Εφήμερο ή κλασικό το ελληνικό αστυνομικό είδος;
της Χρύσας Σπυροπούλου
Πολλοί αναρωτιούνται ποιοι είναι οι λόγοι που τα τελευταία χρόνια το αστυνομικό είδος παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση στη χώρα μας.
Πρόκειται για ένα πυροτέχνημα, μια έκρηξη που κάνει εντύπωση, αλλά πολύ σύντομα θα σβήσει; Ποιος άραγε θα μπορούσε από τώρα να προεξοφλήσει τη συνέχεια ή το τέλος του, αν και η βιωσιμότητα και η συνέχεια αυτής της εκρηκτικής εμφάνισης εξαρτάται κυρίως από την ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού. Γιατί αν η υποδοχή των αστυνομικών ιστοριών εκ μέρους των αναγνωστών είναι χλιαρή, τότε γιατί να συνεχίσουν οι συγγραφείς να ασχολούνται με το είδος, που ούτως ή άλλως κάποτε πολλοί το θεωρούσαν παρακατιανό, ένα λαϊκό ανάγνωσμα του περιθωρίου;
Άλλωστε, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, η εγκληματικότητα ήταν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ η πολιτική αστάθεια και οι κοινωνικές αναταραχές ωθούσαν τους συγγραφείς να ασχοληθούν με ανάλογου περιεχομένου ζητήματα. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Γιάννης Μαρής με αφοσίωση και επιτυχία ανέπτυξε τις ιστορίες μυστηρίου του, πολλές από τις οποίες είχαν τις ρίζες τους στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Αργότερα, τη σκυτάλη πήρε η Αθηνά Κακούρη, η οποία όμως έδωσε μιαν πιο ανάλαφρη νότα στα έργα της -πιθανόν από μιαν έμφυτη αποστροφή στη βία και τις νοσηρές καταστάσεις-, επιστρατεύοντας το χιούμορ της.
Από τα μέσα, όμως, της δεκαετίας του ’90 εμφανίζονται συγγραφείς, που ορισμένοι απ’ αυτούς παραμένουν ενεργοί έως σήμερα, ενώ κάποιοι άλλοι περιορίστηκαν στην έκδοση του ενός βιβλίου κι έπειτα εξαφανίστηκαν. Έτσι, οι συγγραφείς, που είτε από κλίση είτε από αναγνωστική θητεία στο αγγλοσαξονικό αστυνομικό είδος, σε μια εποχή που η εγκληματικότητα αυξάνει με γοργούς ρυθμούς, περιγράφουν τον νοσηρό κόσμο τους, αντλούν ιδέες από τις τρέχουσες κοινωνικές καταστάσεις. Φυσικά, δεν λείπουν κι εκείνοι που ακόμα εμπνέονται από το απώτερο παρελθόν.
Παρ’ όλη την εκδοτική πληθώρα των αστυνομικών ιστοριών στα ράφια των βιβλιοπωλείων, οι αναγνώστες είναι ακόμα επιφυλακτικοί. Στέκονται, τα ξεφυλλίζουν, αλλά όταν φτάσει η ώρα να αποφασίσουν μπροστά στο ταμείο, επικρατούν επιλογές που περισσότερο έχουν να κάνουν με ερωτικά αφηγήματα, ενώ άλλα αναφέρονται σε σημαντικές ιστορικές περιόδους του τόπου. Η αύξηση του νοσηρού γύρω μας και της εγκληματικότητας δεν στρέφουν κατ’ ανάγκη τον αναγνώστη στα τμήματα των βιβλιοπωλείων που είναι αφιερωμένα στα αστυνομικά και τα βιβλία μυστηρίου. Ακόμη υπάρχει διστακτικότητα, ίσως γιατί το είδος είναι σχετικά καινούριο σ’ εμάς, αν συγκριθεί με την παράδοση δεκαετιών σε άλλες χώρες, κυρίως τις αγγλοσαξονικές. Εξαίρεση, ωστόσο, στον κανόνα αποτελεί το φαινόμενο του Πέτρου Μάρκαρη, ο οποίος έχει φανατικούς αναγνώστες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Η αμεσότητα της γραφής, καθώς και η αυθεντικότητα των ιστοριών πιθανόν να συντελέσουν στην προσέλκυση αναγνωστών, αλλά και να αποτελέσουν τα εχέγγυα εκείνα για διάρκεια αυτής της κατηγορίας βιβλίων στο πέρασμα του χρόνου. Ο αναγνώστης δεν αποκλείεται να άρει τις επιφυλάξεις του όταν δει τη σταθερή πορεία του είδους, αλλά και τη βελτίωσή του.
Σημείωση: Ας με συγχωρέσουν οι υπόλοιποι συγγραφείς που δεν αναφέρομαι ονομαστικά σ’ αυτούς, αλλά θα ξεπερνούσα κατά πολύ το όριο ενός σύντομου σχολίου.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο “Βιβλιοθήκη” της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ στις 23/10/2009