Ανδρέας Λύκος: Δεν υπάρχω
Ακόμα και μέσα στον πρώτο όροφο του κτηρίου της Σκότλαντ Γιαρντ παρέμενε ήρεμος. Καθώς διέσχιζε νωχελικά τον μακρύ διάδρομο η ομπρέλα που κρατούσε ταλαντωνόταν με τέτοιο τρόπο που έμοιαζε σαν φυσική προέκταση του αριστερού χεριού του. Σταμάτησε έξω από το γραφείο 131 και χτύπησε την πόρτα. Πριν ακούσει κάποια απάντηση προχώρησε στο εσωτερικό του. Ο αστυνόμος δεν ξαφνιάστηκε. Άλλωστε, είχε ενημερωθεί από τον συνάδελφό του στην πύλη ότι κάποιος Τζον Ρεϊνγουότερ είχε κάτι πολύ σημαντικό να του πει. Πριν προλάβει να του ζητήσει να καθίσει, ο άγνωστος επισκέπτης είχε αναπαυθεί στη δερμάτινη πολυθρόνα και είχε προλάβει να αρθρώσει μια αναπάντεχη φράση.
«Ο Νικολά δολοφονήθηκε».
Ο αστυνόμος έβγαλε βιαστικά το μπλοκάκι του και άρχισε να σημειώνει.
«Σήμερα το βράδυ μάς είχε καλέσει για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι του στο Νότινγκ Χιλ. Σύντομα η συζήτηση οδηγήθηκε στα μαθηματικά και σε κάποιες νέες ιδέες που είχε ο Νικολά σχετικά με τη θεμελίωση της Μαθηματικής Ανάλυσης. Λίγο πριν το επιδόρπιο τα φώτα έσβησαν ξαφνικά και πριν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τι συνέβη ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Αμέσως μετά το φως έλουσε ξανά το δωμάτιο και αντικρίσαμε τον Νικολά σωριασμένο αιμόφυρτο στο πάτωμα. Έτρεξα γρήγορα κοντά του και ακούμπησα το αυτί μου στο στόμα του για να ακούσω την πνοή του. Πριν σβήσει, πρόλαβε να μου ψιθυρίσει: “δεν υπάρχω”. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω στην αστυνομία, αλλά το τηλέφωνο δεν λειτουργούσε. Οπότε αναγκάστηκα να πάρω ένα ταξί και να έρθω μέχρι εδώ».
«Και οι υπόλοιποι της παρέας;» ρώτησε ο αστυνόμος.
«Παραμένουν όλοι εκεί, στην οδό Λάνκαστερ, αριθμός 23».
Ο αστυνόμος έκανε νόημα στη συνάδελφό του από το διπλανό γραφείο. Εκείνη σήκωσε ένα τηλέφωνο και ξεκίνησε να μιλάει χαμηλόφωνα. Ο Ρεϊνγουότερ συνέχισε ατάραχος τη διήγηση.
«Ήμασταν αρκετοί σήμερα στο δείπνο. Ο Άρθουρ, που ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετος όλο το βράδυ, μιλούσε συνεχώς για τις νέες του ανακαλύψεις στη Διαφορική Γεωμετρία. Ο Τζορτζ αντίθετα ήταν πολύ απορροφημένος στις σκέψεις του. Τελευταία εργάζεται εντατικά πάνω σε μια θεωρία που όμως -όπως μας εκμυστηρεύτηκε- παρουσιάζει κάποια κενά. Η Μπλανς καθόταν δίπλα μου και -αν εξαιρέσεις ότι μου χαμογέλασε πονηρά χαϊδεύοντας αδέξια δυο φορές το χέρι μου- παρέμενε σκυθρωπή και ανέκφραστη καθόλη τη διάρκεια του δείπνου. Από την άλλη, ο μεσιέ Λεμπλάν έπαιρνε συνέχεια τον λόγο και έδειχνε εμφανή διάθεση να σχολιάσει τις ιδέες του Νικολά. Κάποια στιγμή νόμισα ότι τον πείραξε το ποτό. Παραδόξως, η πνευματική διαύγειά του παρέμενε ακμαία».
Ο αστυνόμος κατάλαβε ότι η σύνθεση της παρέας της οδού Λάνκαστερ ήταν ιδιαίτερη. Καθώς δεν γνώριζε κάποιον από αυτούς θέλησε να μάθει τα πλήρη στοιχεία τους. «Συγγνώμη, κύριε Ρεϊνγουότερ. Μήπως μπορείτε να μου πείτε και τα επώνυμα όλων όσοι παρευρέθηκαν στο δείπνο;»
Ο Ρεϊνγουότερ έδειξε να ξαφνιάζεται. «Μα το αλεξιβρόχιό μου!» είπε φανερά εκνευρισμένος, σηκώνοντας ψηλά το μπαστούνι της ομπρέλας του. «Είναι δυνατόν να μην καταλάβατε ότι αναφέρομαι στους διάσημους μαθηματικούς Νικολά Μπουρμπακί, Άρθουρ Μπεσέ, Τζορτζ Γουίλμπουρ Πεκ, Μπλανς Ντεκάρτ και μεσιέ Λεμπλάν;”
«Και το μικρό όνομα του μεσιέ Λεμπλάν ποιο είναι;» ρώτησε ατάραχος ο αστυνόμος.
«Ο μεσιέ Λεμπλάν είναι απλά ο… μεσιέ Λεμπλάν» απάντησε δυσανασχετώντας ο Ρεϊνγουότερ.
Το τηλέφωνο ήχησε με έναν ήχο απόκοσμο. Η υπαστυνόμος του διπλανού γραφείου το σήκωσε μετά το δεύτερο χτύπημα. Συζήτησε με τον συνομιλητή της για μισό λεπτό πριν κάνει νεύμα στον αστυνόμο να πλησιάσει και του πει ψιθυριστά:
«Μόλις μ’ ενημέρωσε ένας συνάδελφος ότι στη μονοκατοικία της οδού Λάνκαστερ 23 υπάρχει ένα στρωμένο τραπέζι με πλούσια εδέσματα και έξι καρέκλες περιμετρικά του. Δεν υπάρχει πτώμα, ούτε κανείς άλλος εκεί. Δεν είναι όμως μόνο αυτό παράξενο. Δείτε σας παρακαλώ τι βρήκα κάνοντας μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο» είπε και έδειξε την οθόνη του υπολογιστή της. Ο αστυνόμος διάβασε: “Ο Νικολά Μπουρμπακί είναι το συλλογικό ψευδώνυμο μιας ομάδας Γάλλων μαθηματικών, η οποία ιδρύθηκε το 1934 και αρχικά είχε την πρόθεση να ετοιμάσει ένα νέο εγχειρίδιο στην Ανάλυση…”
«Ρίξτε μια ματιά και στις άλλες σελίδες του περιηγητή» τον προέτρεψε η υπαστυνόμος ανοίγοντας μια άλλη καρτέλα που έγραφε: “Η Μπλανς Ντεκάρτ ήταν ένα ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσαν τέσσερις Άγγλοι μαθηματικοί -που γνωρίστηκαν ως προπτυχιακοί φοιτητές στο Τρίνιτι Κόλετζ του Λονδίνου- με σκοπό τη δημοσίευση κοινών επιστημονικών εργασιών…”.
«Απίθανο» μουρμούρισε ο αστυνόμος ανοίγοντας και τις άλλες ανοικτές καρτέλες του περιηγητή που όλες οδηγούσαν στο ίδιο συμπέρασμα. Οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι παρευρέθηκαν στο ρεβεγιόν δεν υπήρξαν ποτέ, παρά μόνο ως ψευδώνυμα που χρησιμοποιήθηκαν για την υπογραφή επιστημονικών εργασιών. Καθώς κοιτούσε λοξά τον Ρεϊνγουότερ του ήρθε μια ιδέα. Άνοιξε μια νέα σελίδα και πληκτρολόγησε: “Τζον Ρεϊνγουότερ”. Άνοιξε τον πρώτο υπερσύνδεσμο που εμφανίστηκε μπροστά του και διάβασε σαστισμένος: “Ο Τζον Ρεϊνγουότερ ήταν μια φανταστική προσωπικότητα που δημιουργήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν το 1952 από δύο φοιτητές, οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα κενό καταχωρητικό δελτίο για να εγγράψουν ένα φανταστικό φοιτητή, δίνοντάς του αυτό το όνομα επειδή εκείνη την ημέρα έβρεχε”. Ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, λίγο πριν παρατηρήσει με την άκρη του ματιού του, τον Ρεϊνγουότερ να ανοίγει με την ομπρέλα του την πόρτα του γραφείου. Έτρεξε ξοπίσω του. Μόλις βγήκε από το δωμάτιο αντίκρισε ένα σύννεφο ομίχλης που κάλυπτε τον φαρδύ διάδρομο. Ο παράξενος επισκέπτης ήταν άφαντος. Προσπαθώντας να μη σκοντάψει σε κάποιο εμπόδιο κατέβηκε τα σκαλιά και έφτασε τρέχοντας στην πύλη.
«Μήπως είδες τον Ρεϊνγουότερ να βγαίνει;» ρώτησε τον φύλακα.
«Ποιος είναι ο Ρεϊνγουότερ;»
«Δεν τηλεφώνησες πριν μισή ώρα και μου είπες ότι κάποιος κύριος Ρεϊνγουότερ ήθελε να με δει;»
«Συμπαθάτε με, αλλά κάνετε κάποιο λάθος. Έχει δυο ώρες να περάσει ψυχή από εδώ. Ποιος θα κυκλοφορούσε μεσάνυχτα Χριστουγέννων με τέτοια βροχή;»
“Το νερό της βροχής” σκέφτηκε ο αστυνόμος, παραφράζοντας το όνομα του Ρεϊνγουότερ. Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό του Λονδίνου. Το φεγγάρι έλουζε με το φως του ένα σύννεφο που σχημάτιζε τη μορφή ομπρέλας. Την ίδια στιγμή τα χνώτα του ενώνονταν με την καταρρακτώδη βροχή και μεταμορφώνονταν σε... αστερόσκονη!
«Το πνεύμα των Χριστουγέννων έχει όρεξη για παιχνίδια» μουρμούρισε και χαμογέλασε αινιγματικά. «Καλά Χριστούγεννα» είπε απευθυνόμενος στον φύλακα.
* Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τους μαθηματικούς που… δεν υπήρξαν ποτέ
στο ομώνυμο άρθρο του Θανάση Κοπάδη, το οποίο και ενέπνευσε αυτό το διήγημα:
https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/462567_mathimatikoi-poy-den-ypirxan-pote
Ετικέτες: Ανδρέας Λύκος