Μπαξεβάνη Αναστασία: "Μοναχική παρτίδα ή Ένας ρόλος για τον Peter Lorre"*
1.
H ξαφνική μπόρα του απομεσήμερου, μιας συνηθισμένης, κατά τα άλλα, φθινοπωρινής ημέρας, γέμισε ασφυκτικά το μικρό καφέ από υπαλλήλους των γύρω γραφείων. Ήταν η ώρα που καθημερινά σχολούσαν και συνήθιζαν να το επισκέπτονται για μια μπύρα στα όρθια. Ο καιρός σήμερα, συνηγορούσε και για περισσότερες. Έξω από το καφέ, το κιόσκι με τις εφημερίδες και τα περιοδικά, καλυμμένο όλο, λόγω της βροχής, με διαφανείς μουσαμάδες, θύμιζε πολύχρωμα λαχανικά στη κατάψυξη.
Έπινε τον εσπρέσο του, τη μοναδική ’’κατάχρηση’’ που επέτρεπε στον εαυτόν του, όταν την είδε να μπαίνει μέσα φουριόζα, κρατώντας μια μισάνοιχτη ομπρέλα στο ένα χέρι και ένα κομψό σαμσονάιτ στο άλλο. Φορούσε μαύρο, μάλλινο ταγιέρ με άσπρο πουκάμισο και κόκκινο, καρώ φουλάρι. Ψηλοτάκουνες, βρεγμένες, μαύρες γόβες αναδείκνυαν τις γυμνασμένες γάμπες και ένα άρωμα, ναι αυτό το ένοιωσε πολύ έντονα, ένα άρωμα εξοχής και αγριολούλουδων, εισέβαλλε μαζί της στο μικρό χώρο. Καρέκλα άδεια δεν υπήρχε. Εκείνη, προχώρησε απτόητη στο μπαρ και κάθησε στο στουλ, που τυχαία, άδειασε εκείνη τη στιγμή μπροστά της. Ακούμπησε το σαμσονάιτ πίσω από την μπρούτζινη μπάρα, και στερέωσε προσεκτικά δίπλα, όρθια, την ομπρέλα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τίναξε την καστανόξανθη χαίτη της προς τα πίσω.
Δεν είχε προλάβει να δει το πρόσωπο της καθαρά, όμως το φανταζόταν, όμορφο και λαμπερό. Αυτό επιθυμούσε τουλάχιστον. Παρατηρούσε με προσοχή, από την απέναντι γωνία, κάθε της κίνηση. Το σήκωμα των ώμων, το γύρισμα στο πλάι για να καθήσει σταυροπόδι και να μιλήσει με άνεση στο μοντέρνο κινητό, τη λίγο μεγάλη, γαλλική μύτη, το πως κουβέντιαζε και χαμογελούσε με νάζι στο τηλέφωνο, απολαμβάνοντας παράλληλα τον θαυμασμό στα βλέμματα των αρσενικών θαμώνων. Ήταν μια γοητευτική, γεμάτη ζωντάνια γυναίκα, γύρω στα τριάντα. Έκλεισε το κινητό της, έκανε στροφή σαρανταπέντε μοιρών, και με την πλάτη στο μπαρ κοίταξε αφηρημένη το χώρο. Σίγουρα, κάτι σκεφτόταν. Τώρα, μπορούσε να δει καθαρά τα μεγάλα, σκούρα μάτια, τα σαρκώδη χείλη της και τις πέρλες στα αυτιά. Το ενσταντανέ διήρκεσε λίγο, διότι εκείνη του γύρισε απότομα την πλάτη, πλήρωσε και έσκυψε να πάρει τα πράγματά της. Στο δεξί χέρι έλαμψε η βέρα από λευκόχρυσο.
«Ή τώρα ή ποτέ» σκέφθηκε. Αν μη’ τι άλλο, αυτή η γυναίκα ήταν υπαρκτή! Γιατί να μη ζήσει και αυτός στον κόσμο της; Ή τουλάχιστον στα περίχωρά του; Ήθελε πάντα να κάνει αυτή την κίνηση. Να ακολουθήσει έναν άνθρωπο, που θα συναντήσει τυχαία στον δρόμο, και να μάθει τα πάντα για αυτόν. Πως ζει, που εργάζεται, τους οικείους του, τα χόμπυ του, όλα. Έτσι, θα ζούσε και αυτός μαζί του. Θα αποκτούσε, ίσως, η ερημική ζωή του, ένα νόημα. Δεν δίστασε. Την ακολούθησε και ευχήθηκε να μην οδηγεί, γιατί τότε θα έσβηναν όλα. Αισθάνθηκε πολύ τυχερός, όταν την είδε να χάνεται στη χοάνη του μετρό. Επιτέλους, θα πραγματοποιούσε τη φαντασίωση του. Έτσι όριζε ο ίδιος, αυτήν, την πολύ βαθιά του επιθυμία.
Στο μετρό στάθηκε αρκετά μακριά της. Έπαιρνε προφυλάξεις, δεν ήθελε άλλωστε να την τρομάξει. Κατέβηκαν μαζί μετά από πέντε στάσεις. Είχε αρχίσει πάλι να ψιχαλίζει. Δεν κρατούσε ποτέ μαζί του ομπρέλα. Διέσχισαν μια μεγάλη λεωφόρο και προχώρησαν σε έναν μονόδρομο με περιποιημένες μονοκατοικίες, ψηλά δέντρα και φροντισμένους κήπους. Έστριψαν αριστερά και σταμάτησαν, τριάντα μέτρα περίπου μετά, μπροστά σε μια κάτασπρη μονοκατοικία του ΄50. Παρατήρησε αμέσως, πόσο ταίριαζαν μεταξύ τους, η μαύρη, με το ρομβοειδές σχέδιο μαντεμένια εξώπορτα, τα καλοφτιαγμένα, παρόμοια κάγκελα και η πόρτα της κυρίας εισόδου. Είχε δουλέψει παλιά σε σιδηρουργείο και ήξερε να ξεχωρίζει την καλή δουλειά. Το σπίτι ήταν σκοτεινό, και εκείνη άναψε ένα φως στο χωλ.
Δεν πλησίασε περισσότερο. Ήταν ένας ήσυχος δρόμος και φοβήθηκε να μη δώσει στόχο στη γειτονιά. Αποτύπωσε στη μνήμη του την οδό και τον αριθμό. Αύριο το πρωί, θα ερχόταν να στηθεί έξω από τις επτά. Μέχρι να μάθει τα ωράρια της. Μέχρι να μάθει τα πάντα για αυτήν και τον κόσμο της, και έτσι, να πορευτεί μαζί της.
2.
Στις επτά το πρωί, στεκόταν ήδη πίσω από μια γέρικη λεύκα, λίγα μέτρα δεξιά από την καγκελόπορτα, και από την τσέπη του παλτού του εξείχε ο λαιμός ενός άδειου μπουκαλιού, σαν τα ψεύτικα πιστόλια των πιτσιρικάδων, στάχτη στα μάτια, σε περίπτωση που κινούσε υποψίες. Ένα μαύρο, γυαλιστερό αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι. Στις επτά και μισή, βγήκε ένας ψηλός, λεπτός, καλοντυμένος άντρας γύρω στα τριανταπέντε. Είχε κοντοκουρεμέναμαλλιά και αδρά χαρακτηριστικά. Πέταξε την τσάντα του μέσα στο αμάξι και έφυγε με ταχύτητα.
Στις οκτώ βγήκε εκείνη. Την ακολούθησε. Φορούσε καφέ παντελόνι, χαμηλές, καουμπόικες μπότες και δερμάτινο μπουφάν. Τα μαλλιά της τα είχε σηκώσει ατημέλητα επάνω, και οι πέρλες στα αυτιά γυάλιζαν εντονότερα. Ήταν λαμπερή. Την ακολουθούσε σαν πιστό σκυλί, παρατηρώντας κάθε της κίνηση. Πώς σταμάτησε μπροστά στο κιόσκι με τις εφημερίδες να αγοράσει περιοδικά, τη φιλική κουβέντα που είχε με τον πωλητή, την είσοδό της σε ένα μοντέρνο κτίριο με μεταλλικό σκελετό και τεράστια τζάμια. Μια μεγάλη πινακίδα, στον τελευταίο όροφο, διαφήμιζε την έδρα γνωστής, ασφαλιστικής εταιρείας και τα πολυτελή γραφεία της.
Πλησίασε αργά και στάθηκε μπροστά στο γυάλινο κτίριο με την πλάτη στους περαστικούς. Του φάνηκε τεράστιος, με τους τετράγωνους ώμους του να κρατούν στην τσίτα ένα καφέ, φθαρμένο παλτό και ένα λίγο κοντό, σκούρο, μάλλινο παντελόνι να αποκαλύπτει ένα ζευγάρι χοντρές παλιομπότες με φθαρμένες μύτες. Με μια δυνατή, δεξιά παλάμη και βρώμικα νύχια έστρωσε λίγο καλύτερα την αραιή, γκριζόμαυρη φράτζα σε ένα φαρδύ πρόσωπο με μεγάλα γλαρά μάτια, έντονα φρύδια, ίσια, μακριά μύτη και τετράγωνο πηγούνι. Αδιάφορος, έκανε στροφή, και μπήκε στο μικρό καφέ.
Αισθανόταν διαφορετικά. Είχε κάποιον να περιμένει, κάποιον να νοιάζεται. Το απόγευμα την ακολούθησε στο σπίτι. Περίμενε έξω, και μετά από μία ώρα περίπου, εμφανίστηκε το μαύρο αυτοκίνητο. Το βλέμμα του άντρα ήταν συνοφρυωμένο, φαινόταν σκοτισμένος. Κρατούσε νευρικά μια μπεζ καπαρντίνα και την τσάντα του. Μόλις μπήκε μέσα, άναψαν όλα τα φώτα. Δεν ζήλευε. Απλά ανήκε και αυτός στην οικογένεια. Η ημέρα του είχε γεμίσει. Αποφάσισε να γυρίσει στην τρώγλη του.
Ένα μικρό, προπολεμικό σπίτι με διαλυμένους σοβάδες, γκρεμισμένο φράχτη και παντού αγριόχορτα. Μοναδικό σημάδι ζωής σε αυτό το ερείπιο, ένας πατημένος, στενός διάδρομος, μετά το κενό της μάντρας, όπου κάποτε θα υπήρχε εξώπορτα. Έσπρωξε τη γεμάτη σαράκι, ξύλινη πόρτα και μπήκε στο σκοτεινό χώρο. Στα παράθυρα, αντί για κουρτίνες, ξεθωριασμένες, μπλε σχολικές κόλλες, έδιωχναν μακριά τις ακτίνες του ήλιου και έκαναν το σπίτι ακόμα πιο παγερό. Ανάμεσα στα δύο δωμάτια, προτίμησε την υποτυπώδη κουζίνα. Στάθηκε μπροστά στον νεροχύτη από μωσαικό και ήπιε αρκετά ποτήρια νερό. Η κάμαρα δίπλα, χωρούσε λίγα έπιπλα. Ένα παλιό σερβάν με σπασμένα πόμολα, την ξύλινη κρεμάστρα τοίχου, ένα τραπέζι γεμάτο ψίχουλα, και στη γωνία ξέστρωτο, το σιδερένιο κρεβάτι με νίκελ διακοσμητικά .
Προχώρησε και κάθησε σε μια ταλαιπωρημένη, ξύλινη καρέκλα. Απέναντί του μια πανομοιότυπη, και ανάμεσά τους, πάνω σε δύο ενωμένα, όρθια, ξύλινα καφάσια, η σκακιέρα με τη μισοτελειωμένη παρτίδα.
Η μοναξιά της εφηβείας του είχε και κάτι θετικό. Το μοναδικό. Έμαθε να παίζει καλό σκάκι μόνος του, με αντίπαλο τον εαυτό του. Τις κινήσεις, τις έμαθε από κάποιον συμμαθητή του στο Γυμνάσιο. Είχε φτάσει μέχρι και την τρίτη τάξη. Δεν τον άφησαν να συνεχίσει. Εκείνη την εποχή είχε βρει και ένα φυλλάδιο του Μπόμπυ Φίσερ, κουρέλι πια, με τους όρους του παιχνιδιού. Του άρεσε πολύ. Ήταν καλή συντροφιά και είχε την αίσθηση, πως μπορούσε κάπου να κερδίζει. Να κερδίζει ή να χάνει, από τον ίδιο του τον εαυτό. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο δε, χαιρόταν περισσότερο όταν νικούσαν τα λευκά πιόνια.
Ευχαριστήθηκε πολύ εκείνη την παρτίδα. Έβαλε το ξυπνητήρι, και ο ύπνος ήρθε γλυκά.
3.
Αισθανόταν το σώμα του πιο ελαφρύ. Έβλεπε τον κόσμο γύρω του με μια κάποια συμπάθεια, και το βλέμμα του το σήκωνε τώρα, και λίγο ψηλότερα. Μια-δυο φορές, έπιασε τον εαυτόν του να χαζεύει τον ουρανό, και πέταξε ένα ολόκληρο κουλούρι στα περιστέρια.
Οι ημέρες κυλούσαν όμορφα. Κάπου-κάπου έκανε ένα μεροκάματο. Μεταφορές, μετακομίσεις. Ήταν πολύ δυνατός και ολιγόλογος. Για την ακρίβεια, αν μπορούσε να απαντήσει με ένα νεύμα ή κουνώντας το κεφάλι του, ήταν πολύ ευχαριστημένος. Οι μεταφορείς που τον απασχολούσαν, δεν είχαν παράπονο μαζί του. Στην αρχή τον ρωτούσαν για τη ζωή του, μετά έπαψαν. Δεν του έπαιρναν κουβέντα. Δεν ενοχλούσε, ήταν ήρεμος, υπομονετικός, αλλά με το βλέμμα στραμμένο, συνήθως, στο χώμα. Δεν τον είδαν ποτέ να πίνει αλκοόλ ή να καπνίζει. Απέκλειαν την περίπτωση να παίρνει ναρκωτικά.
Εκείνο το μεσημέρι είχε μετακόμιση. Κουβαλούσε μια μπερζέρα μόνος του και την έβγαζε από το ασανσέρ, όταν τον είδε. Κοκάλωσε. Στην αρχή, νόμιζε πως έκανε λάθος. Όμως ήταν αυτός, αγκαλιά με μια στρουμπουλή ξανθούλα και έδινε οδηγίες για τα πράγματα. Φορούσε ακόμη γραβάτα, οπότε θα είχε φύγει, μάλλον, από τη δουλειά του. Εκείνη, φαινόταν απλό κορίτσι και σε λίγο κατάλαβε, πως ήταν ξένη και σχεδόν ανήλικη. Το διαμέρισμα ήταν μικρό, και η γειτονιά χαμένη κάπου, στα δυτικά της πόλης. Της μιλούσε τρυφερά, αλλά και αυταρχικά μαζί, και εκείνη απαντούσε σε σπαστά ελληνικά. Μια μελανιά κάτω από το δεξί μάτι, σκοτείνιαζε το όμορφο, σλάβικο πρόσωπο της.
Κράτησε τη διεύθυνση στο μυαλό του και συλλογισμένος γύρισε σπίτι του. Δεν είχε όρεξη να παίξει σκάκι. Ήπιε πολύ νερό, έβγαλε το παλτό και έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Ένοιωθε θλίψη. Ερημιά. Εικόνες από ένα παρελθόν, που είχε στοιχειώσει μέσα του, ήρθαν και πάλι στη μνήμη του. Ήταν μέσα στο ίδιο σπίτι…
Μια γιαγιά και μια μάνα βρίζονται συνεχώς μεταξύ τους και στα διαλείμματα του δίνουν εντολές…
«Πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα!»
«Φέρε ψωμί και γάλα!»
«Καθάρισε τον νεροχύτη, πλύνε τον καμπινέ!»
«Bλάκα, ηλίθιε, ακόμα;»
Μισούσε τις εντολές, μισούσε την επιβολή πάνω στους ανθρώπους. Όταν απαλλάχθηκε και από τις δύο, τη μία λόγω ηλικίας και την άλλη λόγω αναρρόφησης από το ποτό, υποσχέθηκε στον εαυτόν του, να μη δεχθεί εντολές από κανέναν. Από κανέναν. Είχε πιστέψει ακόμα, πως η απομόνωση, ήταν η μοναδική του προστασία. Ήταν ένας γίγαντας με καρδιά μικρού παιδιού. Μερικώς νεκρή.
Ο Μορφέας, άργησε να τον επισκεφθεί εκείνη τη νύχτα.
4.
Την περίμενε καθισμένος σε ένα παγκάκι του πάρκου, απέναντι από το γραφείο της. Φορούσε ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, ένας Θεός ξέρει από πότε υπήρχαν στο σπίτι, έτσι, για να αλλάξει λίγο εμφάνιση. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το μόνο που είχε προσθέσει επάνω του ήταν ένα ζευγάρι μάλλινα, τρύπια γάντια. Την είδε να βγαίνει. Φορούσε άσπρο παλτό με μεγάλα κουμπιά μέχρι το γόνατο, μαύρο, χοντρό καλσόν και χαμηλές μπότες. Ένα πολύχρωμο, μακρύ κασκώλ αγκάλιαζε σφιχτά το λαιμό και φούσκωνε τα πλούσια μαλλιά της προς τα πάνω. Ήταν όμορφη και ζωντανή. Τόσο ζωντανή!
Περίμενε να προχωρήσει μπροστά και την ακολούθησε. Στην είσοδο του μετρό, εκείνη ξαφνικά σταμάτησε, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του. Τρόμαξε! Ήταν μόλις ένα βήμα πίσω της. Τον ζάλιζε το άρωμα της. Έσκυψε το κεφάλι του κάτω, σαν μικρό παιδί. Εκείνη, τον κοίταξε με περιέργεια και καχυποψία. Κάτι της θύμιζε. Πήγε να μιλήσει, όμως εκείνος τρόμαξε και απομακρύνθηκε γρήγορα.
«Γιατί να συμβεί αυτό; Γιατί; Τώρα πως θα ζω πλάι της; Έπρεπε να της πω κάτι. Τότε, εκείνη θα καταλάβαινε και δεν θα θύμωνε μαζί μου. Τώρα τι θα κάνω; Πως θα μπορώ να την ακολουθώ; Για όλα φταίει αυτός! Αυτός, που έχει τη μικρή δίπλα του, που της λέει σίγουρα ψέματα και την κοροιδεύει. Δεν κάνει να κοροιδεύουμε κανέναν, κανέναν. Αν το μάθει εκείνη, θα πληγωθεί. Δεν πρέπει! Γιατί να γίνει έτσι η οικογένεια μου; Πρέπει να κάνω κάτι, να του μιλήσω. Ναι! Αύριο κιόλας. Κάθε Πέμπτη εκείνη αργεί, κι’ αυτός γυρίζει νωρίτερα. Θα τον περιμένω έξω απ’ το σπίτι. Έτσι κι’ αλλιώς εκείνη μ’ έχει δει, δεν μπορώ να κρύβομαι άλλο. Αύριο, έξω απ’ το σπίτι. Μπορεί όλα να πάνε καλά. Εκείνος ν’ αφήσει τη μικρή, να με συμπαθήσει και να με γνωρίσει στη γυναίκα του. Αυτό θα ήταν το καλύτερο. Το καλύτερο!»
Με τις σκέψεις αυτές, έπεσε μετά από λίγο σε λήθαργο.
5.
Τον περίμενε στη διασταύρωση, τριάντα μέτρα πριν το σπίτι. Θα τον έβλεπε να έρχεται, όπως πάντα, από την αντίθετη πλευρά του δρόμου. Η παγωνιά έκανε τη γειτονιά ακόμα πιο ήσυχη. Ένας τετράποδος κοπρίτης πέρασε από μπροστά του και τον κοίταξε με περιέργεια. Είχε, μάλλον, αρκετή ώρα να συναντήσει άνθρωπο έξω. Ξαφνικά έστρεψε τη μουσούδα του στο δρόμο και άρχισε να γαυγίζει δυνατά. Ένα μαύρο αυτοκίνητο ήρθε με μεγάλη ταχύτητα από την αντίθετη κατεύθυνση και φρενάρησε απότομα δίπλα τους. Ο σκύλος τρόμαξε, έκανε πίσω, και έφυγε τρέχοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο οδηγός πετάχτηκε έξαλλος έξω από το αμάξι και τον άρπαξε από τα πέτα του παλτού.
«Τι θες ρε καργιόλη; Ποιος είσαι; Για ποιόν δουλεύεις;»
Τα είχε χαμένα. Αλλιώς φανταζόταν αυτή τη στιγμή. Ο σύζυγος ήταν στο ύψος του, αλλά πολύ πιο λεπτός. Μπορούσε να τον πετάξει κάτω, αλλά είχε αποφασίσει να του μιλήσει, να του εξηγήσει. Πήγε να ανοίξει το στόμα του, όταν ο άντρας έριξε ανήσυχος μια ματιά γύρω του και του είπε, πιο ήρεμα αυτή τη φορά.
«Άσε, μη μου πεις τώρα τίποτα. Μέσα θα μου τα πεις όλα, μόλις έρθει και η γυναίκα μου. Προχώρα μπροστά, ξέρεις το δρόμο!».
Στο μοντέρνο σαλόνι κυριαρχούσαν το μαύρο και το κόκκινο. Το κοντράστ με τους άσπρους τοίχους ήταν έντονο. Στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλο και ξέχασαν την πόρτα ανοιχτή.
«Και τώρα οι δυο μας. Λοιπόν, λέγε τι ξέρεις. Τι δουλειά είχες έξω απ’ το σπίτι της Ρουσλάνα; Θέλεις να μ’ εκβιάσεις; Μίλα, ρε!».
Είχε όλη την ώρα το κεφάλι σκυφτό. Τα χέρια του, άρχισαν αργά να κινούνται σαν ανάποδο εκκρεμές, εμπρός-πίσω, εμπρός- πίσω, σε έναν όλο και γρηγορότερο ρυθμό.
«Γιατί δεν μιλάς; Είσαι βλάκας, ηλίθιος; Τι είσαι; Κρετίνος;»
«Βλάκα, ηλίθιε, ακόμα;»
Άκουσε καλά;
Οι κινήσεις των χεριών του έγιναν ανεξέλεγκτες. Όρμησε πάνω στο σύζυγο και τον έριξε κάτω. Με το βάρος του τον ακινητοποίησε εντελώς και άρχισε να σφίγγει αργά, αλλά σταθερά το λαιμό του. Ο σύζυγος, τρομοκρατημένος, τον εκλιπαρούσε με τα μάτια να σταματήσει.
Άκουσε βήματα από γυναικεία τακούνια να τους πλησιάζουν. Σταμάτησε το σφίξιμο και χαλάρωσε, λίγο, τα δάκτυλα, όταν δύο γυναίκες πέρασαν δίπλα τους και στάθηκαν πάνω από το κεφάλι του πεσμένου άντρα. Η σύζυγος και η φιλενάδα του.
«Προχώρα, γιατί σταματάς;» είπε αυστηρά, η σύζυγος.
« Ήνταν κακόοος. Eμένα, ξύλο, ξύλο» κλαψούρισε, η φιλενάδα.
«Τελείωνε, μην αργείς. Είναι κάθαρμα. Ακούς; Κάντο τώρα!» τον διέταξε η πρώτη.
«Μην αφήσεις φύγκει. Τώωρα!» στρίγγλισε η δεύτερη.
Τα μάτια του θόλωσαν. Χοντρές στάλες ιδρώτα γλυστρούσαν από τα μαλλιά και σχημάτιζαν ρυάκια πάνω στο σοκαρισμένο του
πρόσωπο. Στα αυτιά του, άρχισαν πάλι να φτάνουν φωνές οικείες από το παρελθόν και να μπερδεύονται με τα ουρλιαχτά των γυναικών...
«Πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα!»
«Προχώρα γιατί σταματάς;»
«Φέρε ψωμί και γάλα! Καθάρισε τον νεροχύτη!»
«Τελείωνε, μην αργείς, είναι κάθαρμα! Ακούς;»
«Πλύνε τον καμπινέ!»
«Μην αφήσεις να φύγκει. Τώωρα!»
«Βλάκα, ηλίθιε, ακόμα;»
Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του: «Σκάστε! Όχι, άλλες εντολές!». Ξέλυσε τα χέρια του, σηκώθηκε, και προχώρησε με αποφασιστικά βήματα προς την έξοδο, χωρίς να ρίξει, ούτε μια ματιά, πίσω του. Είχε περάσει την καγκελόπορτα, όταν φασαρία και φωνές αντήχησαν από το σπίτι.
Με το βλέμμα κάτω, έπεφτε απρόσεκτα πάνω στους περαστικούς, κλωτσούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του και σύντομα, έφτασε στην τρώγλη του. Με μανία, εν μέσω άναρθρων κραυγών, έπεσε πάνω στα αγριόχορτα, και τα ξερίζωσε όλα. Δεν γλύτωσε, ούτε η ταλαιπωρημένη, γέρικη νερατζιά, στην άκρη της αυλής, ανάμνηση μιας εποχής, που τώρα ψυχορραγούσε μέσα του. Με μια κλωτσιά, έριξε κάτω τη σαρακιασμένη πόρτα και όρμησε στα παράθυρα, σκίζοντας όλες τις ξεθωριασμένες, μπλε κόλλες. Εξουθενωμένος, έπεσε στο πάτωμα και ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα.
Πέρασε αρκετή ώρα. Είχε νυχτώσει πια. Κάθησε στην ξύλινη καρέκλα και κοίταξε τη μισοτελειωμένη παρτίδα. Το παιχνίδι ήταν σε κρίσιμο σημείο. Τα μαύρα πιόνια τον είχαν στριμώξει για τα καλά με μια πολύ δυνατή βαριάντα της σικελικής άμυνας.
«Όχι, δεν θα αφήσω τα λευκά μου» μονολόγησε. Χτύπησε με τον τρελλό το προτελευταίο πιόνι της άμυνας. Θυσιάζοντάς τον, άνοιξε τελείως η διαγώνια προς τον μαύρο Βασιλιά. Μετακίνησε τον πύργο απέναντι από τον Βασιλιά και του έδωσε το πρώτο σαχ. Εμφάνισε το άλογο από κρυμμένη θέση και έδωσε και δεύτερο σαχ. Τώρα ο μαύρος Βασιλιάς, ήταν σε πολύ δύσκολη θέση.
Χαμογέλασε με ικανοποίηση. Σηκώθηκε, ήπιε πολύ νερό και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. «Χρειάζομαι έναν αντίπαλο στο σκάκι» σκέφθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του και αποκοιμήθηκε.
Το φως του φεγγαριού έλουζε τα παράθυρα, και τα αστέρια κεντούσαν το κενό της πόρτας.
Gedankenland, Ιαν.-Φεβ. 2011
*Λίγο πριν ολοκληρώσω το διήγημα, συνειδητοποίησα, πως η μορφή του ήρωα μου έμοιαζε πάρα πολύ με το ιδιαίτερο πρόσωπο, αλλά σίγουρα όχι το ανάστημα, του απόλυτα ΄΄noir΄΄ ηθοποιού PeterLorre, ο οποίος απετέλεσε και πρότυπο για τους κομίστες της εποχής του. Προς τιμήν του, λοιπόν, ο υπότιτλος της ιστορίας.
Ετικέτες: Αναστασία Μπαξεβάνη