"Μυρίζει αίμα": Επανακυκλοφορεί το non-fiction crime novel του Γιάννη Ράγκου
Κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις Εκδόσεις Καστανιώτη (σειρά Καστανιώτης noir), σε νέα και συμπληρωμένη (επαν)έκδοση, το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Ράγκου «Μυρίζει αίμα» (πρώτη έκδοση, Ίνδικτος 2008), που βασίζεται στην αληθινή ιστορία των πρώτων serial killers επί ελληνικού εδάφους, ακριβώς μισόν αιώνα πριν.
Στις αρχές Μαρτίου του 1969, οι Γερμανοί Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ φτάνουν στην Ελλάδα, δηλώνοντας ότι έρχονται για δουλειές και τουρισμό. Ωστόσο, στη διάρκεια των επόμενων σαράντα ημερών, διαπράττουν έξι ειδεχθείς δολοφονίες και πέντε ληστείες, επιλέγοντας τυχαίους στόχους.
Παρά την κινητοποίησή τους και την άσκηση υπερβάλλουσας βίας, οι διωκτικές αρχές της Δικτατορίας αδυνατούν να φτάσουν στα ίχνη τους. Την ίδια στιγμή, απαγορεύεται κάθε δημοσιότητα ώστε να μην διαταραχθεί το κλίμα «τάξης και ασφάλειας», που επιμελώς παρουσιάζει το καθεστώς. Όταν τελικά οι λεπτομέρειες της δράσης των δύο Γερμανών γίνονται γνωστές, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται: Οι πράξεις τους έχουν μεταβάλει οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την έννοια του εγκλήματος, καθώς ήταν οι πρώτοι και παραμένουν μέχρι σήμερα οι πλέον «παραγωγικοί» κατά συρροήν δολοφόνοι στα εγχώρια ποινικά χρονικά.
Ο Γιάννης Ράγκος ανασυνθέτει την πραγματική ιστορία, αλλά και ολόκληρη την εποχή, σε ένα καθηλωτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει τη διαύγεια του ντοκουμέντου με την υποβλητικότητα της μυθοπλασίας και η κριτική το χαρακτήρισε ως την πιο αυθεντική εκδοχή του «non-fiction crime novel» στην Ελλάδα.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου, «η εγκληματική δράση των Γερμανών Χέρμαν Ντουφτ (Hermann Duft) και Χανς Μπασενάουερ (Hans Wilhelm Bassenauer), την άνοιξη του 1969, εγκαινίασε ένα εντελώς καινούργιο κεφάλαιο στην ελληνική εγκληματολογική ιστορία. Αποτελούσε, αδιαμφισβήτητα, ένα πρωτοφανές γεγονός, ακόμα και για το modus operandi του «σκληρού» υποκόσμου της εποχής. Σε μια περίοδο που στην Ελλάδα τα περισσότερα εγκλήματα συνδέονταν με «λόγους τιμής», το ερωτικό πάθος ή ιδιωτικές διαφορές, οι δύο Γερμανοί με τις πέντε ληστείες, τους έξι φόνους και τον ένα βαρύτατο τραυματισμό, που διέπραξαν σε διάστημα μόλις σαράντα ημερών, μετέβαλαν βίαια και οριστικά τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την έννοια του εγκλήματος και, στην κυριολεξία, άλλαξαν ολόκληρη τη χώρα. Αν και εκείνη την περίοδο οι πράξεις τους χαρακτηρίστηκαν από τυπικής (νομικής) άποψης ως ληστείες μετά φόνων, η σύγχρονη εγκληματολογική αντίληψη εντάσσει αναφανδόν τους δύο δράστες στην κατηγορία των κατά συρροήν δολοφόνων (serial killers), μάλιστα των πρώτων επί ελληνικού εδάφους, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού των θυμάτων, του τρόπου δράσης τους και της χρήσης ακραίας και ασύμμετρης βίας, απολύτως δυσανάλογης ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ταυτόχρονα, στη (Δυτική τότε) Γερμανία η υπόθεση αυτή απασχόλησε ζωηρά την κοινή γνώμη και πυροδότησε τον πολιτικό και νομικό διάλογο, καθώς εξετάστηκε αν οι δύο δράστες συνδέονταν με τρομοκρατικές ενέργειες ή άλλες μείζονες ποινικές υποθέσεις της περιόδου στη χώρα, αλλά κυρίως σε σχέση με το γεγονός ότι ο Χέρμαν Ντουφτ και ο Χανς Μπασενάουερ ήταν οι πρώτοι Γερμανοί πολίτες που εκτελεστήκαν μετά το 1949, όταν δηλαδή τέθηκε σε εφαρμογή το πρώτο μεταπολεμικό γερμανικό Σύνταγμα που καταργούσε την ποινή του θανάτου».
Για την υπόθεση, δείτε και το σχετικό επεισόδιο της τηλεοπτικής εκπομπής «Μηχανή του Χρόνου», εδώ.