Το μολύβι: Η τελευταία ιστορία του Φίλλιπ Μάρλoου.
Το 1959 σταματάει η ζωή του Φίλλιπ Μάρλλοου. Ο Ρέημοντ Τσάντλερ γράφει «Το μολύβι», την τελευταία ιστορία του, λίγο πριν πεθάνει τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς. Στη χώρα μας έχει δημοσιευθεί στις «Νέες ιστορίες του Φίλλιπ Μάρλοου» (εκδ. Δίαυλος, 1991, μτφρ. Α.Α.) Για πρώτη φορά ο Μάρλλου προσλαμβάνεται από κάποιον επειδή καταδιώκεται από επαγγελματίες δολοφόνους, συγκεκριμένα από τον Ίκυ Ρόθσταϊν, ένα κατώτερο στέλεχος του υποκόσμου που έχει γίνει στόχος της Μαφίας και προσπαθεί να ξεφύγει. Ο Μάρλοου βοηθάει τον Ίκυ Ρόθσταϊν να σωθεί από τους εκτελεστές του, αλλά στο τέλος τους βρίσκει να κυνηγάνε τον ίδιο. Έρχεται λοιπόν αντιμέτωπος μ’ έναν απρόσωπο μηχανισμό, με αόρατους επαγγελματίες δολοφόνους, με τη Μαφία ή την Ομάδα (The Outfit). Είναι κάτι με το οποίο δεν μπορεί να ασχοληθεί το «hardboiled», καθώς βασίζεται στους ιδιόρρυθμους ντετέκτιβ που προσπαθούν να βγάλουν το ψωμί τους αναλαμβάνοντας προσωπικές υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται μοιραίες γυναίκες, πλούσιες οικογένειες και γλαφυροί γκάνγκστερ. Οι εκτελεστές θα πρωταγωνιστήσουν στον Ουέστλεηκ και τον Μανσέτ και οι μηχανισμοί θα γίνουν θέμα του police procedural από τον Εντ Μακ Μπέην και τον Τζέημς Ελλρόυ.
«Ο Ίκυ διαγράφηκε με το μολύβι. Έχουν έναν κατάλογο. Διαγράφουν ένα όνομα με το μολύβι. Ο τύπος αυτός τότε είναι ξεγραμμένος. Η Ομάδα έχει τους λόγους της. Δεν το κάνουν πλέον για κέφι. Δεν υπάρχει πια τέτοιο πράγμα. Πρόκειται για λογιστική».
Το παιχνίδι του Τσάντλερ με τον Μάρλλου φθάνει στα όρια του:
«Ω, φυσικά συναντώ δολοφόνους κάθε μέρα. Τους προσκαλώ για ουίσκυ και για χαβιάρι με ζεστό ψωμί…Μοιάζουν με οποιονδήποτε εργάζεται σε μια ήσυχη επιχείρηση ή έχει ένα αφανές επάγγελμα. Είναι καλοντυμένοι και ευγενικοί, όταν το θέλουν. Βαστούν χαρτοφύλακες με όπλα μέσα, που έχουν αλλάξει τόσα χέρια ώστε δεν μπορεί να εντοπιστεί η προέλευσή τους. Αφού κάνουν τη δουλειά τους πετούν το όπλο. Συνήθως χρησιμοποιούν περίστροφα, αλλά δουλεύουν και με αυτόματα. Δεν βάζουν σιγαστήρα γιατί μπορεί να μπλοκάρει το όπλο και από το πρόσθετο βάρος είναι πιο εύκολο να αστοχήσουν. Δεν κάθονται μαζί στο αεροπλάνο, αλλά αφού αποβιβαστούν μπορεί να προφασιστούν ότι είδαν ο ένας τον άλλον στη διάρκεια της πτήσης. Μπορεί να δώσουν τα χέρια χαμογελαστοί και να μπούνε στο ίδιο ταξί».
Και ο Ίκκυ Ρόθσταϊν εξηγεί στον Μάρλοου: «Και όταν προσγειωθεί το αεροπλάνο θα μου στήσουν ενέδρα, όχι όμως αμέσως. Έχουν τους τρόπους τους. Αν πάω στους μπάτσους κάποιος από αυτούς θα το μάθει. Κατά την άποψή μου πρέπει να έχουν δύο παιδιά της Μαφίας στο Δημοτικό Συμβούλιο. Οι μπάτσοι θα μου δώσουν είκοσι τέσσερις ώρες προθεσμία να φύγω από την πόλη. Και πού να πάω; Στο Μεξικό; Είναι χειρότερα από εδώ. Στον Καναδά; Λίγο καλύτερα, αλλά δεν αρκεί».
Ο Τσάντλερ επιχείρησε να ανοίξει ένα νέο δρόμο στον Μάρλοου, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο του «harboiled» όπως το ξέραμε, ένα είδος συνυφασμένο με τον private eye, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που γίνεται σύμβολο επιβίωσης στις μεγαλουπόλεις. Το μέγεθος της Outfit, της Ομάδας, της Συμμορίας ή της Μαφίας –απρόσωπο, με ανώνυμους εκτελεστές είναι κάτι που τον ξεπερνά! Και φυσικά αφού δεν πρόκειται για Υπερήρωα ή Ήμιήρωα, όπως συμβαίνει στις pulp fiction ιστορίες του Σπάιντερμαν, του Φεγγαροκέφαλου ή της Σκιάς.
Το «Μολύβι» έγινε κόμικς σε σενάριο του Jerome Charyn και εικονογράφηση David Lloyd το 1993. Κατάφερε όμως να εκδοθεί μόνο το 2004. Ο Ντέηβιντ Λόυντ διοργάνωσε τότε με επιτυχία φαίνεται ένα χάππενιγκ στο Μπράιτον όπου ο ηθοποιός Doug Devaney διάβαζε αποσπάσματα από το «Μολύβι», ενώ προβάλλονταν σκίτσα του Λόυντ και στα διαλλείματα της ανάγνωσης παιζόταν τζαζ της δεκαετίας του 50 από τον σαξοφωνίστα και συνθέτη Geoff Hearn.