Ζωρζ Σιμενόν: «Δυο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτόν»
Αν «η Rue de Vaugirard είναι μία οδός τόσο μακρά, σαν μια πρόταση του Προυστ», όπως έγραφε ο Κουρτ Τουχόλσκι για το Παρίσι του Μεσοπολέμου, η Quai des Orfèvres, με ορμητήριο τον αριθμό 36, θα μπορούσε να μετονομαστεί κάλλιστα Rue Georges Simenon. Πρόκειται όμως για ένα άλλο boulevard of broken dreams στον λογοτεχνικό-μυθικό κόσμο και τη ζωή του επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ, διάσπαρτο από τα ίχνη του ήρωα του Βέλγου συγγραφέα, που για τον Αντρέ Ζιντ ήταν μάλλον ο σημαντικότερος της νεότερης γαλλικής λογοτεχνίας. Τη οδό Ζωρζ Σιμενόν περιδιαβαίνει κανείς μόνο «βοτανολογώντας την άσφαλτο», κατά τη μπενγιαμινική μέθοδο της περιπλάνησης στη μητρόπολη, μ’ άλλα λόγια, καθώς χάνεται κάποιος στον λαβύρινθο της γαλλικής πρωτεύουσας και της λογοτεχνίας, ακολουθώντας τα βήματα του επιθεωρητή στις έρευνες και τις μετακινήσεις του πρωτίστως στο Παρίσι και διαβάζοντας τα 75 μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον Μαιγκρέ.
Με τον Σιμενόν συμβαίνουν πολλά «παράδοξα»: «εν αρχή ην» το όνομα: Μαιγκρέ. Ένα επίθετο (maigre: λεπτός, αδύνατος, ισχνός) μετατρέπεται σε οξύτονο ουσιαστικό, με την προσθήκη ενός «t» στο τέλος (Maigret), και αμέσως, μέσα από τη λέξη-κλειδί, προβάλλει η επιβλητική φυσιογνωμία του ψηλού και ευρύστερνου επιθεωρητή, ακριβώς όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αρέσκεται στο αντιφατικό λογοπαίγνιο, στο μυθιστόρημα «Ο Μαιγκρέ, η χορεύτρια και η κόμισσα» («Maigret au Picratt’s», 1951): «Πώς είπατε πως λέγεστε; - Μαιγκρέ - Ένα όνομα που εύκολα κανείς το συγκρατεί, καθ’ ότι είστε μάλλον εύσωμος». Δεύτερον, είναι από τους λίγους συγγραφείς στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας, του οποίου το έργο φέρει τον χαρακτηρισμό Romanbaum («μυθιστορηματικό δένδρο»), όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του με τον Αντρέ Ζιντ: είναι από τα κατ’ εξοχήν λογοτεχνικά δημιουργήματα με έντονα ριζωματικά χαρακτηριστικά, υφολογικά, θεματολογικά, αφηγηματικά και εκδοτικά, όσο, επί πλέον, με το στοιχείο της πολλαπλούς και διαφορετικής προσέγγισης του έργου του.
Το έργο του υπερπηδά άνετα τα εμπόδια της φιλολογικής ή ακαδημαϊκής κριτικής και εκτείνεται σε παράλληλους άξονες προσέγγισης: στον κινηματογράφο, χάρις στις πολυπληθείς μεταφορές στη μεγάλη οθόνη˙ στην αστυνομική λογοτεχνία, χάρις στο εύρημα ενός ιδιόμορφου επιθεωρητή, με έντονα μικροαστικά χαρακτηριστικά, που ανατρέπει το μέχρι πρότινος προφίλ του «διώκτη του εγκλήματος» και δημιουργεί ένα νέο είδος αστυνομικού επιθεωρητή˙ στην κοινωνιολογία, αφού είναι από τους λίγους συγγραφείς που διεισδύει ψυχρά, αλλά διαισθητικά συνάμα, στο milieu του (γαλλικού) υπόκοσμου και στον βιωμένο κόσμο (Lebenswelt) των μικροαστών˙ στη δημοσιογραφία, με τα (πολλά ανέκδοτα) ρεπορτάζ του στην Ευρώπη, την Αφρική και την Αμερική, αλλά και με τα εναρκτήρια άρθρα και «φτηνά ρομάντσα» (ανάμεσά τους, στις pulp ιστορίες που υπογράφει ως Georges Sim, ελλοχεύει ο «Μαιγκρέ» ως επιθεωρητής G7) που παράγει κατά κόρον προς βιοπορισμό. Και βέβαια, καθώς ο Μαιγκρέ περιπλανιέται αενάως στο Παρίσι, ο Σιμενόν αποτυπώνει στο έργο του, έναν πρωτότυπο «λογοτεχνικό χάρτη», ισάξιο ενός Guide Bleu Littéraire της μητρόπολης, ιχνηλατώντας και αποκαλύπτοντας το Παρίσι της νύχτας, των λαϊκών «μπιστρό» και των conscièrges.
O Σιμενόν, και εδώ έγκειται η κύρια συμβολή του, καταφέρνει κάτι που κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν κατάφερε: εξανθρωπίζει απόλυτα τον κόσμο του εγκλήματος, έχοντας κατανοήσει βαθιά το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην κοινωνία, ότι ο «γυμνός άνθρωπος» είναι ικανός για όλα, όπως το διατύπωσε εύστοχα ο Georg Hensel: «για τον Σιμενόν δεν υπάρχουν εγκληματίες, παρά μόνο εγκληματικές πράξεις, που διαπράττονται συχνά από φυσιολογικούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν ήταν προετοιμασμένοι για το έγκλημα». Επί πλέον, με τον επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ (και την κυρία Μαιγκρέ, πάντα διακριτική και σε ετοιμότητα), επέφερε μία αναπάντεχη τομή στις συμβάσεις της αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς ανέτρεψε τις ισορροπίες και τις βεβαιότητες της αγγλοσαξονικής πρωτίστως παράδοσης, αλλά και τα χολλυγουντιανά στερεότυπα των tough guys (με μοναδική εξαίρεση τον επιθεωρητή Κολόμπο, που ενσάρκωσε μοναδικά ο Πήτερ Φωλκ, και τον οποίο το περιοδικό επιφυλάσσεται σύντομα να τιμήσει).
© Roman Muradov
Με τον Σιμενόν, σαν από τεκτονικό σεισμό, αλλάζει άρδην ο «λογοτεχνικός άτλας» του 20ού αιώνα, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην αστυνομική λογοτεχνία. Ειδικά σε αυτή, ανάμεσα στο roman policier του Γκαμποριώ και των επιγόνων του και το néo-polar του Μανσέττ και της νεότερης συγγραφικής γενιάς μεσολαβεί ένα μυθοπλαστικό σύμπαν και ένας συγγραφικός ογκόλιθος, που θα επιβάλει νέους, άγνωστους μέχρι τότε θεματικούς άξονες και αφηγηματικούς κανόνες. Ο Σιμενόν γράφει κυριολεκτικά «πυρετωδώς», σε κατάσταση trance, με εξαντλητικούς ρυθμούς και με ένα «οπλοστάσιο» 2000 λέξεων, ακολουθώντας την προτροπή της Κολέττ, να αποβάλει τη «λογοτεχνικότητα»: η «απογυμνωμένη γραφή» του αντιστοιχεί απόλυτα στον «γυμνό άνθρωπο». Έτσι, αναδεικνύει τον μικροαστό, ως θετικό ή αρνητικό πρωταγωνιστή της (μικρο)κοινωνίας, και φέρνει στο προσκήνιο έναν επιθεωρητή, Αντι-Ιαβέρη και επίσης μικροαστό, στα ανθρώπινα μέτρα, «που κατανοεί χωρίς να καταδικάζει», κινούμενος σταθερά στον άξονα της «αξιολογικής ουδετερότητας».
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Luc Boltanski, στην κομβική μελέτη του «για την αστυνομική λογοτεχνία, την παράνοια και τη νεοτερική κοινωνία» (Énigmes et complots, Gallimard 2012), αφιερώνει πάντως ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις έρευνες της Γαλλικής αστυνομίας, με επίκεντρο τον Μαιγκρέ και την «ανθρωπολογία» του, διερευνώντας το προφίλ του επιθεωρητή και τα όρια της προσωπικής εξουσίας ενός απλού διοικητικού υπαλλήλου, που ασκείται υποδειγματικά, αλλά και με ανθρωπιά, μεταξύ σεβασμού και περιφρόνησης τόσο των κανόνων, στους οποίους υπόκειται, όσο και των ανθρώπων με τους οποίους έρχεται σε επαφή. Ο Σιμενόν επιφέρει καίρια, δηλαδή ανατρεπτικά και αναπόδραστα, μια «αλλαγή παραδείγματος» στην αστυνομική λογοτεχνία και το πεδίο των detective stories, προβάλλοντας ένα, άκρως ρεαλιστικό υπόδειγμα ήρωα-αντιήρωα. Σύμφωνα με τον Μπολτανσκί, προσωπικότητα, συμπεριφορά και μέθοδος του αφηγηματικού ήρωα «προέρχονται» και ερμηνεύονται από τη γαλλική πολιτική ιστορία (ό,τι περιγράφει και ερμηνεύει ο κοινωνιολόγος ως «διοικητική συνέχεια και πολιτική αστάθεια») και τη λογοτεχνική παράδοση, που ανάγεται όχι μόνο στον Εμίλ Γκαμποριώ, αλλά συνδέεται εν μέρει με τον Βωτραίν, του Μπαλζάκ (Θεία Κωμωδία), και τον Ιαβέρη, του Ουγκώ (Οι Άθλιοι). Όμως, στον Μαιγκρέ, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Μπολτανσκί, ενυπάρχει ακόμα μία ειδοποιός διαφορά, κυρίως σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα: είναι η κατ’ εξοχήν πατριαρχική φυσιογνωμία («πατρική φιγούρα», που συχνά προσφωνεί τους συνεργάτες του «mes enfants»), τόσο εντός του αστυνομικού μηχανισμού όσο και απέναντι στην κοινωνία και τους «απλούς ανθρώπους», αποτελώντας τον κλασσικό, υποδειγματικό εκπρόσωπο του γαλλικού αστυνομικού (polar).
Επί πλέον, θα μπορούσαμε βάσιμα να ισχυριστούμε πως στον «Μαιγκρέ» επιβεβαιώνεται ο «θρίαμβος του μικροαστισμού» (στη γαλλική εκδοχή και παράδοση του petit bourgeois), ανάμεσα στην αυτάρεσκη γαλλική αστική τάξη και το ατίθασο γαλλικό προλεταριάτο, συμπεριλαμβανομένων των underdogs και των «απόκληρων» (συμπεριλαμβανομένων των συνήθως ευτραφών και περίεργων γυναικών-θυρωρών στις παρισινές πολυκατοικίες) της γαλλικής κοινωνίας της εποχής (για τον Μπολτανσκί, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ είναι κι αυτός μέρος ενός «κρατικού προλεταριάτου»).
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, εκτός του χώρου των μελετητών του έργου του και των ακαδημαϊκών προσεγγίσεων και ειδικά στις «ελληνικές συνθήκες», να έχει κανείς επαρκή εποπτεία τόσο πάνω στα πολυάριθμα βιβλία του (περίπου 200 τίτλοι διαθέσιμοι) όσο και στην εξ ίσου ογκώδη δευτερογενή βιβλιογραφία, γαλλικής πρωτίστως προέλευσης, ώστε να αποτιμήσει συνολικά την κυρίαρχη θέση του Σιμενόν στην παγκόσμια, αλλά και την αστυνομική λογοτεχνία.
Όσοι όμως είχαν την τύχη να διαβάσουν πολλά περισσότερα έργα του Σιμενόν στο πρωτότυπο (ο Φίλιππος Ηλιού ήταν ένας από τους φανατικούς αναγνώστες του, σύμφωνα με μαρτυρία του Βασίλη Βασιλικού) ή σε ξενόγλωσσες εκδόσεις, πρωτίστως της Penguin και του Diogenes, ή ακόμα, παλιότερα, την εποχή της «Ατλαντίδας», του ΒΙΠΕΡ (ορισμένα σε μετάφραση της Αθηνάς Τσιριμώκου, συζύγου του Γιάννη Μαρή) ή των υποδειγματικών εκδόσεων της «Βραδυνής», σε μετάφραση του Δημήτρη Γιαννουκάκη (πολύ προτού ξεκινήσει η συστηματική έκδοση και επανέκδοση των βιβλίων του από τις εκδόσεις «Άγρα», με τη μεταφραστική εγγύηση της Αργυρώς Μακάρωφ), έχουν ήδη κατανοήσει τον «σκληρό πυρήνα» του: στα μυθιστορήματά του, και βέβαια στον επιθεωρητή Μαιγκρέ, έναν συνηθισμένο υπάλληλο κι έναν συνηθισμένο άνθρωπο (Μπολτανσκί), το κύριο ενδιαφέρον δεν εστιάζεται στο έγκλημα ή στον αστυνομικό γρίφο, αλλά στο «αίνιγμα» της ανθρώπινης, «απογυμνωμένης» ύπαρξης.
Κάθε φορά που ανοίγουμε κάποιο βιβλίο του Σιμενόν ή (ξανα)διαβάζουμε έναν «Μαιγκρέ», εισχωρούμε πάλι στο σύμπαν του και περιπλανιόμαστε στους δαιδάλους της ανθρώπινης ψυχής, συχνά και του Παρισιού, ανακαλύπτοντας εκ νέου έναν ανεξάντλητο συγγραφέα κι έναν σύγχρονο κλασσικό.
Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση αστυνομικής λογοτεχνίας
«The Crimes and Letters Magazine» (CLM), τχ. 3, Δεκέμβριος 2017, σσ. 41-43