«Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς» και ο ρόλος της κ. Πήτερς
Εκδόθηκε το 1932 και είναι κατά τη γνώμη μου το πιο χαρακτηριστικό βιβλίο του Σιμενόν στη σειρά «Μαιγκρέ». Ανήκει στην πρώτη περίοδο των δεκαοκτώ Μαιγκρέ του οίκου Fayard (1931-1934). Σε αυτήν πραγματοποιήθηκαν και όλες οι αφηγηματικές καινοτομίες του Σιμενόν στο αστυνομικό μυθιστόρημα. «Οι Φλαμανδοί» είναι για τον Σιμενόν ό,τι ο «Ρότζερντ Άκρουντ» για την Κρίστυ. Και κάτι περισσότερο, διότι δεν αποτελεί μόνο ένα αφηγηματικό παιχνίδι». Προσοχή, λέει ο Σιμενόν, στα βιβλία μου δεν θα έχετε τίποτα ως δεδομένο: η ψυχογραφία είναι που παίζει τον καθοριστικό ρόλο.
Η κ.Πήτερς καλεί τον Μαιγκρέ με τη μεσολάβηση ενός ξαδέλφου της γυναίκα του να έρθει στο Ζιβέ για να βοηθήσει στη διαλεύκανση ενός φόνου. Δολοφόνος είναι η ίδια η κ.Πήτερς! Το Ζιβέ, μια πόλη στα σύνορα Γαλλίας-Βελγίου με έντονη αντιπαλότητα Βαλλόνων και Φλαμανδών · ξεχωριστά καφενεία και νοοτροπίες. Οι φτωχοί Βαλλόνοι κατηγορούν την πλούσια φλαμανδή οικογένεια της κ. Πήτερς ότι ευθύνεται για την εξαφάνιση μιας νεαρής κοπέλας ταπεινής καταγωγής. Γιατί η Άννα Πήτερς καλεί τον Μαιγκρέ;
Διότι η αστυνομία είναι κατά κανόνα με τους ισχυρούς, η κοινή γνώμη, η καλώς εννοούμενη σε αυτή την περίπτωση, έχει δίκιο και η Άννα Πήτερς πιστεύει ότι με την παρουσία ενός αστυνομικού από το Παρίσι η επιρροή του κόσμου δεν θα αποβεί μοιραία για την ίδια. Και πράγματι αυτό θα συμβεί, αλλά με ιδιάζοντα τρόπο. Διότι ο Μαιγκρέ αντιλαμβάνεται πως για να προφυλάξει την οικογένειά της είναι η Πήτερς που δολοφόνησε την κοπέλα, η οποία τα είχε με τον αδερφό της. Της το αποκαλύπτει, αλλά δεν κοινοποιεί τα συμπεράσματά του στην τοπική αστυνομία, που έχει και την επίσημη ευθύνη της έρευνας. Και αφήνει τις υποψίες να πέσουν σ’ ένα ναυτικό που το έσκασε από το Ζιβέ και δύσκολα θα βρεθούν τα ίχνη του. Ο Μαιγκρέ αρνείται πεισματικά ν’ αποδώσει δικαιοσύνη, θέλει μόνο να «καταλάβει»: αυτός είναι ο ύψιστος ρόλος του. Και ο Σιμενόν ανατινάζει όλη τη λογική με την οποία γράφονταν έως τότε τα αστυνομικά μυθιστορήματα!
Η περίοδος αυτή των πρώτων «Μαιγκρέ», με εξέχουσα θέση τους «Φλαμανδούς», είναι και το εφαλτήριο του Σιμενόν προς τη λογοτεχνία και την περιοχή του Καμύ και τον δικό του «Ξένο» με «Το χιόνι ήταν βρόμικο».
Η ψυχογραφία του Σιμενόν / Μαιγκρέ γειτνιάζει με άλλους συγγραφείς της περιόδου του μεσοπολέμου με αφηγήσεις έξω από τον κανόνα του μοντερνισμού, όπως ο Σώμερσετ Μωμ, ο Γιόζεφ Ροτ, ο Τζόζεφ Κόνραντ. Οι Φλαμανδοί ανήκουν στα μικρά αφηγηματικά διαμάντια του Σιμενόν, όπου το κοινωνικό και το ψυχολογικό πορτραίτο συμπλέκονται με τρόπο που οι σημερινοί αναγνώστες και συγγραφείς θα έπρεπε να ζηλεύουν.
Όσο για την Άννα Πήτερς, από ψυχαναλυτικής πλευράς, θα μπορούσε κάλλιστα να της αναγνωρίσει κανείς πως κατέχει αλληγορικά τη θέση της μητέρας του συγγραφέα (η ένοχη που τον καλεί να δράσει). Ο Σιμενόν υποστήριζε ότι «το γράψιμο για μένα ήταν ένα είδος περιφρόνησης της μητέρας μου. Όποτε με έβλεπε να διαβάζω –και διάβαζα από πολύ μικρός- μου έλεγε: θα είσαι καλύτερα στη ζωή σου, αν ασχοληθείς με κάτι, αντί να διαβάζεις τα φτηνιάρικα βιβλία σου». Στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Πεντιγκρή, σταδιακά το κεντρικό πρόσωπο του έργου γίνεται η μητέρα του. Η οικογένειά της λαμβάνει το μυθιστορηματικό όνομα Πέτερς μερικά χρόνια μετά τους Φλαμανδούς!