Κυριακόπουλος Κώστας: "Την έλεγαν «Άννα»"
Την είδε την ώρα που κατηφόριζε τη Μασσαλίας, ντυμένη με εκείνο το χοντρό μπλε μπουφάν, τόσο φουσκωτό που την έκανε να φαίνεται διπλάσια. Ναι, αυτή ήταν, η ίδια γυναίκα που είχε δει δυο μέρες πριν στην παρουσίαση του βιβλίου του Ισίδωρου Καλδή, «Ιδρωμένο καλοκαίρι», στη Στοά του Βιβλίου. Φορούσε το ίδιο πολυκαιρισμένο μπουφάν, με χαραγμένα πάνω του τα σημάδια ενός άλλου. Οι τσέπες ξεχειλωμένες, οι γιακάδες ξεβαμμένοι, τα κουμπιά ίσα ίσα έπιαναν στις κουμπότρυπες. Εκείνο το βράδυ, της βιβλιοπαρουσίασης, περίμενε να τελειώσει η εκδήλωση και όρμησε στο μπουφέ με τους μεζέδες. Πήρε ένα άσπρο πλαστικό πιάτο και το γέμισε με ό,τι χώραγε. Καναπεδάκια με σολομό πασπαλισμένο με άνιθο, αλμυρά σνακς με τυρί φιλαδέλφεια, άλλα με αγγούρι και ντομάτα. Έτρωγε με μεγάλη βουλιμία και στο άσπρο πλαστικό ποτήρι είχε βάλει κόκκινο κρασί, χύμα από ένα οινοποιείο στα Μεσόγεια.
Καθόταν σε μια καρέκλα, μερικά τραπέζια μακριά από τους βιβλιόφιλους της παρουσίασης του βιβλίου του Ισίδωρου Καλδή.
Ο συγγραφέας, μόλις τελείωσε και τις τελευταίες χειραψίες, την πλησίασε και προσπάθησε να μάθει το όνομά της, όχι ότι τον ένοιαζε αλλά το έκανε για λόγους δημοσίων σχέσεων. Της συστήθηκε, κι εκείνη του απάντησε ότι την έλεγαν «Άννα». Την ευχαρίστησε κι έφυγε από το τραπέζι της. Μια χειραψία τόσο συνηθισμένη και γρήγορη που έμοιαζε με κατούρημα σε μπαρ μετά από δυο τρεις μπύρες. Εκείνη, την ώρα που έβαζε στο στόμα της το τελευταίο καναπεδάκι με σολομό, του είπε «πρόσεχε τον τίτλο που έχεις βάλει στο βιβλίο σου». Και μετά ήπιε μια γουλιά από το κόκκινο κρασί της και ρεύτηκε χωρίς κανείς να την πάρει χαμπάρι.
Ο συγγραφέας δεν έδωσε σημασία στο χρησμό της άγνωστης γυναίκας με το όνομα «Άννα». Τέλειωσε τις χειραψίες, καληνύχτισε τους δημοσιογράφους, τον εκδότη του και τους παρευρισκόμενους κι έφυγε για το σπίτι του. Ο συγγραφέας ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην Ιπποκράτους.
Ο αστυνομικός διευθυντής Μάνος Χάρης, ως βιβλιόφιλος που ήταν, είδε τη σκηνή με τη γυναίκα στη βιβλιοπαρουσίαση, αλλά δεν έδωσε σημασία. Άλλωστε ήταν γνωστό το φαινόμενο στην Αθήνα της κρίσης. Άνθρωποι ετοιμόρροποι, από όλες τις απόψεις, κάτωχροι στην πλειονότητά τους, διάβαζαν εφημερίδες και πήγαιναν σε επίσημες εκδηλώσεις για να φάνε. Μόνο και μόνο γι’ αυτό. Υπηρετούσε σε μια καινούργια υπηρεσία. Την «ΜΑΣ», που φτιάχτηκε το Δεκέμβριο του 2011. Τη Μονάδα Αστυνόμευσης Συσσιτίων. Παρ’ όλα αυτά τον ενδιέφεραν τα βιβλία. Ήταν 17 Ιανουαρίου του 2012 όταν έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του Ισίδωρου Καλδή και την είχε πρωτοδεί.
Όταν ξαναείδε αυτήν τη γυναίκα να περπατάει στη Μασσαλίας, ξύπνησε μέσα του το δαιμόνιο για έρευνα. Και άρχισε να την ακολουθεί. Έτσι από βίτσιο. Την είδε να περπατάει στον πεζόδρομο της Μασσαλίας, παρακάτω ν’ αγοράζει από το περίπτερο στην Ακαδημίας, ένα εισιτήριο για λεωφορείο και στάθηκε στη στάση του Α3, Γλυφάδα μέσω Λ. Βουλιαγμένης. Τα συσσίτια στην Αθήνα ήταν σε συγκεκριμένα σημεία. Καλλιδρομίου, Φ. Νέγρη, Ιπποκράτους, Αθηνάς. Για τα περισσότερα συσσίτια την ευθύνη είχε η εκκλησία. Είχαν ξεκινήσει από τη Σόλωνος και είχαν επεκταθεί και σε άλλες συνοικίες της Αθήνας. Μπήκε μαζί της στο λεωφορείο.
Ο Μάνος Χάρης κατέβηκε μαζί της, στην ίδια στάση, στη Γλυφάδα. Την είδε να μπαίνει σ’ ένα παράπηγμα πίσω από την πλατεία Χωρικών. Μια πράσινη πόρτα με δυο ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, κι έναν μικρό κήπο γεμάτο αγριόχορτα, έτοιμα να καταπιούν όποιο έντομο τολμούσε να πετάξει ανάμεσά τους. Η ερευνητική απληστία του Μάνου Χάρη σταμάτησε εκεί, τα συσσίτια στην Αθήνα δεν του άφηναν πολλά περιθώρια για αστυνομική έρευνα, όπως την έκανε ο ίδιος. Πήρε ένα ταξί και γύρισε στο γραφείο του. Μπάτσος ήταν. Και είχε να επιτηρήσει τα συσσίτια που ολοένα και περισσότερο απλώνονταν σ’ ολόκληρο το Λεκανοπέδιο της Αθήνας. Είχε δικούς του ανθρώπους, έμμισθους μπάτσους με πολιτικά και με κομμένα επιδόματα παντού, σε όλα τα σημεία της Αθήνας όπου υπήρχαν συσσίτια. Οι οργανωμένες συμμορίες, αλλοδαπών και ντόπιων, οργάνωναν επιθέσεις, έκλεβαν τις μερίδες των συσσιτίων και τις πωλούσαν σε αστέγους άλλων προαστίων.
Το πρωί της 19ης Ιανουαρίου 2012, ο Μάνος Χάρης, ο μπάτσος που είχε υπό την επιτήρησή του τα συσσίτια της Αθήνας, πήρε ένα σημαντικό ανώνυμο τηλεφώνημα: «Το βράδυ, να ξέρεις, αυτή που τη λένε «Άννα» ετοιμάζει κάτι», τού είπε η άγνωστη φωνή. Ετοίμασε την ομάδα του. Ένα από τα στελέχη της Μονάδας Αστυνόμευσης Συσσιτίων είχε επιφορτιστεί με την υπόθεση «Άννα». Όλα πήγαιναν καλά. Οι φτωχοί της Αθήνας, περίπου ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι έτρωγαν στα συσσίτια. Όλα πήγαιναν καλά στην έρευνά του.
Βγήκε από το γραφείο του, πήρε το Audi A3 που είχε, το μόνο που κατάφερε να αγοράσει με τα λεφτά που τού άφησε ο πατέρας του όταν πέθανε το 2005, και πήγε στη Γλυφάδα. Σταμάτησε στο σπίτι της υποτιθέμενης «Άννας», πίσω από την πλατεία Χωρικών. Η «Άννα» ήταν νεκρή, με μια σφαίρα στον κρόταφο, έμοιαζε με αυτοκτονία. Ήταν εκεί ο ιατροδικαστής. Το πρόσωπό της είχε το ίδιο χρώμα της τέφρας, όπως κι εκείνο το βράδυ που την είδε στη Μασσαλίας. Το σπίτι ήταν ανάκατο. «Η Άννα, είναι αδύνατον, να είχε πιστόλι», σκέφτηκε. Αντί για επιστολή, δίπλα στο πτώμα βρέθηκε ένα μεγάλο δημοσίευμα εφημερίδας με όλες τις βιβλιοπαρουσιάσεις του εξαμήνου. Και ένα άρθρο του Ισίδωρου Καλδή, σε μια εφημερίδα, υπό τον τίτλο: «Ήρθε η ώρα να φάει ο ένας τον άλλον».
Τότε γύρισε αμέσως στο γραφείο του κι άρχισε να διαβάζει το «Ιδρωμένο καλοκαίρι» του Ισίδωρου Καλδή. Στην 23η σελίδα το μάτι του εγκλώβισε κάτι και το ρούφηξε, σα μέλισσα σε λουλούδι γεμάτο γύρη: «Δεν ιδρώνω από τη ζέστη του καλοκαιριού. Ιδρώνω από αγωνία. Δεν είναι ιδρώτας φυσιολογικός, είναι στάλες από το δέρμα μου που λιώνει στις σκέψεις που κάνω. Δεν ανέχομαι πολλά. Δεν αντέχω. Έχω γεράσει; Μου παίρνουν τα πάντα οι λογιστές και οι εφοριακοί, μού κλέβουν τα όνειρα. Δεν θα μου κλέψουν τη ζωή. Δεν θα ανταλλάξω ό,τι μου κλέβουν με την υπόσχεση του φαγητού και μόνο. Θέλω να σκοτώσω όσους ζουν μόνο για να τρώνε, γιατί ζωή δε σημαίνει μόνο φαγητό».
Την επόμενη ημέρα τηλεφώνησε στον εκδοτικό οίκο για να βρει τον Καλδή. «Λυπούμαστε», του είπε η γραμματέας του εκδοτικού οίκου. «Ο κ. Καλδής είναι νεκρός. Αυτοκτόνησε το βράδυ της 19ης Ιανουαρίου 2012», ήταν η τυπική απάντηση. Το τεφρώδες χρώμα που είχε το πτώμα της «Άννας», είχε απλωθεί και στο πρόσωπο του Μάνου Χάρη. Στις 20 Ιανουαρίου είδε στις εφημερίδες και το ρεπορτάζ για τη βιβλιοπαρουσίαση του Καλδή. Στις φωτογραφίες φαινόταν η χειραψία με την «Άννα». Τα πρόσωπά τους είχαν το ίδιο κίτρινο χρώμα. Για άλλους λόγους ο καθένας… Δίπλα στο πτώμα της ήταν πεταμένο άτσαλα εκείνο το χοντρό μεταχειρισμένο μπλε μπουφάν, αυτό το τόσο χοντρό που την έκανε να φαίνεται διπλάσια. Ο Μάνος Χάρης άνοιξε ξανά τη λίστα με τα συσσίτια και προγραμμάτισε τις περιπολίες της επόμενης ημέρας. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, όταν ο Ισίδωρος Καλδής έγραψε το άρθρο, αλλά ο τίτλος είχε κολλήσει στα μάτια τού Μάνου Χάρη: «Ήρθε η ώρα να φάμε ο ένας τον άλλον»… Όσο για το πιστόλι, θα περίμενε το εγκληματολογικό εργαστήριο να αποφανθεί. Στο μεταξύ, άνοιξε τις μπαλκονόπορτες στο διαμέρισμά του στην Ιπποκράτους για να μπει φρέσκος αέρας. Από μακριά, που στο διάολο πάλι, έρχονταν οσμές δακρυγόνων. H «Άννα», η κάτωχρη γυναίκα των βιβλιοπαρουσιάσεων και των συσσιτίων δεν υπήρχε πια…