Το μυστήριο στο γήπεδο της Άρσεναλ
Το πλέον κλασσικό βρετανικό αστυνομικό μυθιστόρημα με «ποδοσφαιρικό» θέμα είναι κατά κοινή ομολογία «Το μυστήριο στο γήπεδο της Άρσεναλ» («The Arsenal Stadium ystery») του Λέοναρντ Γκριπλ, 1939.
Η Άρσεναλ, από τις ένδοξες ομάδες του μεσοπολέμου, δίνει ένα φιλικό παιχνίδι με τους Τρόιανς, μια ερασιτεχνική ομάδα που έχει φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα και επιδιώκει να νικήσει τους επαγγελματίες. Η αναμέτρηση έχει προκαλέσει τεράστιο ενδιαφέρον. Το Χάιμπερυ είναι ασφυκτικά γεμάτο από εβδομήντα χιλιάδες θεατές. Μετά από ένα πρώτο συναρπαστικό ημίχρονο, ο νεοαποκτοηθής μέσος των Τρόιανς, Τζων Ντόυς, στις αρχές του δευτέρου πέφτει αναίσθητος στο χορτάρι. Μεταφέρεται στα αποδυτήρια και όταν ακούγεται το τελικό σφύριγμα είναι πλέον νεκρός.
Πρόκειται για τυπικό Whodunit με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή της Σκώτλαντ Γυάρντ Άντονυ Σλέηντ, που αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και μεθοδικότητα την μυστηριώδη υπόθεση, καθώς η νεκροψία έδειξε πως ο ποδοσφαιριστής είχε δηλητηριαστεί, προφανώς στη διάρκεια του ημιχρόνου.
Το μυθιστόρημα εντυπωσίασε στην εποχή του, μεταξύ των άλλων, διότι ο Γκριπλ είχε πρόσβαση σε όλους τους εσωτερικούς χώρους του θρυλικού γηπέδου Χάιμπερυ του βορείου Λονδίνου, τους οποίους χρησιμοποιεί ως σκηνικό της ιστορίας του, ενώ επιπλέον εμφανίζονται και παίζουν στην υπόθεση ο προπονητής και οι παίκτες της πραγματικής Άρσεναλ. Στο βιβλίο μάλιστα υπάρχει στην αρχή μια σελίδα με τα αυτόγραφα των έντεκα ποδοσφαιριστών της ομάδας του 1939.
«Ο Σλέηντ χρειάστηκε εικοσιπέντε σχεδόν λεπτά για να φτάσει στο ανατολικό πέταλο ακολουθώντας τους κεντρικούς διαδρόμους, να ρίξει μια ματιά στα εστιατόρια και τα τεϊοποτεία, στην αίθουσα τύπου και στα δημοσιογραφικά θεωρεία, να αντιληφθεί τη γεωγραφία της τεράστιας πτέρυγας με τα γραφεία και την αίθουσα συγκεντρώσεων που έκλεινε το διάδρομο και έβγαζε στην κεντρική σκάλα. Εκεί, σ’ ένα μεγάλο τραπέζι με ψηλές πράσινες δερμάτινες καρέκλες γύρω του, είδε τον πίνακα στρατηγικής της Άρσεναλ και άκουσε προσεκτικά τις εξηγήσεις του προπονητή Άλλισον, πώς πριν από κάθε αγώνα, επεξεργάζεται η ομάδα τα προβλήματα τακτικής της στο χορτάρι».
Ενδιαφέρον για εμάς σήμερα παρουσιάζει η έρευνα του Άντονυ Σλέηντ, η οποία εξετάζει υποχρεωτικά ξεχασμένες πλέον όψεις της ζωής των ποδοσφαιριστών, καθώς πολλοί από αυτούς διατηρούσαν το αρχικό τους επάγγελμα.
«Ήταν μια εποχή», γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Μάρτιν Έντουαρντ, όταν επανεκδόθηκε το 2018 από τη σειρά British Library Crime Classics, «όπου η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος, ότι δηλαδή μια ομάδα από Άγγλους ερασιτέχνες θα μπορούσε να ανταγωνιστεί λίγο ως πολύ με ίσους όρους την Άρσεναλ, γινόταν εύκολα πιστευτή. Ο μέσος της Άρσεναλ Μπέρναντ Τζόυ, που εμφανίζεται στην ιστορία, ήταν επαγγελματίας δάσκαλος και ο τελευταίος ερασιτέχνης που αγωνίστηκε στην εθνική Αγγλίας. Το 1939, η ιδέα και μόνο ότι ποδοσφαιριστές θα μπορούσαν να γίνουν δισεκατομμυριούχοι, ότι οι ομάδες θα καθορίζονταν από επαγγελματίες του εξωτερικού και οι σύλλογοι θα υποχρεώνονταν νομοθετικά να έχουν ένα μίνιμουμ εγχώριων παικτών, έμοιαζε αδιανόητη».
«Ο ντετέκτιβ στράφηκε στον προπονητή των Τρόιανς: “Απ’ ότι καταλαβαίνω οι παίκτες σας προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις”. “Πράγματι”, απάντησε ο προπονητής, “ο γκολκήπερ μας είναι ξυλουργός, ο Μόρρινγκ είναι ασφαλιστής και ο Σέτσλυ, ο πιο ιδιόμορφος απ’ όλους, ερευνητής χημικός. Η ομάδα έχει ένα μόνο κοινό –τη δίψα να παίξει καλό ποδόσφαιρο”».
Στις χαρακτηριστικές σκηνές του Γκριπλ συγκαταλέγονται τα αποδυτήρια των παικτών της Άρσεναλ ντουμανιασμένα από τον καπνό των τσιγάρων τους περιμένοντας ν’ ανακριθούν για τις τελευταίες στιγμές του Τζων Ντόυς στο χορτάρι και η περιγραφή της αποχώρησης του πλήθους των χιλιάδων θεατών από το γήπεδο.
«Η αποχώρηση εβδομήντα χιλιάδων θεατών δεν γίνεται ποτέ μέσα σε μερικά λεπτά. Στην κορυφή του Χάιμπερυ Χιλ πεζή και έφιππη αστυνομία ελέγχει πάντα τις ουρές προς τον υπόγειο του σταθμού της Άρσεναλ. Κι άλλοι έφιπποι συγκρατούν την κίνηση του πλήθους στην Άβενελ Ρόουντ. Όλοι οι παράδρομοι εκείνη τη μέρα ήταν γεμάτοι παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ενώ σμήνος από ταξί, που οι οδηγοί τους συνδύασαν τη δουλειά με το θέαμα, προσπαθούσαν μάταια ν’ ανοίξουν δρόμο με φωνές και κορναρίσματα. Πάνω από το πλήθος κρεμόταν ένα σύννεφο καπνού και σκόνης. Μικροπωλητές και εφημεριδοπώλες ξελαρυγγιάζονταν, καθώς οι αστυφύλακες προσπαθούσαν να κάνουν το πλήθος να κινηθεί. Υπήρχε κάτι το αργόσυρτο, το παχύρευστο στην κίνηση του πλήθους όπως αποχωρούσε μετά τον αγώνα. Έμοιαζε πως η μοναδική του έγνοια και σκέψη ήταν να μάθει τα αποτελέσματα των άλλων αγώνων σε κάθε γωνία του Ηνωμένου Βασιλείου».