Ερωτικά… μυθο-εγκλήματα;
του Γιάννη Πανούση
Όμως η εξέλιξη και το τέλος αυτής της ιστορίας
-και κάθε ιστορίας- είναι δική σας επιλογή.
Έλενα Γεωργίου, Η αγκαλιά που έγινε φυλακή
Είναι γνωστό ότι στα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα κρίσιμο ρόλο παίζουν τα ερωτικά πάθη. Η γυναίκα που προδόθηκε από τον εραστή της, ο σύζυγος που εκδικείται την απιστία της συζύγου, μαζί με τρίτους και τέταρτους συμ-πρωταγωνιστές, συγκροτούν το πλαίσιο-μοτίβο της εγκληματογένεσης, ίσως και της ερμηνείας του εγκλήματος.
Α. Ας δούμε μερικές αστυνομικο-συγγραφικές αναφορές πριν καταθέσουμε μία συνοπτική εγκληματολογική άποψη:
1. Έρωτας και θάνατος
«Η κυρία που τα είχε όλα ήθελε να προσθέσει και μίαν ακόμη απόλαυση στη ζωή της... Ένας άντρας νεκρός, ένας κατεστραμμένος…» [Φίλιππος Φιλίππου, Ερωτευμένες γυναίκες, Ελληνικά εγκλήματα -1].
«Η αγάπη πάντα φλερτάρει με το θάνατο» [Δημήτρης Μαμαλούκας, Το τέταρτο άτομο].
2. Έρωτας και φόνος
«...Στρέφει τα μάτια του στον ουρανό, ψιθυρίζει “Αλεξία” και πατάει τη σκανδάλη» [Δ. Μαμαλούκας, οπ.π.].
«…Δεν ήθελα να τον σκοτώσω, όση ώρα μου μιλούσε προσπάθησα να του πω ότι δεν είμαι τρελή, αλλά δεν άκουγε...» [Σέργιος Γκάκας, Βροχές, Ελληνικά εγκλήματα-2].
«…Αν κάθε αρσενικός δολοφονεί όποιαν τον απορρίπτει δεν θα έμεναν πολλοί άντρες εκτός φυλακή» [Πέτρος Μαρτινίδης, Οι πιο ωραίες είναι οι πιο άπιστες].
3. Έρωτας και βία
«…Ο δερόμενος την ώρα που τρώει το ξύλο ταυτίζεται στη φαντασία του μ’ εκείνον που δέρνει…» [Αθηνά Κακούρη, Φόνος στο κοτέτσι, Ελληνικά εγκλήματα-3].
4. Έρωτας και πάθη
«…Ζήλευε, τον παρακολουθούσε, ήθελε να τους πιάσει στα πράσα...» [Φ. Φιλίππου, Οι κορυδαλλοί της Πλατείας Αμερικής].
«…Τη γνώρισε, την ερωτεύτηκε, την κέρδισε (ή έστω, νόμισε πως την κέρδισε), την έχασε, την διεκδίκησε..» [Αλέξης Σταμάτης, Η Γκρουσένκα της Μάρκου Ευγενικού].
Β. Από τα παραπάνω ενδεικτικά και μόνον αποσπάσματα από αστυνομικές ιστορίες μπορούμε να προσεγγίσουμε τα εγκλήματα έρωτα [πραγματικά ή μυθοπλαστικά] ως:
- απότομη εναλλαγή αισθημάτων «αγάπης-μίσους» [1],
- προσωρινή μορφή τρέλας, μανίας ή παράνοιας [2],
- ακραία μάχη εξουσίας [3].
Ως γνωστόν, επειδή «ο ερωτευμένος τα θέλει όλα από το ταίρι του» η ζωή δείχνει ότι αυτός που αγαπάει διακατέχεται από δημιουργικό πάθος, το οποίο όμως μετουσιώνεται σε καταστροφικό, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν αγαπιέται [4].
Από τον κοινό πόθο στο μονομερές πάθος μιας συναισθηματικής [αλληλο]εξουδετέρωσης ή ακύρωσης διαδικασία πληγωμένου εγωισμού ή ναρκισσισμού [4].
Τα ψυχικά τραύματα ενός χαμένου του ερωτικού παιχνιδιού οπλίζουν το χέρι, άλλοτε κατά του συντρόφου του κι άλλοτε κατά του εαυτού του ή συχνά έχουμε δολοφονία με επακολουθούσα αυτοκτονία.
Γ. [1] Στην ερωτική βία, ο δράστης παρουσιάζει ένα συγκινησιακό υπόβαθρο, το οποίο συχνά κρύβει εντέχνως[;] μέσα ή πίσω σε συναισθηματισμούς, ενώ στην πραγματικότητα ο φόνος είναι ένα μέσον επιβολής και ελέγχου, το οποίο καθίσταται κατά την πορεία ανεξέλεγκτο. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο δράστης, ή και το επιζόν θύμα, δεν μπορούν, στις περισσότερες των περιπτώσεων, να εξηγήσουν πώς η κατάσταση έφτασε μέχρις εκεί.
Η καταστροφική αγάπη ή το ψυχωτικό πάθος, η «εμπορευματοποίηση» του έρωτα, ιδιότυπες μορφές συνειδητής αυτοδιακινδύνευσης δίνουν το δικό τους εγκληματολογικό χρώμα στο θανατηφόρο ερωτικό παιχνίδι.
[2] Χωρίς βέβαια να φτάνουμε στην ακραία περίπτωση τα θύματα να «χρησιμοποιούνται» για να φωτίζεται η ψυχολογία των δραστών, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα σ’ ένα μυστικιστικό ντελίριο ψευδαισθήσεων είναι δύσκολο να διακρίνεις το «ποιος» χτυπιέται πέραν του θύματος: η έννοια της αδύναμης γυναίκας καθ' εαυτήν, η έννοια του «άντρα» ως κυρίαρχου των σχέσεων, τα πρότυπα και οι ρόλοι, η εκμάθηση της βίας ως τρόπου επίλυσης των διαπροσωπικών διαφορών;
Σε κάθε πάντως περίπτωση, η ανθρωποκτονία κινητοποιεί όχι μόνον τους διωκτικούς ή δικαστικούς μηχανισμούς, αλλά και την Κοινωνιολογία, την Ψυχολογία, ακόμα και την υπαρξιστική Φιλοσοφία, καθώς είναι εγκληματολογικά δεδομένο ότι μέσα σε κάθε φόνο κρύβονται πολλοί μικρότεροι θάνατοι (σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο).
[3] Τα εγκλήματα πάθους (πληγωμένο φιλότιμο, εγωισμός, ματαιοδοξία, παθολογική έμμονη ιδέα, αίσθημα απόρριψης) άλλοτε είναι:
- Ηδονιστικά (η γοητεία της εκδίκησης),
- Κυριαρχικά (ο έλεγχος επί της ζωής του άλλου),
- Μεγαλομανίας (αίσθηση ανωτερότητας) ή και
- Οικονομικά (εκμετάλλευση αφελών θυμάτων).
Σε γενικές πάντως γραμμές η Δολοφονία δεν είναι παρά μόνο το Μέσον: ο πραγματικός σκοπός είναι η Απόλυτη Εξουσία ή η Πλήρης Κατοχή (επί) της ζωής του Άλλου.
Αίσθηση ιδιοκτησίας του Άλλου, φόβος προσβολής του Εγώ, αίσθημα προδοσίας, έντονος θυμός, αυξομειούμενη αυτοεκτίμηση, εμμονική/παρορμητική νεύρωση, υποκειμενική πρόσληψη της προεγκληματικής κατάστασης είναι μερικές μόνον ερμηνείες της παθογένειας του δράστη.
Το πραγματικό ερωτικό έγκλημα είναι παρορμητικό και ορμητικό, εγωκεντρικό, εκτονωτικό, «απελευθερωτικό» και συχνά ψευδοαπονεμητικά τιμωρητικό.
Η συναισθηματική αστάθεια ή ανασφάλεια εκρήγνυνται ως επιθετική «αυτο-άμυνα» και «αυτο-επιβεβαίωση», με ταυτόχρονη εκμηδένιση/εξαφάνιση του άλλου/άλλης (χωρίς να λείπουν συμπτώματα κυκλοθυμικά).
Σ’ αυτές τις έννοιες πρέπει να προσθέσουμε και την κρίσιμη κατάσταση και τις συγκυριακές περιστάσεις.
Δ. Τα εγκλήματα αίματος» είναι σχεδόν αδύνατο να προβλεφθούν άρα και να προληφθούν. Ο άνθρωπος είναι φορέας μιας μάζας επιθετικότητας στρεφόμενης προς τον «άλλον», η οποία παίρνει τόσο μεγαλύτερες διαστάσεις όσο η ζωή και ο θάνατος αποκτούν μικρότερη αξία και ψυχική σημασία. Μπορούν όμως να τεθούν οριστικά κι αμετάκλητα στο περιθώριο του πολιτισμού μιας κοινωνίας, η οποία αρνείται κατηγορηματικά να δει το πρόσωπό της στον καθρέφτη της βίας;That’s the question.
Μέσα στο αρρωστημένο Πάθος του δράστη θα ήταν όμως Μέγα Λάθος να μην ανα-γνωρίζουμε το φονικό Βάθος της πράξης του και ν’ αναζητούμε κοινές ενοχές και ευθύνες του θύματος. Αυτό θα ήταν Ύβρις προς τις δολοφονημένες γυναίκες [και τις χθεσινές και τις σημερινές].
Ε. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ,στο βαθμό και στο μέτρο που αναπαριστά κι απεικονίζει την πραγματικότητα [5], πρέπει να φωτίζει -ιδίως αν αποτελεί τη βάση κινηματογραφικής απόδοσης- τα πρόσωπα, τις σχέσεις, τα μυστικά και τις καταστάσεις ενοχής των ακραίων εκφάνσεων του ερωτισμού, χωρίς όμως να παραβλέπει τα πορίσματα της Εγκληματολογίας [6].
Υποσημειώσεις
[1] Melanie Klein, Joan Riviere, Η Αγάπη και το Μίσος, μτφ. Ευαγγ. Γράψας, εκδ. Κονιδάρης, 2008.
[2] Ηλίας Μπαρτζουλιάνος [επιμ.], Το ανθολόγιο του έρωτα, Νέμεσις, 2006.
[3] Μιχάλης Πιερής, Έρως κι Εξουσία: όψεις της ποιητικής του Καβάφη, Πολίτης, 2000.
[4] Άρθουρ Σοπενχάουερ, Ο Έρωτας και η Ζωή, προλ./μτφ. Ι. Ζερβού, εκδ. Ι. Παπαδημητρίου και Σία, 1962.
[5] Κώστας Καβανόζης, Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, Πατάκης, 2022 - βλ. περισσότερα Γιάννης Πανούσης, Το δίκαιο και το άδικο, οι αθώοι και οι ένοχοι, το Καλό και το Κακό στην αστυνομική μυθοπλασία, Παπαζήσης, 2021.
[6] Etienne De Greeff, Έρωτας κι εγκλήματα από έρωτα, μτφ. Ηρώ Σαγκονίδη-Δασκαλάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, 1989.
* Δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Το πρόσωπο του Έρωτα», Εκδόσεις Παρέμβαση, σ.σ. 66-69.
Ετικέτες: Γιάννης Πανούσης