Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Δεν είχα καμία ανάμνηση. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, αλλά δεν αισθανόμουν τα χέρια μου και τα πόδια μου. Ούτε άκουγα τίποτα. Ξαφνικά, ένιωσα κάτι να με αγγίζει και αμέσως μαζεύτηκα, τρόμαξα. Τι ήταν αυτό που τάραζε την ηρεμία μου, αυτό που απειλούσε όλο μου το είναι;
Τώρα, χρόνια μετά, θυμάμαι -ή νομίζω ότι θυμάμαι- καλά τις μέρες που ήμουν έγκλειστος μαζί με εκείνον. Ο καθένας μας έψαχνε -ξεχωριστά από τον άλλον- τρόπο για να επιβιώσει σε δύσκολες συνθήκες. Η τροφή ήταν περιορισμένη και για τους δυο μας. Εκείνος έπαιρνε πάντα τις μεγαλύτερες ποσότητες κι εγώ τρεφόμουν ελάχιστα. Ένιωθα να μην οξυγονώνομαι επαρκώς και το σώμα μου να καταρρέει. Ούτε το κολύμπι απολάμβανα πια. Στεκόμουν εκεί, σε μια γωνιά, κουλουριασμένος και απομονωμένος.
Εκείνος ήταν περισσότερο κινητικός. Πότε πότε ερχόταν προς το μέρος μου, άλλοτε για να με πειράξει κι άλλοτε για να μ’ αγκαλιάσει. Ο ισχυρός πάντα προσπαθεί να δείξει τη συμπάθειά του προς τον αδύναμο. Όμως το ένιωθα ότι έψαχνε μια ευκαιρία για το τελειωτικό του χτύπημα.
Μήνες μετά τον αναγκαστικό εγκλεισμό μας, λίγο πριν την ώρα μηδέν, έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις. Σε μια ανύποπτη στιγμή, πήρε το σχοινί και το τύλιξε αρχικά γύρω από το σώμα μου κι έπειτα από τον λαιμό μου. Τα μάτια μου θόλωσαν, τα μέλη μου παρέλυσαν. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά ήταν πολύ πιο δυνατός. Λίγο πριν πάρω -την πρώτη- ανάσα ένιωσα να πεθαίνω. Ο θάνατος θα μ' έβρισκε πριν τη γέννηση, αν κάποιος δεν επενέβαινε άμεσα. Αναζητούσα τον Θεό, πριν καν υπάρξω!
Ευτυχώς είχε φτάσει η ώρα μηδέν. Ο γιατρός είχε δει με το υπερηχογράφημα ότι ο ομφάλιος λώρος είχε τυλιχτεί γύρω από τον λαιμό μου μειώνοντας επικίνδυνα τους παλμούς της καρδιάς μου. Έκανε γρήγορα την καισαρική τομή. Άπλωσε βιαστικά τα δύο μεγάλα του χέρια και με τράβηξε μακριά από εκείνον. Έπειτα ξετύλιξε γρήγορα αλλά προσεκτικά τον ομφάλιο λώρο. Μια μαία με τοποθέτησε σε μια θερμοκοιτίδα.
«Είναι πολύ μικρός» είπε ξέπνοα η μητέρα μου.
«Οφείλεται στο σύνδρομο υποκλοπής διδύμων» είπε ο γιατρός.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις με στοιχειώνουν. Ένας άλλος γιατρός τώρα προσπαθεί να με κάνει να κατανοήσω. Μου λέει ότι οι αναμνήσεις είναι προβολές από τη σχέση μου με τη μητέρα και τον αδερφό μου. Εγώ ξέρω ότι κάνει λάθος!
Πριν λίγες μέρες, πολλά χρόνια μετά την ώρα μηδέν, τρύπωσα κρυφά στη μονάδα εντατικής θεραπείας, όπου νοσηλευόταν ο αδερφός μου. Χτυπημένος από έναν επικίνδυνο ιό, δυσκολευόταν να αναπνεύσει ακόμη και με τον αναπνευστήρα. Η σκέψη μου ταξίδεψε στην ώρα μηδέν, λίγο πριν πάρω την πρώτη μου ανάσα. Ο δικός μου Θεός με έσωσε. Δάκρυσα.
Χθες έμαθα ότι ο δικός του Θεός δεν τον έσωσε. Δεν δάκρυσα.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Ανδρέας Λύκος