Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Στον Αντρέα Μιχαηλίδη
Το όνομά μου ήταν Φόβος.
Το κτίριο που αναλώθηκε από τις φλόγες του άθερμου πυρός ενώπιόν μου, ήταν το Ανάκτορό μου, γνωστό τοις πάσι ως «Μέγαρο της Αλήθειας». Εκεί ουδεμία ισχύ είχε το Ψεύδος, κανένα δικαίωμα το Μυστικό, οι Έγκλειστοι καμία ελπίδα.
Ποτέ δεν είχα αποτύχει να αποσπάσω ομολογία. Το προνόμιο της αποτυχίας ανήκει στην απόλυτη εξουσία, κι εγώ τέτοια εξουσία δεν είχα. Τι και αν λογοδοτούσα μόνο στον Αυτοκράτορα Πασών των Ηπείρων και των Θαλασσών; Τι και αν ήμουν ο Υπέρτατος Κριτής των υπηκόων του; Έπρεπε να είμαι αλάνθαστος – και ήμουν.
Ήμουν, έως τον Έγκλειστο υπ’ αριθ. 076/1.8-19, τον πρεσβύτερο και έσχατο μιας δράκας αποστατών που είχαν συλληφθεί ενώ τοποθετούσαν εκρηκτικά στο άγαλμα της Παγκόσμιας Ευημερίας στη Σαμαρκάνδη.
Η προκήρυξή τους επαναλάμβανε, αυτολεξεί, το σύνθημα το οποίο είχε σπιλώσει, προ μηνός, τα κάτασπρα τείχη της πρωτεύουσας: «Ήρθε το τέλος των ειδώλων». Υπογραφή: «Η Αόρατη Αρχή».
Ο υπερβάλλων ζήλος των πρακτόρων μου – τον πλήρωσαν, προσηκόντως, με τη ζωή τους – εξόντωσε επί τόπου τους αποστάτες, πλην ενός, αυξάνοντας τις πιθανότητες να παραμείνει η ταυτότητα του αόρατου αρχηγού τους άγνωστη.
Αυτό ήταν ανεπίτρεπτο.
Ανέλαβα αυτοπροσώπως την ανάκριση.
Ό,τι και αν στήριζε έσωθεν τον Έγκλειστο, αργούσε πολύ να υποχωρήσει. Ο πόνος του ολοένα και αυξανόταν, η σάρκα του σπαρασσόταν, αλλά η θέλησή του δεν κλονιζόταν. Ο χρόνος μου λιγόστευε. Την τρίτη ημέρα έκανα το μοιραίο λάθος να χάσω την ψυχραιμία μου: προτού το καταλάβω, είχε φθάσει στο χείλος του θανάτου. Λίγες στιγμές ακόμη, και θα έπεφτε στην άβυσσο, συμπαρασύροντας κι εμένα.
Έστρεψε προς το μέρος μου τις άδειες κόγχες των ματιών του. Επάνω στον κομματιασμένο καμβά που κάποτε ήταν το πρόσωπό του, ζωγραφίστηκε στιγμιαία το χαμόγελο του νικητή.
Σήκωσα το πιστόλι.
Και τότε, μια ιδέα άστραψε μες στο σκοτάδι του μυαλού μου.
«Η Αόρατη Αρχή είναι πραγματικά αόρατη;»
Η φωνή του Έγκλειστου βραχνή, σπηλαιώδης ψίθυρος:
«Πολύ αργά, Στρατηγέ -» Ο βήχας συντάραξε σαν σεισμός ό,τι μπορούσε να κινηθεί από το αλυσοδεμένο σώμα του.
Έπρεπε να βιαστώ. Ελπίζοντας να είχα μαντέψει σωστά, ρώτησα:
«Είσαι θεϊστής;»
«Είμαι… πιστός…» μουρμούρισε ο ετοιμοθάνατος.
Ηρέμησα αυτοστιγμεί. Αυτό ήταν όλο; Θηκάρωσα το όπλο. Τώρα μπορούσα να φύγω, όμως… μ’ έπιασε περιέργεια. Δεν είχα ξαναδεί θεϊστή, δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν ακόμη.
«Προς τι οι βόμβες, λοιπόν;»
«Ήθελα… να πιστέψουν όλοι…» βόγκηξε ο Έγκλειστος.
«Να πιστέψουν; Σε θεό;» κάγχασα. «Οι θεοί πέθαναν μόλις τελείωσε η πρώτη Πανδημία – εσύ, μάλιστα, πρέπει να την πρόλαβες εκείνη την ημέρα, όταν όλες οι θρησκείες καταργήθηκαν σιωπηρά! Είκοσι χρόνια η ανθρωπότητα γονατισμένη, να ικετεύει έναν άδειο ουρανό… Μόνο ένας θεός υπάρχει, η Τύχη, που διέσωσε το 1%».
Περίμενα. Σιωπούσε – όπως και ο υποτιθέμενος θεός του.
Έκανα να φύγω.
«Σ’ ευχαριστώ», ψέλλισε.
Γύρισα κατάπληκτος.
«Τώρα γνωρίζω…» συνέχισε βαριανασαίνοντας «…το πεπρωμένο μου… Νίκησα τον φόβο… χάρη σε σένα… Φοβόμουν… να προφέρω το αποτρόπαιο όνομά Του…» Η φωνή του δυνάμωσε ξαφνικά: «Είμαι ο Προφήτης Του! Γεννήθηκα για να καλέσω στον κόσμο τον Ολετήρα των Κόσμων! Ελθέ, ελθέ –»
Είπε το Όνομά Του.
Και ιδού εγώ, ο άπιστος, εγκλωβισμένος στην άχρονη νύκτα της Παρουσίας Του, φυλακισμένος στην αδιάστατη έρημο της Βασιλείας Του, καταδικασμένος να δοξάζω το κραταιό, το τρομερό Όνομά Του:
ΣΚΟΙΛ-ΕΛΙΚΙΚΟΥ!!! ΣΚΟΙΛ-ΕΛΙΚΙΚΟΥ!!!
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Νεοκλής Γαλανόπουλος