Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Η Παβέτα (Παρασκευή ήταν βαφτισμένη), έριξε τη μπεσαμέλ πάνω στα μακαρόνια με τον κιμά. Έριξε και δυο δάκρυα, της έπεσαν, μάλλον, κυλώντας πάνω στα φαγωμένα της μάγουλα. Το παστίτσιο ήταν στρωμένο όμορφα στο μικρό ταψάκι. Σπάνια μαγείρευε για τον εαυτό της, από τότε που έφυγε του σπιτιού ο άντρας, ο πατέρας της. Εξάλλου ο μάγειρας, στο ταβερνάκι του κυρ-Μάνθου που, συνήθως, έτρωγε τα μεσημέρια, ήταν εξαιρετικός. Αλλά τώρα, μ’ αυτήν την καταραμένη αρρώστια, είχε κλείσει το μαγαζί κι είχε εξαναγκαστεί σε εγκλεισμό κι η Παβέτα, όπως όλοι.
Φούρνισε το ταψάκι, τέσσερις μερίδες θάβγαιναν όλες κι όλες μα που θα της έφταναν για δυο μέρες, και γύρισε στην πολυθρόνα της, δίπλα στο παράθυρο. Η Λουμπίκα, η γάτα της, χάζευε την κίνηση και τους περαστικούς στο δρόμο, νωχελικά ξαπλωμένη στο περβάζι. Δηλαδή τις ρόδες των αυτοκινήτων χάζευε, και τις γάμπες των περαστικών, μια και το διαμερισματάκι της Παβέτας ήταν ημιυπόγειο. Όχι ότι είχε και πολλή περατζάδα, αραιά και πού ν’ ακουστούν τα βήματα κάποιου, πια.
Έψαξε το τηλεκοντρόλ κι άνοιξε την τηλεόραση. Όλο επαναλήψεις. Κι ειδήσεις. Διαρκώς ειδήσεις. Να σου μαυρίζει η ψυχή. Την έκλεισε κι έπιασε το πλέξιμο. Έφτιαχνε ένα πουλοβεράκι για την ανιψιά της, μοναχοκόρη του αδελφού της. Πάντα της έπλεκε πουλοβεράκια, αλλά –η σκατούλα- δεν τα φορούσε. Προτιμούσε αυτά τα ετοιματζίδικα, τις αηδίες που της ψώνιζε η μάνα της. Η Παβέτα, όμως, εξακολουθούσε να της πλέκει πουλοβεράκια. Και τι άλλο να έκανε, άλλωστε;
Ξαφνικά ανατρίχιασε. «Έβαλε κρύο απότομα», σκέφτηκε. Κι ο σπαγκοραμμένος ο διαχειριστής δεν άναβε το καλοριφέρ. «Μπήκαμε στην άνοιξη, δεσποινίς Παβέτα. Του χρόνου, πια, με το καλό». Χοντρές ψιχάλες ράπισαν το τζάμι του παραθύρου κι η Λουμπίκα τρόμαξε από μιαν αστραπή και τη βροντή που την ακολούθησε. Πήδηξε στην ποδιά της Παβέτας κι από ‘κει στο χαλί, όπου και κουλουριάστηκε. «Τι χέστρα είσαι, μωρή Λουμπίκα!»
Σηκώθηκε και, σέρνοντας τις παντόφλες της, πήγε μέχρι την κουζίνα να δει το φαΐ. Το παστίτσιο είχε ροδίσει όμορφα και μοσχοβολούσε. Έπιασε το ταψί με τις πιάστρες και το ακούμπησε στο μαρμάρινο πάγκο να κρυώνει. Σκέφτηκε πως ήταν το αγαπημένο φαγητό του πατέρα και δάκρυσε ξανά. Πήγε στο δωμάτιό του, ξάπλωσε στο κρεβάτι του, έκρυψε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι του και ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν φανταζόταν ότι θα της έλειπε τόσο πολύ.
Ένας κρότος την ξύπνησε. Ούτε που είχε καταλάβει για πότε την είχε πάρει ο ύπνος. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και έσπευσε στην κουζίνα. Το ταψάκι με το παστίτσιο ήταν στο πάτωμα, χυμένο στα πλακάκια, και η Λουμπίκα έτρωγε λαίμαργα. «Άει στα τσακίδια, Λουμπίκα!», φώναξε έξαλλη. Το γατί έτρεξε τρομαγμένο στο σαλόνι κι η Παβέτα έπεσε στα γόνατα και βάλθηκε να κλαίει σπαρακτικά πάνω από το ταψί. Έκλαιγε για το μαγαρισμένο παστίτσιο, για τα χρόνια της νιότης της που πέρασαν στα χαμένα, για τη μοναξιά της, για τα πουλοβεράκια που μάταια έπλεκε, για την αναγκαστική κλεισούρα στο κρύο ημιυπόγειο διαμέρισμα, για το φευγιό του μόνου άντρα της ζωής της, που ήταν πατέρας και φίλος κι εραστής.
Γύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Άνοιξε τη ντουλάπα και πήρε το κοντό ξίφος που κρεμόταν στην κρεμάστρα, μαζί με την επίσημη στολή του. Τα μάτια της είχαν στεγνώσει. Ή στερέψει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έβγαλε το ξίφος από τη θήκη του.
Με χείλη σφιγμένα και μάτια ορθάνοιχτα το έμπηξε στην καρδιά της.
*Το σκίτσο φιλοτέχνησε, ειδικά για το διήγημα, ο Γιώργος Παπαθεοδώρου.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Ετικέτες: Νίνα Κουλετάκη