Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Άσπρος τοίχος, μαύρος τοίχος. Άσπρος τοίχος, μαύρος, άσπρος, μαύρος. Μέτρημα επιβίωσης ενώ το φως της τηλεόρασης καρτερικά αναβοσβήνει στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του. Ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι της, οι κόκκινες πινελιές υποχωρούν και καταχωνιάζονται στην ησυχία του χαλιού. Κανείς δεν μπαίνει, κανείς δεν βγαίνει. Κι εκείνη ακόμη σταμάτησε. Ξαπλωμένη συνεχώς στην αριστερή πλευρά της κρεβατοκάμαρας, παραιτημένη από την οδύνη της συγκατοίκησής τους. Τώρα δεν υπάρχει λόγος. Δεν υπάρχει λόγος να υποκρίνονται ότι κάτι άλλο αιωρείται στον αέρα εκτός από βαρεμάρα και σιχασιά. Του ενός για την άλλη. Της μιας για τον άλλον. Ευτυχώς ο εγκλεισμός τους επέβαλλε την καθυστερούμενη για χρόνια ειλικρίνεια.
Οι μισές κουβέντες, οι φτυσμένες κουβέντες, τα καταπότια της αποξένωσης πήραν τη θέση τους. Κι αυτοί οι δύο πήραν τις θέσεις τους. Στην πραγματικότητα κράτησαν αυτές που είχαν πάντοτε. Αυτός στον καναπέ, εκείνη στο κρεβάτι. Ποτέ το αντίθετο. Το προστατευτικό κουκούλι που δεν έσπασε. Ούτε τώρα.
Την επισκέπτεται κάθε πρωί. Παίρνει την κούπα με τον ξεθυμασμένο καφέ και της αφήνει καινούριο, αχνιστό. Την κοιτά. Προσπαθεί να δει κάτω από τα κλειστά μάτια, να διαβάσει τις λέξεις πίσω από τα ερμητικά κλεισμένα χείλη, να ανιχνεύσει τον έρωτα κάτω από τις ξεφτισμένες πιτζάμες, τρία νούμερα μεγαλύτερες απ’ όταν την γνώρισε, πολλά κιλά βαρύτερες από την εποχή που του άρεσε να την γδύνει. Θα ήθελε να την ταρακουνήσει, να λαβώσει την πένθιμη ακινησία του σώματός της. Θα ήθελε, κάποιες μέρες, ακόμη και να την κλωτσήσει δυνατά. Ή να την χτυπήσει με κάτι. Κάτι που θα πονέσει. Όχι τώρα, τα δέκα τελευταία χρόνια αυτό θέλει. Να την πονέσει. Να βρει εκείνον τον έναν τρόπο που δεν έχει βρει για να τη διώξει. Να φύγει μόνη της, να μην χρειαστεί να το ζητήσει εκείνος.
Αυτό είναι το μαρτύριό του. Ότι δεν μπορεί να το ζητήσει. Το λέει στον εαυτό του χιλιάδες φορές, μέρα - νύχτα, μέρα - νύχτα, μα ποτέ σε κείνη. Κάθε που ανοίγει το στόμα του, θυμάται την ανοιχτή πόρτα του πατρικού του, την πλάτη εκείνου, την μία και μοναδική βαλίτσα που πήρε φεύγοντας, το πρησμένο από το κλάμα και αργότερα από το αλκοόλ πρόσωπο της μάνας του, την δική της κρεβατοκάμαρα, το δικό της σώμα στην αριστερή πλευρά στου κρεβατιού, η δεξιά πάντα στρωμένη. Και δεν μπορεί…
Άσπρος τοίχος, μαύρος τοίχος. Άσπρος, μαύρος. Άσπρος, μαύρος. Οι κόκκινες κηλίδες ξεκινούν από το πάτωμα της κουζίνας, ξεραμένες πια. Διασχίζουν το χολ, βαφτίζουν την λευκή πόρτα του μπάνιου, αχνοφαίνονται στον νεροχύτη, τις έχει καταπιεί η άβυσσος της μπανιέρας. Κι έπειτα στην κρεβατοκάμαρα. Δεν θα τις σκουπίσει. Ούτε θα της πει να φύγει. Της αφήνει και σήμερα την κούπα με τον αχνιστό καφέ.
Κοιτά το άλλοτε πρησμένο από το κλάμα και το αλκοόλ πρόσωπό της. Δεν θα πρηστεί άλλο. Πάει ένας μήνας που την σκότωσε… Άσπρος τοίχος, μαύρος τοίχος. Και οι κόκκινες πινελιές πιο όμορφες από ποτέ!!!
* Το σχέδιο είναι του ζωγράφου Χρήστου Κουτσουρά,
φιλοτεχνημένο ειδικά για το συγκεκριμένο διήγημα.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Έλενα Χουσνή