Αστυνομική λογοτεχνία ή λογοτεχνία της παράβασης;
1. Σύμφωνα με το λεξικό, η αστυνομία είναι «η κρατική υπηρεσία που μεριμνά για την προστασία και ασφάλεια των πολιτών, την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και γενικώς την εφαρμογή των νόμων που θεσπίζει η πολιτεία, την καταπολέμηση του εγκλήματος και ενίοτε την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών» (Γ. Μπαμπινιώτης: «Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας», Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα 1998). Όμως, όταν πρόκειται για έννοιες φορτωμένες με αρχέγονες ενοχές, ένα λεξικό σπάνια λέει όλη την αλήθεια.
Οι νόμοι δεν είναι ουδέτεροι, ούτε ίστανται υπεράνω της κοινωνίας ως άμωμοι αρχάγγελοι, αλλά, αντιθέτως, έχουν το ιδεολογικό περιεχόμενο που τους προσδίδει η άρχουσα κοινωνική τάξη, η οποία είναι σε θέση να τους θεσμοθετήσει και να τους επιβάλει. Επιπλέον, όλοι εφαρμόζουν κάποιους νόμους και όλοι παραβιάζουν κάποιους από αυτούς, έστω και μόνο για τη χαρά της παραβίασης, όπως παρατηρούσε ο Ζορζ Μπατάιγ. Από τον κανόνα προφανώς δεν εξαιρούνται και οι αστυνομικοί, δηλαδή οι επαγγελματίες εκείνοι που συγκροτούν την κρατική υπηρεσία της αστυνομίας.
2. Οι παραβάτες των νόμων, που συνήθως αποκαλούνται εγκληματίες, διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία ήδη από την εποχή τού... Κάιν, συμβάλλοντας καθοριστικά στην εξέλιξή της. Όπως σημειώνει ο Κ. Μαρξ στο περίφημο κείμενό του Εγκώμιο του εγκλήματος (περιλαμβάνεται στον τόμο IV του Κεφαλαίου - Θεωρίες της υπεραξίας) «ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμμα [...], ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική δικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά. [...] Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια "υπηρεσία" στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. [...] Παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμα και τραγωδίες. [...] Ο εγκληματίας σπάζει τη μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Ετσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. [...] Αρα, ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μιαν από εκείνες τις φυσικές "εξισορροπήσεις" που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μια ολόκληρη προοπτική "ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης"[...]».
3. Κάθε εγκληματική πράξη δεν σπάζει μόνο τη μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια, κυρίως υποσκάπτει και αποσταθεροποιεί την εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος ανάλογα με το «μέγεθος» και την εμβέλειά της, είτε πρόκειται για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου είτε για συλλογική δράση έξω από τα όρια των «θεσπισμένων νόμων» (εξεγέρσεις ή ακόμα και επαναστάσεις). Ισως αυτός να είναι κι ένας από τους λόγους που οι περισσότεροι αναστατώνονται και πολλοί νιώθουν ακόμα και απέχθεια απέναντι στο έγκλημα. Επομένως, κάθε παράβαση δοκιμάζει τα όρια ανοχής και αντοχής του συστήματος, το οποίο χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς του (π.χ. την αστυνομία) για να την αντιμετωπίσει προκειμένου να επανασταθεροποιηθεί (εκτός από τις παραβάσεις εκείνες που υποθάλπονται, ακριβώς επειδή εξυπηρετούν τη διαιώνιση των υπαρχουσών δομών).
4. Ως είδος, η αστυνομική λογοτεχνία ασχολείται με τους παραβάτες και τους διώκτες τους. Στα «παραδοσιακά» χαρακτηριστικά της περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η διάπραξη ενός ή περισσότερων εγκλημάτων (όχι απαραίτητα ανθρωποκτονιών), η έρευνα που βασίζεται στη λογική και επαγωγική επεξεργασία των δεδομένων, καθώς και το πρόσωπο του ερευνητή, που μπορεί να είναι αστυνομικός, ντετέκτιβ ή ακόμη και ιδιώτης. Στην κλασική μορφή του είδους (detective story ή roman policier) ο ερευνητής ύστερα από συστηματική έρευνα εντοπίζει τον ένοχο και η «κάθαρση» επέρχεται με τη σύλληψη ή τον θάνατο του τελευταίου. Ετσι, ο αποσταθεροποιητικός παράγοντας εξουδετερώνεται και όλα επανέρχονται στην προηγούμενη («ασφαλή» και ελεγχόμενη) κατάσταση. Σε αυτή την περίπτωση, η αστυνομική λογοτεχνία ηθικολογεί και τάσσεται αναφανδόν στο πλευρό της καθεστηκυίας τάξης. Παράδοξο, αν αναλογιστεί κάποιος πως συχνά υπηρετείται από συγγραφείς της αριστερογενούς, ενίοτε δε και της «αντικαθεστωτικής», διανόησης...
5. Εντούτοις, υποστηρίζω σθεναρά πως στις μέρες μας η αστυνομική λογοτεχνία -παρά τον ιστορικά διαμορφωμένο φορμαλισμό της- αποτελεί το πλέον κοινωνικό, επομένως και πολιτικό, λογοτεχνικό είδος. Κι αυτό, διότι έχει αποδειχθεί το προσφορότερο λογοτεχνικό «μέσο» εγκάρσιας ανάλυσης του κοινωνικού σώματος και των δομών του και ανάλογα με το ταλέντο και την οξυδέρκεια του συγγραφέα, το κατεξοχήν «μυθιστορηματικό είδος της βίαιης κοινωνικής παρέμβασης», όπως τόνιζε ο γάλλος συγγραφέας Ζ. Π. Μανσέτ σε συνέντευξή του στο περιοδικό Polar, τον Ιούνιο του 1980.
6. Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες πληθαίνουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα όπου η ερευνητική διαδικασία για την εξιχνίαση του «μυστηρίου» απουσιάζει και η αστυνομία, ως μηχανισμός καταπολέμησης του εγκλήματος, είτε δεν εμφανίζεται καθόλου είτε παρουσιάζεται απλώς για να μαζέψει τα πτώματα. Στο προσκήνιο των ιστοριών αυτών βρίσκονται οι χαρακτήρες που, σύμφωνα με τον Ρ. Τσάντλερ, «έχουν λόγο να διαπράττουν το έγκλημα» και εν γένει να παραβιάζουν τον νόμο (δολοφόνοι, μέλη συμμοριών, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, επιχειρηματίες ή πολιτικοί κ.λπ.), καθώς, όπως πίστευε η Π. Χάισμιθ, «οι εγκληματίες είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες, γιατί τουλάχιστον για ένα διάστημα είναι ενεργητικοί, έχουν ελεύθερο πνεύμα και δεν υποκύπτουν σε κανέναν». Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Κλυταιμνήστρα, ο Οιδίποδας, ο Ριχάρδος ο Γ', ο Ρασκόλνικοφ, ο Ρίπλεϊ και εκατοντάδες άλλοι εμβληματικοί ήρωες της παγκόσμιας δραματουργίας, καθίστανται δραματικά πρόσωπα ακριβώς όταν ή επειδή παραβιάζουν τον («θεϊκό» ή ανθρώπινο) νόμο. Έτσι, όλο και συχνότερα οι συγγραφείς τού είδους τοποθετούν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους τη μελέτη της εγκληματικής συμπεριφοράς, όπως κατ' αναλογία κάνει στο επιστημονικό πεδίο η εγκληματολογία. Μόνο που η επιστήμη επιχειρεί να τεκμηριώσει τις απαντήσεις, ενώ η τέχνη -τουλάχιστον στις ευτυχέστερες στιγμές της- να θέσει τα επίμαχα ερωτήματα.
7. Υπό το πρίσμα όλων των προηγουμένων, ο καθιερωμένος στην Ελλάδα όρος «αστυνομική λογοτεχνία» είναι ίσως λανθασμένος και πάντως ατελής. Αντιθέτως, θεωρώ ότι ο όρος «λογοτεχνία της παράβασης» περιγράφει επαρκέστερα και σε όλο τους το εύρος τις «αποχρώσεις» και τις υποκατηγορίες του είδους, αίροντας παράλληλα και προβλήματα κατάταξης ή μη κάποιων λογοτεχνικών έργων σε αυτό. Και, επιπλέον, βάζει πιο πολύ «στο παιχνίδι» το συγγραφικό σινάφι, τους εκδότες και τους αναγνώστες, που μπορούν να κατανοήσουν σε βάθος (έστω και στη βάση της εμπειρίας) την έννοια και την ουσία της παράβασης. Άλλωστε, κανείς δεν είναι στ' αλήθεια (απολύτως) αθώος...
Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας - 24/7/2010