Η Άγκαθα Κρίστυ, ο Μπλαντ και οι Σκανδιναβοί
Η Αγκάθα Κρίστυ ως προς την συγγραφική της αξία αντιμετωπίζεται σήμερα με μια ορισμένη συγκατάβαση. Συνοπτικά: ωραία πλοκή, γεμάτη όμως ξεπερασμένες κοινωνικές συμβάσεις. Υπάρχει ο Ρότζερ Ακρόυντ, πάει καλά, έγραψε σε πρώτο πρόσωπο ένα αφήγημα όπου ο αφηγητής είναι ο ένοχος. Μια πρωτοτυπία του whodunit. Εκεί για πολλούς κλείνει σήμερα το ενδιαφέρον για την συγγραφική προσφορά της. Όμως οι συνεχείς επανεκδόσεις της, η υψηλή θέση που εξακολουθεί να κατέχει στο διεθνές αναγνωστικό κοινό και ο Πουαρό που στέκει πάντα δίπλα στον Χολμς, όλα αυτά γεννάνε κάποιες δεύτερες σκέψεις.
Πράγματι, αρκετά από τα μυθιστορήματα της δεν είναι τόσο αφελή ή θα έλεγα κάθε άλλο παρά αφελή είναι.
Επέλεξα ως παράδειγμα το One, two buckle my shoe για τρεις λόγους. Πρώτα απ’ όλα για τον τίτλο του, που είναι ένα παιδικό τραγουδάκι. Ελληνικός τίτλος: Μια σφαίρα στο κρανίο! Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μελετητής ή ο αναγνώστης της Κρίστυ στα ελληνικά είναι οι τίτλοι, όπου επικρατεί το χάος. Οδηγός για να βγει κανείς από το αδιέξοδο παραμένει το αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω (αρ.149 -1986) και ειδικά η «Ελληνική βιβλιογραφία της Άγκαθα Κρίστυ» το Γιώργου Γαλάντη. Έως τότε είχαν εκδοθεί τα περισσότερα έργα της στα ελληνικά και οι τίτλοι τους παραμένουν οι ίδιοι.
Δείτε μερικά παραδείγματα τίτλων: The Clocks - Τα ρολόγια, έγιναν «Στην κόψη του φεγγαριού». 4.50 From Paddington -Το τραίνο των 4:50 από το Πάντινγκτον, έγινε «Ο φόνος δεν είναι παιχνίδι». Evil Under the Sun -Εγκλήματα κάτω από τον ήλιο, έγιναν «Το τσίμπημα της καρφίτσας». Το Hickory, dickory, dock, έγινε «Το σύμπλεγμα του Κάιν». Το Α Pocket full of Rye, έγινε « Ένα άλλοθι για 3 εγκλήματα».
Η Άγκαθα Κρίστυ χρησιμοποιεί συχνά παιδικά τραγουδάκια για τίτλους (σε οκτώ για την ακρίβεια μυθιστορήματά της με υποθέσεις δολοφονίας). Ανάμεσα τους Το One, two buckle my shoe, το Hickory, dickory, dock και το Α Pocket full of Rye. Στα ελληνικά θα μπορούσαν να μεταφραστούν ως «Δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς;» «Μια ωραία πεταλούδα με δυό πλουμιστά φτερά», «Όταν θα πας κυρά μου στο παζάρι» ή «Το κοκοράκι κί κιρί κικί, να με ξυπνάει κάθε πρωί». Καταλαβαίνετε πως ένας κατάλογος με μυθιστορήματα με τίτλους παιδικών τραγουδιών ενώ περιλαμβάνουν από δύο έως τρεις φόνους το καθένα, πτώματα με λιωμένα κεφάλια κλπ δεν παραπέμπει σε αφελή συγγραφέα, ακριβώς το αντίθετο, διότι το αποτέλεσμα είναι ανατριχιαστικό, κάτι που στις ελληνικές εκδόσεις αυτή η πολύ προσωπική και σχεδόν διαστροφική προσέγγιση του αστυνομικού αφηγήματος από την Κρίστυ εξαφανίζεται.
Ο δεύτερος λόγος είναι η δομή της πλοκής του. Έχει 21 κεφάλαια και κάθε κεφάλαιο έχει υποδιαιρέσεις, συνήθως τρεις. Τις περισσότερες υποδιαιρέσεις (από το Ι έως το V) έχουν τα κεφάλαια 1,11 και 12 με πέντε και το 9 με τέσσερις.
Τώρα στα σημειωματάρια τα Secret Notebooks, που εκδόθηκαν το 2010 γίνεται φανερή η προσπάθειά της να ταιριάξει τους στίχους του τραγουδιού (που καταλήγει «Nineteen, twenty my plate’s empty») με τα κεφάλαιά της. Δεν θα καταφέρει να συσχετίσει με επιτυχία στίχους και περιεχόμενο κεφαλαίων, η πρόθεση όμως είναι σαφής. Και δεν θα μπορέσει διότι η πλοκή της έχει τρεις στροφές γύρω από την τριπλή πλαστοπροσωπία της γυναίκας του ενόχου, που συμπυκνώνονται στο κεφάλαιο 10 («Nine, ten, big fat hen»), σε αντίθεση με τα κεφάλαια ένα και δύο όπου το «buckle my shoe» συνδυάζεται με την παρατήρηση του Πουαρό γύρω από την αγκράφα ενός γυναικείου παπουτσιού, παρατήρηση που θα λύσει τελικά τον γρίφο του κεφαλαίου 10. Στο κεφάλαιο 13 θα εμφανιστεί για πρώτη φορά και το πρόσωπο κλειδί του μυθιστορήματος, η σύζυγος του ενόχου, την ταυτότητα της οποίας ο ίδιος κρύβει για να επωφεληθεί της περιουσίας της δεύτερης συζύγου του: είναι δίγαμος. Για να καλύψει την απάτη του, πραγματοποιεί τρεις φόνους και μπερδεύει αστυνομία, Πουαρό και αναγνώστες παρουσιάζοντας τρεις διαφορετικές γυναίκες, ενώ στην πραγματικότητα είναι μία. Εκεί που ο αναγνώστης τα χάνει εντελώς είναι όταν η πλαστοπροσωπία μεταφέρεται στην ταυτότητα ενός πτώματος: μοιάζει να είναι η Α, ενώ αποδεικνύεται η Β, η οποία όμως είναι τελικά η Α (και ο Πουαρό το αντιλαμβάνεται από το φθαρμένο παπούτσι του θύματος συγκρίνοντάς το με το πανομοιότυπο καινούργιο με την αγκράφα, το οποίο φορούσε η Β, η οποία είχε συστηθεί στην αρχή του βιβλίου στον Πουαρό ως η Α). Έτσι αποκαλύπτεται σταδιακά ότι η Β ήταν η Γ στην πραγματικότητα η Δ, δηλαδή η Α που είδε!
Είναι το αποκορύφωμα των ανατροπών της Κρίστυ. Και δεν θα έπρεπε να το αποσυνδέσει κανείς από την περιγραφή του «κακού», γιατί η πολυπλοκότητα του γρίφου της είναι συνυφασμένη με το κεντρικό ερώτημα κάθε φορά: Ποιος είναι ο ένοχος;
«Ο Άλισταιρ Μπλαντ! Ένα όνομα που είχε γίνει θρύλος. Δεν ήταν ούτε Δούκας ούτε Κόμης ή πρωθυπουργός, αλλά μόνο ο Άλισταιρ Μπλαντ. Η φυσιογνωμία του ήταν οικεία, την ήξερε όλος ο κόσμος. Ήταν επικεφαλής της μεγαλύτερης τράπεζας της Αγγλίας. Ένας άνθρωπος με αμύθητα πλούτη, που η εύνοιά του είχε μεγάλη σημασία για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ένας άνθρωπος που ζούσε μια ήσυχη ζωή και δεν έκανε ποτέ δημόσιες εμφανίσεις. Δεν έβγαζε ποτέ του πύρινους λόγους, κρατούσε όμως στα χέρια του όλες τις εξουσίες του κράτους».
Ένοχος, λοιπόν, εδώ είναι ο ύψιστος κατά την ίδια εκπρόσωπος του αγγλικού κατεστημένου, καθώς πλησιάζει η λαίλαπα του πολέμου (το έργο εκδόθηκε Νοέμβριο του 1940).
Ο ίδιος ο Άλισταιρ Μπλαντ θα επικαλεστεί μάλιστα τη θέση του ώστε ο Πουαρό να κάνει τα στραβά μάτια.
«Μα επιτέλους, κ. Πουαρό, δεν μπορείτε να καταλάβετε πως η ασφάλεια και η ευημερία του έθνους, εξαρτάται από μένα, τον Άλισταιρ Μπλαντ;»
«Δεν ενδιαφέρομαι για τα έθνη, μεσιέ, ενδιαφέρομαι μόνο για την ανθρώπινη ζωή...», απαντά ο Πουαρό.
Στα επιμέρους στοιχεία της επιτυχίας του βιβλίου: η διαδικασία της οδυνηρής εμπειρίας να πρέπει να επισκεφθείς τον οδοντίατρό σου (βλέπε τη χρήση του «οδοντίατρου» στον Χίτσκοκ σ’ ένα σπάνιο διήγημά του με εξαγωγή δοντιού [1]) –η οποία θα οδηγήσει στον ίδιο προθάλαμο τον ύψιστο τραπεζίτη, τον Έλληνα Αμπεριότη, κοσμοπολίτη γκρίζας ηθικής, τον Μπαρνς άνθρωπο των παρασκηνίων και βασικό στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών, ενώ πίσω απ’ όλους ελλοχεύει το παρελθόν των Βρετανικών Ινδιών, που ήταν ακόμα «ζωντανό».
Και κυρίως όμως τα δύο νεαρά ζευγάρια που δίνουν και τον «πολιτικό» τόνο του βιβλίου και είναι υποψήφιοι ένοχοι. Το ζευγάρι της Νέβις Γκλάντυς, ιδιαιτέρας του οδοντίατρου και του Φρανκ Κάρτερ, ακροδεξιού Άγγλου της εποχής, τον οποίο αντιπαθεί βαθύτατα ο Πουαρό, και της Τζην Ολιβέρα, ανιψιάς του Μπλαντ, και του Χόουαρντ Ρέικς, Αμερικανού ριζοσπαστικών αριστερών απόψεων, που κοιτάζει με μισό μάτι τον Πουαρό. Ο Πουαρό είναι ολόθερμα υπέρ του δεύτερου ζευγαριού. Όταν στριμώχνει τον Μπλαντ, ακολουθεί ο εξής διάλογος μεταξύ Πουαρό, Τζην Ολιβέρα και Ρέικς:
«Σκέφθηκα πως τελικά θα κατάφερνε να σας εξαγοράσει», είπε ο Ρέικς στον Πουαρό.
«Εγώ όχι, δεν το πίστευα», είπε η Τζέην με βεβαιότητα.
Ο Πουαρό αναστέναξε.
«Ο κόσμος είναι δικός σας παιδιά μου», είπε με τρεμουλιαστή φωνή. «Ο νέος κόσμος. Κρατήστε μια θέση σε αυτόν για την ελευθερία και τη συγγνώμη. Αυτό μόνο σας ζητώ».
Κι εκεί που πάει να κλείσει το βιβλίο (με την επίκληση σ’ έναν μελλοντικό καλύτερο κόσμο μπροστά στον επερχόμενο εφιάλτη του πολέμου), η Κρίστυ επιφυλάσσει μια έκπληξη ακόμα και για τον Πουαρό. Ο Μπαρνς (που περίμενε κι αυτός της σειρά του στο οδοντιατρείο) εκτός από στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών ήταν και κατάσκοπος με το ψευδώνυμο Άλμπερτ Τσάπμαν, σύζυγος δήθεν της Τσάπμαν, την ταυτότητα της οποίας έκλεψε η σύζυγος του Μπλαντ, για να καλύψει το φόνο της ηθοποιού από την Ινδία που κατάλαβε τη διγαμία του Μπλαντ, αφήνοντας άφωνο τον Πουαρό.
«Ο Πουαρό έμεινε κοκαλωμένος. “Ύστερα από τέτοια ψυχρολουσία έχω ανάγκη από ένα διπλό κονιάκ”, μονολόγησε και πήρε το δρόμο του γυρισμού».
Το One, two, buckle my shoe («Μια σφαίρα στο κρανίο» ή «Μια ωραία πεταλούδα») έχει πολλά από τα τυπικά θέματα του σύγχρονου σκανδιναβικού θρίλερ που είναι της μόδας (από τον αμοραλισμό του κατεστημένου έως το πολτοποιημένο κεφάλι), αλλά ο τόνος είναι φυσικά εντελώς διαφορετικός.
Μπορούμε να διατυπώσουμε μερικές τέτοιες διαφορές «τόνου»; Ας πάρουμε τον Μπλαντ, σε τί θα διέφερε ένας Σκανδιναβός ομόλογός του ;
Κατά κανόνα ο Σκανδιναβός Μπλαντ του 21ου αιώνα θα είχε φιλοναζιστικό παρελθόν, ενώ ο κυνικός Βρετανός Μπλαντ του 1940 ήταν συντηρητικός και δεν χώνευε τους ακροδεξιούς φιλοναζί Άγγλους.
Ο Σκανδιναβός Μπλαντ του 21ου θα ήταν διεστραμμένος, η διγαμία του ύψιστου τραπεζίτη του 1940 δεν αποτελεί ισχυρό πλέον παράπτωμα, συνήθως επιλέγεται η απεχθέστατη παιδεραστία.
Η Σκανδιναβή σύζυγος του Μπλαντ θα έπασχε από διπολική διαταραχή σπάνιας μορφής (συνήθως η πάθηση ψυχιατρικά είναι φανταστική, αλλά αληθοφανής) και θα προσποιούταν τρεις διαφορετικές γυναικείες προσωπικότητες τις οποίες ο Σκανδιναβός Μπλαντ, διευθυντής της Κεντρικής Τράπεζας, θα εκμεταλλευόταν για να έχει επαφές με τον πρωθυπουργό και τις μυστικές υπηρεσίες. Η μεταμφίεση της κυρίας Μπλαντ θα της προκαλούσε έντονη ερωτική διέγερση ακολουθούμενη από ακραίες κρίσεις μελαγχολίας για την κόρη που έχασε (απέβαλε στην εφηβεία της).
Τα δύο νεαρά ζευγάρια (Γκλέντυς/Κάρτερ και Ολιβέρα/ Ρέικς) θα ήταν πολύ πιο ακραία, ο Σκανδιναβός ακροδεξιός θα ήταν αμφίφυλος, ενώ η φιλενάδα του, βοηθός στο οδοντιατρείο ή καλύτερα στο ψυχιατρείο που πήγαινε η κυρία Μπλαντ, θα έκανε χρήση κοκτέιλ ναρκωτικών από τα παυσίπονα.
Στο άλλο ζευγάρι, ο μεν νεαρός Αμερικανός ριζοσπαστικών πεποιθήσεων θα ήταν οπαδός του Unabomber με δράση χάκερ στο διαδίκτυο και η πανέμορφη πλούσια κοπέλα, στη νεο-σκανδιναβική εκδοχή της, θα ήταν νυμφομανής.
Ο κορυφαίος συντηρητικός του βρετανικού κράτους Άλισταιρ Μπλαντ του 1940 σκοτώνει εν ψυχρώ τον οδοντίατρο, προσποιείται ο ίδιος τον μακαρίτη για να βγάλει από την μέση τον Αμπεριότη (που ξέρει πολλά) και αλλάζει τα οδοντιατρικά αρχεία για να μπερδέψει την ταυτότητα του πολτοποιημένου πτώματος της ηθοποιού που κατάλαβε τη διγαμία του.
Ενώ ο Σκανδιναβός Μπλαντ του 21ου θα δολοφονούσε ντυμένος τραβεστί όποιον πήγαινε να αποκαλύψει τη γυναίκα του ως το μεταμφιεσμένο πρόσωπο που μεσολαβούσε για λογαριασμό του στο πρωθυπουργικό γραφείο και τις μυστικές υπηρεσίες, με επίκεντρο της πλοκής αντί για την εξαφάνιση μιας ηθοποιού που δούλευε στην Ινδία, τη γραμματέα του πρωθυπουργού με καταγωγή της μητέρας της από την Εσθονία! Η Εσθονία θα έπαιζε ρόλο, διότι θα ήταν η χώρα από την οποία προμηθευόταν ο Μπλαντ τα δωδεκάχρονα κορίτσια με τα οποία ασελγούσε.
Στα βιβλιοπωλεία των αεροδρομίων και στα ράφια των «αστυνομικών» στα μεγάλα πολυκαταστήματα της Ευρώπης υπάρχουν ακόμα σχεδόν ισοδύναμα και οι δυο συγγραφικές εκδοχές «Μπλαντ». Ψυχρό εγκεφαλικό παιχνίδι (με τον Πουαρό, 156 σελίδες σφιχτού κειμένου) ή χείμαρροι αστυνομικού μελοδράματος (με τον Χόλε [2], 660 σελίδες με πολλά χαλαρά ιντερλούδια); Διαλέγετε και παίρνετε.
Σημειώσεις
[1] Βλ. The Dark Side of a Genius σελ.45 (Donald Spoto, 1983).
[2] Πουαρό, υποχόνδριος, μονήρης, ανέραστος Βέλγος (μετανάστης, λόγω της γερμανικής κατοχής της χώρας του στις απαρχές του Α Παγκοσμίου πολέμου), ξένος προς την βρετανική κοινωνία, άριστος όμως γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και των ιδιοτροπιών της, λύνει μέσω των «φαιών κυττάρων του εγκεφάλου του» γρίφους εγκλημάτων σαν να πρόκειται για επιτραπέζιο παιχνίδι ή ψυγείο φαρμακοποιού (αν θυμηθούμε ότι ογδόντα τρεις φόνοι της Κρίστυ είναι με δηλητήρια). Αντίθετα, ο Σκανδιναβός Πουαρό (Χόλε) μανιοκαταθλιπτικός, αλκοολικός, με διαλυμένη οικογένεια (την οποία αποζητάει), βουτάει με απαράμιλλη ορμή στη δράση και τη βία για την εξιχνίαση ειδεχθών εγκλημάτων από άκρως διεστραμμένα άτομα και η προσπάθεια σύλληψής τους ξεχειλίζει πάθος και συχνά πένθος (για χαμένους συναδέλφους), αποτελώντας την πρόσκαιρη ψυχοθεραπεία του με έντονα στοιχεία μαζοχισμού.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «πολάρ» (crime fiction theory),
τχ. 3, Απρίλιος 2019, σσ. 15-18