Το σκανδιναβικό νουάρ, του Nίκου Μ. Γεωργιάδη
Σπάνια έχουμε στην Ελλάδα εκτενείς μελέτες σχετικές με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Τo βιβλίο του Ν.Μ.Γεωργιάδη «Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία – όψεις της κοινωνίας και της πολιτικής» (2018, εκδ. Ηρόδοτος) είναι καλογραμμένο και διαθέτει πέραν των άλλων όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά μιας σοβαρής μελέτης, την αναφορά στις πηγές, στη βιβλιογραφία και τον απαραίτητο κατάλογο των μυθιστορημάτων στα οποία αναφέρεται. Πρόσφατα έγραψε ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο θα παρουσιάσουμε την επόμενη Τετάρτη τον «Οδηγό για τη Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία».
Στις πρώτες 124 σελίδες της μελέτης ασχολείται με το υποείδος του σκανδιναβικού νουάρ και τα κωδικοποιημένα χαρακτηριστικά του. «Τα χαρακτηριστικά που του δίνουν μια ιδιαίτερη ταυτότητα: Ο σημαντικός ρόλος του police procedural [μυθιστόρημα αστυνομικής έρευνας], ο ρεαλισμός και το ιδιαίτερο βάρος που δίνεται στην κριτική θεμάτων που αφορούν τις λιγότερο γνωστές πλευρές των ευημερουσών σκανδιναβικών κοινωνιών, η ιδιαίτερη σκηνογραφία και η ζοφερή, απαισιόδοξη ατμόσφαιρα. Τέλος, η δημιουργία μελαγχολικών ανδρικών και ισχυρών γυναικείων χαρακτήρων».
Στην αρχή υπάρχει αναφορά στις επιδράσεις του Ίψεν, του Χάμσουν, του Στρίνμπερκ ή του Μπέργκμαν, μένει όμως ατελής για τον αναγνώστη η σχέση των αστυνομικών συγγραφέων με τους ομοεθνείς τους θεατρικούς κυρίως λογοτέχνες, πέρα από το κλίμα μιας υπαρξιακής μελαγχολίας των ηρώων τους.
Ο Ν. Γεωργιάδης εστιάζει στη συνέχεια και σωστά την προσοχή του στη σημασία της σκηνογραφίας. Το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί τα τελευταία τουλάχιστον πενήντα χρόνια ένα είδος επαναλαμβανόμενο και χρωστάει την ανανέωσή του ακριβώς στην τοπικότητα. «Το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται και ως τοποφιλικό (topophilic), επειδή η γνώση του τοπικού περιβάλλοντος είναι αναγκαία στην εξέλιξη της υπόθεσης κι οι τοπογραφικές αναφορές γίνονται ολοένα και περισσότερες και εξαντλητικά λεπτομερείς».
Εστιάζει επίσης στον όρο «σχολή του έλκους» (του δημοσιογράφου και συγγραφέα Bo Lundin) για να περιγράψει τα μυθιστορήματα με πρωταγωνιστές αστυνομικούς που είναι συνήθως μεσήλικες με προβλήματα υγείας και άκρως ανθυγιεινό τρόπο ζωής (πολλές ώρες δουλειά, κακή διατροφή, εξάρτηση από το αλκοόλ)
Ο Γεωργιάδης αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης (σελ.125 έως 417) στην θεματολογική κατάταξη του σκανδιναβικού νουάρ (σε μια σειρά «θεματικά» κεφάλαια): Οι σκανδιναβικές χώρες στο Β Παγκόσμιο πόλεμο και οι αντίστοιχες μυθιστορηματικές αναφορές / Η δολοφονία του Πάλμε / Οι νεοναζιστικές οργανώσεις και τα ρατσιστικά εγκλήματα / Μετανάστες και πρόσφυγες / Η αγορά του σεξ / Οι άνδρες που μισούνε τις γυναίκες και τα παιδιά. Σε όλα τα παραπάνω οι αναφορές στα αποσπάσματα των συγγραφέων είναι πλούσιες και πετυχημένες.
Αυτό όμως που λείπει, αλλά δεν ευθύνεται ο μελετητής, είναι κάτι πέρα από την ομοιομορφία που συνιστά το υποείδος του «Σκανδιναβικού νουάρ». Ακτίδες λογοτεχνικότητας στους σαράντα τρεις συγγραφείς που καταγράφονται στη μελέτη, ένα ιδιαίτερο ύφος που να σπάει τη θεματική ομοιομορφία. Κάτι το πιο προσωπικό, όπως στον Τσάντλερ, τη Χάισμιθ ή το Σιμενόν.
Τέτοια βέβαια στοιχεία διαθέτει με μια έννοια το δίδυμο των Σουηδών συγγραφέων Χουέβαλ-Βαλέ με τις δέκα ιστορίες του αστυνόμου Μάρτιν Μπεκ μεταξύ 1965 – 1975, επειδή ακριβώς έθεσε το μοντέλο του είδους. Κάποια τέτοια στοιχεία υπάρχουν και στον Βαλλάντερ του Μάνκελ ή στον Nakan Nesser ή στον Ινδρίδασον.
Τα θεματικά μοτίβα, πάντως, τα οποία ο Ν. Γεωργιάδης τα περιγράφει και τα εξηγεί εύστοχα (εξηγώντας έτσι και την απήχηση του είδους), δεν παύουν επαναλαμβανόμενα, ως προ τη συνολική εικόνα του Σκανδιναβικού νουάρ, να μετατρέπονται σε χρήσιμα αντίγραφα, βολικά όπως τα έπιπλα του ΙΚΕΑ, άνετα αναγνώσματα κοινωνικής κριτικής με την οποία συμφωνείς πολύ πριν τα διαβάσεις.