Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Γύρω στις 7:30 το πρωί είναι ιδανική ώρα – η νεκρή ώρα. Δεν κυκλοφορεί κανένας – δεν βλέπω τουλάχιστον κανέναν. Ακόμα και τα περίπολα έχουν αποσυρθεί. Είναι ίσως το μοναδικό πράγμα που γεννά τη σκέψη ότι πίσω από τις απρόσωπες μάσκες, τη σωματική και ψυχική ακαμψία, την αυθόρμητη αίσθηση απειλής που ξυπνούν, κατά βάση είναι άνθρωποι. Από την άλλη, ίσως απλά το γιγάντιο, αόρατο χέρι του κράτους να αποσύρει τη βραδινή σειρά από αυτά τα ανθρωπόμορφα, μολυβένια ανδρείκελα για να τ’ αντικαταστήσει με την πρωινή – και η νεκρή αυτή ώρα είναι ο χρόνος που χρειάζεται για να τους αλλάξει θέση στο κουτί τους. Προτιμώ την πρώτη εξήγηση, αλλά το αρχέγονο, σαυροειδές τμήμα του εγκεφάλου μου δεν παύει να μου ψιθυρίζει τη δεύτερη.
Τι μέρα είναι;
Όχι Κυριακή πάντως. Τα σουπερμάρκετ δεν είναι ανοιχτά Κυριακή. Μια πρώιμη, μικρή νίκη της ομοψυχίας με τους ταλαιπωρημένους υπαλλήλους. Σύντομα ξέφτισε – όπως κι εκείνοι.
Οι κινήσεις τους είναι μηχανικές, όπως και οι δικές μου.
Το μαγαζί ανοίγει. Μάσκα και γάντια. Μπαίνω – παίρνω την κάρτα εισόδου κι ας είμαι μόνος. Καθαρίζω με αντισηπτικό το καρότσι. Βγάζω το χαρτί. Όπως κάθε φορά, μερικά πράγματα δεν θα τα βρω – τα σημειώνω από συνήθεια, σαν τελετουργικό, που όταν τύχει να τα βρω θα σπάσει η αλυσίδα και θα είναι ένα μικρό θαύμα. Πρώτα όσα δεν είναι φαγώσιμα, ή από φαγώσιμα όσα δεν είναι νωπά, να περιορίσω την επαφή με το ατελώς καθαρισμένο μέταλλο. Μαναβική όπως βολέψει, όποτε έχει λιγότερο κόσμο – θα τ’ αφήσω στο μπαλκόνι ν’ απολυμανθούν, θα τα σαπουνίσω και θα τα ξεφλουδίσω. Δεν πειράζει ν’ ακουμπήσουν. Μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο κόσμος – απρόσεκτοι, φωνακλάδες.
Αυτή τη φορά δεν έχει κόσμο όμως – έχω έρθει την καλή ώρα, τη νεκρή ώρα.
Στο ταμείο μηχανικές κινήσεις, μηχανικές ευχές και φιλοφρονήσεις, «Και αυτό θα περάσει». Όλα χορογραφημένα.
Πλέον δεν πιστεύω πως θα περάσει. Δεν το παραδέχομαι ούτε στον εαυτό μου – ακόμα.
Αυτοκίνητο – πρώτη απολύμανση.
Σπίτι, είσοδος – δεύτερη απολύμανση, αφήνω στη σκάλα ό,τι δεν κινδυνεύει να πειράξει ο γάτος, το αφράτο κάθαρμα με την ουρά σημαία.
Σπίτι, εσωτερικό – τρίτη απολύμανση και τακτοποίηση. Ανάκτηση ενός κάποιου ελέγχου. Δεν είχα καταλάβει την ταχυπαλμία του άγχους μέχρι που με εγκαταλείπει. Εντάξει, γι’ άλλες δέκα μέρες δεν χρειάζεται να βγω.
Η υπόλοιπη μέρα ισοπεδώνεται ανάμεσα στο κρεβάτι και την οθόνη του υπολογιστή. Οικογένεια, φίλοι, γνωστοί, όλοι μοιάζουν να είναι καλά. Δύσκολο να μιλήσεις με όλους online και τηλέφωνα δεν παίρνουμε πια. Οι τετριμμένες συζητήσεις κάνουν τις φωνές αμήχανες.
Από τότε που κανονίζω τις λιγοστές, αναγκαίες εξόδους μου στη νεκρή ώρα, δεν βλέπω παρά ελάχιστο κόσμο – καθόλου κόσμο, εκτός από τους υπαλλήλους. Ξέρω όμως ότι είναι εκεί όπως κι εγώ, ονόματα, φωτογραφίες και βιντεάκια στην οθόνη…
Τι μέρα είναι;
Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου 2019
Ο νοσοκόμος ολοκληρώνει την παρακολούθηση, αναστενάζει, κι επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά τις τετριμμένες σημειώσεις του. Μετά από κανένα μισάωρο καταφτάνει η γιατρός, φέρνοντας το ευλογημένο δώρο του καφέ – ένα δείγμα της οικειότητας που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους. Ίσως πρέπει να κάνει κίνηση μες στις γιορτές, ειδικά αν τις περάσουν παρέα με τον μπριζωμένο.
«Καμιά αλλαγή;»
Νεύει αρνητικά. «Βγήκε πάλι τη νεκρή ώρα».
«Χμ», πίνει μια γουλιά από τον καφέ της.
«Όσο το βλέπω, τόσο λιγότερο το καταλαβαίνω».
«Ηλεκτρονική ιδρυματοποίηση. Συνήθισε τόσο πολύ στον φόβο και τον εγκλεισμό, που το μυαλό του βρήκε τρόπο να μείνει εγκλωβισμένο εκεί μέσα. Είναι λες κι η εικονική πανδημία του παιχνιδιού έβαλε το μυαλό του σε ψηφιακή καραντίνα».
Ο νοσοκόμος κουνάει δύσπιστα το κεφάλι του. «Μόνο στις ταινίες γίνονται αυτά».
Ετικέτες: Ανδρέας Μιχαηλίδης