Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Δεν φαντάστηκα ότι θα ήταν τόσο εύκολο τελικά.
Την Τρίτη, στις δέκα το πρωί, έβαλα τζιν, πουλόβερ, μπουφάν. Μια ώρα κράτησε το μακιγιάζ. Έστειλα το μήνυμα στις υπηρεσίες παρακολούθησης. Θα βγω για μια επίσκεψη στο σουπερμάρκετ και μια βόλτα αναψυχής. Δύο τετράγωνα παρακάτω καβάλησα το μηχανάκι. Πήγα στο σουπερμάρκετ. Έβαλα τα γυαλιά, τα γάντια, τη μάσκα, όσο περίμενα τη σειρά μου. Γέμισα μια σακούλα προμήθειες. Πάρκαρα στην εξώπορτα της πολυκατοικίας απέναντι και χτύπησα το κουδούνι. Δέκα και μισή ακριβώς.
Μου άνοιξε φορώντας μάσκα και γάντια. Είχε γεράσει.
«Ήρθες μισή ώρα νωρίτερα. Α, είσαι καινούργια. Γυναίκα μάλιστα» παρατήρησε παιχνιδιάρικα παίρνοντας τη σακούλα.
Ακριβής. Αδιάφορος. Γοητευτικός ακόμη. Χώνοντας το πενηντάρι στην τσέπη του μπουφάν, έβγαλα το πιστόλι. Τον πυροβόλησα ανάμεσα στα μάτια. Πήρα τη σακούλα κι έκλεισα την πόρτα. Στη εξώπορτα της πολυκατοικίας κόλλησα το σημείωμα δίπλα στο κουδούνι του.
Λυπήθηκα που το αποχωρίστηκα. Μήνες ζωγράφιζα τα γράμματά του. Έγραφα κι έσβηνα να βεβαιωθώ ότι δεν ομολογούσε τίποτα πέρα απ' ό,τι έγραφε: «Δεν θα χρειαστώ ξανά προμήθειες. Μετακόμισα. Γιώργος Λαζάρου.»
Αμφιβάλλω αν θα φτάσει στα χέρια της αστυνομίας. Το πολύ πολύ ο αληθινός ντελιβεράς του σουπερμάρκετ να το δώσει στο αφεντικό, όταν επιστρέψει τη σακούλα με τα ψώνια, που έφερνε στις ένδεκα κάθε Τρίτη. Ποιος ξέρει πότε θα τον βρουν. Ούτε μ' ενδιαφέρει. Κανείς δεν θα σκεφτεί ότι εγώ τον σκότωσα. Και μάλιστα δέκα χρόνια αργότερα.
Εφτά πέρασαν χωρίς να το καταλάβω. Η ψυχιατρική κλινική κοιμίζει τη φρίκη. Τα άλλα τρία τον παρακολουθούσα, κατέστρωνα σχέδια και περίμενα την ευκαιρία. Φυσικά στο μεταξύ έκανα τις απαραίτητες προετοιμασίες. Πούλησα, αγόρασα, νοίκιασα, ξενοίκιασα. Ακόμη και ταυτότητα άλλαξα για τη μακρόχρονη ενοικίαση του airbnb στο ρετιρέ. Μια ματιά έριξε στο πλαστό διαβατήριο ο διαχειριστής. Το εξάμηνο μίσθωμα είχε καταβληθεί προκαταβολικά άλλωστε. Κοκκινομάλλα γερμανίδα αρχαιολόγος. Παγιδεύτηκε στη Ελλάδα. Έτσι θα μάθει όποιος ρωτήσει. Ποιος ενδιαφέρεται να μάθει ποιοι μένουν δίπλα; Πόσο μάλλον στο airbnb. Τώρα και τα βλέμματα, αν τύχει να συναντηθούν, τραβιούνται τρομαγμένα.
Άφησα τα τρόφιμα στον άστεγο, στη Νομική. Το μηχανάκι με το κλειδί στη μηχανή, στα Εξάρχεια. Οι κλοπές περιορίστηκαν, δεν εξαφανίστηκαν οι κλέφτες. Γύρισα στο σπίτι. Έβγαλα τα ρούχα και την περούκα. Τα έβαλα στο τζάκι. Θα τα κάψω το βράδυ. Τα χαράματα θα εγκαταλείψω το ρετιρέ. Δεν θα πάω μακριά. Θα κατεβώ στον πέμπτο.
Κάθισα μπροστά στον καθρέφτη κι έβγαλα τις μπογιές απ' το πρόσωπο. Δεν θα με αναγνώριζε. Άδικα ανησυχούσα. Κι ας ήμουν η ίδια γυναίκα που σκότωσε τη μάνα της στα δεκάξι - τραγικό ατύχημα είπαν τότε, και τον γκόμενο της μάνας της τώρα στα 26.
Έπρεπε να κλείσω τις κουρτίνες πριν βγάλω την περούκα. Στο παράθυρο απέναντι είναι πάλι η γριά με τα κιάλια. Δεν βαριέσαι. Αν ρωτήσει κανείς θα πει ότι στο ρετιρέ έμενε μια γερμανίδα που φορούσε περούκα. Ήρθε κι έφυγε μέσα στην καραντίνα. Ίσως να πει επίσης ότι στον πέμπτο, άνοιξαν τα παράθυρα. Έ, και; Όλη μέρα ανοίγουν και κλείνουν παράθυρα. Έτσι γεμίζουν οι ώρες στην έρημη πόλη.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Άννα Δάρδα-Ιορδανίδου