Carlo Lucarelli: Η τριλογία του φασισμού
του Κώστα Γιαβή*
“Εγένετο Χάμετ και μετά Κέιν και εν συνεχεία Τσάντλερ και Γούλριτς και Μπέρνετ. Και εγένετο Ατιά και Ιζό και Νοζιέρ και ο δικός μας Μαρής. Στη μακρά γενεαλογία της νουάρ λογοτεχνίας, ο Ιταλός Κάρλο Λουκαρέλι (άλλης γενιάς, φυσικά, με τους προαναφερθέντες) δεν είναι… παραπαίδι. Η «Τριλογία του Φασισμού» είναι ένας φόρος τιμής στους μεγάλους του είδους με την εμπρόθετη επιθυμία του συγγραφέα να μιλήσει και για μια ιδιαζόντως ταραγμένη περίοδο της χώρας του: προ της ανέλιξης του Μουσολίνι στην εξουσία, κατά τη διάρκεια της παντοκρατορίας του, αλλά και για τη μετέπειτα πολιτική αλλοφροσύνη, στα όρια της επικίνδυνης πόλωσης, ανάμεσα σε χριστιανοδημοκράτες και κομμουνιστές.”
Παρέθεσα αυτούσια την πρώτη παράγραφο από την εξαιρετική βιβλιοκριτική του Διονύση Μαρίνου στο site diavaseme.gr πάνω στην “Τριλογία του Φασισμού”. Ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολή ή και “ιεροσυλία” το γεγονός ότι συγκρίνει τον Λουκαρέλι με “ιερά τέρατα” της διεθνούς αστυνομικής λογοτεχνίας. Κι όμως, δεν είναι υπερβολή. Ο Λουκαρέλι δεν μας προσφέρει μόνο ένα αυθεντικό, καθαρόαιμο νουάρ μυθιστόρημα, αλλά δημιουργεί ένα πεζογραφικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ξεπηδούν ιστορικά αλλά και πολιτικά γεγονότα, που σκιαγραφούν την ιστορία και τις εξελίξεις, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά, κατ’ επέκταση, σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα πακέτο “τρία σε ένα”: νουάρ γράψιμο, ιστορικές εξελίξεις αλλά και πολιτική χροιά. Μία καινοτομία του Λουκαρέλι αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποιεί την αστυνομική πλοκή και δράση, τοποθετημένη σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, σκιαγραφώντας παραστατικά την πολιτική κατάσταση αλλά και τις κοινωνικές εξελίξεις της εποχής.
Τα τρία βιβλία που συνθέτουν την “Τριλογία του Φασισμού” γράφτηκαν μέσα σε επτά χρόνια, από το 1990 μέχρι το 1996.
Έχει περάσει ένα μακρύ σχετικά χρονικό διάστημα από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στη διάρκεια των οποίων εκδόσεις για τον φασισμό μπορούσαν να αγγίξουν ένα ευρύ κοινό. Τα γεγονότα ήταν πιο φρέσκα στη μνήμη του κόσμου, συν το γεγονός ότι οι ζώντες μάρτυρες των καταστάσεων αυτών ήταν αριθμητικά περισσότεροι, σε σχέση με τώρα. Όσο μεγάλωνε η χρονική απόσταση από τη χούντα, μαζί με το τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού, η θεματική του φασισμού μπήκε στο περιθώριο. Σήμερα, είναι αξιοπρόσεκτο και ενδιαφέρον ως φαινόμενο το ότι ξαναδιαβάζονται οι αναλυτές του φασισμού από ένα ευρύ κοινό, και το ότι ολοένα και περισσότεροι ενδιαφέρονται για τη σχετική θεματική που μοιάζει με έναν πελώριο καμβά όπου απεικονίζονται οι πρόσφατες σκληρές εικόνες του εγχώριου δεξιού εξτρεμισμού.
Ο μεσοπόλεμος και τα μεταπολεμικά του κατάλοιπα αλλά και οι συνέπειές του είναι μια περίοδος με έντονο το πολιτικό στοιχείο, με ραγδαίες ανακατατάξεις, με δημοκρατία και με πολίτες που έχουν άποψη από τη μία αλλά και με ολιγαρχικές νοοτροπίες που έφεραν σε πολλές χώρες αυταρχικά καθεστώτα (Χίτλερ στη Γερμανία, Μουσολίνι στην Ιταλία, Φράνκο στην Ισπανία, Μεταξάς στην Ελλάδα κ.ο.κ.) από την άλλη. Η αναψηλάφηση λοιπόν αυτής της εποχής ισοδυναμεί με επανεξέταση -και, μάλιστα, με πιο προσεκτική ματιά- της δικής μας κατάστασης, έστω κι αν η κατόπτευση αυτή γίνεται μέσω ενός ιστορικού καθρέφτη που δεν ξέρει από ομοιότητες, παρά μόνο από αναλογίες.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Λουκαρέλι επέλεξε ως θέμα της πτυχιακής του εργασίας τη λειτουργία της αστυνομίας στην “Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία”, οπότε και ξεκίνησε να μελετάει σε βάθος την σκοτεινή περίοδο του φασισμού στην Ιταλία. Έψαξε ιστορικά αρχεία της εποχής, αναζήτησε επίσημα έγγραφα και ντοκουμέντα που είχαν σχέση με το καθεστώς εκείνο. Παράλληλα, ήρθε σε επαφή, γνώρισε και συζήτησε με συνταξιούχους αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν δουλέψει υπό το φασιστικό καθεστώς του Σαλό. Όλα αυτά τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες που συνέλεξε τον βοήθησαν να σχηματίσει μια πλήρη εικόνα του κράτους που έστησε ο Μουσολίνι, με τη βοήθεια των Γερμανών, από τον Σεπτέμβρη του 1943, μέχρι τον Απρίλη του 1945.
Είναι φανερό πως ο Λουκαρέλι έχει μελετήσει καλά τον χώρο, τον χρόνο, τα πρόσωπα που δρουν, τις πολιτικές συνθήκες της εποχής. Χρησιμοποιεί το νουάρ προσωπείο για να μιλήσει - αποστασιοποιημένος, πλέον- για τα ταραγμένα χρόνια της Ιταλίας (τα προ και μετά Ντούτσε). Αναπαράγει με πειστικότητα την εποχή που την ζωντανεύει -ειδικά στο τρίτο μυθιστόρημα- και με πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Έτσι, βλέπουμε ότι ο Λουκαρέλι ξεκινώντας από τις ιστορικές του αναγνώσεις κατορθώνει αρκετά ανάγλυφα να αποδώσει μυθιστορηματικά την αμιγώς μιασματική ατμόσφαιρα της πόλης του Σαλό επί Μουσολίνι, με τους εκφυλισμένους θεσμούς, την παραπαίουσα άρχουσα τάξη και την ηθική και υπαρξιακή σαθρότητα των εκπροσώπων. Στο εγχείρημά του υιοθετεί την αστυνομική πλοκή και παράλληλα τοποθετεί τη δράση στις τελευταίες ημέρες του Απριλίου του 1945, σκιαγραφώντας έντονα το κλίμα της εποχής. Συναρπαστική η γραφή του Λουκαρέλι συνδυάζει το αστυνομικό και πολιτικό έργο με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Ο Λουκαρέλι προσπαθεί να μεταφέρει στον αναγνώστη το σχιζοφρενικά ασυνάρτητο της εποχής επιλέγοντας να απεικονίσει την ατμόσφαιρά της μέσω της νουάρ λογοτεχνίας. Γράφει ο ίδιος στο σημείωμά του σχετικά με το “κρατίδιο” που δημιουργήθηκε στο Σαλό από τα υπολείμματα του φασισμού: «Στα απομνημονεύματα της εποχής διάβασα για τη ζωή την περίοδο του Σαλό. Σου έδιναν καθαρά την αίσθηση πως η σχιζοφρένεια άγγιζε τους πάντες, είτε αυτοί βρίσκονταν στα υψηλά κλιμάκια των φασιστών είτε ήταν απλά μέλη».
Α. Το ιστορικό πλαίσιο του φασισμού, στην Ιταλία
Η λατινική ετυμολογία των λέξεων “φασίστας” και “φασισμός” fascis (πληθ. fasces) σήμαινε στην αρχαία Ρώμη το δεμάτι με τις ράβδους και τον πέλεκυ που κρατούσαν οι επίλεκτοι ακόλουθοι του αυτοκράτορα, οι περίφημοι ραβδούχοι. Αυτό το τσεκούρι, δεμένο με χρυσή κορδέλα μαζί με τα κλαριά που έκοψε μετατρέποντάς τα σε χρήσιμες ράβδους, συμβόλιζε πολλά: τη δύναμη κρούσης, τη ριζική εξόντωση των εχθρών, τη δημιουργικότητα και ενότητα.
Ο αετός που κρατά τσεκούρι, το σύμβολο της “Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας” (Repubblica Sociale Italiana -RSI),
γνωστής και ως “Δημοκρατία του Σαλό” (Repubblica di Salò).
Αυτό το σύμβολο διάλεξε για το νέο του κόμμα ο Μουσολίνι το 1919 και μέσα σε τρία χρόνια βρέθηκε να εξουσιάζει απόλυτα όλη τη χώρα.
Τον Οκτώβρη του 1914, ενώ ο Μουσολίνι είναι διευθυντής της εφημερίδας Avanti! του Σοσιαλιστικού Κόμματος, παραβαίνει την κομματική γραμμή και πρεσβεύει την εμπλοκή της Ιταλίας στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Αυστρίας. Το κόμμα τον αποκηρύσσει. Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, που κατά τη διάρκειά του οι Ιταλοί είπαν το δικό τους ΟΧΙ στους Γερμανούς, ο Μουσολίνι ιδρύει το δικό του κόμμα και καλεί τους απόμαχους να συνταχθούν μαζί του για να δώσουν νέες μάχες. Ο πόλεμος όμως έχει τελειώσει. Οι μάχες ενάντια σε ποιους θα γίνονταν; Ενάντια στους σοσιαλιστές, που το κίνημά τους είχε τεράστια δύναμη στο κοινοβούλιο αλλά και στο λαό του βιομηχανοποιημένου βορρά.
Στο κάλεσμα του Μουσολίνι ανταποκρίνονται οι βετεράνοι του πολέμου, ανεπάγγελτοι εθελοντές που τώρα δεν είχαν δουλειά και απασχολούνταν ως τραμπούκοι. Επίσης, ανταποκρίνονται εθνικιστές πολιτικάντηδες.
Να λοιπόν ποιοι είχαν ανάγκη αυτή τη δράση του φασισμού. Όσοι ήταν δυσαρεστημένοι από τις ταπεινωτικές εδαφικές διευθετήσεις της μετριοπαθούς κυβέρνησης Τζιολίτι μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και όσοι φοβούνταν τη δύναμη του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος, πρακτικά, δηλαδή, οι μεγαλο-βιομήχανοι και οι μεγαλοκτηματίες.
Έτσι, η μεγάλη υπόσχεση που έδινε το φασιστικό κίνημα στους υποστηρικτές του ήταν να ξαναδώσει στην πατρίδα και στο έθνος την ιερή τους σημασία και να βάλει τάξη στην “αταξία” που είχαν φέρει οι σοσιαλιστές. Πώς; Στην αρχή δέρνοντας και αργότερα σκοτώνοντας.
Όμως ο φασισμός δεν έχει έρεισμα μόνο στους μεγαλοαστούς αλλά και στους μικρομεσαίους επαγγελματίες και στους μικροαστούς. Πολλοί από αυτούς υπήρξαν εθελοντές στον πόλεμο και τώρα είναι απογοητευμένοι από την κυβέρνηση που δεν διεκδίκησε τα εδάφη της στα βορειοανατολικά σύνορα και η οποία δείχνει ανοχή στις βίαιες κινητοποιήσεις των σοσιαλιστικών συνδικάτων. Από αυτή την ανοχή βγαίνει πάλι κερδισμένος ο Μουσολίνι, γιατί το κόμμα του αποκτά τώρα οπαδούς και από τα συντηρητικά μικροαστικά στρώματα: τους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους εμπόρους, όλους αυτούς τους μικρονοικοκύρηδες που θέλουν να πηγαίνουν ήσυχοι στη δουλειά τους και που όχι μόνο ενοχλούνται από τις απεργίες των τραμ, αλλά φοβούνται πως όλα αυτά δεν είναι παρά η αρχή μιας επανάστασης μπολσεβίκων, που θα ξεσπάσει και θα τους κάνει να χάσουν τα σπίτια τους.
Τον Οκτώβριο του 1922 το Φασιστικό Κόμμα έχει μόνο 35 βουλευτές σε ένα κοινοβούλιο 353 εδρών. Αργότερα, το Φεβρουάριο του 1929, ο Ντούτσε τα βρίσκει με τον Πάπα και την Αγία Έδρα και υπογράφει τη συμφωνία του Λατεράνο, παίρνοντας με το μέρος του τους καθολικούς. Καθολικοί, εθνικιστές, μικροαστοί, μεγαλοαστοί: ένα τεράστιο μέρος του ιταλικού λαού, καθένας για διαφορετικό λόγο, γίνονται σιγά σιγά “παθητικοί φασίστες”.
Ο φασισμός ακολουθεί ανοδική πορεία μέσα στη Βουλή. Τον Οκτώβριο του 1922 τα δημοκρατικά κόμματα τον αφήνουν να σχηματίσει κυβέρνηση, ενώ η εκλογική του δύναμη είναι λιγότερη από 10%. Τυπικά μέχρι το 1925 δεν έρχεται σε ρήξη με τη δημοκρατία. Ουσιαστικά βέβαια το κάνει αμέσως, καθώς ιδρύει την κομματική του αστυνομία, την περίφημη Milizia, και τα μέλη του κόμματος γυρνούν στις πόλεις και στα χωριά δέρνοντας, κακοποιώντας και τρομοκρατώντας με κάθε τρόπο τους αντιφρονούντες και τις οικογένειές τους. Τον Απρίλιο του 1924 στις εκλογές η Εθνική Λίστα, η λίστα των υποψηφίων φασιστών, παίρνει το 64,9% και βγάζει 374 έδρες.
Το 1925 ο Μουσολίνι καθιστά τον πρωθυπουργό, δηλαδή τον εαυτό του, πρόσωπο ανεξάρτητο από το κοινοβουλευτικό σώμα. Οι βουλευτές δεν έχουν δικαίωμα πλέον να ρίξουν την κυβέρνηση και τίποτα δεν περνάει στην ημερήσια διάταξη της Βουλής χωρίς την έγκριση του πρωθυπουργού.
Το 1928 αλλάζει τον εκλογικό νόμο, καταργεί τις λίστες των κομμάτων και τις αντικαθιστά με μια ενιαία λίστα. Η λίστα αυτή θα αποτελείται από 800 ονόματα και από αυτά τα ονόματα το Ανώτατο Φασιστικό Συμβούλιο θα διαλέγει τα μισά και αυτοί θα είναι οι βουλευτές του ιταλικού κοινοβουλίου. Είναι η στιγμή που καταλύεται οριστικά το σύνταγμα του 1848. Ο Μουσολίνι είναι πλέον ένας πετυχημένος δικτάτορας, για να ξαναγίνει “δημοκρατικός” δεκατρία χρόνια αργότερα, στην κωμόπολη του Σαλό.
Με την επέλαση της γερμανικής πολεμικής μηχανής στην Ευρώπη, ο φασισμός δεν είναι πια διεθνώς ισότιμος με τον ναζισμό και υποβιβάζεται σε υποτελή δορυφόρο του. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1938 ο Ντούτσε ευθυγραμμίζεται με την Γερμανία και την εξωτερική πολιτική της.
Προπαγανδιστική αφίσα της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας
(“Η Γερμανία είναι πραγματικά φίλη σας”)
Ο φασισμός από το 1936 ως το 1939 έχασε όλη τη λαϊκή του βάση. Μόνο το κομμουνιστικό κόμμα είχε τον κατάλληλο μηχανισμό να επιβιώσει στο σαθρό ιταλικό πολιτικό σύστημα. Όλοι ήθελαν να ανατρέψουν τους φασίστες.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 υπογράφεται ανακωχή με τους Συμμάχους. Η τμηματική απελευθέρωση της Ιταλίας χώρισε τη χώρα σε τρία διαφορετικά διαμερίσματα. Στην νότια Ιταλία ουσιαστικά δεν γίνεται, ούτε υπάρχει ανάγκη να γίνει απελευθερωτικός αγώνας. Στην κεντρική Ιταλία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η Ρώμη ελευθερώνεται τον Ιούνιο του 1944. Μέσα σε αυτούς τους εννέα μήνες σχηματίζεται η Κεντρική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, ώστε ο λαός να ξέρει πως απελευθερώθηκε μόνος του, χωρίς τη βοήθεια των ξένων.
Η βόρεια Ιταλία όμως θα είναι στα χέρια των Γερμανών ως τον Απρίλιο του 1945. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, ένα απόσπασμα αστυνομικών οδηγεί τον Μουσολίνι και τα πιο σκληροπυρηνικά μέλη του κόμματος στα βουνά του Αμπρούτσο, για να πάρουν μέρος στη νέα κυβέρνηση.
Ο Μουσολίνι επιθεωρεί οχυρωμένες τοποθεσίες (1944)
Το Σαλό είναι μια κωμόπολη με 15.000 κατοίκους στη λίμνη Γκάρντα, όπου θα ιδρυθεί η “Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία”, το τελευταίο προπύργιο των γερμανών στον Νότο. Ξεσπά ένας αιματηρός αγώνας μεταξύ των αντάρτικών ομάδων και των γερμανών φασιστών, ένας αγώνας εθνικής αντίστασης που θα οδηγήσει τελικά στην απελευθέρωση με πάρα πολλά θύματα.
Ρόμμελ και Μουσολίνι, στο Σαλό (1/1944)
Β. Ο επιθεωρητής Ντε Λούκα
Ο Λουκαρέλι, θέλοντας να αποδώσει λεπτομερώς την ηθική σαθρότητα της εποχής, θέτει στο επίκεντρο της μυθοπλασίας του έναν επιθεωρητή. Μέσα στο μιασματικό Σαλό θα γεννηθεί ο ήρωας του Κάρλο Λουκαρέλι, ο επιθεωρητής Ντε Λούκα.
Μία αμιγώς αρχετυπική μορφή που φέρει ως ταυτότητα όλα τα οπτικά και θεματικά σύμβολα ενός “αντιήρωα” των ταινιών νουάρ. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Ντε Λούκα ως την ιδανική φιγούρα για ένα ατμοσφαιρικό-πολιτικό φιλμ, ο οποίος και καλείται να δώσει λύσεις σε κάθε σκοτεινή υπόθεση που “γεννά” η σκέψη του γραφιά… Εκεί, σε ένα περιβάλλον που το χαρακτηρίζει η διαφθορά και η βία, εκεί που η πολιτική σταθερότητα “δείχνει” άγνωστη λέξη, εκεί “υπάρχει και αναπνέει” ο επιθεωρητής Ντε Λούκα.
Ένας άψογος επαγγελματίας, με άρτια κατάρτιση και πάθος για τη δουλειά του, αλλά αμέτοχος σε όσα συμβαίνουν γύρω του και ταυτόχρονα εγκλωβισμένος στα επιθανάτια γρανάζια του φασιστικού μηχανισμού. Το μόνο που φαίνεται να τον απασχολεί είναι η εξιχνίαση ενός περίεργου εγκλήματος, ενώ γύρω του η πόλη τραντάζεται από τις ένοπλες επιθέσεις των αντικαθεστωτικών, από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων και από τη βοή των μαχών μεταξύ των αντάρτικων δημοκρατικών ομάδων και του τακτικού φασιστικού στρατού. Δεν διστάζει να τρυπώσει στις μύχιες πτυχές μιας πραγματικότητας, που εκείνα τα χρόνια τρόμαζε ακόμη και στις πιο φωτεινές εκδοχές της.
Αντι-ήρωας των ιστοριών ο επιθεωρητής Ντε Λούκα, που ως ένα είδος Δον Κιχώτη προσπαθεί να “κάνει τη δουλειά του”. Όμως τα γεγονότα πάντα τον ξεπερνούν. Κάθαρση πραγματική δεν θα υπάρξει σε κανένα από τα εγκλήματα που καλείται να εξιχνιάσει. Το αδιέξοδο κυριαρχεί. Ο κύκλος που ξεκινά με το Σαλό κλείνει με την απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι. Ο επιθεωρητής θα βρεθεί ακυρωμένος και υπόδικος. Τέλος δεν θα υπάρξει…
Από το Σαλό, λοιπόν, έως τη Μπολόνια, ακολουθούμε τον Ντε Λούκα σε ένα ταξίδι κυρίως υπαρξιακό, αστυνομικής πλοκής, γρίφων, καταχωνιασμένων ιστοριών του παρελθόντος που αναφύονται, και συγχρωτισμού με μοιραίες γυναίκες.
Ο ίδιος είναι μια αδρή περσόνα: κυκλοφορεί μονίμως με ένα αδιάβροχο (προσωπική άποψη είναι ότι το αδιάβροχο τον διακρίνει ως μέλος της αστυνομίας, αλλά, παράλληλα, τον ξεχωρίζει από το όλο καθεστώς, σαν να μην ανήκει σε αυτό, λειτουργώντας ως προστατευτική κάψα για τον ίδιο), τρέφεται ελάχιστα, αντιθέτως πίνει ακατάπαυστα καφέδες και ποτά για να ξεγελάσει το εκνευριστικό ανακάτωμα στο στομάχι του, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην έννοια του καθήκοντος και στις πιέσεις που δέχεται από το πολιτικό περιβάλλον, σχεδόν νευρωτικός ακόμα και στις λίγες ερωτικές συνευρέσεις του. Μοιάζει με άνθρωπο σχεδόν καταραμένο που κουβαλάει ένα ανυπολόγιστο τραύμα. Τι καλύτερο για έναν πρωταγωνιστή μιας ιστορίας νουάρ; Και εδώ μάλιστα δεν έχουμε μία μόνο αλλά τρεις (“Εν λευκώ”, “Ένα μουντό καλοκαίρι”, “Το μπουρδέλο της Οδού Όκε”). Κάθε μία έξοχα γραμμένη από τον Λουκαρέλι, όχι μόνο ως προς την ανέλιξη της ιστορίας που θα οδηγήσει στην ανακάλυψη του δολοφόνου, αλλά και ως προς το πλάσιμο της ιστορικής συνθήκης μέσα στην οποία εγκιβωτίζεται η δράση του Ντε Λούκα.
Και οι τρεις υποθέσεις “τρέχουν” κάτω από το ίδιο πολιτικό σκηνικό. Ένα σκηνικό όπου κυριαρχεί η βία, η πολιτική διαφθορά, η δίψα για εξουσία, η χαφιεδισμός. Το αστυνομικό αίνιγμα σφηνώνεται στη μέγγενη του πολιτικού σκηνικού και οι ερμηνείες, οι πιθανές εξηγήσεις, οι εικασίες περνάνε και από το πρίσμα φασιστικών και αντιφασιστικών ατόμων και ιδεολογιών. Αν επομένως η διαλεύκανση μιας εγκληματικής υπόθεσης είναι δύσκολη, γίνεται ακόμα πιο δυσχερής από τη στιγμή που οι ένοχοι ενδέχεται να είναι φασίστες, κόντηδες, πολιτικά πρόσωπα ή αντικαθεστωτικοί, ύποπτα ουδέτεροι, καθάρματα του πολέμου ή μαχητές της αντίστασης. Η πολιτική ξέρει από συμφέροντα και όχι από αλήθειες, από τι πρέπει να συμβεί και όχι τι πράγματι συμβαίνει. Και στις τρεις υποθέσεις που αναλαμβάνει ο Ντε Λούκα το έγκλημα είναι συνυφασμένο με την πολιτική και το σεξ. Κυριαρχούν η αστάθεια, η βία, η διαφθορά, τα ανθρώπινα πάθη και η ηδονή της εξουσίας. Οσμές πολιτικής και κοινωνικής μπόχας, με φόντο την Ιταλία λίγο μετά την απελευθέρωση.
Ο νουάρ αντι-ήρωας, όμως, του Λουκαρέλι, δείχνει να μην επηρεάζεται από το κάδρο την αθλιότητας που τον περιβάλλει. Παραμένει πιστός στις αρχές του ακόμα και αν κινδυνεύει... Είναι άψογος επαγγελματίας και δεν επηρεάζεται από πιέσεις και προσχήματα. Είναι πιστός στο καθήκον του, έστω κι αν αυτό μπορεί να τον βλάψει. Ένας αντιήρωας στην υπηρεσία του φασιστικού καθεστώτος. Είναι, όμως, ο ίδιος φασίστας; Ο ίδιος ο Ντε Λούκα δηλώνει πως δεν είναι τίποτα, δεν είναι ενεργητικός φασίστας. Χαρακτηριστικό είναι ότι όπου τον χαιρετάνε υπηρεσιακά οι υφιστάμενοί του δεν ανταποδίδει στρατιωτικό ή φασιστικό χαιρετισμό, ως είθισται. Απλώς τυχαίνει να υπηρετεί το φασιστικό καθεστώς με ευσυνειδησία, παρασυρμένος από τον ρου της Ιστορίας.
Ο Ντε Λούκα ωστόσο παραμένει αμέτοχος, σε σημείο που μας κάνει να απορούμε αν έχει επίγνωση της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης ή ηθελημένα και σκόπιμα προτιμάει να απέχει των εξελίξεων και των γεγονότων. Φορά παρωπίδες και ασχολείται μόνο με την εξιχνίαση μεμονωμένων εγκλημάτων. Θα αποτελέσει ένα πιόνι σε μια σκακιέρα που θρυμματίζεται και τον τραβά στο έρεβός της. Θα μείνει πολιτικά “ανέστιος” και, κατ’ αυτό, έκθετος. Θα παρασυρθεί από τον ρου της Ιστορίας. Η αποκάλυψη του δολοφόνου θα αποδειχθεί άνευ σημασίας και στις τρεις ιστορίες γιατί θα ακυρωθεί από τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Ντε Λούκα θα στοιχιστεί, αδρανής, πίσω από τους κραταιούς. Οι δολοφόνοι της πολιτικής όπως και εκείνοι του πολέμου θα παραμείνουν στο απυρόβλητο.
Και ο Κάρλο Λουκαρέλι, με την σειρά του, αφήνει τον αναγνώστη να “φωτογραφίσει” πολιτικά τον ήρωά του. Παράλληλα, μέσα από την τριλογία του, ανάβει το “ιδεατό φιτίλι της ιστορίας” και καλεί, ξανά, τον αναγνώστη να δημιουργήσει λογοτεχνικές εικόνες για το πολιτικό καρκίνωμα ενός φασιστικού τοπίου.
Εκδόσεις αλλά και επανεκδόσεις έργων από τον χώρο της νουάρ λογοτεχνίας που ως κύριο θέμα τους έχουν τον ναζισμό και τον φασισμό σε μεταβατικές περιόδους -όταν οι ολοκληρωτισμοί εγκαθιδρύονται ως καθεστώτα και όταν τα καθεστώτα αυτά καταρρέουν- έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός σημαντικού αριθμού αναγνωστών.
Αριστοτεχνικά δείγματα γραφής αυτού του είδους αποτελούν οι δύο Τριλογίες: του Βερολίνου (Ph. Kerr) και του Φασισμού (C. Lucarelli). Η σαγηνευτική πένα τόσο του Kerr όσο και του Lucarelli, η ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική πλοκή και προπάντων οι χαρακτήρες του ντετέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ και του επιθεωρητή Ντε Λούκα αποτελούν λόγο επαρκή για να μην αφήσει ο αναγνώστης μισοδιαβασμένη καμία από τις δύο Τριλογίες που θα πιάσει στα χέρια του.
Ωστόσο, γεννιέται παράλληλα κι ένα ερώτημα: μια γοητευτική όσο και καλοδουλεμένη λογοτεχνική προσέγγιση μπορεί να προσθέσει κάτι στην ερμηνεία του φασισμού/ναζισμού;
Ο ντετέκτιβ Γκούντερ, που απεχθάνεται τους ναζί, και ο επιθεωρητής Ντε Λούκα, που έχει στελεχώσει μηχανισμούς καταστολής του φασιστικού καθεστώτος, διαθέτουν κάτι κοινό: διατηρούν μια εμφανή εσωτερική απόσταση από το πολιτικό καθεστώς. Επέτρεπαν, όμως, οι ολοκληρωτισμοί μια κάποια εσωτερική διαφοροποίηση των ακολούθων; Ο κυνισμός και η επιτηδειότητα του Μπέρνι Γκούντερ, όπως και η τυφλή επαγγελματική προσήλωση -ένα σχεδόν βεμπεριανό ήθος εργασίας- του Ντε Λούκα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό επιβίωσης στην καθημερινότητα του φασισμού και του ναζισμού; Η καθιερωμένη απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν άτομα με αυτή τη συμπεριφορά εντός τέτοιων καθεστώτων. Η διατύπωση του ερωτήματος και του ανάλογου προβληματισμού, από την άλλη πλευρά, σκιαγραφεί αχνά μια προοπτική τρωτότητας των ολοκληρωτικών καθεστώτων κάθε είδους.
Γ. “Εν λευκώ”
Το “Εν λευκώ” αποτελεί το πρώτο βιβλίο της συγγραφικής σταδιοδρομίας του Λουκαρέλι και ταυτόχρονα της τριλογίας που έχει τον ίδιο πρωταγωνιστή, τον αστυνόμο Ντε Λούκα.
Ο Μουσολίνι επιθεωρεί τη Brigata Nera (3/1945)
Βρισκόμαστε στη βόρεια Ιταλία, τον Απρίλιο του 1945. Ο Μουσολίνι και οι σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του έχουν αποσυρθεί στο Σαλό. Η κατάσταση είναι τεταμένη λίγο πριν το αναπόφευκτο τέλος και τη συνθηκολόγηση. Το φασιστικό καθεστώς κλυδωνίζεται επικίνδυνα.
Ο επιθεωρητής Ντε Λούκα ερευνά την υπόθεση της δολοφονίας του γοητευτικού νεαρού Βιτόριο Ρέιναρντ, μέλους του Φασιστικού κόμματος. Το θύμα ήταν αναμεμειγμένο σε βρόμικες υποθέσεις, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις και με την υψηλή κοινωνία των φασιστών. Ιδιαίτερα με την όμορφη κόρη του κόντε Αλμπέρτο Μαρία Τεντέσκο.
Αν επομένως η διαλεύκανση μιας εγκληματικής υπόθεσης είναι δύσκολη, γίνεται ακόμα πιο δυσχερής από τη στιγμή που οι ένοχοι ενδέχεται να είναι φασίστες, κόντηδες, πολιτικά πρόσωπα ή αντικαθεστωτικοί, ύποπτα ουδέτεροι, καθάρματα του πολέμου ή μαχητές της αντίστασης. Η πολιτική ξέρει από συμφέροντα και όχι από αλήθειες, από το τι πρέπει να συμβεί και όχι τι πράγματι συμβαίνει. Έτσι, ο φόνος του Βιτόριο Ρέιναρντ, μέλους του κόμματος και δονζουάν των κυριών της αριστοκρατίας, διακινητή ναρκωτικών και φίλου των αρχών, δεν μπορεί να ξεφύγει από το πολιτικό μάλε-βράσε της εποχής (Απρίλιος 1945). Ύποπτοι; Διάφορες κυρίες που πέρασαν από το κρεβάτι του, συντηρητικοί κύκλοι που θα βόλευε να έχουν εμπλακεί, πολιτικά πρόσωπα σε ένα παρασκήνιο ζυμώσεων. Η λύση τελικά αξιοποιεί την πολιτική από την ανάποδη, αφού παράλληλα με τις εθνικές και υψηλού διαμετρήματος φιλοδοξίες και διεκδικήσεις, κινείται ένας άλλος κόσμος προσωπικών παθών και αδυναμιών.
Το βιβλίο ξεκινάει όταν μια βόμβα των ανταρτών εκρήγνυται κατά τη διάρκεια μιας κηδείας, και ο Επιθεωρητής Ντε Λούκα, που έχει μετατεθεί πρόσφατα από το Αστυνομικό Σώμα πίσω στα συνηθισμένα καθήκοντα εξιχνίασης εγκλημάτων, πέφτει στο πεζοδρόμιο, μέσα σε σκόνη και χαλάσματα. Ένας στρατιώτης παραδίπλα τον αρπάζει από το στρίφωμα της καμπαρτίνας και φωνάζει: «Θα μας το πληρώσουν αυτό! Αντίποινα! Εν λευκώ!»
Οι φανατικοί οπαδοί της νουάρ λογοτεχνίας θα νιώσουν οικεία με την λακωνική και κυνική απάντηση του Ντε Λούκα: “«Εν λευκώ βέβαια» είπε ο Ντε Λούκα και ελευθερώθηκε απ’ το υστερικό σφίξιμο που κόντευε να τον γδύσει. «Βέβαια… βέβαια...» είπε και απομακρύνθηκε βιαστικά χωρίς να κοιτάξει πίσω του, ξεφυσώντας μέσα από τα χείλη του που είχαν γεμίσει σκόνη.”
Το φάντασμα του Raymond Chandler, κυρίως του βιβλίου του “Ο μεγάλος ύπνος” (“The Big Sleep”), στοιχειώνει τις σελίδες του “Εν λευκώ”, ιδιαίτερα όσο αφορά την απεικόνιση μιας διεφθαρμένης και παρακμιακής κοινωνίας. Ο γοητευτικός και γυναικάς Ρέιναρντ θυμίζει τον Arthur Geiger, έμπορο πορνογραφικών βιβλίων, χαρακτήρα του Chandler. Η κακομαθημένη πλούσια κοπέλα Σόνια Τεντέσκο, κόρη του φασίστα κόντε Τεντέσκο, η οποία έχει ως παιχνίδια της τα ναρκωτικά και το σεξ, μας φέρνει στο νου τις ανοησίες της Carmen Sternwood.
Παρά τις εν λόγω “τσαντλερικές” αποχρώσεις, ο Λουκαρέλι δεν έχει γράψει απλώς μια λογοτεχνική απομίμηση, αλλά μια εξαιρετικά πρωτότυπη ιστορία του εγκλήματος πλημμυρισμένη από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Για να εξιχνιάσει το φόνο του Ρέιναρντ, ο Ντε Λούκα συνεργάζεται με ένα αστυνομικό που δεν χαρίζεται, τον αστυνόμο Πουλιέζε. Καθώς ο κύκλος στενεύει γύρω από τον δολοφόνο, ο Ντε Λούκα μαθαίνει από το πρώην αφεντικό του στη φασιστική Πολιτική Αστυνομία ότι το όνομά του είναι στη λίστα θανάτου των ανταρτών. Όποια και αν είναι το αποτέλεσμα της έρευνας της δολοφονίας, ο Ντε Λούκα βρίσκει τον εαυτό του να τρέχει για να σώσει τη ζωή του.
Στο θολερό Σαλό, ο ήρωας του Λουκαρέλι αποπειράται να εξιχνιάσει ένα μεμονωμένο έγκλημα σ' ένα περιβάλλον κατά συρροή δολοφόνων. Ένα μοτίβο που απαντάται παρόμοια στο μυθιστόρημα του Χανς Χέλμουτ Χερστ “Η νύχτα των στρατηγών”, που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, με τον Πίτερ Ο' Τουλ.
Το οξύμωρο της δράσης του Ντε Λούκα δημιουργεί μία διαλεκτική περί ηθικής, όπου ο φόνος νομιμοποιείται από τα πολεμικά σαλπίσματα, αλλά καταδιώκεται σε ιδιωτικό επίπεδο. Η μεταμοντέρνα αφήγηση του Λουκαρέλι ξετυλίγει ταυτόχρονα δύο πραγματικότητες ομόκεντρες και αυτοτελείς. Τη συλλογική και την περιχαρακωμένη ατομική. Η ηθική τίθεται στο μικροσκόπιο. Ερευνάται. Εκπίπτει κατά τόπους σε μια αισχρή-ανθρώπινη επινόηση. Ο Ντε Λούκα φαντάζει σαν ένας υπερδραστήριος “αυτιστικός”. Τον αμέτοχο των συλλογικών εξελίξεων που κοιτάζει μόνο τη δουλειά του. Οι υπαινιγμοί του συγγραφέα για τη σύγχρονη πραγματικότητα είναι πασίδηλοι.
Το “Εν λευκώ” στιγματίζει όλα τα συμφέροντα που θέλουν να νοθεύσουν την αλήθεια, υποδεικνύει τη δική τους υπαιτιότητα και όταν αποδειχθεί ότι δεν ήταν τα πολιτικά πρόσωπα οι φυσικοί αυτουργοί, ο πραγματικός ένοχος συλλαμβάνεται -με αστυνομική συνέπεια- αλλά λόγω των εξελίξεων δεν προλαβαίνει να τιμωρηθεί. Μήπως τελικά άξιζε μια τυχαία γυναίκα να καθαρίσει το καρκίνωμα που λεγόταν Ρέιναρντ; Η στροφή πάντως της πλοκής στο τέλος του βιβλίου, διαχεόμενη από μια γλυκόπικρη ειρωνεία, προετοιμάζει κατάλληλα το έδαφος για το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας.
Κριτικές σημειώσεις για την 85η Συνάντηση της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟΥ (11.9.2014)
* Ο Κώστας Γιαβής είναι μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής λογοτεχνίας του «Μεταίχμιου»