ ξέρω για ποια αμαρτία του κόσμου είσαστε εδώ, τόνισε η ντόμνα Άουρα, ο καιρός καλυτέρεψε, οι δρόμοι θα ανοίξουν σήμερα.
Είχε καθίσει απέναντί μου, εκεί καθόταν επειδή της άρεσε να βλέπει τις ευχετήριες κάρτες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τακτοποιημένες στο ερμάρι όπου τα ποτήρια και τα πιάτα, κολλημένες στο γυαλί της πόρτας του επίπλου, Μάρτης μήνας ξημέρωνε σε λίγο, περνούν οι μέρες, δεν καταλαβαίνεις πόσο γρήγορα περνούν οι μέρες, πότε είχαμε Χριστούγεννα, να που φτάσαμε στο Μάρτη, αύριο θα έχουμε Πάσχα, μεθαύριο πάλι Χριστούγεννα, ας είμαστε καλά, να μη μας βρει κανένα κακό και μας καταρίξει, γιατί αλίμονό μας. Έσπρωξε την καρέκλα της πίσω και έκανε το σταυρό της, τότε είδα τις πλεχτές κάλτσες της που ανέβαιναν ως το γόνατο περίπου και εκεί μαζεύονταν, δεν γινόταν να πάνε πιο πάνω, τόσο χοντρά ήταν τα μηριά της. Τόσο βαριά και τα στήθη της. Τόσο χοντρά και τα μπράτσα της.
-Για δουλειά είμαι εδώ, απάντησα αφηρημένα.
-Αν ήρθατε για το φόνο, καλύτερα να μην το σκέφτομαι, μουρμούρισε η ντόμνα Άουρα. Το καημένο το κορίτσι, έχει περάσει τόσος καιρός και δεν έχει βρεθεί ο ένοχος, εγώ ξέρω να σας πω, αλλά δεν είναι η ώρα.
2.
Tην πρώτη φορά που βρέθηκα –υπό καθεστώς δημοκρατίας- για δουλειά στο Βουκουρέστι, πέρασα τη νύχτα στο ξενοδοχείο Ντορομπάντσι. Ήταν Δεκέμβριος, το χιόνι είχε σκεπάσει τα πεζοδρόμια, είχε πατηθεί πολύ, ήταν μαύρο. Τα παιδιά του δρόμου ήταν τότε πολλά. Δεν ξεχνώ εκείνο το αγόρι, που ήταν γυμνό, το κορμί του βρώμικο, το κρύο το τσάκιζε, κατουριόταν, ενώ προσπαθούσε να κρατηθεί, ύστερα χεζόταν, προσπαθούσε να κρυφτεί, ο κόσμος περνούσε με μπότες, γούνες, πανωφόρια, τσάπκες, κανείς δεν έδινε σημασία, ένας άντρας πέρασε και το χτύπησε, μια γριά σταμάτησε και καταπιάστηκε να το ντύσει, μαζεύοντας τα βρεγμένα κουρέλια του, που ήταν πεταμένα στην άκρη, άλλα παιδιά του δρόμου τα είχαν τσαλαπατήσει, έστεκαν στην απέναντι μεριά του δρόμου και χαχάνιζαν. Το αγόρι είχε μια τρεμούλα φόβου, έβγαζε μια φωνή σαν κλάμα, μια φωνή σαν γρύλισμα, μια φωνή σαν φλέμα. Και η γριά το αγκάλιαζε, το χάιδευε, το φιλούσε στο μέτωπο, το ζέσταινε, του άνοιγε τα πόδια, το έσπρωχνε να καθίσει στα γόνατά του και να κάνει τα κακά του με άνεση, είχε βγάλει από την τσέπη της ένα παλιόχαρτο να του σκουπίσει τον πισινό. Και ο κόσμος περνούσε, περνούσα, έκανε κρύο, ο ουρανός καθαρός, είχε νυχτώσει, το φεγγάρι στη γέμιση, τα φώτα είχαν αρχίσει να πληθαίνουν, το παρελθόν της ανέχειας απομακρυνόταν ταχύτατα.
Μπήκα σε ένα μαγαζί μετά το τέλος της δουλειάς, κάτι σαν καφενείο, έτσι, σαν διάλειμμα πριν επιστρέψω στο ξενοδοχείο, μια τρύπα καφενείο, μετά το Δημαρχείο. Σε εκείνο το σημείο της πόλης ο κόσμος αραίωνε, τα παιδιά του δρόμου μαζεύονταν στο μικρό πάρκο, λίγο πιο κάτω.
-Τσάι, παράγγειλα.
-Ζάχαρ; ρώτησε ο μαγαζάτορας.
-Νου (όχι), απάντησα, μουλτσουμέσκ (ευχαριστώ).
Tότε μπήκε ένας κακοντυμένος άντρας, που συνόδευε μια πανέμορφη κοπέλα. Πέρασε από μπροστά μου, κάθισε στο διπλανό τραπέζι, μύρισα την κοπέλα: μια έφηβη, ντυμένη για να διακρίνεται το στήθος της κάτω από το πλαστικό γούνινο παλτό της. Με τα χείλη βαμμένα, τα μάτια φοβισμένα. Με τα μαλλιά τραβηγμένα πίσω, διέκρινα το χνούδι του μετώπου της. Δεν ήξερε τι να κάνει τα χέρια της, έδενε το ένα με το άλλο, θα πρέπει να έτρωγε τα νύχια της. Έμοιαζε του άντρα που τη συνόδευε, ήταν κόρη του. Λοξοκοίταξα προς το μέρος τους, το τσάι δεν πινόταν, ήταν όμως ευχάριστα ζεστό. Ο άντρας μού χαμογέλασε, θέλω να πω ότι έκανε ένα μορφασμό σαν χαμόγελο. Ήταν η ώρα να ανάψω τσιγάρο, ο άντρας ζήτησε τη φωτιά μου. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε να πάρει τον αναπτήρα μου. «Νου», του είπα, έσφιξα τον αναπτήρα στη χούφτα μου, του έκανα νόημα να σκύψει για να του ανάψω –εγώ- το τσιγάρο του. Ύστερα, κρατώντας τον αναπτήρα, τέντωσα το δάχτυλό μου και του έδειξα να επιστρέψει στη θέση του. Η κοπέλα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Μύριζα την υγρασία των ματιών της. Φορούσε μπότες. Μπότες με τακούνι. Μπότες που ήταν μεγάλες για τα πόδια της. Θα κουραζόταν στο περπάτημα, θα υποχρεωνόταν να λικνίζεται. Ο μαγαζάτορας ήταν πίσω από τον πάγκο του, έκανε πως δεν έβλεπε, έκανε πως δεν καταλάβαινε. Στο πιο πέρα τραπέζι μια παρέα γέρων, που συζητούσαν χαμηλόφωνα. Σε άλλο τραπέζι ένας μεσόκοπος που διάβαζε εφημερίδα. Στο τελευταίο τραπέζι δύο γυναίκες αμίλητες, που άναβαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Έσπρωξα την καρέκλα μου να χτυπήσει στο τραπέζι. Ο μαγαζάτορας στράφηκε προς το μέρος μου. Τον κοίταξα δαγκώνοντας τη γλώσσα μου, φέρνοντας το χέρι στη μύτη μου, ξύνοντας το αυτί μου, έσβησα το τσιγάρο μου, έβγαλα το πορτοφόλι μου να πληρώσω, το κράτησα ανοιχτό να μετρήσω τα λέι, αλλά να φαίνονται και τα δολάρια που είχα μαζί μου. Ο άντρας το είχε προσέξει. Στράφηκα απότομα και τον κοίταξα, έκανα ένα βήμα προς το μέρος του, σφίγγοντας τα δόντια, η μυρουδιά του δεν μου άρεσε. Κάτι ψιθύρισε. Η τελευταία λέξη ήταν «δολάρια».
-Νου, γαύγισα.
Τότε πρόσεξα πως τα χέρια της κοπέλας ήταν κόκκινα από το κρύο. Κόκκινα και τα μάγουλά της, είχε αρχίσει να ζεσταίνεται.
3.
Τίποτα δεν με εκπλήσσει.
Όταν έφτασα στο Ντορομπάντσι, δεν παραξενεύτηκα που εκείνος ο άντρας είχε φτάσει πριν από εμένα. Δεν παραξενεύτηκα που η κοπέλα στεκόταν πίσω του με το κεφάλι χαμηλωμένο. Δεν παραξενεύτηκα διόλου όταν είδα τον άντρα να απλώνει το χέρι του, να παίρνει ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων και να φεύγει. Η κοπέλα είχε μείνει ακίνητη, ο πελάτης την κοίταζε, την πήρε από το χέρι και προχώρησαν στο βάθος της αίθουσας. Εκεί ήταν ο ανελκυστήρας. Το χιόνι είχε πάψει να πέφτει. Όλα είχαν παγώσει: μια παγωμένη νύχτα.
4.
Δεν χιόνιζε το πρωί, ο ουρανός ήταν καθαρός, κομμάτια χιόνι έπεφταν από τα δέντρα. Στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου με το φαγωμένο χαλί, που κάποτε ήταν πορφυρό, με τα πολυκαιρισμένα τραπέζια και τις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες, με εκείνη τη μυρουδιά όπου η κολόνια ανακατεύεται με την απόμακρη οσμή του μαγειρείου, με τον καφέ να έχει το χρώμα σαπισμένων φύλλων, με το ψωμί να είναι πατικωμένο και άγευστο, με τον μπουφέ να επιδεικνύει τη μιζέρια των εδεσμάτων, άναψα το τσιγάρο μου. Σε ένα τραπέζι στο βάθος της αίθουσας είδα να κάθεται ο πελάτης με την κοπέλα. Εκείνος μασούλιζε. Εκείνη είχε το κεφάλι κατεβασμένο. Φορούσε το πλαστικό γούνινο παλτό της, τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω, αχτένιστα θα έλεγα. Οι μπότες μεγάλες στα πόδια της, έδειχνε άσχημη. Μου φαινόταν πως είχε χάσει την ομορφιά της στη διάρκεια της νύχτας που είχε μεσολαβήσει.
Τότε εμφανίστηκε ο άντρας που την είχε φέρει στον πελάτη, η κοπέλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Τότε ο πελάτης καταβρόχθισε ό,τι υπήρχε στο τραπέζι και σηκώθηκε. Πέρασε από μπροστά μου, κάθισε σε ένα άλλο τραπέζι, όπου απολάμβανε το πρωινό του κάποιος γνωστός του. Είπε πως ήταν κουρασμένος, επειδή γαμούσε όλη τη νύχτα. Είπε πως είχε περάσει καλά. Είπε πως σύστηνε την κοπέλα στον γνωστό του, είχε συμφωνήσει με τον πατέρα της να την ξαναφέρει το βράδυ, τσάμπα πράγμα, εκατό δολάρια μόνο, παρθένα ήταν, στην αρχή δεν ήθελε, αλλά την είχε καταφέρει, παρθένα ήταν, ευτυχώς είχε μια μεγάλη σακούλα πλαστική από ψώνια και την είχε βάλει πάνω από το σεντόνι να μη λερώσει με αίματα το σεντόνι, αν και στ’ αρχίδια του, ο πελάτης πληρώνει, ο πελάτης έχει δίκιο.
-Για σκέψου, είπε ο άλλος, την φέρνει ο πατέρας της.
-Και τι σε νοιάζει; απόρησε ο πελάτης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είχα ακούσει σωστά: ο πελάτης και ο γνωστός του ήταν Έλληνες.
5.
-Τίποτα περίεργο, αγαπητέ μου, είπε ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Ο πατέρας εξέδιδε την κόρη του, ο πελάτης την σκότωσε και έριξε το πτώμα της στους θάμνους μπροστά από το Υπουργείο Πολιτισμού, Πιάτσα Πρεσέι Λίμπερε. Το πτώμα βρήκε ο κτηνοτρόφος από τα περίχωρα του Βουκουρεστίου που είχε φέρει τη γελάδα του και την είχε βάλει να βοσκήσει το καλό χορτάρι στο παρκάκι του Υπουργείου, πρώην Πλατεία Λένιν, μαζί με μερικές άλλες γελάδες, που είχαν έρθει με άλλους κτηνοτρόφους, δεν τις ενοχλούν οι αγέλες των σκύλων που έχουν βρει καταφύγιο στο παρκάκι, η άνοιξη έχει φτάσει, το χορτάρι έχει φουντώσει, χαρά ζωής. Για να μην τα πολυλογούμε, το πτώμα ήταν μπρούμυτα, το θύμα είχε χτυπηθεί ανελέητα στο κεφάλι, το σώμα φέρει πολλαπλούς μώλωπες, θα λέγαμε πως έγινε επίδειξη αγριότητας, φαίνεται, από τα ίχνη που βρέθηκαν, ότι οι δράστες είναι δύο.
-Ο ένας θα πρέπει να είναι ο πατέρας, βιάστηκα να πω.
-Το σχόλιό σας, συνέχισε ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, με κάνει να πιστεύω πως η υπόθεση σας ενδιαφέρει και δεν θα αρνηθείτε να προσφέρετε τις πολύτιμες υπηρεσίες σας.
-Και εσείς τις δικές σας, συμπλήρωσα.
-Ανήκω σε άλλη εποχή, αγαπητέ μου, αναστέναξε ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, το έγκλημα βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από εμάς. Τελώ εν αποστρατεία και το βάρος της ηλικίας έχει επιβραδύνει τον βηματισμό μου. Επιπλέον, η απόσταση από το έγκλημα μου αφήνει περιθώρια στοχασμού. Δαπανώ δηλαδή χρόνο να σκέφτομαι την ομορφιά του ονόματος του θύματος: λεγόταν Άουρα Σάντου, έχουμε στερηθεί –θέλω να πω- μιαν αύρα αγιότητας, ο κόσμος μας συνεπώς είναι φτωχότερος σε φως και χρώμα.
-Η ανακάλυψη του ενόχου ή των ενόχων, διέκοψα, δεν θα μας γλιτώσει από αυτή την φτώχεια.
-Θα μας την επιβεβαιώσει, γέλασε ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, ένα σήμα κινδύνου, που κανείς δεν θα ακούσει, τόσα σήματα κινδύνου ακούμε κάθε μέρα, έχουμε συνηθίσει να μην τα προσέχουμε. Το ενδιαφέρον λοιπόν είναι η επιβεβαίωση της φτώχειας, της απώλειας του φωτός και του χρώματος. Εξάλλου, η φτώχεια βαίνει αυξανόμενη: πέντε μήνες μετά τον φόνο, δεν έχουμε μάθει τίποτα. Αυτή η υπόθεση ταιριάζει στην ευαισθησία σας.
6.
Μόλις είχε ανοίξει το καφενείο. Μπήκα, έκλεισα την πόρτα, έσπρωξα ένα τραπέζι προς την είσοδο και παράγγειλα τσάι. Ο μαγαζάτορας είχε παραξενευτεί, ας έδειχνα ήρεμος. Τον είδα που άναψε το καμινέτο και έβαλε το νερό να βράσει. Σαν να επρόκειτο να σκουπίσει τον πάγκο της κουζίνας του, σήκωσε το ακουστικό της τηλεφωνικής συσκευής.
-Νου, του φώναξα και του έκανα νόημα να πλησιάσει.
Παρίστανε πως δεν είχε φοβηθεί. Πήγα κοντά του, έδειχνα τη γροθιά μου. Τα μάτια του ανοιγόκλειναν. Τράβηξα το καλώδιο του τηλεφώνου. Τον έφτυσα: το σάλιο μου κυλούσε στο πέτο του σακακιού του. Τον έσπρωξα πίσω από τον πάγκο της κουζίνας, έσπασα ένα μπουκάλι νερού και κρατούσα σφιχτά το λαιμό του μπουκαλιού. Ακούμπησα στον τοίχο και ύψωσα το πόδι μου στο στομάχι του. Τον κρατούσα στριμωγμένο στον πάγκο της κουζίνας. Τον ρώτησα τι συγγένεια είχε με τον Σάντου, τον πατέρα της Άουρα. Είπε πως δεν ήξερε τίποτα, πως δεν γνώριζε καμία Άουρα και κανέναν πατέρα καμίας Άουρα.
-Μα και εσένα σε λένε Σάντου, είπα, υψώνοντας το σπασμένο μπουκάλι και σπρώχνοντας το πόδι μου στο στομάχι του.
-Ντα, απάντησε, ντα.
-Και τι σχέση έχεις με τον πατέρα της Άουρα; ενδιαφέρθηκα, πλησιάζοντας το σπασμένο μπουκάλι στο πρόσωπό του.
Τον κλώτσησα να στριμωχτεί περισσότερο, έβγαλα το πορτοφόλι μου, ακούμπησα ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων στον πάγκο της κουζίνας του, το νερό είχε βράσει, χυνόταν, το καμινέτο είχε σβήσει, είχε αρχίσει να μυρίζει γκάζι.
-Έχει περάσει τόσος καιρός, ψιθύρισε ο μαγαζάτορας, έκλεισε το καμινέτο.
-Πέντε μήνες από τη δολοφονία της Άουρα, τον διευκόλυνα, και τα εκατό δολάρια είναι δικά σου, τα παίρνεις για να μιλήσεις. Έλα μαζί μου.
-Πού θα πάμε; ανησύχησε.
-Θα με οδηγήσεις να συναντήσουμε τον πατέρα της Άουρα, αυτός ξέρει, αυτός πουλούσε την κόρη του, εδώ ήταν το στέκι του, την πρώτη φορά είχε προσπαθήσει να πλασάρει την Άουρα σε εμένα, δεν το θυμάσαι, εσύ παρίστανες τότε τον ανήξερο, ύστερα την είχε φέρει στο Ντορομπάντσι,ήταν τότε που χιόνιζε, σήμερα δεν χιονίζει, μας περιμένει ένα ταξί, ο σοφέρ είναι δικός μου άνθρωπος. Είμαι βέβαιος λοιπόν πως δεν θα τολμήσεις να κάνεις τον έξυπνο. Θα περπατάς μπροστά μου. Βγάλε το δεξί σου παπούτσι, κράτα το στο χέρι σου και περπάτα.
Στεκόταν και με κοίταζε. Τα μάτια του έπαιζαν. Πέταξα το σπασμένο μπουκάλι στα πόδια του. Αναπήδησε, τα είχε χαμένα. Άδειασα το ζεματιστό νερό στο στήθος του, αλλά δεν έβγαλε κανέναν ήχο, έσκυψε. Με το μπρίκι που κρατούσα στο χέρι τον χτύπησα στο κεφάλι. Ταλαντεύτηκε. Δεν ήμουν εκνευρισμένος. Ήμουν όμως βέβαιος: ο οδηγός του ταξί, ο Αντριάν, είχε ανεβάσει το σαραβαλιασμένο όχημά του, Dacia, στο πεζοδρόμιο και κρατούσε την πίσω πόρτα ανοιχτή. Δεν μεσολαβούσε χώρος ανάμεσα στην ανοιχτή πόρτα του ταξί και στην κλειστή πόρτα του καφενείου.
-Πού να πάμε, αναρωτήθηκε, πού να πάμε, δεν χρειάζεται να πάμε, δεν υπάρχει λόγος.
Έκρινα πως έπρεπε να δείξω ότι έχανα την ψυχραιμία μου. Έκανα πως άρπαζα μια καρέκλα.
-Βγάλε το δεξί σου παπούτσι, διέταξα, και προχώρα.
-Πού να πάμε, φώναξε, ο Οβίντ είναι νεκρός! Τον σκότωσε σήμερα τα χαράματα η κόρη του, η μικρότερη κόρη του, την είχε ξεβγάλει πριν από πέντε μήνες περίπου, η κοπέλα δεν άντεξε, γύρισε τα χαράματα, τον βρήκε να κοιμάται, πήρε το μαχαίρι του ψωμιού και του έκοψε την καρωτίδα. Ήρθα στο μαγαζί μου για να μη βλέπω το αίμα, όλο το δωμάτιο ήταν βουτηγμένο στο αίμα. Εγώ είμαι αθώος. Εγώ δεν ξέρω.
-Ήρθες στο μαγαζί για να εξαφανίσεις ίχνη, ούρλιαξα.
Τον χαστούκισα, αίμα έτρεξε από τη μύτη του. Τον κλώτσησα δυνατά στο στομάχι. Το χτύπησα με το μπακιρένιο μπρίκι στο κεφάλι.
-Ντα, ψιθύρισε.
7.
Έριχνε χιόνι, πάλι έριχνε χιόνι. Όλοι έλεγαν πως κανείς δεν θυμόταν να είχε ρίξει άλλοτε ο Θεός τόσο χιόνι τόσο νωρίς, μήνας Οκτώβριος, στο Βουκουρέστι. Και η ντόμνα Άουρα έκανε το σταυρό της και επαναλάμβανε πως για τις αμαρτίες μας, για τις αμαρτίες των Ρουμάνων, που είχαν υποταχθεί δύο γενιές τουλάχιστον, δίχως να λογαριάσουμε τους παππούδες και προπαππούδες, στο δαίμονα της μοναρχίας και του κομμουνισμού και τώρα υποτάσσονταν στο δαίμονα της δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Τότε τουλάχιστον οι άνθρωποι έδιναν τη ζωή τους για το κόμμα, σήμερα δίνουν τον κώλο τους για το χρήμα. Και τι αξία έχει η ζωή, όταν δεν έχεις στην κυριότητά σου τον κώλο σου. Τι φταίει όμως ο κώλος των παιδιών; Μήπως επειδή ένα κάθαρμα δολοφονήθηκε θα γλιτώσουμε από το κακό; Για πείτε μου λοιπόν τι βρήκατε. Θα σας πω εγώ τι βρήκατε, φάτε εσείς το πρωινό σας, θα σας πω εγώ για να μην κουραζόσαστε, έχετε ταξίδι να κάνετε, να γυρίσετε στον τόπο σας και να ησυχάσατε, να φάτε ένα πιάτο φαΐ και να μη χιονίζει, ευτυχώς ο καιρός άνοιξε, θα σταματήσει να χιονίζει.
Λοιπόν, ως που να φάτε, σας λέω πως οι δολοφόνοι της μεγάλης κόρης ήταν γνωστοί του πατέρα της, δεν μπορεί να μην τους γνώριζε, αφού εκείνος έπαιρνε το κορίτσι κάθε βράδυ, το έδινε και τσέπωνε τα λεφτά προκαταβολικά. Εγώ καταλαβαίνω πως εκείνοι που έπαιρναν το κορίτσι, δεν το είχαν για το κέφι τους μόνο, είχαν και άλλους μουστερήδες, έβγαζαν λεφτά, φαντάσου το μαρτύριο της κοπέλας. Και για να μην τους ανακαλύψουν, ο ένας πουλούσε το κορίτσι στον άλλο, να μην ξέρει εκείνο το δυστυχισμένο ποιος ήταν ο νταβατζής της στιγμής. Φαίνεται όμως πως έφτασε η ώρα που το κορίτσι κουράστηκε, κάτι μαρτύρησε, δεν χρειάζονται πολλά για να γίνει ένας φόνος εκεί όπου είναι πολλοί και το πράγμα της γυναίκας είναι ένα. Και οι ένοχοι δεν πρόκειται να βρεθούν, η αστυνομία θα πιάσει κάποιον, θα του φορτώσει το έγκλημα, θα κλείσει τον φάκελο και τέρμα.
Και ο πατέρας, αφού πέθανε η μεγαλύτερη κόρη του, έβγαλε τη μικρότερη στο δρόμο. Εγώ, καλέ μου κύριε, τα καταλαβαίνω όλα, τα δέχομαι όλα. Αναρωτιέμαι όμως: η μάνα τι έκανε; Δεν ήξερε;
Ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου. Η ντόμνα Άουρα σήκωσε το ακουστικό.
-Αλλό, ντα, ποφτίτς (παρακαλώ), είπε.
Μεσολάβησε σιωπή.
-Oui, Domnul, il est aic, je vous le passe.
-Αυτή είναι η απλή εξήγηση, μου ανακοίνωσε ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Σας επαναλαμβάνω ωστόσο για άλλη μια φορά πως το έγκλημα βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από εμάς. Σας προλαβαίνω συνεπώς για να σας ανακοινώσω πως ο άλλος Σάντου δέχτηκε πριν από λίγο πυροβολισμούς, έχει τραυματιστεί σοβαρά, μεταφέρεται τώρα στο νοσοκομείο, αυτός είναι ο αρχηγός, αυτός είχε διαφωνήσει με τον Οβίντ για το μοίρασμα των χρημάτων από την εκμετάλλευση της μικρότερης κόρης του Οβίντ, αυτός είναι ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Οβίντ, κάποιοι τον πυροβόλησαν για να μη μιλήσει, σας τα λέω γρήγορα, επειδή έχω σταθμεύσει παρανόμως, σας τηλεφωνώ από το καφενείο του κοινού μας φίλου Υμπέρ Νυσσέν, ο οποίος σας μεταφέρει τους χαιρετισμούς του, ευχόμενος κάθε επιτυχία στο δύσκολο έργο σας.
-Επιστρέφω σήμερα στην Αθήνα, διέκοψα.
-Σας τηλεφωνώ τόσο πρωί, αγαπητέ μου, για να σας πω ότι είναι απαραίτητο να παραμείνετε στο Βουκουρέστι, η υπόθεση δεν έχει λήξει. Αντιθέτως, μόλις τώρα αρχίζει.
-Δεν θα ξεστρώσω το κρεβάτι σας, είπε η ντόμνα Άουρα, μόλις με είδε να κατεβάζω το ακουστικό του τηλεφώνου. Και μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να χιονίσει άλλο.
Ο Αντριάν με περίμενε.
- Τσε φάτσεμ (τι κάνουμε); ρώτησε.
- Νου στίου (δεν ξέρω), απάντησα.