Τον κυρ-Παντελή μου τον έστειλε ο φίλος μου ο Ζάχος που έχει το μεγάλο φυτώριο στην Κασσανδρεία, στην έξοδο για τη Νέα Σκιώνη. Τον είχα επισκεφτεί μια ηλιόλουστη αλλά παγωμένη μέρα, στα μισά του περσινού (2011) Γενάρη, και τον είχα ρωτήσει:
«Μήπως έχεις κάποιον για να με βοηθά στο αμπέλι;»
«Αυτός που είχες τι έγινε;» Αναφερόταν στον Αλβανό «παντογνώστη», που χρησιμοποιούσα τον τελευταίο καιρό. Η δεινή οικονομική κρίση αλλά και η ολοφάνερη ανεπάρκειά του είχαν σαν αποτέλεσμα να μειωθούν δραματικά τα έσοδά του και να επιστρέψει στην πατρίδα του. «Αν είναι να πεινάσω, καλύτερα στον τόπο μου» μου είχε πει αποχαιρετώντας με.
«Έφυγε. Γύρισε πίσω».
«Έχει και τα καλά της η κρίση» σχολίασε πικρόχολα. «Θα γίνει καλό ξεσκαρτάρισμα».
Και συνέχισε: «Έχω έναν. Και μάλιστα είναι δικός μας. Έλληνας. Πολύ καλός. Τον χρησιμοποίησα στο δικό μου αμπέλι και τα πήγε εξαιρετικά».
Χάρηκα που κι άλλος ένας αγρότης συμπατριώτης μας βγήκε στο μεροκάματο. Του το δήλωσα.
«Ξέρεις…» μου είπε διστακτικά.
«Τι να ξέρω;»
«Υπάρχει με αυτόν ένα πρόβλημα».
Μήπως βιάστηκα να χαρώ; Τον ρώτησα:
«Τι είδους πρόβλημα;»
«Είναι…, πώς να το πω, είναι αρκετά παράξενος».
«Σε τι συνίσταται η παραξενιά του;»
«Απόμακρος, αμίλητος, αντικοινωνικός».
Θυμήθηκα την ακατάσχετη φλυαρία του προηγούμενου και του παρατήρησα:
«Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τις περισσότερες φορές προσόντα για τον εργαζόμενο και κέρδος για τον εργοδότη. Αρκεί να κάνει καλά τη δουλειά του». «Την κάνει καλά γιατί και τη γνωρίζει σε βάθος και την αγαπά».
Ήρθε ο κυρ-Παντελής την άλλη μέρα, καβαλώντας ένα μηχανάκι. Με καλημέρισε ανέκφραστος και στην πρότασή μου να πιούμε μαζί έναν καφέ, μου αποκρίθηκε πως προτιμά να του δείξω το αμπέλι. Τον πήγα, με ρώτησε τι ακριβώς ζητώ από αυτόν, του το περιέγραψα λεπτομερώς και μου απάντησε, αφού πρώτα το έλεγξε περπατώντας το πάνω-κάτω, πως θα πρέπει να έρχεται μια φορά τη βδομάδα.
«Και ποια μέρα προτιμάς, κυρ-Παντελή;»
«Τρίτη».
«Δεν έχω αντίρρηση».
Του ζήτησα να μου μιλήσει για τις οικονομικές του απαιτήσεις. Τις βρήκα λογικές και προσαρμοσμένες στη νέα οικονομική πραγματικότητα. Έτσι συμφωνήσαμε και ξεκίνησε η συνεργασία μας.
Την πρώτη Τρίτη που ήρθε, και που φρόντισα να είμαι παρόν, άρχισε αμέσως να εργάζεται. Από τα πρώτα κλήματα που κλάδεψε, διαπίστωσα πως αυτή τη δουλειά, του κλαδέματος, τη γνώριζε πολύ καλά και για την ώρα ησύχασα. Γιατί, εκτός από την άνεση με την οποία χειριζόταν το κλαδευτήρι, πριν ξεκινήσει, ζήτησε να πληροφορηθεί για τις ποικιλίες των κλημάτων μου, για να τα περιποιηθεί ανάλογα αφού, όπως γνωρίζουν οι καλοί αμπελουργοί, δεν κλαδεύονται όλα τα κλήματα με τον ίδιο τρόπο.
Στο τέλος της μέρας, όταν ήρθε να πάρει το μεροκάματο και να φύγει, με ρώτησε με κάποια ανησυχία που προσπαθούσε να κρύψει πίσω από την ανέκφραστη μορφή του:
«Τι ήθελε αυτός ο κύριος που μας παρακολουθούσε έξω από την περίφραξη;»
«Δεν τον πρόσεξα. Πώς ήταν;»
«Είχε παράξενη φιγούρα. Φορούσε σκούρο γκρι κουστούμι, άσπρο πουκάμισο και σκούρα γραβάτα. Στο κεφάλι είχε ρεπούμπλικα. Το πρόσωπό του ήταν μακρόστενο, είχε άσπρο κοντό μούσι και μουστάκι και κάπνιζε πούρο».
Παραξενεύτηκα. Αρκετοί πραγματοποιώντας τον περίπατό τους περνούν έξω από το κτήμα μου και πολλοί από αυτούς κάθονται και το χαζεύουν. Αλλά αυτό συμβαίνει τα καλοκαίρια και όχι το καταχείμωνο. Επίσης με τέτοια επίσημη φορεσιά, και μάλιστα να καπνίζει πούρο; Κανείς. Όμως πάντα υπάρχει για το κάθε τι μια πρώτη φορά. Του απάντησα:
«Κάποιος θα έκανε τον περίπατό του».
«Μα είχε σταθεί και κοίταζε».
«Υπάρχουν πολλοί περίεργοι».
«Δεν πιστεύω να ήρθε για μένα;»
«Τον έχεις ξαναδεί;»
«Καλό βράδυ» μου απάντησε μάλλον απότομα και έφυγε βιαστικά.
Όταν ο κυρ-Παντελής ολοκλήρωσε με το κλάδεμα, του πήρε δύο μεροκάματα, με ιδιαίτερη επιμέλεια έδεσε σε μικρά δεμάτια τα κομμένα κλαδιά και τα τοποθέτησε με τάξη στο χώρο των καυσόξυλων, για να χρησιμοποιηθούν για τη φωτιά.
Πάλι φεύγοντας με ρώτησε αν είδα τον περίεργο επισκέπτη, που είχε ξαναφανεί και μας παρακολουθούσε από την περίφραξη. Και πάλι δεν τον είχα προσέξει.
Μετά το κλάδεμα συνέχισε με το στήριγμα των παλουκιών, με το τέντωμα των συρμάτων, με το όργωμα και με το απαραίτητο ράντισμα με αυστηρά οικολογικά υλικά, τα οποία του προμήθευσα εγώ και αποδέχτηκε και αυτός.
Την περίοδο της βλάστησης φρόντιζε κάθε φορά να μαζεύει αμπελόφυλλα και αμπελοβλάσταρα, τα οποία και μου έδινε στο τέλος, όταν ερχόταν για να εισπράξει το μεροκάματο και να φύγει. Συνεχίσαμε με τα σταφύλια, που ήταν πολλά και εκλεκτά, τόσο τα επιτραπέζια όσο και τα κρασοστάφυλα, με τον τρύγο, γεμίσαμε τα βαρελάκια και φροντίσαμε τα τσίπουρα, για να «ωριμάσουν» με επιτυχία για την απόσταξη.
Σε όλη τη διάρκεια της συνεργασίας μας ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες που είχαν να κάνουν μόνο με τη δουλειά, εκτός από την ερώτησή του στο τέλος της μέρας αν είχα δει τον παράξενο επισκέπτη με την σκούρα φορεσιά, τη γραβάτα και την ρεπούμπλικα που κάπνιζε πούρο, και που ποτέ δεν αντίκρισα. Δεν δέχτηκε κανένα κέρασμα από μένα και δεν μου έδωσε περιθώριο για κανενός είδους οικειότητα. Και ήταν κρίμα, γιατί ήταν ο καλύτερος αμπελουργός που είχα γνωρίσει και θα μπορούσε να με βοηθήσει αποτελεσματικά και σε ένα εγχείρημα που είχα ξεκινήσει και για το οποίο θα μιλήσω πάρα κάτω.
Επίσης δεν κατάφερα να σχηματίσω ολοκληρωμένη γνώμη για τον χαρακτήρα του. Μπορώ όμως να τον περιγράψω: Απροσδιόριστης ηλικίας, σίγουρα από τριάντα μέχρι σαράντα. Και τούτο γιατί η ενεργητικότητά του και η ρώμη του παρέπεμπαν σε νέο, ενώ τα γκρίζα του μαλλιά, το ρυτιδωμένο του πρόσωπο και τα κουρασμένα του μάτια, ανέβαζαν τις εκτιμήσεις για τα έτη της ζωής του. Τακτικός, νοικοκύρης, υπεύθυνος, προσεκτικός. Χαιρόμουν για όλα αυτά και ευχόμουν να έχουν διάρκεια. Όσο για τον παράξενο επισκέπτη που έλεγε πως έβλεπε, δεν έβγαλα άκρη, αφού δεν απαντούσε σε καμιά μου διευκρινιστική ερώτηση.
Για το εγχείρημα τώρα: Η περίοδος της συνεργασίας μου με τον κύριο Παντελή συνέπεσε με τη δεινή οικονομική κρίση της χώρας και των πολιτών της, με όλα της τα επακόλουθα. Γενικευμένη μελαγχολία και απαισιοδοξία, και σχεδόν καθολική ανεπάρκεια των πολιτικών, των οικονομολόγων, των δημοσιογράφων, κυρίως της τηλεόρασης, και των κάθε λογίς αγανακτισμένων. Οι λογικές και ρεαλιστικές φωνές ελάχιστες και χωρίς ιδιαίτερη προβολή. Θρηνούσαμε γι αυτά που χάναμε κάθε μέρα, αγωνιούσαμε γι αυτά που έρχονταν και οι πιο ψύχραιμοι προσπαθούσαμε, όσο μας έπαιρνε, να προσαρμοστούμε με τη νέα πραγματικότητα, που συνεχώς άλλαζε προς το χειρότερο πάντα. Αρκετοί κλαίγαμε για το χρόνο, τον ενθουσιασμό και την ενέργεια που σπαταλήσαμε, ανεμίζοντας κάποτε κομματικές σημαίες. Αλλά ήταν πολύ αργά.
Κάπου εκεί ξύπνησαν και τα αριστερά μας σύνδρομα και θυμηθήκαμε το μέγιστο αγαθό αυτής της ιδεολογίας. Την αλληλεγγύη. Και έτσι περισσότερο για να έχω έστω και ένα σαθρό άλλοθι και λιγότερο γιατί πίστευα στην αποτελεσματικότητα του εγχειρήματός μου, σκέφτηκα πως το μόνο χρήσιμο που γνωρίζω καλύτερα από αρκετούς αστούς και που μπορώ να μεταδώσω είναι τα μυστικά της γης. Γνώση που απέκτησα με πολύ μόχθο, από διαβάσματα, από συζητήσεις, από πειραματισμούς, από αποτυχίες και από συνεχή άσκηση. Το όριο των 10.000 ωρών που απαιτούνται να αφιερώσει κάποιος για να μάθει με επάρκεια κάποια δεξιότητα, όπως υποστηρίζει ο Γκλάντγουελ, το είχα προ πολλού ξεπεράσει στην ασχολία μου με την αγροτική καλλιέργεια.
Έτσι κάθισα και έγραψα ένα κείμενο με τίτλο Η ΓΗ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ, και το αμόλησα στο διαδίκτυο. Σε αυτό, αφού πρώτα τόνιζα το πόσο γενναιόδωρη είναι η γη, περιέγραφα τις ευεργεσίες που προσφέρει άμεσα σε όσους ασχολούνται μαζί της. Βελτίωση της φυσικής κατάστασης, αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας, οικονομία στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ακίνδυνη και υγιεινή γευστική απόλαυση, αλλά και το ρήγμα που προκαλεί στον καπιταλισμό, όπως με επιχειρήματα τονίζει ο Τζον Χόλογουέι. Δεν έπαψα επίσης να τονίσω πως μέσα στη φύση εντατικοποιείται η λειτουργία των αισθήσεων και λαμπικάρει το μυαλό, με αποτέλεσμα να βλέπεις και να εξηγείς πιο σωστά όσα συμβαίνουν και σε απασχολούν.
Παρά τις αρχικές μου σοβαρές επιφυλάξεις, το κείμενο είχε ανταπόκριση, τέτοια που με έκανε να αποφασίσω να ετοιμάσω και ένα ακόμα, με τίτλο ΤΟ ΚΛΗΜΑ και υπότιτλο Δεν πετάς Τίποτα.
Αφού πρώτα σημείωνα τις ιδιαίτερες σχέσεις του Έλληνα με το κλήμα, ανατρέχοντας και στη μυθολογία, προχωρούσα σε οδηγίες για την καλλιέργειά του και στη συνέχεια απαριθμούσα τα αγαθά που μας προσφέρει: Τα κομμένα κλήματα για τη φωτιά, τα αμπελόφυλλα και τα αμπελοβλάσταρα για εκατοντάδες λιχουδιές, τα σταφύλια για φαγητό, για κρασί και για απόσταξη, σταφίδες, μούστο, πετιμέζι, ξύδι, τσίπουρο, καθαρό οινόπνευμα με τις αμέτρητες εφαρμογές, λάδι από τα κουκούτσια, λίπασμα από το στερεό υπόλειμμα της απόσταξης, σκιά για τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.
Πίστευα όμως πως αν μπορούσα να εξασφαλίσω τη βοήθεια του κυρ-Παντελή, το κείμενο θα αναβαθμιζόταν σημαντικά, κάτι που με τη συμπεριφορά του δεν φαινόταν εφικτό. Αλλά ανέμενα.
Και φτάσαμε στην πρώτη Τρίτη του Νοέμβρη, που είχαμε προγραμματίσει να πάμε τα τσίπουρα για απόσταξη. Τα φορτώσαμε και τα μεταφέραμε στο καζάνι και μετά από μικρή αναμονή, αργά το βράδυ ξεκίνησε η διαδικασία.
Η απόσταξη είναι μια διεργασία που απαιτεί υπομονή, γιατί διαρκεί πολύ. Μέχρι πριν λίγα χρόνια προσκαλούσαμε στενούς φίλους για να απολαύσουμε μαζί την ιεροτελεστία και να γιορτάσουμε πίνοντας από το εξαίσιο υγρό. Αλλά με την οικονομική κρίση και τη συλλογική μας μελαγχολία στην καλύτερη και κατάθλιψη στη χειρότερη περίπτωση, ποιος έχει διάθεση να συμμετάσχει σε τέτοια γιορτή; Είμαστε μόνο τρεις: Ο κυρ-Παντελής, εγώ και ο Χρήστος, ιδιοκτήτης του αποστακτήρα που, επειδή απασχολούνταν όλη τη μέρα σε άλλη δουλειά, όσο διαρκούσε το βράσιμο της κάθε καζανιάς κοιμόταν σε παρακείμενο δωμάτιο και εμείς συντηρούσαμε τη φωτιά και παρακολουθούσαμε την πορεία της απόσταξης. Όταν ο γράδος κατέβαινε στο βαθμό που θέλαμε, τον ξυπνούσαμε για να αδειάσει τα αποσταγμένα και να βάλει τα καινούρια τσίπουρα στο καζάνι.
Ο κυρ-Παντελής καθώς περνούσε ο χρόνος χαλάρωνε, έχανε το ανέκφραστο ύφος του και έδειχνε ευχαριστημένος. Καθόταν ακίνητος και παρακολουθούσε το διάφανο –τι διάφανο, κρυστάλλινο- υγρό να πέφτει σε σταγόνες αρχικά και με μικρή ροή στη συνέχεια, από την κάνουλα του καζανιού στον κουβά, όταν ο κουβάς γέμιζε τον άδειαζε στο μεγάλο δοχείο και πάλι από την αρχή. Μόνο κάποια στιγμή τον είδα τρομοκρατημένο να κοιτά ερευνητικά τον σκοτεινό δρόμο. Τον ρώτησα τι του συμβαίνει, και μου είπε πως ο παράξενος επισκέπτης που μας παρακολουθούσε στο κτήμα, πέρασε από έξω και μας κοίταξε.
Κάποτε, αρκετά μετά τα μεσάνυχτα, ξεκίνησε η δεύτερη απόσταξη, δηλαδή η απόσταξη του προϊόντος της πρώτης, που είναι και η τελική και που στο καζάνι ρίχνουμε και το γλυκάνισο και τα άλλα μαγικά και μυστικά υλικά, που θα καθορίσουν και τον «χαρακτήρα» του ποτού. Είχα προμηθευτεί μερικά φαγώσιμα, γιατί μόλις θα άρχιζε να στάζει η βρύση, θα ξεκινούσε, όπως σχεδόν επιβάλλεται από την παράδοση, και το δικό μας τσιμπούσι.
Μετά το δεύτερο ποτήρι ο κυρ-Παντελής χαλάρωσε αρκετά. Πιάσαμε ψιλοκουβέντα και δοκίμασα να τον ρωτήσω κάποια προσωπικά. Μετά από λίγο άρχισε να μου ιστορεί το βίο και την πολιτεία του. Ο λόγος του ήταν κάπως παραληρηματικός. Το δικαιολόγησα όμως γιατί μου μιλούσε για σημαντικά γεγονότα της ζωής του και γιατί ήταν πιωμένος.
Ζούσαν με τον δίδυμο αδερφό του στην εξοχή, «κάπου εδώ κοντά». Καλλιεργούσαν ελιές που είχαν κληρονομήσει από τους γονείς τους, που πέθαναν και οι δυο νέοι σε δυστύχημα, και που οι ίδιοι τις είχαν επαυξήσει. Όταν επέστρεψε από το στρατό, γνώρισε μια κοπέλα, που την έπαιρναν εργάτρια στο μάζεμα της ελιάς, και την παντρεύτηκε. Και ζούσαν και οι τρεις τους καλά και όμορφα.
Μια μέρα επέστρεψε νωρίς από το κυνήγι και βρήκε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του αδερφού του. Άδειασε πάνω τους το δίκαννο και το ‘σκασε. Κάποτε περιπλανώμενος βρέθηκε στα Μουδανιά, στο λιμάνι, εκεί κάποιοι τον έπιασαν και τον έβαλαν χωρίς να το θέλει σε ένα καράβι που τους πήγε στην Κρήτη. Τον έκλεισαν σε ένα μεγάλο κτήμα που στο κέντρο του είχε ένα τεράστιο κτίριο όπου έμεναν. Εκεί δούλεψε στις ελιές και στα αμπέλια τρία χρόνια. Αφεντικό ήταν κάποιος που έμοιαζε υπερβολικά με αυτόν που μας παρακολουθούσε στο κτήμα και που πριν λίγη ώρα πέρασε από μπροστά μας. Ήταν σκληρός και άσπλαχνος.
Δραματικά χρόνια, γιατί βίωνε τις τύψεις του και τις ενοχές του. Είχε μετανιώσει πικρά για την πράξη του και ένιωθε απέραντα δυστυχισμένος. Μάλιστα είχε σκεφτεί να παραδοθεί στις αρχές και να λογοδοτήσει για την πράξη του. Αλλά το ανέβαλε.
Κάποτε το αποφάσισε. Το έσκασε από το τεράστιο κτήμα, πηδώντας τον ψηλό μαντρότοιχο, πήγε στην αστυνομία και ομολόγησε το έγκλημά του. Εκείνοι τον κράτησαν και επικοινώνησαν με την αστυνομία της Κασσάνδρας. Σε λιγότερο από δύο ώρες τους πληροφόρησαν πως οι «πεθαμένοι» ζουν και είναι απολύτως υγιείς. Και φυσικά τον άφησαν ελεύθερο. Μετά από αυτό το γεγονός, ανακουφισμένος αποφάσισε να επιστρέψει και να πάει να ζητήσει συγνώμη από τον αδερφό του. Γύρισε πίσω, αλλά δεν τόλμησε να τον πλησιάσει. Έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι σε ένα δικό του κτήμα στην ερημιά, και ζει εκεί καλλιεργώντας το και εργαζόμενος στα κτήματα των άλλων.
Τον ρώτησα αν συναντήθηκε με τον αδερφό του και τη γυναίκα του, μου είπε πως πηγαίνει κάπου-κάπου και τους παρακολουθεί από μακριά, αλλά δεν αποφασίζει να τους πλησιάσει, παρόλο που το θέλει πολύ.
Προσπάθησα να κάνω και άλλες ερωτήσεις, μα με έκοψε. Όταν ολοκληρώσαμε την απόσταξη και επιστρέψαμε στο κτήμα, αποχαιρετιστήκαμε, αφού η σεζόν του αμπελιού είχε λήξει, και δώσαμε ραντεβού να έρθει για να ξεκινήσουμε τη νέα περίοδο στα μισά του Γενάρη.
Μια λαμπρή μέρα του περασμένου Δεκέμβρη, κλεμμένη από την άνοιξη, με υψηλή θερμοκρασία, υπέροχη λιακάδα και τη θάλασσα λάδι, πήρα το μικρό μου πλεούμενο και όλα τα σχετικά, έβαλα πλώρη για την περιοχή του Παλιουριού και έριξα παραγάδι. Θα το σήκωνα σε δυο ώρες και γι αυτό βγήκα στο περιγιάλι και έπλεα αργά και παράλληλα προς την ακτή για να θαυμάσω και να αποθανατίσω με φωτογραφίες την υπέροχη παραθαλάσσια ομορφιά.
Κάποια στιγμή νόμισα πως είδα κάτι το καταπληκτικό. Ένα καταπράσινο ξέφωτο ανάμεσα στο δάσος, στην πλαγιά, που κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα. Ένα μικρό σπιτάκι στη μέση, λαχανόκηπος, κότες, χήνες και κουνέλια στην αυλή, μια γυναίκα σκυμμένη στα λαχανικά, μια βάρκα στην παραλία με έναν άντρα μέσα που έβγαζε τα ψάρια από το δίχτυ του. Τους θαύμασα, τους ζήλεψα και με ελάχιστη ταχύτητα για να διαταράξω όσο λιγότερο γίνεται την ηρεμία και γαλήνη του τοπίου, πλησίασα τη βάρκα για να χαιρετήσω τον άντρα, να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες, μήπως μου μεταδώσει λίγη από την ηρεμία του και διώξω κομμάτι από τη θλίψη μου. Όμως η έκπληξή που ένιωσα ήταν έντονη, όταν στο πρόσωπο του μοναχικού ψαρά αναγνώρισα τον άνθρωπο που εργαζόταν στο αμπέλι μου.
«Κύριε Παντελή;» του φώναξα.
Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε αδιάφορα και μετά με ρώτησε:
«Ποιος είστε, κύριε;» Του είπα. Μα αυτός μου απάντησε πως κάνω λάθος.
«Είναι δυνατόν; Τέτοια ομοιότητα;»
«Μήπως αναφέρεστε στον αδερφό μου;»
Κατάλαβα τι συμβαίνει, αλλά τον ρώτησα:
«Έχετε αδερφό που σας μοιάζει τόσο πολύ;»
«Ναι, είμαστε δίδυμοι».
Αναρωτήθηκα μήπως τα βρήκαν και του είπα:
«Είναι εδώ; Μπορώ να του μιλήσω;»
«Όχι, κύριε. Με τον αδερφό μου δεν έχουμε σχέσεις».
Σήκωσα το κεφάλι μου. Η γυναίκα είχε εγκαταλείψει τη φροντίδα του λαχανόκηπου και μας παρακολουθούσε από απόσταση με ενδιαφέρον.
Έκανα να φύγω, μα με σταμάτησε:
«Πού τον συναντήσατε;»
«Δούλεψε στο αμπέλι μου».
«Συνεχίζει να δουλεύει;» «Τον περιμένω στα μέσα του Γενάρη, που αρχίζει η νέα περίοδος».
«Φαντάζομαι θα σας είπε την ιστορία που λέει παντού, πως παντρεύτηκε, πως με έπιασε με τη γυναίκα του, πως μας πυροβόλησε και τα λοιπά».
Δεν μίλησα. Συνέχισε εκείνος:
«Είναι όλα ψέματα. Αντίθετα εγώ ήμουν παντρεμένος και διαπίστωσα επανειλημμένα να παρενοχλεί τη γυναίκα μου. Του ζήτησα να συμμορφωθεί, μα δεν με άκουσε. Στο τέλος δεν βάσταξα. Πήρα ένα ξύλο και το έσπασα πάνω του και μετά τον πέταξα στη θάλασσα. Νόμισα πως είχε πνιγεί, αλλά επέζησε. Δεν φέρθηκα καλά και το έχω μετανιώσει. Αλλά κι αυτός; Όπου πάει και όπου σταθεί ξεφουρνίζει τα δικά του ψέματα».
Έκανε μια παύση και με ρώτησε:
«Όσο δούλευε στο αμπέλι σας, τον επισκεπτόταν ένας περίεργος τύπος ντυμένος στα σκούρα, που κάπνιζε συνέχεια πούρο;»
Και χωρίς να περιμένει τη δική μου απάντηση, συνέχισε:
«Αυτός τον κατέστρεψε».
Με είδε που ετοιμαζόμουν να φύγω και μου είπε:
«Σας παρακαλώ πολύ, όταν εμφανιστεί πάλι για να δουλέψει, ειδοποιείστε με κρυφά να έρθω να τον συναντήσω. Θέλω να συμφιλιωθούμε και να τον περιμαζέψω. Τι στο καλό. Αδέρφια είμαστε. Θα μου κάνετε αυτή τη χάρη;»
Του το υποσχέθηκα, αφού και ο αδερφός του είχε την ίδια επιθυμία και του ζήτησα τον αριθμό του τηλεφώνου του. Μου τον υπαγόρευσε.
Καθώς απομακρυνόμουν σκεφτόμουν με μελαγχολία πως η δυστυχία τρυπώνει παντού, ακόμα και σε αυτό το ονειρικό περιβάλλον. Και, όπως λέει και ο Τολστόι στην Άννα Καρένινα, και τούτη η δυστυχία έχει εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ένα ακόμα ερωτικό τρίγωνο. Υπάρχει η γυναίκα και, όποια εκδοχή και να πάρεις, υπάρχει ένας φταίχτης και ένας τιμωρός. Μόνο που οι δυο αυτοί, σε τούτη την περίπτωση, είναι αδέρφια. Και σε αυτή την εμφύλια σύρραξη τι ρόλο μπορεί να έπαιξε η γυναίκα που μας παρακολουθούσε από απόσταση και από ψηλά; Και αν θες να πας πάρα πέρα, πότε, πού και από ποιους γεννήθηκαν οι ήρωες τούτης της ιστορίας; Ποια ήταν η παιδική τους ζωή και ποια τα μη ιάσιμα παιδικά τους τραύματα; Ήταν τόσο σοβαρά, ώστε να μην μπορέσουν να ξεφύγουν από τον ελκυστή τους; Και πώς κατανέμονται οι ευθύνες;
Πήγα λίγο πάρα πέρα και αναρωτήθηκα ποια εκδοχή να είναι η πραγματική; Του κυρ-Παντελή ή του αδερφού του; Στην πρώτη εκδοχή υπάρχει και συνενοχή της γυναίκας, ενώ στη δεύτερη είναι και αυτή θύμα. Στην πρώτη εκδοχή ο νόμιμος σύζυγος απεσύρθη, ενώ στη δεύτερη εκδιώχτηκε ο φταίχτης, την πρώτη εκδοχή μου την διηγήθηκε ένας μεθυσμένος, ενώ τη δεύτερη ένας άνθρωπος σε κατάσταση ηρεμίας και γαλήνης.
Στα μισά του Γενάρη ήρθε ο Παντελής πάλι με το μηχανάκι του, με καλημέρισε και έπιασε αμέσως δουλειά. Μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις, αποφάσισα τελικά να τηλεφωνήσω στον αδερφό του. Το επιχείρησα πολλές φορές, μα το τηλέφωνο δεν απαντούσε. Αποφάσισα να πάω να τον ειδοποιήσω ο ίδιος. Κατέβηκα στη θάλασσα, μπήκα στο πλεούμενο και τράβηξα κατά το Παλιούρι. Όταν έφτασα στο κτήμα του, δεν είδα κανέναν, αλλά από την καμινάδα του μικρού σπιτιού έβγαινε καπνός. Έβαλα μια φωνή και είδα τη γυναίκα να προβάλει από την πόρτα. Την κάλεσα με το χέρι να έρθει κοντά μου. Έκλεισε την πόρτα και άρχισε αργά-αργά να κατεβαίνει.
Να λοιπόν η πέτρα του σκανδάλου. Η μοιραία γυναίκα που έκανε εχθρούς δυο αδέρφια. Τι μυστικό όπλο άραγε να διέθετε ώστε να δημιουργήσει αμαρτωλό πάθος; Γιατί εμφανισιακά δεν έλεγε και πολλά. Μια εύσωμη τριανταπεντάρα με μπλε φόρμα εργασίας και στρόγγυλο άχαρο πρόσωπο διάσπαρτο με σημαδάκια. Αναπήδησα. Λες, αναρωτήθηκα, αυτά τα σημαδάκια να είναι από σκάγια κυνηγετικού όπλου; Αυτού με το οποίο τους πυροβόλησε ο κυρ-Παντελής; Την καλημέρισα. Απάντησε χλιαρά.
«Θέλω τον άντρα σου» της είπα.
«Μα» μου αποκρίθηκε «έφυγε από το πρωί για να έρθει να δουλέψει σε σας».
Χαλκιδική, Καλούτσικο, Φλεβάρης του 2012
Ετικέτες: Αργύρης Παυλιώτης